Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λαογραφικά απρόβλεπτα: Πεθερά έμεινε έγκυος από τον γαμπρό της!

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Δια­βά­ζου­με στον τύπο. «Ήταν τόσο ευγνώ­μων στη μητέ­ρα της για τον λαμπε­ρό γάμο που της διορ­γά­νω­σε που για να την ευχα­ρι­στή­σει την πήρε μαζί της στον μήνα του μέλι­τος. Μόνο που δεν υπο­λό­γι­σε ότι η μητέ­ρα της θα της έκλε­βε τον σύζυ­γο. Η Λόρεν ήταν χαρού­με­νη που η πεθε­ρά τα πήγαι­νε εξαι­ρε­τι­κά καλά με τον γαμπρό της, αν και κατά­λα­βε τον λόγο όταν οκτώ εβδο­μά­δες μετά τον γάμο ο σύζυ­γός της την εγκα­τέ­λει­ψε και εννέα μήνες μετά η μητέ­ρα της γέν­νη­σε το παι­δί του γαμπρού της και της ανα­κοί­νω­σε ότι οι δυο τους είναι ζευγάρι».

Συμ­βαί­νουν και αυτά. Η πεθε­ρά έφα­γε τον γαμπρό. Τον πήρε από τα χέρια της κόρης της. Βέβαια σήμε­ρα η κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξη ίσως επι­τρέ­πει κάτι τέτοιο. Με λίγα λόγια η αστι­κή λαο­γρα­φία ίσως το ερμη­νεύ­ει. Παλιό­τε­ρα κάτι τέτοιο ήταν αδια­νό­η­το. Μόνο μια περί­πτω­ση έχου­με… Τον «Σώγα­μπρο» που είναι ο σύζυ­γος της κόρης που ζει με τα πεθε­ρι­κά. Ο όρος συνή­θως χρη­σι­μο­ποιεί­ται μειω­τι­κά. Αφο­ρά δηλα­δή κάποιον που θεω­ρεί­ται πως εξαρ­τά­ται οικο­νο­μι­κά από τα πεθε­ρι­κά του και πως δεν είναι ικα­νός να φτιά­ξει δικό του νοι­κο­κυ­ριό. «Τι, άμα ήταν άξιος θα μπα­στα­κώ­νο­νταν μέσα στο σπίτ’;» Συνη­θι­σμέ­νος χαρα­κτη­ρι­σμός από την πεθε­ρά που ανα­τρέ­πει όσα είπε ο θυμό­σο­φος λαός. «Για το γαμπρό γεν­νά­ει και ο κόκο­ρας της πεθε­ράς αυγό». Είπα­με για το γαμπρό και όχι για τον σώγαμπρο.

Ο σώγα­μπρος «ήταν για κλω­τσιές» ή κι αν μπο­ρού­σε για βούρ­δου­λα. «Κάλ­λιο στο παλούκ’ παρά σώγα­μπρος». Ήταν βαριά η κου­βέ­ντα να πουν για κάποιον. «Αυτός, έκα­τσε μέσα, έγι­νε σώγα­μπρος, τον παλού­κω­σαν αυτόν». Όλοι τον συμπο­νού­σαν… «Αχ, τι κακο­κάρ­δι­σμα θα έκα­νε η Βασί­λου, η μάνα τ’ άμα τά έβλε­πε αυτά… Ευτυ­χώς που έφ’γε και δεν τα βλέπ’ από εκεί πού ‘ναι, απ’ τα θυμαράκια.»

Ο λαός είπε πως «άμα έχεις γαμπρό στο σπί­τι έχεις γαϊ­δού­ρι στην αυλή». Αυτός ήταν ο σώγα­μπρος. «Αλε­πού γδαρμέν’!»

Όσο και να φαί­νε­ται σήμε­ρα παρά­ξε­νο και παρά­ται­ρο μέχρι τη δεκα­ε­τία 1970–1980 τα πράγ­μα­τα κάπως έτσι ήταν για τον σώγαμπρο.

Σήμε­ρα δεν υπάρ­χουν σώγα­μπροι ούτε κακές πεθε­ρές. Όσες υπάρ­χουν είναι φουρ­λα­ΐ­δες. Δεν υπάρ­χει εκτε­τα­μέ­νη οικο­γέ­νεια. Πυρη­νι­κή λοι­πόν η οικο­γέ­νεια και «ο καθέ­νας στο χαγιά­τι του». Τώρα, αν αυτό είναι καλύ­τε­ρο δεν χρειά­ζε­ται να το ρωτή­σει κάποιος. Ασφα­λώς και είναι. Αλλά να πού­με και τού­το. Άμα η πεθε­ρά «έχει το διά­ο­λο μέσα της» δεν τους σώζει τίπο­τε. Είτε σώγα­μπρος να είναι είτε ξεσώ­γα­μπρος. Φωτιά στα μπα­τζά­κια του.

Τότε δεν λει­τουρ­γού­σαν έτσι. Ως σώγα­μπρος, παλιά παλιά, πήγαι­νε ένας από πολυ­με­λή οικο­γέ­νεια σε νοι­κο­κυ­ριό «άσερ­κο» και ζευ­γα­ρώ­νο­νταν έτσι η ‑κυρί­ως- μονα­χο­κό­ρη, προς μεγά­λη ευχα­ρί­στη­ση των γονιών της. Το σπι­τά­κι το είχαν, τα χωρα­φά­κια τα είχαν, γάι­δα­ρο στην αυλή από­κτη­σαν, μια χαρά θα βολευ­τούν άπα­ντες. Έτσι από φτω­χό­παι­δο γινό­ταν νοι­κο­κύ­ρης, καθό­σον «την τάβλα τη βρή­κε στρω­μέ­νη», όπως νόμι­ζε και όπως μερι­κές φορές ήταν. Για­τί άμα η πεθε­ρά ήταν στρα­βό­ξυ­λο και άρχι­ζε να «του μαζεύ­ει τα στ’μόνια», άστα να πάνε. Ξετο­μα­ρι­σμέ­νη αλεπού.

Υπήρ­χαν όμως και περι­πτώ­σεις που οι σώγα­μπροι μοσχο­περ­νού­σαν. Αυτό δεί­χνει και η παρα­κά­τω ιστο­ρία. Ένας γαμπρός — σώγα­μπρος είχε πάει στην πόλη. Θα ερχό­ταν αργά, πολύ αργά το βράδ’. Το ήξε­ρε η πανούρ­γα η πεθε­ρά και κατά τα μεσά­νυ­χτα σήκω­σε την κόρη της, για­τί «αυτής πονού­σε η μέση» να πάει στην καλύ­βα να ξεγεν­νή­σει κάτι ζωντα­νά. Περί­με­νε η πεθε­ρά ώσπου ήρθε ο γαμπρός, ο οποί­ος αμί­λη­τος ‑πάντα έτσι είναι ο σώγα­μπρος- πήγε κατευ­θεί­αν στο κρε­βά­τι για να γκλιο­ρέ­ψει. Εκεί «κοι­μό­ταν» η πεθε­ρά. Η ναζιά­ρα και καπά­τσα πεθε­ρά που τον κου­τού­πω­σε και δεν τον άφη­σε να πάρει ανά­σα. Ντρο­πής, ξεντρο­πής πράγ­μα­τα αδιευ­κρί­νι­στο έμει­νε ποιος/α κου­τού­πω­σε τον άλλον/η. Δεν έφτα­νε αυτό, η πεθε­ρά ήθε­λε και επα­νά­λη­ψη. («Γλυ­κά­θη­κε η γριά στα σύκα έφα­γε και τα σ’κόφ’λλα»). Η επα­νά­λη­ψη διήρ­κη­σε αρκε­τά και η κόρη όταν επέ­στρε­ψε από την καλύ­βα «τους βρή­κε με τα ποδά­ρια ανά­σκε­λα». Φωνές, κακό, μια στη μάνα, μια στον άντρα. «Καλά, μωρ’ μάνα, δεν είχες μιλιά να μιλή­σεις;» Και η επι­κή απά­ντη­ση της μάνας. «Τι, λες παι­δά­κι μ’. Στον σώγα­μπρο θα μιλού­σα; Σ’ αυτόν μόνο εντο­λές δίνου­με…» Αυτά άκου­σε και ξεθάρ­ρε­ψε ο σώγα­μπρος και όταν ήρθε η σει­ρά του απά­ντη­σε: «Κι εσύ γαμπρέ που τα θωρείς τα κάλ­λη της κυράς σου/αν θες να δεις το μέλ­λον σου κοί­τα την πεθε­ρά σου». 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο