Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λέων Τολστόι:  190 χρόνια από την γέννηση του. 9 Σεπτεμβρίου 1828

Επι­μέ­λεια Τασ­σώ Γαΐ­λα //
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Από τις σημειώ­σεις του Μαξίμ Γκόρκι…

Τίτλος: Ο Θάνα­τος του Τολστόϊ

Ο Λέων Τολ­στόι πέθα­νε; Ένα τηλε­γρά­φη­μα έφτα­σε όπου λένε με τα λόγια τα συνη­θι­σμέ­να: απο­βιώ­σας την …

Αυτό μου ανα­στά­τω­σε την καρ­διά. Βογ­γού­σα από οργή και θλί­ψη και τώρα, σε μια κατά­στα­ση που μοιά­ζει με παρα­φρο­σύ­νη, τον ξανα­φέρ­νω στον νου μου έτσι που τον γνώ­ρι­σα, όπως τον είχα δει. Η ανά­γκη να μιλάω γι αυτόν, με βασα­νί­ζει. Τόνε φαντά­ζο­μαι στο φέρε­τρο του. Ανα­παύ­ε­ται κει μέσα, σαν μια λεία πέτρα σε κοί­τη ποτα­μού, και δίχως άλλο στη γκρί­ζα του γενειά­δα θα κρύ­βε­ται σιω­πη­λά το απα­τη­λό του μει­δί­α­μα. Και τα χέρια του ξεκου­ρά­ζο­νται επι­τέ­λους. Απε­τέ­λειω­σαν το έργο τους, έργο ανθρώ­που κατα­δι­κα­σμέ­νου σε κατα­να­γκα­στι­κά έργα.

Θυμά­μαι τα δια­πε­ρα­στι­κά του μάτια. Τα έβλε­παν όλα, ως το βάθος. Κι οι κινή­σεις των δαχτυ­λιών του, που ήτα­νε σαν να φτιά­χνα­νε αδιά­κο­πα κάτι στον αέρα, οι κου­βέ­ντες του, τα αστεία του, οι χωριά­τι­κες λέξεις που προ­σπα­θού­σε, και η φωνή του η ακα­θό­ρι­στη. Και βλέ­πω πόσο ότι αγκα­λιά­ζει στη ζωή αυτός ο άνθρω­πος , υπήρ­ξε δια­νοη­τι­κό και τρο­μα­χτι­κό κατά τρό­πο όχι ανθρώπινο.
Τον είδα μια μέρα έτσι , που ίσως κανέ­νας να μην τονέ­χει δει. Πήγαι­να στο σπί­τι του στη Γκά­σπρα από την ακρο­για­λιά, όταν κάτω από τα χτή­μα­τα του Γιου­σού­πωφ, εντε­λώς στην άκρη της θάλασ­σας, ανά­με­σα στους βρά­χους είδα το μικρό του κορ­μί το απο­στε­γνω­μέ­νο. Φορού­σε ένα παλιό­ρου­χο στα­χτί και τρι­μέ­νο και στο κεφά­λι ένα καπέ­λο ολο­τσα­λά­κω­το. Καθό­τα­νε με τα σαγό­νια στη­ριγ­μέ­να στα χέρια του-ανά­με­σα στα δάκτυ­λα του ανα­τα­ράσ­σο­νταν οι αση­μέ­νιες τρί­χες της γενειά­δας του- και κοί­τα­ζε μακρυά την θάλασ­σα, ενώ πρα­σι­νο­πά κυμα­τά­κια κυλού­σαν υπά­κουα στα πόδια του, τα χαϊ­δευαν, σαν νάλε­γαν τις υπο­θέ­σεις της στο γέρο μάγο.

tolstoy3

Ο και­ρός ήτα­νε ανα­πο­φά­σι­στος. Οι σκιές από τα σύν­νε­φα κυλού­σαν πάνω από τις πέτρες κι ο γέρος όπως κι οι πέτρες άλλο­τε φωτί­ζο­νταν κι άλλο­τε πέφτα­νε στη σκιά. Ήτα­νε βρά­χοι τερά­στιοι με σκι­σμά­δες, σκε­πα­σμέ­νοι από μυρω­δά­τα φύκια. Την προη­γού­με­νη είχε σηκω­θεί δυνα­τή φουσκοθαλασιά.

Μού­κα­με κι ο ίδιος την εντύ­πω­ση ενός γέρι­κου βρά­χου που θ’ απο­χτού­σε ψυχή, που θα γνώ­ρι­ζε όλες τις αρχές κι όλα τα τέρ­μα­τα, που θα σκε­φτό­τα­νε, τι θ’ απο­γί­νου­νε οι πέτρες και τα φυτά της, και πιο τέλος θάχει το νερό της θάλασ­σας, και πιο τέλος ο άνθρω­πος, και ποιο το σύμπαν ολό­κλη­ρο απ’ τον βρά­χο ως τον ήλιο. Η θάλασ­σα θα είναι ένα κομ­μά­τι της ψυχής του κι ότι τον περι­βάλ­λει είναι έργο του, απ’ αυτόν απορέει.

Σε κεί­νη τη στο­χα­στι­κή ακι­νη­σία του γέρο­ντα νόμι­σα πως έβλε­πα κάτι το συβιλ­λι­κό, το μαγι­κό. Κρυ­μέ­νος μέσα στο σκο­τά­δι ερευ­νού­σε το γαλά­ζιο κενό πάνω από τη γη. Κι ήτα­νε ως εάν εκεί­νος με τη συγκε­ντρω­μέ­νη του θέλη­ση έφερ­νε κοντά του κι έδιω­χνε τα κύμα­τα, κανό­νι­ζε την κίνη­ση πάνω στα σύνε­φα και φαί­νο­νταν σαν να μετα­κι­νούν σαν να ξυπνούν τις πέτρες. Και ξάφ­νου, σε μια στιγ­μή τρέλ­λας, ένοιω­σα πως θα μπο­ρού­σε να συμ­βεί έτσι! Θα σηκω­νό­ταν θα κινού­σε το χέρι του κι η θάλασ­σα θα έπη­ζε, θα γινό­ταν γυα­λί, ενώ οι πέτρες θα αρχί­ζα­νε να περ­πα­τούν, να φωνά­ζουν και το παν γύρω του θα ζωντά­νευε, θα ηχού­σε, θα μιλού­σε σε δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες για τον εαυ­τό του, για κεί­νον ή ενα­ντί­ον του. Μου είναι αδύ­να­τον να εκφρά­σω με λόγια ότι αισθάν­θη­κα εκεί­νη τη στιγ­μή. Η ψυχή μου βρι­σκό­τα­νε σ’ έκτστα­ση, και τρό­μο, αλλά ύστε­ρα όλα συγ­χω­νεύ­τη­καν σε τού­τη την ευχά­ρι­στη σκέ­ψη: <Εφό­σον θα υπάρ­χει αυτός ο άνθρω­πος δεν είμαι ορφα­νός πάνω στη γη>.
Κι ύστε­ρα απο­τρα­βή­χτη­κα φρο­ντί­ζο­ντας να μη χτυ­πή­σω με τα πόδια μου τα βότσα­λα και ταρά­ξω τις σκέ­ψεις του.

Και τώρα νοιώ­θω πως είμαι ορφα­νός… γρά­φω και κλαίω. Ποτέ δε μου συνέ­βη στη ζωή να κλαίω έτσι απα­ρη­γό­ρη­τα, τόσο απελ­πι­σμέ­να τόσο πικρά.

Λόγια του συγ­γρα­φέα Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς Πέσκοφ (Μαξίμ Γκόρ­κι, 28 Μαρ­τί­ου 1868–18 Ιου­νί­ου 1936) γραμ­μέ­να τον και­ρό που ήτα­νε στο Κάπρι ‑Ιτα­λία. Λίγο πριν γρά­ψει το Ο θάνα­τος του Τολ­στόι , γρά­φει στις σημειώ­σεις του ο Μαξίμ Γκόρκι …

Η φυγή του Τολστόι (Ένα γράμμα)

… Τα τηλε­γρα­φή­μα­τα ανάγ­γει­λαν την φυγή του Τολ­στόι… Ένα σκυ­λί ουρ­λιά­ζει στην ψυχή μου. Έχω το προ­αί­σθη­μα κάποιας δυστυ­χί­ας. Έφτα­ξαν κιό­λας οι εφη­με­ρί­δες, είναι φανε­ρό, πως σε σας εκεί κάτω άρχι­σαν να φτιά­χνουν το παρα­μύ­θι: ήτα­νε μια φορά κι ένα και­ρό γεμά­τος ο τόπος από χασο­μέ­ρη­δες και τεμπέ­λη­δες και να! Που ένας άγιος γεν­νή­θη­κε ανά­με­σα τους…

Συλ­λο­γι­στεί­τε μόνο αυτό είναι κακό για τον τόπο, ακρι­βώς τη στιγ­μή που τα κεφά­λια των απο­γοη­τευ­μέ­νων ανθρώ­πων έχουν γύρει κάτω, που οι ψυχές του πλή­θους είναι άδειες και πάλι οι ψυχές των πιο δια­λε­κτών είναι γεμά­τες θλί­ψη! Πει­να­σμέ­νοι, βασα­νι­σμέ­νοι περι­μέ­νουν με λαχτά­ρα ένα παρα­μύ­θι. Επι­θυ­μούν τόσο ν’ αλα­φρώ­σουν τα δει­νά τους , να γαλη­νέ­ψουν τα βάσα­να τους! Κι ακρι­βώς θα δημιουρ­γή­σουν κεί­νο που επι­θυ­μού­σε ο Τολ­στόη και που θάπρε­πε να το απο­φύ­γει: βίος του αγί­ου και μακα­ρί­ου… ένας άνθρω­πος τρελ­λά κι οδυ­νη­ρά ωραί­ος, ο άνθρω­πος της ανθρω­πό­τη­τας. Ξέρω κάπως αντι­φά­σκω, μα δεν έχει σημα­σία. Μας έδω­σε ένα ευαγ­γέ­λιο και, για να ξεχά­σου­με τις αντι­φά­σεις του Χρι­στού, απλο­ποί­η­σε τη εικό­να του, ελάτ­τω­σε το μαχη­τι­κό του στοι­χείο και ανέ­δει­ξε την υπο­τα­γή του <εις την βού­λη­σιν του πνεύ­μα­τος του>. Δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία ότι το ευαγ­γέ­λιο του Τολ­στόη είναι ευκο­λώ­τε­ρα παρα­δε­χτό, για­τί καλύ­τε­ρα αντα­πο­κρί­νε­ται στις αδυ­να­μί­ες του ρού­σι­κου λαού. Έπρε­πε κάτι να δοθεί σ’ αυτόν τον παρα­πο­νιά­ρη λαό, κάτι να κλο­νί­σει την ανία των μεμ­ψι­μοι­ριών του. Λοι­πόν το <Πόλε­μος και Ειρή­νη> κι ότι ανή­κει στην ίδια έμπνευ­ση δε θα μπο­ρού­σε να κατα­πρα­ΰ­νει τη θλί­ψη και την απελ­πι­σία της γκρί­ζας ρού­σι­κης γης.

Για το <Πόλε­μος και Ειρή­νη>, έλε­γε ο ίδιος: <χωρίς ψευ­το­με­τριο­φρο­σύ­νες είναι σαν την Ιλιά­δα>. Ο Τσαϊ­κόφ­σκι τον άκου­σε να απο­φαί­νε­ται με τον ίδιο τρό­πο και για το <Παι­δι­κή και εφη­βι­κή ηλικία>.

Δημο­σιο­γρά­φοι έφτα­σαν πρό ολί­γου από τη Νεά­πο­λη, ο ένας μάλι­στα ήρθε από τη Ρώμη. Μου ρωτά­νε να τους πω τι ‘φρο­νώ’ για την <φυγή> του Τολστόι.

Τη φυγή, έτσι λένε. Αρνή­θη­κα να κου­βε­ντιά­σω μαζί τους. Κατα­λα­βαί­νε­τε βέβαια πως η ψυχή υπο­φέ­ρει από μιαν έξαλ­λη ανη­συ­χία-δε θέλω να δω τον Τολ­στόι σαν Άγιο. Να μεί­νει ένας αμαρ­τω­λός, κοντά στην καρ­διά ενός κόσμου αμαρ­τω­λού, να μεί­νει για πάντα κοντά στην καρ­διά μας. Τίπο­τα για μας δεν είναι τόσο μεγά­λο και τόσο αγα­πη­τό όσο ο Πού­σκιν κι αυτός.

Και λίγες σκόρ­πιες φρά­σεις στο σημειω­μα­τά­ριο του Γκόρ­κι από τις συνα­ντή­σεις του με τον Τολστόι…

Του αρέ­σει να θέτει ερω­τή­μα­τα δύσκο­λα που φέρ­νουν σε αμη­χα­νία: ‑Τι σκέ­πτε­σθε για τον εαυ­τό σας;-Αγαπάτε τη γυναί­κα σας;- Με αγα­πά­τε Αλέ­ξη Μαξίμοβιτς;.

Συχνά μου έλε­γε: — Διη­γεί­στε ωραία, με δικές σας λέξεις, με δύνα­μη, όχι σαν ένα βιβλίο.

Αλλά σχε­δόν πάντα ετό­νι­ζε τις ατέ­λειες του γρα­ψί­μα­τος μου κι έλε­γε με μισή φωνή σα να μιλού­σε με τον εαυ­τό του:- <Όμοια> και δίπλα <από­λυ­τα>, ενώ μπο­ρείς να πεις <τέλεια>…

Στον Τσέχωφ για τον οποίο αισθάνεται πατρική αγάπη ανάμικτη με το αίσθημα της υπερηφάνειας ενός δημιουργού, στο τηλέφωνο:-Τι ωραία μέρα σήμερα για μένα. Έχω την ψυχή τόσο χαρούμενη, που θα ήθελα και σείς να είστε ευτυχισμένος. Προπαντός εσείς. Είστε καλός, πολύ καλός!

Χρειά­ζε­ται , έλε­γε ο Λέον Νικο­λά­γιε­βιτς Τολ­στόι ένας Θεός για τους λίγους για­τί αυτοί έχουν κι όλα τ’ άλλα και για τους πολ­λούς, για την πλειο­ψη­φία, για­τί αυτοί δεν έχουν τίπο­τα άλλο. Εγώ ‑συνε­χί­ζει ο Μ.Γκ.- θα εκφρα­ζό­μουν δια­φο­ρε­τι­κά: < οι περισ­σό­τε­ροι πιστεύ­ουν στο Θεό από δει­λία, και πολ­λοί λίγοι από ψυχι­κή πληρότητα>.

Lev Nikolayevich Tolstoy, Λιέφ Νικο­λά­γε­βι­τςΤολ­στόι ένας από τους πέντε γιούς του κόμη­τα Νικο­λάι Ίλιτς Τολ­στόι στρα­τιω­τι­κού , γεν­νή­θη­κε στο πατρι­κό κτή­μα Γιασ­νά­για Πολιά­να- Yasnaya Polyana‑, στις 9 Σεπτεμ­βρί­ου 1828 όπου και θα περά­σει σχε­δόν το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ζωής του, τόπος γέν­νη­σης και των 13 παι­διών του από το γάμο του το 1862 στη Μόσχα με την 18χρονη Σοφία Αντρέ­γιεβ­να Μπέρκς όχι όμως και τόπος θανά­του του αφού το 1910 σε βαθύ γήρας και έχο­ντας το απο­φα­σί­σει από το’19, εγκα­τέ­λει­ψε κρυ­φά – για να μην τον εμπο­δί­σει η οικο­γέ­νεια του ‑το κτή­μα και μετά από περι­πλά­νη­ση βρέ­θη­κε στο Αστά­πο­βο όπου και απε­βί­ω­σε στις 7 Νοεμ­βρί­ου 1910 από πνευ­μο­νία σε ηλι­κία 82 ετών.Σε συνε­χή σύγκρου­ση εκτός από το καθε­στώς και τον Τσά­ρο και με τη Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία, το 1901 αφο­ρί­στη­κε από την Ιερά Σύνο­δο, έφε­ρε σαν απο­τέ­λε­σμα η κηδεία του στη Γιασ­νά­για Πολιά­να να είναι πολι­τι­κή για­τί η Εκκλη­σία αρνή­θη­κε τη θρη­σκευ­τι­κή. Ετά­φη στη Γ.Π., κτή­μα- Μου­σείο από το 1921 (200 χιλιό­με­τρα από τη Μόσχα), που περιέ­χει την έπαυ­λη του συγ­γρα­φέα με τους 22.000 τόμους βιβλί­ων, το σχο­λείο που είχε ιδρύ­σει ο συγ­γρα­φέ­ας για τα παι­διά των χωρι­κών και το πάρ­κο με τον τάφο του.

tolstoy2

Συνοπτική αναφορά σε τίτλους Λ. Τολστόι.

{ Detstvo-Παι­δι­κά χρό­νια το βιβλίο που θα κάνει την εμφά­νι­ση του στα γράμ­μα­τα ο κόμης Λέον Νκο­λά­γιε­βιτς Τολ­στόι , το πρώ­το του βιβλίο και πρώ­το της τρι­λο­γί­ας (1852–57) Detstvo-Otrochestvo-Yonost(Παιδικά Χρό­νια-Εφη­βεία-Νεα­νι­κά Χρόνια).

Και θα περά­σουν 10 χρό­νια από το Detstvo όταν θα κυκλο­φο­ρή­σει το 1863 το βιβλίο του Kazaki- Κοζά­κοι ‚με τις εμπει­ρί­ες του από την στρα­τιω­τι­κή του καριέ­ρα στον Καύ­κα­σο , στη πολιορ­κία της Σεβα­στού­πο­λης, στον Κρι­μαϊ­κό πόλεμο …

Την ίδια χρο­νιά-1863 με την έκδο­ση των Κοζά­κων συνέ­λα­βε και την ιδέα της συγ­γρα­φής του ιστο­ρι­κού έπους Πόλε­μος και Ειρήνη/1869 του οποί­ου η επι­τυ­χία ήταν κολοσσιαία…

Voskreseniye(Βασκρισένιε)= Ανά­στα­ση το ‘μοντέρ­νο’ όπως απο­κα­λούν μυθι­στό­ρη­μα του Τολ­στόι κι ένα από τα τελευ­ταία του…

Smert Ivana Ilicha/1886(Σμέρτ Ιβά­να Ίλι­τσα) Ο Θάνα­τος του Ιβάν Ίλιτς, λογο­τε­χνι­κό έργο μεγά­λης αξί­ας με θέμα το θάνα­το, και Dyavol/1889 και Otets Sergy /1898 (Ντια­βολ και ατέτς Σέρ­γκι) Διά­βο­λος και Ο πατήρ Σέρ­γιος 2 τίτλοι εξαι­ρε­τι­κών διη­γη­μά­των του Λ. Τ.

Άννα Καρένινα/1873–77, έργο που όπως και το Πόλε­μος και Ειρή­νη τα συνέ­γρα­ψε στη Γιασ­νά­για Πολιά­να και θεω­ρού­νται 2 από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα έργα της παγκό­σμιας λογοτεχνίας.}.
Και, ο Αλε­ξέι Πέσκοφ συνεχίζει….

Η σιω­πή του έχει βαρύ­τη­τα όπως η σιω­πή ενός αλη­θι­νού ερημίτη.΄Αν κι από ανά­γκη μιλά­ει πολύ πάνω σε ορι­σμέ­να θέμα­τα, νοιώ­θει κανείς πως ακό­μα περισ­σό­τε­ρο σιω­παί­νει. Υπάρ­χουν πράγ­μα­τα για τα οποία δε μιλεί σε κανέ­να. Δίχως άλλο έχει συλ­λο­γι­σμούς που και τον ίδιο τρομάζουν.

Στα μάτια του έχει ενδια­φέ­ρον από εθνο­γρα­φι­κή άπο­ψη. Είναι αντι­πρό­σω­πος ενός ανθρώ­πι­νου είδους, που δεν το γνω­ρί­σα­με καλά, τίπο­τε περισσότερο.Μαξίμ Γκόρκι….

Πηγή: Συνο­μι­λί­ες του Γκόρ­κι με τον Τολ­στόι και το εισα­γω­γι­κό κεφά­λαιο της πρώ­της στη χώρας μας μετά­φρα­σης του : <Επι­δρο­μή στον Καύ­κα­σο > του Λ. Τολ­στόι, εκδό­σεις Λογο­τε­χνι­κή γωνιά/Αθήνα 1945, πρό­κει­ται δε για τον μετα­γε­νέ­στε­ρο και γνω­στό μας τίτλο του Λ. Τ., Κοζάκοι.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο