Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λογοτεχνία — μαρξισμός — κομμουνιστικό κίνημα (Γ΄και τελευταίο μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Για να κρί­νου­με σωστά την επί­δρα­ση της κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας στην ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία δεν πρέ­πει να παρα­βλέ­ψου­με αυτές τις ειδι­κές συν­θή­κες, όπως τόσο γλα­φυ­ρά περιέ­γρα­ψε η Μέλ­πω Αξιώ­τη (στο 2ο μέρος), αυτό το φίλ­τρο μέσα από το οποίο περ­νού­σε και απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε στην Ελλά­δα η λογο­τε­χνία του 20ου αιώνα.

Οι συν­θή­κες που ανα­φέ­ρα­με απο­τε­λού­σαν μία από τις σοβα­ρές αιτί­ες – σε μια άλλη θα έρθου­με παρα­κά­τω – για τις οποί­ες ήταν δύσκο­λο να ανα­πτυ­χθεί θεω­ρη­τι­κά ο μαρ­ξι­σμός στην Ελλά­δα στο βαθ­μό που θα περί­με­νε κανείς σε μια χώρα με τόσο εξα­πλω­μέ­νο το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα από τα χρό­νια του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Οι συν­θή­κες στις οποί­ες ήταν ανα­γκα­σμέ­νο το ΚΚΕ να δρα επέ­βα­λαν πάνω απ’ όλα την επε­ξερ­γα­σία μιας άμε­σης τακτι­κής σε ένα εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να με απώ­τε­ρο στό­χο πάντα το σοσια­λι­σμό και όσοι από τους μαρ­ξι­στές δια­νο­ού­με­νους είχαν κάνει την προ­σπά­θεια περαι­τέ­ρω θεω­ρη­τι­κής επε­ξερ­γα­σί­ας δεν μπό­ρε­σαν να την ολο­κλη­ρώ­σουν εξαι­τί­ας των ιδιαί­τε­ρα αντί­ξο­ων συν­θη­κών που όχι σπά­νια σήμαι­ναν το σακά­τε­μα της υγεί­ας τους, αλλά ακό­μα και τη φυσι­κή και πνευ­μα­τι­κή τους εξόντωση.

Ωστό­σο υπήρ­ξαν αξιό­λο­γες προ­σεγ­γί­σεις και ενδια­φέ­ρου­σες θεω­ρη­τι­κές σκέ­ψεις βαλ­μέ­νες στο χαρ­τί από κορυ­φαί­ους λογο­τέ­χνες, ποι­η­τές, στο­χα­στές. Θα ανα­φερ­θού­με σε ελά­χι­στα παρα­δείγ­μα­τα πλή­ρως συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νοι ότι τόσοι άλλοι δεν μπο­ρούν να μνη­μο­νευ­τούν στα πλαί­σια ενός άρθρου που δεν απο­τε­λεί παρά μονά­χα μια πολύ γενι­κή προ­σέγ­γι­ση ενός μεγά­λου θέματος.

Τέχνη και ιδανικό

Έτσι ο Κώστας Βάρ­να­λης (1884–1974) στα Αισθη­τι­κά-Κρι­τι­κά του (Εκδό­σεις «Κέδρος», 1958) ανα­πτύσ­σει τις σκέ­ψεις του στη βάση του δια­λε­κτι­κού υλι­σμού — όπως δηλώ­νει ο ίδιος στο προ­λο­γι­κό σημεί­ω­μα – σχε­τι­κά με την τέχνη, την αισθη­τι­κή και τους καλ­λι­τέ­χνες. Στο κεφά­λαιο «Τέχνη και Ιδα­νι­κό» γρά­φει: «Η ζωή κι ο θάνα­τος των ιδα­νι­κών εξαρ­τιού­νται από τη ζωή και το θάνα­το των κοι­νω­νι­κών συστη­μά­των. Η πάλη των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων εκφρά­ζε­ται με την πάλη των ιδα­νι­κών. Κάθε φορά η κυρί­αρ­χη τάξη μετου­σιώ­νει τα συμ­φέ­ρο­ντά της σε ιδα­νι­κά και μ’ αυτά ζητά­ει να στα­μα­τή­σει την εξέ­λι­ξη. Κι αντί­θε­τα, κάθε φορά οι δυνα­στευό­με­νες τάξεις προ­βάλ­λουν τα δίκαιά τους (την απε­λευ­θέ­ρω­σή τους), ως ιδα­νι­κά και μ’ αυτά ζητού­νε την αλλα­γή του συστή­μα­τος. Μ’ άλλα λόγια η πάλη των ιδα­νι­κών είναι πάλη ανά­με­σα στο παρόν και στο μέλ­λον. Και μόνο τα δεύ­τε­ρα ιδα­νι­κά δικαιού­νται να λέγο­νται ιδα­νι­κά» (σελ. 55/56)

… «Αλλά δε μπο­ρεί και κάθε «υπό­θε­ση» να θεω­ρη­θεί και «ιδα­νι­κό». Πρέ­πει το ιδα­νι­κό να περιέ­χει μέσα του τη δυνα­τό­τη­τα της πραγ­μα­το­ποί­η­σης. Επο­μέ­νως πρέ­πει πριν από την «υπό­θε­ση» να υπάρ­χη «προ­ϋ­πό­θε­ση». Αλλιώς το «ιδα­νι­κό» είναι «ορα­μα­τι­στι­κό», «in abstracto», δεν πιά­νει ρίζες στον έξω κόσμο (έξω κόσμος = κοι­νω­νία)» (σελ. 58).

Εδώ ο Βάρ­να­λης ανα­φέ­ρε­ται σαφώς στη φιλο­σο­φι­κή κατη­γο­ρία δυνα­τό­τη­τα-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Για να γίνει κάτι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για να είναι πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μο, πρέ­πει να προ­ϋ­πάρ­χει η δυνα­τό­τη­τα η οποία μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί κάτω από τις κατάλ­λη­λες συν­θή­κες και τη σωστή δρά­ση. Η νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που δημιουρ­γεί­ται από την προ­ϋ­πάρ­χου­σα δυνα­τό­τη­τα εμπε­ριέ­χει με τη σει­ρά της τις νέες δυνα­τό­τη­τες οι οποί­ες «ζητούν» να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν. Ο λόγος του Βάρ­να­λη διέ­πε­ται από τη γνώ­ση της δια­λε­κτι­κής όπως φαί­νε­ται όχι μόνο σ’ αυτό το σημείο, αλλά και αλλού στα δοκί­μια από τα οποία παρα­θέ­του­με. Λίγο παρα­κά­τω λέει: «Φορείς των ιδα­νι­κών είναι οι κοι­νω­νι­κές τάξεις. Όταν δια­σπά­ται η αρμο­νία των τάξε­ων, όταν δηλα­δή, η κυρί­αρ­χη τάξη χάνει το έδα­φος όπου στη­ρί­ζει την κυριαρ­χία της, γίνε­ται αντι­δρα­στι­κή. Αυτή η τάξη δεν μπο­ρεί να ‘χει ιδα­νι­κά – για­τί αρνιέ­ται το μέλ­λον. Μόνον η τάξη που από ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα προ­ο­ρί­ζε­ται ν’ αντι­κα­τα­στή­σει την παλιά, μόνον αυτή έχει «ιδα­νι­κά» — για­τί ‘ναι προ­ο­δευ­τι­κή. Η Τέχνη (όπως κι η Επι­στή­μη κι η Φιλο­σο­φία) που βοη­θά­ει τις δυνά­μεις του μέλ­λο­ντος να νική­σουν, αυτή ‘ναι Τέχνη αλη­θι­νή. Είναι η Τέχνη, που «ομο­ψυ­χο­ποιεί» τους λαούς στον αγώ­να τους για δικαιο­σύ­νη και Λευ­τε­ριά. Η Τέχνη, που τους συνει­δη­το­ποιεί, τους ενώ­νει συναι­σθη­μα­τι­κά κι ιδε­ο­λο­γι­κά και τους κινεί στη λυτρω­τι­κή δρά­ση. Κι η Τέχνη τού­τη σε και­ρούς απο­σύν­θε­σης των κοι­νω­νι­κών συστη­μά­των, σε και­ρούς που παλεύ­ουν ο παλιός ο κόσμος με τον και­νούρ­γιο, είναι, από τον ίδιο της το ρόλο, του «χαλα­στή και χτί­στη», τέχνη επα­να­στα­τι­κή» (σελ. 58/59).

Σχε­τι­κά με τη λυτρω­τι­κή δρά­ση υπεν­θυ­μί­ζου­με τα λόγια του Μαρξ στο «Αγία Οικο­γέ­νεια» στο πρώ­το μέρος αυτών των άρθρων. Κλεί­νο­ντας τις ανα­φο­ρές στο Βάρ­να­λη παρα­θέ­του­με μονά­χα ακό­μα τα εξής λόγια του σχε­τι­κά με τη μορ­φή και το περιε­χό­με­νο: «Η Τέχνη που ασχο­λεί­ται μόνο με τη μορ­φή κι απο­φεύ­γει να πάρει θέση στον κοι­νω­νι­κό αγώ­να της λευ­τε­ριάς και της δικαιο­σύ­νης και της προ­ό­δου, είναι τέχνη φορ­μα­λι­στι­κή: άδεια. Κι απο­τυ­χη­μέ­νη, για­τί προ­δί­δει τον κοι­νω­νι­κό της ρόλο – κι ακό­μα χει­ρό­τε­ρα, αν αυτή η Τέχνη κατα­πο­λε­μεί συνει­δη­τά την αλή­θεια. Και γίνε­ται συνερ­γά­της του εχθρού!» (σελ. 60).

varnalis (1)

Γνω­ρί­ζου­με πολύ καλά την εικό­να του καλ­λι­τέ­χνη που έχει καλ­λιερ­γη­θεί κατ’ αρχήν στον καπι­τα­λι­στι­κό κόσμο, την εικό­να του ανθρώ­που πάνω από τον κόσμο, απο­ξε­νω­μέ­νος από την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στον κόσμο αυτό οι κοι­νω­νι­κές κατα­στά­σεις και οι ψυχο­λο­γι­κές δια­θέ­σεις δεν θεω­ρού­νται γέν­νη­μα συγκε­κρι­μέ­νων συν­θη­κών της κοι­νω­νί­ας, αλλά είναι δεμέ­νες με τη λεγό­με­νη φύση του ανθρώ­που. Ο καλ­λι­τέ­χνης σύμ­φω­να με αυτές τις αντι­λή­ψεις, είναι ο μονα­χι­κός, ο ξεχω­ρι­στός που δημιουρ­γεί «το ωραίο» μέσα στην πεζή καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Βρί­σκε­ται σε αντι­πα­ρά­θε­ση με την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το όμορ­φο (ή ακό­μα και το εντε­λώς αλλό­κο­το, ατο­μι­κι­στι­κό και ενδε­χο­μέ­νως δυσαρ­μο­νι­κό) που δημιουρ­γεί, απευ­θύ­νε­ται σε κάποιες λίγες «ανε­βα­σμέ­νες», «μυη­μέ­νες» ψυχές που από τη φύση τους είναι ανώ­τε­ρες και πιο ευαί­σθη­τες από τον όχλο, τη μάζα και μπο­ρούν να γίνουν οι εκλε­πτυ­σμέ­νοι δέκτες του καλ­λι­τε­χνι­κού «προ­ϊ­ό­ντος». Η αντί­λη­ψη αυτή της σχέ­σης μάζας-ελίτ έχει απο­κρυ­σταλ­λω­θεί στις χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού όπου όχι σπά­νια ο φορ­μα­λι­σμός (υπερ­βο­λι­κός τονι­σμός της μορ­φής σε βάρος του περιε­χό­με­νου) κάνει θραύ­ση. Μέσα από το ξεγύ­μνω­μα από περιε­χό­με­νο, ωστό­σο, υπάρ­χει ένα σαφές αρνη­τι­κό μήνυ­μα: το μήνυ­μα της απο­φυ­γής ακό­μα και της περι­φρό­νη­σης των «μαζι­κών» κοι­νω­νι­κών αγώ­νων, η ενθάρ­ρυν­ση της παθη­τι­κής θεώ­ρη­σης χωρίς συμ­με­το­χή, της κοι­νω­νι­κής ακι­νη­σί­ας και με αυτή την έννοια η τέχνη γίνε­ται «συνερ­γά­της του εχθρού». Αν το περιε­χό­με­νο της τέχνης θα έπαιρ­νε το μήνυ­μα της επο­χής ότι οι κυρί­αρ­χοι θα πρέ­πει να φύγουν από το ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο, τότε θα ήταν επα­να­στα­τι­κή, θα είχε ιδα­νι­κά. Ο φορ­μα­λι­σμός χτυ­πά­ει ιδιαί­τε­ρα τις παρα­γω­γι­κές τάξεις, διό­τι όποιος είναι κοντά στην παρα­γω­γή δεν δέχε­ται εύκο­λα αφη­ρη­μέ­νες μορ­φές τέχνης, κατα­λα­βαί­νει καλύ­τε­ρα το ρεα­λι­σμό, δηλα­δή την ακρι­βή απει­κό­νι­ση της ζωής του. Για το μαρ­ξι­σμό η δημιουρ­γι­κή, πρα­κτι­κή και σκό­πι­μη ενέρ­γεια των ανθρώ­πων για τη μετα­μόρ­φω­ση της φύσης και της κοι­νω­νί­ας απο­τε­λεί την αντι­κει­με­νι­κή βάση της Τέχνης, την αντι­κει­με­νι­κή βάση της δημιουρ­γι­κής, καλ­λι­τε­χνι­κής θεώ­ρη­σης, αξιο­ποί­η­σης και ιδιο­ποί­η­σης του κοι­νω­νι­κού περι­βάλ­λο­ντος, των κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών αντι­θέ­σε­ων. Η Τέχνη με τα εκφρα­στι­κά μέσα της αντα­να­κλά αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πρέ­πει να βοη­θή­σει να τη συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με και αν είναι κακή και άδι­κη, να την αλλάξουμε.

Γι’ αυτό το λόγο η κάθε μορ­φή τέχνης είναι πολι­τι­κή, ακό­μα και ή μάλ­λον ιδιαί­τε­ρα η λεγό­με­νη «απο­λί­τι­κη». Φαι­νό­με­να σαν τη φυγή, την από­δρα­ση από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την κατα­φυ­γή στο ανορ­θο­λο­γι­κό, στο υπο­συ­νεί­δη­το, στο μετα­φυ­σι­κό, στη φόρ­μα και μόνο, είναι γι’ αυτούς τους λόγους τόσο προ­σφι­λή σε όσους θέλουν να διαιω­νί­σουν το υπαρ­κτό κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό σύστημα.

Ένα ιστο­ρι­κό πάντρεμα

Είπα­με παρα­πά­νω ότι πολ­λοί και εξαι­ρε­τι­κοί μαρ­ξι­στές δια­νο­ού­με­νοι αντι­με­τώ­πι­ζαν συν­θή­κες άγριου διωγ­μού και φυσι­κής και πνευ­μα­τι­κής εξό­ντω­σης και έτσι αντι­με­τώ­πι­ζαν σοβα­ρά εμπό­δια για να εκφρά­σουν τη δημιουρ­γι­κό­τη­τά τους. Ωστό­σο, θα πρέ­πει εδώ να επι­ση­μά­νου­με μια άλλη διά­στα­ση που δρα­μα­τι­κά επι­βε­βαιώ­νει τη ρήση «ουδέν κακό αμι­γές καλού». Οι φυλα­κές έγι­ναν σχο­λεία και πανε­πι­στή­μια για τους λαϊ­κούς αγω­νι­στές ακρι­βώς εξαι­τί­ας της συνά­ντη­σής τους εκεί με τους δια­νο­ού­με­νους συντρό­φους. Αλλά οι δια­νο­ού­με­νοι αγω­νι­στές με τη σει­ρά τους διδά­χθη­καν από τους άλλους. Ήταν μια γόνι­μη και δημιουρ­γι­κή συνά­ντη­ση δύο κόσμων ταξι­κά χωρι­σμέ­νων που αλλιώς δύσκο­λα θα είχαν συνα­ντη­θεί. Το κυριό­τε­ρο ήταν ότι στις φυλα­κές ο μόνος στό­χος ήταν η γνώ­ση. Δεν υπήρ­χε ζήτη­μα «καριέ­ρας». Έτσι οι συν­θή­κες αυτές φυλά­κι­σης δημιούρ­γη­σαν κάτι που η αστι­κή κοι­νω­νία δεν είχε δώσει στα λαϊ­κά στρώ­μα­τα: μόρ­φω­ση. Για περισ­σό­τε­ρα σχε­τι­κά μ’ αυτό το θέμα παρα­πέ­μπου­με στην εξαι­ρε­τι­κή μελέ­τη της Κυρια­κής Καμα­ρι­νού, Τα πέτρι­να Πανε­πι­στή­μια (εκδ. «Σύγ­χρο­νη Εποχή»).

Από την επο­χή του Δόγ­μα­τος Τρού­μαν (1946) η ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία μπαί­νει μαζί με μεγά­λα τμή­μα­τα του λαού στις φυλα­κές, στις εξο­ρί­ες και στα βου­νά. Από κεί­νη την περί­ο­δο πηγά­ζει μια ευρύ­τε­ρη λογο­τε­χνι­κή ύλη εξαι­ρε­τι­κής σημα­σί­ας που μαρ­τυ­ρά­ει το μεγά­λο βάσα­νο της φιμω­μέ­νης φωνής της δημιουρ­γί­ας και το μεγά­λο έγκλη­μα εκεί­νων που για τη διά­σω­ση των κυρί­αρ­χων ταξι­κών τους συμ­φε­ρό­ντων δεν ντρά­πη­καν με ξένη βοή­θεια να φιμώ­σουν τη δημιουρ­γι­κό­τη­τα του ίδιου του λαού τους. Ωστό­σο, θα παρα­θέ­σου­με ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό από­σπα­σμα από το τέλος του πρώ­του γράμ­μα­τος που είχε γρά­ψει ο Θέμος Κορ­νά­ρος από τη Μακρό­νη­σο: «Κι εμείς που έχου­με κάποια μνή­μη και κάποιες δυνά­μεις ζητά­με την ευχή σου και την ευλο­γία σου μάνα, για να μπο­δί­σου­με τη ζού­γκλα που κοντεύ­ει να κατα­κλύ­σει τους ανθρώ­πι­νους συνοι­κι­σμούς. Κι αν κι εμείς λαβω­θού­με ή καού­με στη νέα έφο­δο, πάντα κάτι θα απο­μεί­νει εδώ που θα ‘ναι χρή­σι­μο για την ευτυ­χία των ανθρώ­πων: η παρά­δο­ση πως υπάρ­χου­νε και κάστρα άπαρ­τα, ακό­μα κι όταν τα πολιορ­κούν μ’ όλες τις δυνά­μεις τους η Βία και ο Χάρος».

kornaros

Σε τέτοιες συν­θή­κες είναι πολυ­τέ­λεια να περι­μέ­νου­με την επε­ξερ­γα­σία της πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς της ανθρω­πό­τη­τας, αυτή την ιδιο­ποί­η­ση του αθροί­σμα­τος των γνώ­σε­ων της, αν και τα ίδια λογο­τε­χνι­κά αυτά έργα – και πρό­κει­ται σε αρκε­τές περι­πτώ­σεις για ψηλά ποι­η­τι­κά φτε­ρου­γί­σμα­τα – προ­σθέ­τουν γνώ­ση για μια συγκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή περί­ο­δο σε συγκε­κρι­μέ­νη χώρα προ­σφέ­ρο­ντας ταυ­τό­χρο­να μηνύ­μα­τα που ξεπερ­νούν τα εθνι­κά όρια.

Δια­τή­ρη­ση του λαϊ­κού χαρακτήρα

Στον ειδι­κό αυτό χωρό­χρο­νο ξεπρο­βάλ­λουν στη λογο­τε­χνι­κή δημιουρ­γία δύο κύρια χαρα­κτη­ρι­στι­κά: η άμε­ση και βαθιά σύν­δε­ση με το λαό και τα βάσα­νά του, καθώς και η επί­δρα­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος στο οποίο ανή­κε μεγά­λη μερί­δα των λογο­τε­χνών. Οι ειδι­κές συν­θή­κες, όπως είδα­με παρα­πά­νω, της εθνι­κής ανά­γκης τρά­βη­ξαν στο χώρο της εμβέ­λειας της κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας τη συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας του τόπου. Επο­μέ­νως τα αστι­κά ρεύ­μα­τα στη λογο­τε­χνία αντι­κει­με­νι­κά δεν είχαν στην Ελλά­δα έδα­φος να στα­θούν ούτε ο δια­χω­ρι­σμός μάζας-ελίτ. Η κουλ­τού­ρα μπό­ρε­σε να κρα­τή­σει περισ­σό­τε­ρο ένα λαϊ­κό χαρα­κτή­ρα που έχει αφή­σει μέχρι σήμε­ρα μια παρα­κα­τα­θή­κη, παρ’ όλες τις αντί­θε­τες προ­σπά­θειες από την καθε­στη­κυία τάξη. Η αντί­θε­ση αστι­κής τάξης προ­λε­τα­ριά­του δεν είχε απο­κρυ­σταλ­λω­θεί στην Ελλά­δα όπως στις ανα­πτυγ­μέ­νες αστι­κές κοι­νω­νί­ες που πέρα­σαν από αιώ­νες διερ­γα­σιών στο ψυχο­κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο εξαι­τί­ας του βαθ­μού ανά­πτυ­ξης κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών σχέ­σε­ων, ιστο­ρι­κών κατα­βο­λών και παρα­κα­τα­θη­κών. Η σύν­δε­ση με το λαό, η κομ­μα­τι­κό­τη­τα, τα έντο­να εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά καθό­ρι­σαν εν πολ­λοίς την καλ­λι­τε­χνι­κή πρό­σλη­ψη και ιδιο­ποί­η­ση της ελλη­νι­κής πραγματικότητας.

Η αμοι­βαία σχέ­ση κοσμο­θε­ω­ρί­ας και ρεα­λι­στι­κού τρό­που δια­μόρ­φω­σής της πήρε την ειδι­κή χροιά της σε μια κοι­νω­νία σε συν­θή­κες σκλη­ρών ταξι­κών αγώ­νων στις οποί­ες το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της δια­νό­η­σης και των καλ­λι­τε­χνών είχε συσπει­ρω­θεί με το λαό γύρω από το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα αφή­νο­ντας μια άσβη­στη κληρονομιά.

Εδώ το 1ο και εδώ το 2o μέρος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο