Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λασίθι, Τόπος Μέγας

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Η Μοί­ρα του τόπου ανα­ση­κώ­νει το φου­στά­νι. Μεγα­λώ­νουν τα σύν­νε­φα πάνω από τον κάμπο. Μάης μήνας, μα τού­τα τα χαμη­λο­ζω­σμέ­να ανέ­φα­λα θα φέρουν άλλη μια μπα­τά­για, άλλη μια ξαφ­νι­κή νερο­πο­ντή. Μετράς τις κόκ­κι­νες παπα­ρού­νες που ανά­βουν στην καρ­διά σου. Ένα μικρό σπα­σμέ­νο γυα­λί στη χού­φτα σου γίνε­ται καθρέφτης.

Το νήμα του νόστου έχει οδη­γή­σει πολ­λούς στο Λασί­θι, ακό­μη κι αυτούς που τρά­νε­ψαν στην ξενι­τιά. Σε αυτό τον τόπο που είναι έντο­να χαραγ­μέ­νος και ποτι­σμέ­νος από αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα, η λήθη ξανα­γί­νε­ται μνή­μη ακρι­βή και απο­κτά φλο­γι­σμέ­νη φωνή και πρό­σω­πο. Τα μισο­ξε­χα­σμέ­να παίρ­νουν ξεκά­θα­ρη μορφή.

Είναι πολ­λοί εκεί­νοι που ξόδια­σαν τις μέρες τους μερω­μέ­νοι με τις γαλι­φιές του άλλου κόσμου, μα εσύ τους μνη­μο­νεύ­εις αλλιώς. Τα χέρια θαρ­ρείς καλού­νται να ολο­κλη­ρώ­σουν αυτό που έκα­ναν κάπο­τε, τα χεί­λη να πουν αυτό που δεν πρό­λα­βαν, τα μάτια ν’ αγκα­λιά­σουν την ομορ­φιά και να δακρύ­σουν μ’ ευγνω­μο­σύ­νη. Κερ­νιέ­ται η θύμη­ση μια χαρα­μά­δα φως μαζί με τα χοντρά δάκρυα να μεγα­λύ­νουν τη δόξα του Λασι­θιού και το θρί­αμ­βο της περηφάνιας.

Μια Κερα­ζώ­ζα μπο­για­ντί­ζε­ται στον τρού­λο των αγί­ων Απο­στό­λων. Στρα­φτα­λί­ζει η μπρού­τζι­νη φιγού­ρα του θεού που ανη­φο­ρί­ζει στη Δίκτη. Σταυ­ρο­πό­δια­σε ο Γιώρ­γης ο Μηλια­ράς στην ξασπρι­σμέ­νη πλά­κα, κάτω από τον ασκια­νό στη μεγά­λη καρυ­διά στο Λιμνά­κα­ρο κι ορκί­ζε­ται στ’ ανεί­πω­τα με στε­γνω­μέ­νη την πίστη στην κορ­φή της Μαδά­ρας. Ένα μπλά­βο σφα­κο­λού­λου­δο έχει περα­σμέ­νο στ’ αυτί.

Αφή­νει παρά­με­ρα την πρι­να­ρέ­νια κατσού­να, ανοί­γει τη βού­ρια, βγά­νει τη μπο­τί­λια με το κόκ­κι­νο κρα­σί, τη γέρ­νει χαμη­λά, αφή­νει δυο – τρεις στα­γό­νες να ποτί­σουν το χώμα, να ξεδι­ψά­σουν οι ψυχές κι ύστε­ρα σε καλω­σο­ρί­ζει, εσέ­να με νόη­μα, στο απά­νω άναν­θο βιλα­έ­τι με τις αγριά­δες και δίχως να βγά­λει μιλιά, λογα­ριά­ζο­ντας την έκστα­ση της άγνοιάς σου, σου δίνει να πιεις πρώτη.

O ίσκιος τ’ αγρι­μιού ξεστρα­τί­ζει απ’ αλάρ­γα στ’ Αβαρ­σά­μη το κρυ­γιό νερό. Χαμη­λώ­νει τ’ ανέ­φα­λο. Ξεμα­ντρώ­νο­νται μιλιού­νια σκιά­χτρα που δεν τα νέρω­σε η βρο­χή. Με τα καύ­κα­λα στα χέρια βλα­στη­μώ­ντας ζητούν σάβα­να. Ζωντα­νεύ­ουν τα κου­φά­ρια, γυρεύ­ουν λιβά­νια και πολύ­σπο­ρα και μνη­μο­νιές. Η μνή­μη αλά­τι. Ανοί­γεις το ζερ­βό­χε­ρο. Το κάρ­βου­νο αναμ­μέ­νο κόκ­κι­νο στη χού­φτα. Οι βιτσί­λες ραμ­φί­ζουν τα στα­χτω­μέ­να κιτά­πια των νεκρών. Μιλιού­νια και οι βλα­στή­μιες ανά­κα­τες με τις κατά­ρες απ’ τα ξερα­μέ­να στό­μα­τα, μα εσύ ακούς τη λιγο­θυ­μι­σμέ­νη πετρο­πέρ­δι­κα πιο πέρα:

«Μάγια μου ρίξαν οι κορ­φές μέσα στην κολυμπήθρα
κι ακούω φωνές και μυρω­διές κι ορί­ζε­ται η ζωή μου
στην άλι­κη μαρ­μα­ρυ­γή που αφή­νει η αρχαία γέννα
και στο σιω­πη­τή­ριο των πρώ­των ονομάτων.
Βασι­λο­γιώρ­γης , Κόρα­κας, Βυζά­ντιος, Κουρμούλης,
Πετρο­που­λά­κης, Μηλια­ράς, Κοκ­κί­νης, Τυλιανάκης,
Μου­ρε­λο­γιάν­νης, Μαστρα­χάς, Μιχαλοδημητράκης,
Δημη­τρα­κά­ρος, Τσιρ­κι­τζής, Ζωγρά­φος, Καλλιατάκης,
Μανου­σο­γιώρ­γης, Κοζυ­ρής, Χατζά­κης, Σφακιανάκης,
μαζί κι ο Αλε­ξο­νι­κο­λής, Τρυ­φί­τσος, Κοκκινίδης
κι ο Καζα­νά­κης κι η Αρε­τή, μια ρήγισ­σα μεγάλη,
αλλά­ζει, παίρ­νει πρό­σω­πο και πάντα ίδια μένει.
Κόκ­κι­να φέσια, γέμι­σε ο κάμπος πέρα ως πέρα
κι οι παπα­ρού­νες βάψα­νε απ’ τ’ άδι­κο το αίμα
κι ένας πασάς, ο Ισμα­ήλ, τα μάτια του πριν σβήσουν
άκου­σε τον παπά Φρα­γκιό από τον άλλο κόσμο:
«Πολύ κακό Μανώ­λη μου, ποιός να στο συγχωρέσει
μήτε κι εγώ ο πατέ­ρας σου, μπο­ρώ κι ας είσαι γιός μου».
Και του ’δει­ξε βόλι χρυ­σό, κι απά­νω του γραμμένο
όνο­μα είχε αδερ­φι­κό, «Αντώ­νιος Καμπάνης»
ο πρω­τερ­γά­της της τιμής, ο δωρη­τής του αγώνα.
Κι η μάν­να έσυ­ρε φωνή και το χαρά­κι εσκίστη:
«Εγώ ’μαι, που σε βύζα­ξα και πόνε­σα για εσένα
κι έκα­μες τη λαχτά­ρα μου όργη­τα και κατάρα
άγνω­ρη νά ’ναι η δόξα σου κι ασύ­χα­στη η ψυχή σου
κι άπλα­στο άστρο η ζήση σου στον ουρα­νό να σβήσει».
Πρό­λα­βε και θυμή­θη­κε τη μητρι­κή του γλώσσα
κι ήταν πολ­λά τ’ αλά­λη­τα κι είχε η σφα­γή τελειώσει,
μα πάλι δεν επρό­λα­βε, μόνο να μετανιώσει.»

lasithi1

 

Στις είκο­σι μία του Μάη του χίλια οκτα­κό­σια εξή­ντα επτά, οι Τούρ­κοι με αρχη­γό τον Ομέρ Πασά και συναρ­χη­γό τον Ισμα­ήλ Φερίκ Πασά,  ακλου­θώ­ντας την Γερα­κια­νή Λαγκά­δα και  κατό­πιν από την Λαγκά­δα της Πλά­της, μπή­καν στον τόπο.

Για άλλη μια φορά το Λασί­θι με την ξεχω­ρι­στή γεω­γρα­φι­κή του ιδιο­μορ­φία και την φυσι­κή οχυ­ρω­μα­τι­κή του θέση, καλεί­ται να απο­δεί­ξει πως είναι αγκά­θι σε όποιον επι­βου­λεύ­ε­ται να το πατή­σει. Ένα δίστι­χο απο­τυ­πώ­νει την δυσκο­λία που αντι­με­τώ­πι­ζε ο εχθρός:

«Αν δε μερώ­σω τα Σφα­κιά και κάψω το Λασίθι,
να πέσει ο Απο­κό­ρω­νας, δεν ησυ­χά­ζει η Κρήτη.»

Οι ανε­λέ­η­τες συγκρού­σεις κρά­τη­σαν δέκα ολό­κλη­ρες μέρες και νύχτες. Άλλος ένας κύκλος θανά­του θ’ αυγά­τι­ζε τις εύθραυ­στες ανα­μνή­σεις και τη ζυγι­σμέ­νη τιμή. Η μάχη ήταν από τις σπου­δαιό­τε­ρες της Κρη­τι­κής Ιστο­ρί­ας, γι’ αυτό και η ημιαυ­τό­νο­μη Κρη­τι­κή Πολι­τεία, πριν την ένω­ση με την Ελλά­δα, σε ένδει­ξη σεβα­σμού, το χίλια οκτα­κό­σια εβδο­μή­ντα εννέα, μετο­νό­μα­σε ολό­κλη­ρη την διοι­κη­τι­κή περι­φέ­ρεια, από Περι­φέ­ρεια Σητεί­ας, σε Περι­φέ­ρεια Λασι­θί­ου. Ανα­σκευά­ζεις τον από­κρυ­φο στε­ναγ­μό, κλαις φανερά…

Η αφρού­ρη­τη ταρα­χή γίνε­ται αλμύ­ρα στα μάτια. Νιώ­θεις πως έχεις ψηλώ­σει ένα μπόι κι έρχε­σαι να χαρά­ξεις πάνω στο μάρμαρο:

«Δεν είσαι εσύ μια άγνω­στη, κρυ­φή γωνιά του κόσμου
μικρή η ζωή, μα γίνε­ται στη ρίζα σου μεγάλη
και στην αθά­λη του και­ρού, Λασί­θι, όπος Μέγας
τρί­χορ­δες λύρες παί­ζου­νε και ανε­βαί­νει ο ήλιος.»

paparounes

Οι παπα­ρού­νες λιτα­νεύ­ουν το αίμα. Ο χορός της μάχης νομί­ζεις πως τελειώ­νει εδώ, μα δεν είναι ακρι­βώς έτσι. Η φλού­δα τού­της της γης έχει πολ­λά μυστι­κά γραμ­μέ­να. Βαφτι­σμέ­νοι και αβά­φτι­στοι ίσκιοι κατα­πί­νουν τους μπρού­τζι­νους καπνούς μαζί με το μπα­ρού­τι και τον κουρ­νια­χτό και χάνο­νται. Τα πλη­για­σμέ­να σώμα­τα πορεύ­ο­νται πίσω από το βασί­λε­μα του ήλιου, όλα εκτός από δυο. ‘Ένα αναμ­μέ­νο χέρι βγαί­νει από την άβυσ­σο. Η γεύ­ση της απο­ρί­ας καί­ει τα νηστε­μέ­να χείλη.

Αυτή η μάχη που ανά­βει λαμπά­δες και τρο­μο­κρα­τη­μέ­νες ανά­σες, απο­δει­κνύ­ε­ται ακό­μη πιο συγκλο­νι­στι­κή, για­τί εδώ, πέρα από κάθε τι άλλο, η Μοί­ρα, άκου πόσο παρά­λο­γο, όρι­σε τη σύγκρου­ση δύο αδελ­φών, του Αντώ­νη Παπα­δά­κη και του Ισμα­ήλ Φερίκ Πασά. Εδώ, στον τόπο της κατα­γω­γής τους, μην έχο­ντας σφά­γιο για τη σπον­δή, ο Ισμα­ήλ Φερίκ πασάς, θα ανοί­ξει µε το για­τα­γά­νι τη φλέ­βα στον καρ­πό, και θ’ αφή­σει να τρέ­ξουν λίγες στα­γό­νες αίμα στη γενέ­θλια γη, καλώ­ντας στη μεγά­λη συνά­ντη­ση τους δικούς του, με το αίμα του που είναι αναμ­φί­βο­λα και δικό τους. Κλαις…

Ο Ισμα­ήλ ήταν ο πρω­τό­το­κος γιός του παπά Φρα­γκιού Καμπά­νη ο οποί­ος γεν­νή­θη­κε γύρω στο χίλια οκτα­κό­σια εννιά. Το πρώ­το του όνο­μα ίσως να ήταν Μανώ­λης ή Γιάν­νης. Όταν στην προη­γού­με­νη μεγά­λη μάχη, οι Τούρ­κοι πάτη­σαν για πρώ­τη φορά στο Λασί­θι, έσφα­ξαν τον πατέ­ρα του και αιχ­μα­λώ­τι­σαν αυτόν και τα άλλα δύο αδέλ­φια του, τον Αντώ­νη και τον Αντρέα προ­κει­μέ­νου να που­λη­θούν σκλά­βοι στην Αίγυπτο.

Ο Αντώ­νης βρέ­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη απ’ όπου δρα­πέ­τευ­σε και πήγε στην Οδησ­σό. Εργά­σθη­κε στα κτή­μα­τα του μεγά­λου διπλω­μά­τη και έμπι­στου του Καπο­δί­στρια, Αλέ­ξαν­δρου Στούρ­τζα, ο οποί­ος ήταν  αδελ­φός της Ρωξάν­δρας, της όμορ­φης εκεί­νης γυναί­κας που υπήρ­ξε ο ανεκ­πλή­ρω­τος έρω­τας του πρώ­του κυβερ­νή­τη, του Ιωάν­νη Καπο­δί­στρια. Διδά­χτη­κε τα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα και έπια­σε δου­λειά σε ελλη­νι­κό τυπο­γρα­φείο της Οδησ­σού. Μπή­κε δε και στη γεωρ­γι­κή σχο­λή και σπού­δα­σε γεω­πο­νία. Αφού απο­φοί­τη­σε διο­ρί­στη­κε διευ­θυ­ντής στα κτή­μα­τα του Αλέ­ξαν­δρου Στούρ­τζα. Χάρη στις γεω­πο­νι­κές του γνώ­σεις αύξη­σε πολύ το εισό­δη­μα των κτη­μά­των και επε­ξέ­τει­νε τις δρα­στη­ριό­τη­τες του εργο­δό­τη του και στον τομέα της κτη­νο­τρο­φί­ας. Αργό­τε­ρα, όταν απέ­κτη­σε αρκε­τά χρή­μα­τα εγκα­τα­στά­θη­κε στην  ελεύ­θε­ρη Αθή­να, όπου ως Έλλη­νας πολί­της έζη­σε βίο λιτό ευερ­γε­τώ­ντας την πατρί­δα του. Ο Αντώ­νιος Παπα­δά­κης είναι ο μέγας ευερ­γέ­της του πρώ­ην Οθώ­νειου Πανε­πι­στη­μί­ου και νυν Εθνι­κού και Καπο­δι­στρια­κού Πανε­πι­στη­μί­ου Αθηνών.

Όταν ψάχνο­ντας για την τύχη των δύο χαμέ­νων αδελ­φών του, ανα­κά­λυ­ψε ότι ήταν στην Αλε­ξάν­δρεια, ήρθε με πρω­τό­γνω­ρη χαρά σε επι­κοι­νω­νία μαζί τους. Ο μεγα­λύ­τε­ρος από αυτούς, ο Μανώ­λης ή Γιάν­νης, είχε μετο­νο­μα­στεί σε Ισμα­ήλ και είχε γίνει ο περι­βό­η­τος στρα­τη­γός Ισμα­ήλ Φερίκ πασάς  γνω­στός ως Υπουρ­γός των Στρα­τιω­τι­κών της Αιγύ­πτου. Ο μικρό­τε­ρος αδελ­φός Αντρέ­ας, είχε γίνει ο Αρχη­γός Χωρο­φυ­λα­κής στην Αλεξάνδρεια.

Η Κρη­τι­κή επα­νά­στα­ση του χίλια οκτα­κό­σια εξή­ντα έξι, βρή­κε τα δύο αδέλ­φια, τον μεν Αντώ­νη Τρα­πε­ζί­τη στην Αθή­να, τον δε Μανώ­λη, με το όνο­μα πλέ­ον Ισμα­ήλ στην Αίγυ­πτο. Ο πρώ­τος, ο Αντώ­νης, χρη­μα­το­δό­της και βασι­κό στέ­λε­χος της Κρη­τι­κής επι­τρο­πής αγώ­να, συγκέ­ντρω­νε και έστελ­νε όπλα και προ­μή­θειες για την ενί­σχυ­ση των επα­να­στα­τών, ο δε Ισμα­ήλ ήταν αυτός που ορί­στη­κε επι­κε­φα­λής του Αιγυ­πτια­κού στρα­τεύ­μα­τος και ήρθε στην Κρή­τη για να βοη­θή­σει τους Τούρ­κους να κατα­πνί­ξουν την επανάσταση.

Στην εκστρα­τεία κατά του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου τα δύο αδέλ­φια βρέ­θη­καν αντί­πα­λοι στ’ αυλα­κω­μέ­να χώμα­τα, στον ίδιο αγώ­να.  Απα­ρα­πό­νευ­τα η Μοί­ρα, στο κανά­κε­μα του κυπα­ρισ­σιού μαστό­ρευε τον μαλα­κό πηλό από το συγ­γε­νι­κό αίμα και το πρώ­το γάλα.  Στις είκο­σι τρεις του Μάη, έπη­ξε πιό­τε­ρο η πέν­θι­μη βοή κατά την διάρ­κεια της μάχης.

Ώρα που το φεγ­γά­ρι έστα­ζε θειά­φι,  ο Ισμα­ήλ Φερίκ πασάς μ’ αστεί­ρευ­το μετα­νιω­μό, έχο­ντας προ­μα­ντέ­ψει το τέλος, ακο­λου­θεί τα σημά­δια και αφή­νει την τελευ­ταία του πνοή στο ξετρύ­πι του χαρα­κιού με τη λιγω­τι­κή μυρω­διά της ανθι­σμέ­νης μηλιάς στα ρουθούνια.

Ο θάνα­τος, επι­σφρα­γί­ζει τον νόστο και από ανί­ε­ρο έρχε­ται να τον αγιά­σει. Ποιος μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει, αν τελι­κά ήταν αλή­θεια πως τον είχε αιχ­μα­λω­τί­σει περισ­σό­τε­ρο ο χαμέ­νος τόπος, το Λασί­θι της πρώ­της παι­δι­κής ηλι­κί­ας και της αθω­ό­τη­τας, παρά η Αίγυ­πτος. Ανα­πά­ντη­το έμει­νε και το αν σ’ εκεί­νο τον νόστο κατά­φε­ρε να γεφυ­ρώ­σει το χάσμα της απου­σί­ας, της οδύ­νης και της απώλειας.

Άλλοι υπο­στη­ρί­ζουν πως πέθα­νε από παθο­λο­γι­κά αίτια, ενώ άλλοι ότι δολο­φο­νή­θη­κε ή ακό­μη και το ότι τον βρή­κε βόλι, ένα από αυτά που είχε στεί­λει ο αδελ­φός του από την Αθή­να. Το βέβαιο είναι ότι ο θάνα­τος του Ισμα­ήλ συγκλό­νι­σε τον αδελ­φό του Αντώ­νη, αφού η αδελ­φι­κή αγά­πη δεν είχε σβή­σει ποτέ από τα δύο αδέλφια.

lasithi2

Σε τού­το τον μικρό Μέγα Τόπο, στο απά­νω δώμα της Κρή­της, οι στο­χα­σμοί δεν γνω­ρί­ζουν ενδιά­με­σες απο­στά­σεις σαν ταξι­δεύ­ουν από πρό­σω­πο σε πρό­σω­πο κι από επο­χή σε επο­χή. Η σκέ­ψη τρα­μπα­λί­ζε­ται όπου στρα­φτα­λί­ζουν μυστι­κά και ονό­μα­τα. Εδώ η αγά­πη χρη­σμο­δο­τεί το ανα­γκαίο, και οι από­κο­τοι παλ­μοί της καρ­διάς υπη­ρε­τούν σκλη­ρή θητεία στην ανάσταση.

Υπάρ­χουν και οι άλλες νύχτες, εκεί­νες οι παν­σέ­λη­νες, όταν επι­στρέ­φουν οι εξό­ρι­στοι ίσκιοι και οι αφα­νείς ψυχές ξεκου­μπώ­νουν το μαύ­ρο που­κά­μι­σο να φέγ­γει η αγά­πη. Δέντρα ιερά, πρί­νοι, βελα­νι­διές, σφε­ντά­μια, μέσα τους χάνε­σαι, αγκα­λιά­ζεις με την ψυχή που δεν ξέρει από σκο­τά­δι, εκεί τα όνει­ρα, μια σκέ­ψη μόνο και σωπαί­νουν τα φύλ­λα, μια ανά­σα κι ανα­σταί­νε­ται το φως, ένας ψίθυ­ρος και χαμη­λώ­νει το φεγ­γά­ρι με την ίδια υπό­σχε­ση στην καρ­διά σου, Αύριο…

Αν αλή­θεια ξέρεις ν‘ αγα­πάς μάθε μου κι εμέ­να, πώς δια­βά­ζε­ται το χρέ­ος της ψυχής σε τού­το τον τόπο και πώς τ‘ ανά­ριο φως, γρά­φει το ίδιο σωστά μαζί με τα σημά­δια πάνω στην πέτρα, στε­φα­νω­μέ­νους πόθους και παλιές ανορ­θό­γρα­φες συνήθειες.

«Εδώ οι ποι­η­τές μιλούν με τον και­ρό  και μ‘ ένα πικρα­μύ­γδα­λο στη χού­φτα ξορ­κί­ζουν τον θάνα­το.  Οι ποι­η­τές, το ξέρεις, δεν φεύ­γουν ποτέ, ανε­βαί­νουν ψηλά, συλ­λα­βί­ζουν πάντα  στη μέσα ραφή της ψυχής την αγά­πη, δια­βά­ζουν τη βρο­χή στο φως και ανά­βουν τα και­νού­ρια άστρα με την αφή, να φέγ­γει αύριο, το μέλ­λον τρια­ντά­φυλ­λα. Τρια­ντά­φυλ­λα Ζωή μου, τρια­ντά­φυλ­λα, οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα…» , ανα­γνω­ρί­ζεις τη φωνή κι απλώ­νεις το χέρι, με μια ραγι­σμέ­νη ανα­τρι­χί­λα ζητάς να σε κρα­τή­σει, πριν η ανώ­νυ­μη οδύ­νη του έρω­τα γυρέ­ψει πρό­σω­πο, πριν απο­κτή­σει ο πόθος σάρ­κα και οστά.

Κέρ­κυ­ρα 14 Μάη 2020
Από­σπα­σμα από το υπό έκδο­ση βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο