Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Λιποθυμάνε…»

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Δεν υπάρ­χει καμιά ομι­λία κανε­νός πολι­τι­κού ανδρός που να μην ανα­φέ­ρε­ται στο Κρά­τος Πρό­νοιας. Σ’ αυτή την οργά­νω­ση του Κρά­τους με βασι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα την επέμ­βα­σή του στις οικο­νο­μι­κές και βιο­μη­χα­νι­κές σχέ­σεις, προ­κει­μέ­νου να καθιε­ρω­θεί η ισό­τη­τα της ευκαι­ρί­ας μετα­ξύ ατό­μων και κοι­νω­νι­κών ομά­δων και έτσι να εξα­σφα­λι­σθούν τα μέσα μιας αξιο­πρε­πούς δια­βί­ω­σης για τα άτο­μα και τις ομά­δες. Κάτι που αφο­ρά τα κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα των πολιτών.

Λέμε για κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα. Αυτά τα «πελε­κή­σα­με» καθό­σον υπάρ­χει και η επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία η οποία βασί­ζε­ται στην πεποί­θη­ση ότι η μεί­ω­ση των κοι­νω­νι­κών πόρων θα επι­τρέ­ψει τη ριζι­κή μεί­ω­ση της φορο­λο­γί­ας και άρα την αύξη­ση της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας της οικο­νο­μί­ας. Κι άμα αυξη­θεί η παρα­γω­γι­κό­τη­τα θα ανα­πτυ­χθεί και η οικο­νο­μία, «θα έχου­με και θα τρώ­με», και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Αυτός όμως ο πλη­θυ­ντι­κός αριθ­μός και μάλι­στα το πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο σημαί­νει καθο­λι­κό­τη­τα. Όλοι. Κάπου στην πορεία αλλά­ζει το δόγ­μα. Όχι θα έχου­με, αλλά θα έχουν. Η καθο­λι­κό­τη­τα γίνε­ται εγκυ­ρό­τη­τα, αλή­θεια. Ο πλού­τος δεν μοι­ρά­ζε­ται σε όλους. Η ισό­τη­τα «εν τοις πράγ­μα­σιν» αφο­ρά τους ιδιο­κτή­τες που γίνο­νται και «Αρι­στείς» και παίρ­νουν και έχουν και κατέ­χουν και ανέ­χο­νται κάπως κάποιο μοί­ρα­σμα. Μεγα­λο­ντο­μία! «Ο Θεός να τους έχει καλά».

Αυτούς και ο Θεός και η τσέ­πη τους «τούς έχει καλά!» Είναι ακρι­βώς αυτό που έλε­γαν παλιά στα χωριά οι για­γιού­λες. «Άμα το στο­μάχ’ είναι γιο­μά­το όλα τα φτιά­χνεις. Άμα η κοι­λιά βαρά­ει λόρ­δα βαρά­ει σαν ου κ’φός το τύμπα­νο». Και το τύμπα­νο έχει εξαι­ρε­τι­κό ήχο, αλλά άμα βαρά­ει κάποιος το τύμπα­νο από την πεί­να τότε επέρ­χε­ται και ο τυμπα­νι­σμός, η διό­γκω­ση, δηλα­δή το φού­σκω­μα της κοι­λιάς που προ­κα­λεί η μεγά­λη συσ­σώ­ρευ­ση αερί­ων στα έντε­ρα. Το κρά­τος πρό­νοιας όμως ελέγ­χει και ενί­ο­τε επι­λύ­ει το πρό­βλη­μα με μέτρα κοι­νω­νι­κού περιε­χο­μέ­νου. Και καθώς είναι τόσο «εύσπλα­χνο» δίνει μεγά­λη βαρύ­τη­τα στους μαθητές/τριες και προ­κει­μέ­νου να μην «λιπο­θυ­μούν» άρχι­σε εδώ και κάμπο­σα χρό­νια να δια­νέ­μει γεύ­μα­τα στους μαθη­τές Δημο­τι­κών Σχο­λεί­ων σε όλη τη χώρα…

Μέχρι εδώ, ας πού­με καλά. Ο όρος «σχο­λι­κά γεύ­μα­τα» μπή­κε για τα καλά στη ζωή μας και έγι­νε και αντι­κεί­με­νο πολι­τι­κών δηλώ­σε­ων. « Σήμε­ρα θα έπρε­πε να δια­νέ­μο­νται καθη­με­ρι­νά 185.000 σχο­λι­κά γεύ­μα­τα σε όλα τα δημο­τι­κά σχο­λεία της χώρας. Αντ’ αυτού όμως, γινό­μα­στε ξανά μάρ­τυ­ρες τρα­γι­κών περι­στα­τι­κών που απο­τε­λούν στίγ­μα για τη χώρα, όπως η λιπο­θυ­μία από την πεί­να μιας μικρής μαθή­τριας στο σχο­λείο της στην Ηλεία». Από την άλλη πλευ­ρά: «Ο αριθ­μός γευ­μά­των που δια­νέ­μο­νται είναι κατά 5.275 αυξη­μέ­νος σε σχέ­ση με την αντί­στοι­χη περ­σι­νή περί­ο­δο». Οι αριθ­μοί… μετα­τρέ­πουν τον άνθρω­πο και μάλι­στα τα παι­διά σε άψυ­χα αντι­κεί­με­να, ψυχρής κατα­μέ­τρη­σης και ενί­ο­τε συναι­σθη­μα­τι­κής αναλγησίας.

Το κρά­τος φυσι­κά δεν είναι έμπο­ρος. Το Κρά­τος Πρό­νοιας δεν είναι δυνα­τόν να μετα­τρα­πεί σε Κρά­τος – μάνα­τζερ, δια­με­σο­λα­βη­τή. Και πέραν τού­των η κενό­τη­τα της όποιας πολι­τι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης δεν μπαί­νει και δεν αγγί­ζει τα παι­διά. Αγγί­ζει την πολι­τι­κή συνεί­δη­ση κάθε Έλλη­να και κάθε Ελλη­νί­δας που αμφό­τε­ροι είναι ανα­γκα­σμέ­νοι «να μην υπνώτ­τουν» για­τί το πρό­βλη­μα είναι όλων. Μας αφο­ρά. Όταν παι­διά λιπο­θυ­μά­νε είναι φύσει και θέσει αδύ­να­τον να μιλά­με για Κρά­τος Πρό­νοιας και να δηλώ­νου­με τη δυσα­ρέ­σκειά μας. Και λοι­πόν; «Σαρά­ντα ξ(υ)λιές σι ξένου κώλο δεν που­νάν. Η μία στουν δ’κό μας πονά­ει». Και θα πονέ­σει για τα καλά…

_______________________________________________________________________

toumpourosΟ Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο