Επιμέλεια Τασσώ Γαΐλα //
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια
Από τις σημειώσεις του Μαξίμ Γκόρκι…
Τίτλος: Ο Θάνατος του Τολστόϊ
Ο Λέων Τολστόι πέθανε; Ένα τηλεγράφημα έφτασε όπου λένε με τα λόγια τα συνηθισμένα: αποβιώσας την …
Αυτό μου αναστάτωσε την καρδιά. Βογγούσα από οργή και θλίψη και τώρα, σε μια κατάσταση που μοιάζει με παραφροσύνη, τον ξαναφέρνω στον νου μου έτσι που τον γνώρισα, όπως τον είχα δει. Η ανάγκη να μιλάω γι αυτόν, με βασανίζει. Τόνε φαντάζομαι στο φέρετρο του. Αναπαύεται κει μέσα, σαν μια λεία πέτρα σε κοίτη ποταμού, και δίχως άλλο στη γκρίζα του γενειάδα θα κρύβεται σιωπηλά το απατηλό του μειδίαμα. Και τα χέρια του ξεκουράζονται επιτέλους. Απετέλειωσαν το έργο τους, έργο ανθρώπου καταδικασμένου σε καταναγκαστικά έργα.
Θυμάμαι τα διαπεραστικά του μάτια. Τα έβλεπαν όλα, ως το βάθος. Κι οι κινήσεις των δαχτυλιών του, που ήτανε σαν να φτιάχνανε αδιάκοπα κάτι στον αέρα, οι κουβέντες του, τα αστεία του, οι χωριάτικες λέξεις που προσπαθούσε, και η φωνή του η ακαθόριστη. Και βλέπω πόσο ότι αγκαλιάζει στη ζωή αυτός ο άνθρωπος , υπήρξε διανοητικό και τρομαχτικό κατά τρόπο όχι ανθρώπινο.
Τον είδα μια μέρα έτσι , που ίσως κανένας να μην τονέχει δει. Πήγαινα στο σπίτι του στη Γκάσπρα από την ακρογιαλιά, όταν κάτω από τα χτήματα του Γιουσούπωφ, εντελώς στην άκρη της θάλασσας, ανάμεσα στους βράχους είδα το μικρό του κορμί το αποστεγνωμένο. Φορούσε ένα παλιόρουχο σταχτί και τριμένο και στο κεφάλι ένα καπέλο ολοτσαλάκωτο. Καθότανε με τα σαγόνια στηριγμένα στα χέρια του-ανάμεσα στα δάκτυλα του αναταράσσονταν οι ασημένιες τρίχες της γενειάδας του- και κοίταζε μακρυά την θάλασσα, ενώ πρασινοπά κυματάκια κυλούσαν υπάκουα στα πόδια του, τα χαϊδευαν, σαν νάλεγαν τις υποθέσεις της στο γέρο μάγο.
Ο καιρός ήτανε αναποφάσιστος. Οι σκιές από τα σύννεφα κυλούσαν πάνω από τις πέτρες κι ο γέρος όπως κι οι πέτρες άλλοτε φωτίζονταν κι άλλοτε πέφτανε στη σκιά. Ήτανε βράχοι τεράστιοι με σκισμάδες, σκεπασμένοι από μυρωδάτα φύκια. Την προηγούμενη είχε σηκωθεί δυνατή φουσκοθαλασιά.
Μούκαμε κι ο ίδιος την εντύπωση ενός γέρικου βράχου που θ’ αποχτούσε ψυχή, που θα γνώριζε όλες τις αρχές κι όλα τα τέρματα, που θα σκεφτότανε, τι θ’ απογίνουνε οι πέτρες και τα φυτά της, και πιο τέλος θάχει το νερό της θάλασσας, και πιο τέλος ο άνθρωπος, και ποιο το σύμπαν ολόκληρο απ’ τον βράχο ως τον ήλιο. Η θάλασσα θα είναι ένα κομμάτι της ψυχής του κι ότι τον περιβάλλει είναι έργο του, απ’ αυτόν απορέει.
Σε κείνη τη στοχαστική ακινησία του γέροντα νόμισα πως έβλεπα κάτι το συβιλλικό, το μαγικό. Κρυμένος μέσα στο σκοτάδι ερευνούσε το γαλάζιο κενό πάνω από τη γη. Κι ήτανε ως εάν εκείνος με τη συγκεντρωμένη του θέληση έφερνε κοντά του κι έδιωχνε τα κύματα, κανόνιζε την κίνηση πάνω στα σύνεφα και φαίνονταν σαν να μετακινούν σαν να ξυπνούν τις πέτρες. Και ξάφνου, σε μια στιγμή τρέλλας, ένοιωσα πως θα μπορούσε να συμβεί έτσι! Θα σηκωνόταν θα κινούσε το χέρι του κι η θάλασσα θα έπηζε, θα γινόταν γυαλί, ενώ οι πέτρες θα αρχίζανε να περπατούν, να φωνάζουν και το παν γύρω του θα ζωντάνευε, θα ηχούσε, θα μιλούσε σε διαφορετικές γλώσσες για τον εαυτό του, για κείνον ή εναντίον του. Μου είναι αδύνατον να εκφράσω με λόγια ότι αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή. Η ψυχή μου βρισκότανε σ’ έκτσταση, και τρόμο, αλλά ύστερα όλα συγχωνεύτηκαν σε τούτη την ευχάριστη σκέψη: <Εφόσον θα υπάρχει αυτός ο άνθρωπος δεν είμαι ορφανός πάνω στη γη>.
Κι ύστερα αποτραβήχτηκα φροντίζοντας να μη χτυπήσω με τα πόδια μου τα βότσαλα και ταράξω τις σκέψεις του.
Και τώρα νοιώθω πως είμαι ορφανός… γράφω και κλαίω. Ποτέ δε μου συνέβη στη ζωή να κλαίω έτσι απαρηγόρητα, τόσο απελπισμένα τόσο πικρά.
Λόγια του συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ (Μαξίμ Γκόρκι, 28 Μαρτίου 1868–18 Ιουνίου 1936) γραμμένα τον καιρό που ήτανε στο Κάπρι ‑Ιταλία. Λίγο πριν γράψει το Ο θάνατος του Τολστόι , γράφει στις σημειώσεις του ο Μαξίμ Γκόρκι …
Η φυγή του Τολστόι (Ένα γράμμα)
… Τα τηλεγραφήματα ανάγγειλαν την φυγή του Τολστόι… Ένα σκυλί ουρλιάζει στην ψυχή μου. Έχω το προαίσθημα κάποιας δυστυχίας. Έφταξαν κιόλας οι εφημερίδες, είναι φανερό, πως σε σας εκεί κάτω άρχισαν να φτιάχνουν το παραμύθι: ήτανε μια φορά κι ένα καιρό γεμάτος ο τόπος από χασομέρηδες και τεμπέληδες και να! Που ένας άγιος γεννήθηκε ανάμεσα τους…
Συλλογιστείτε μόνο αυτό είναι κακό για τον τόπο, ακριβώς τη στιγμή που τα κεφάλια των απογοητευμένων ανθρώπων έχουν γύρει κάτω, που οι ψυχές του πλήθους είναι άδειες και πάλι οι ψυχές των πιο διαλεκτών είναι γεμάτες θλίψη! Πεινασμένοι, βασανισμένοι περιμένουν με λαχτάρα ένα παραμύθι. Επιθυμούν τόσο ν’ αλαφρώσουν τα δεινά τους , να γαληνέψουν τα βάσανα τους! Κι ακριβώς θα δημιουργήσουν κείνο που επιθυμούσε ο Τολστόη και που θάπρεπε να το αποφύγει: βίος του αγίου και μακαρίου… ένας άνθρωπος τρελλά κι οδυνηρά ωραίος, ο άνθρωπος της ανθρωπότητας. Ξέρω κάπως αντιφάσκω, μα δεν έχει σημασία. Μας έδωσε ένα ευαγγέλιο και, για να ξεχάσουμε τις αντιφάσεις του Χριστού, απλοποίησε τη εικόνα του, ελάττωσε το μαχητικό του στοιχείο και ανέδειξε την υποταγή του <εις την βούλησιν του πνεύματος του>. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ευαγγέλιο του Τολστόη είναι ευκολώτερα παραδεχτό, γιατί καλύτερα ανταποκρίνεται στις αδυναμίες του ρούσικου λαού. Έπρεπε κάτι να δοθεί σ’ αυτόν τον παραπονιάρη λαό, κάτι να κλονίσει την ανία των μεμψιμοιριών του. Λοιπόν το <Πόλεμος και Ειρήνη> κι ότι ανήκει στην ίδια έμπνευση δε θα μπορούσε να καταπραΰνει τη θλίψη και την απελπισία της γκρίζας ρούσικης γης.
Για το <Πόλεμος και Ειρήνη>, έλεγε ο ίδιος: <χωρίς ψευτομετριοφροσύνες είναι σαν την Ιλιάδα>. Ο Τσαϊκόφσκι τον άκουσε να αποφαίνεται με τον ίδιο τρόπο και για το <Παιδική και εφηβική ηλικία>.
Δημοσιογράφοι έφτασαν πρό ολίγου από τη Νεάπολη, ο ένας μάλιστα ήρθε από τη Ρώμη. Μου ρωτάνε να τους πω τι ‘φρονώ’ για την <φυγή> του Τολστόι.
Τη φυγή, έτσι λένε. Αρνήθηκα να κουβεντιάσω μαζί τους. Καταλαβαίνετε βέβαια πως η ψυχή υποφέρει από μιαν έξαλλη ανησυχία-δε θέλω να δω τον Τολστόι σαν Άγιο. Να μείνει ένας αμαρτωλός, κοντά στην καρδιά ενός κόσμου αμαρτωλού, να μείνει για πάντα κοντά στην καρδιά μας. Τίποτα για μας δεν είναι τόσο μεγάλο και τόσο αγαπητό όσο ο Πούσκιν κι αυτός.
Και λίγες σκόρπιες φράσεις στο σημειωματάριο του Γκόρκι από τις συναντήσεις του με τον Τολστόι…
Του αρέσει να θέτει ερωτήματα δύσκολα που φέρνουν σε αμηχανία: ‑Τι σκέπτεσθε για τον εαυτό σας;-Αγαπάτε τη γυναίκα σας;- Με αγαπάτε Αλέξη Μαξίμοβιτς;.
Συχνά μου έλεγε: — Διηγείστε ωραία, με δικές σας λέξεις, με δύναμη, όχι σαν ένα βιβλίο.
Αλλά σχεδόν πάντα ετόνιζε τις ατέλειες του γραψίματος μου κι έλεγε με μισή φωνή σα να μιλούσε με τον εαυτό του:- <Όμοια> και δίπλα <απόλυτα>, ενώ μπορείς να πεις <τέλεια>…
Στον Τσέχωφ για τον οποίο αισθάνεται πατρική αγάπη ανάμικτη με το αίσθημα της υπερηφάνειας ενός δημιουργού, στο τηλέφωνο:-Τι ωραία μέρα σήμερα για μένα. Έχω την ψυχή τόσο χαρούμενη, που θα ήθελα και σείς να είστε ευτυχισμένος. Προπαντός εσείς. Είστε καλός, πολύ καλός!
Χρειάζεται , έλεγε ο Λέον Νικολάγιεβιτς Τολστόι ένας Θεός για τους λίγους γιατί αυτοί έχουν κι όλα τ’ άλλα και για τους πολλούς, για την πλειοψηφία, γιατί αυτοί δεν έχουν τίποτα άλλο. Εγώ ‑συνεχίζει ο Μ.Γκ.- θα εκφραζόμουν διαφορετικά: < οι περισσότεροι πιστεύουν στο Θεό από δειλία, και πολλοί λίγοι από ψυχική πληρότητα>.
Lev Nikolayevich Tolstoy, Λιέφ ΝικολάγεβιτςΤολστόι ένας από τους πέντε γιούς του κόμητα Νικολάι Ίλιτς Τολστόι στρατιωτικού , γεννήθηκε στο πατρικό κτήμα Γιασνάγια Πολιάνα- Yasnaya Polyana‑, στις 9 Σεπτεμβρίου 1828 όπου και θα περάσει σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τόπος γέννησης και των 13 παιδιών του από το γάμο του το 1862 στη Μόσχα με την 18χρονη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπέρκς όχι όμως και τόπος θανάτου του αφού το 1910 σε βαθύ γήρας και έχοντας το αποφασίσει από το’19, εγκατέλειψε κρυφά – για να μην τον εμποδίσει η οικογένεια του ‑το κτήμα και μετά από περιπλάνηση βρέθηκε στο Αστάποβο όπου και απεβίωσε στις 7 Νοεμβρίου 1910 από πνευμονία σε ηλικία 82 ετών.Σε συνεχή σύγκρουση εκτός από το καθεστώς και τον Τσάρο και με τη Ορθόδοξη Εκκλησία, το 1901 αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο, έφερε σαν αποτέλεσμα η κηδεία του στη Γιασνάγια Πολιάνα να είναι πολιτική γιατί η Εκκλησία αρνήθηκε τη θρησκευτική. Ετάφη στη Γ.Π., κτήμα- Μουσείο από το 1921 (200 χιλιόμετρα από τη Μόσχα), που περιέχει την έπαυλη του συγγραφέα με τους 22.000 τόμους βιβλίων, το σχολείο που είχε ιδρύσει ο συγγραφέας για τα παιδιά των χωρικών και το πάρκο με τον τάφο του.
Συνοπτική αναφορά σε τίτλους Λ. Τολστόι.
{ Detstvo-Παιδικά χρόνια το βιβλίο που θα κάνει την εμφάνιση του στα γράμματα ο κόμης Λέον Νκολάγιεβιτς Τολστόι , το πρώτο του βιβλίο και πρώτο της τριλογίας (1852–57) Detstvo-Otrochestvo-Yonost(Παιδικά Χρόνια-Εφηβεία-Νεανικά Χρόνια).
Και θα περάσουν 10 χρόνια από το Detstvo όταν θα κυκλοφορήσει το 1863 το βιβλίο του Kazaki- Κοζάκοι ‚με τις εμπειρίες του από την στρατιωτική του καριέρα στον Καύκασο , στη πολιορκία της Σεβαστούπολης, στον Κριμαϊκό πόλεμο …
Την ίδια χρονιά-1863 με την έκδοση των Κοζάκων συνέλαβε και την ιδέα της συγγραφής του ιστορικού έπους Πόλεμος και Ειρήνη/1869 του οποίου η επιτυχία ήταν κολοσσιαία…
Voskreseniye(Βασκρισένιε)= Ανάσταση το ‘μοντέρνο’ όπως αποκαλούν μυθιστόρημα του Τολστόι κι ένα από τα τελευταία του…
Smert Ivana Ilicha/1886(Σμέρτ Ιβάνα Ίλιτσα) Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς, λογοτεχνικό έργο μεγάλης αξίας με θέμα το θάνατο, και Dyavol/1889 και Otets Sergy /1898 (Ντιαβολ και ατέτς Σέργκι) Διάβολος και Ο πατήρ Σέργιος 2 τίτλοι εξαιρετικών διηγημάτων του Λ. Τ.
Άννα Καρένινα/1873–77, έργο που όπως και το Πόλεμος και Ειρήνη τα συνέγραψε στη Γιασνάγια Πολιάνα και θεωρούνται 2 από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.}.
Και, ο Αλεξέι Πέσκοφ συνεχίζει….
Η σιωπή του έχει βαρύτητα όπως η σιωπή ενός αληθινού ερημίτη.΄Αν κι από ανάγκη μιλάει πολύ πάνω σε ορισμένα θέματα, νοιώθει κανείς πως ακόμα περισσότερο σιωπαίνει. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία δε μιλεί σε κανένα. Δίχως άλλο έχει συλλογισμούς που και τον ίδιο τρομάζουν.
Στα μάτια του έχει ενδιαφέρον από εθνογραφική άποψη. Είναι αντιπρόσωπος ενός ανθρώπινου είδους, που δεν το γνωρίσαμε καλά, τίποτε περισσότερο.Μαξίμ Γκόρκι….
Πηγή: Συνομιλίες του Γκόρκι με τον Τολστόι και το εισαγωγικό κεφάλαιο της πρώτης στη χώρας μας μετάφρασης του : <Επιδρομή στον Καύκασο > του Λ. Τολστόι, εκδόσεις Λογοτεχνική γωνιά/Αθήνα 1945, πρόκειται δε για τον μεταγενέστερο και γνωστό μας τίτλο του Λ. Τ., Κοζάκοι.