Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λογοτεχνία – μαρξισμός – κομμουνιστικό κίνημα (Α’ Μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Πιστεύω πως οι κομ­μου­νι­στές συγ­γρα­φείς πρώ­τα απ’ όλα, οφεί­λουν να κάνουν λογο­τε­χνία που να γίνε­ται μία απ’ τις ανα­γκαί­ες πηγές γνώ­σης της ζωής».
Ναζίμ Χικ­μέτ (1)

«Πιστεύω ότι χωρίς ορμή κι ενθου­σια­σμό δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κή λογοτεχνία. Είναι ευκο­λό­τε­ρο να διορ­θώ­σεις ένα στιλ ανώ­μα­λο, διά­φο­ρες αδυ­να­μί­ες στη σύν­θε­ση ή άλλες ελλεί­ψεις φιλο­λο­γικές, παρά μια ψυχή κρύα».
Ίλια Έρεν­μπουργκ (2)

Τα παρα­πά­νω απο­σπά­σμα­τα των δύο κομ­μου­νι­στών συγ­γρα­φέ­ων φωτί­ζουν δυο πλευ­ρές – δύο απα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις – της δημιουρ­γι­κής επί­δρα­σης της λογο­τε­χνί­ας στην κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξη: η λογο­τε­χνία πρέ­πει να γίνε­ται μία από τις ανα­γκαί­ες πηγές γνώ­σης της ζωής, σύμ­φω­να με τον Τούρ­κο δημιουρ­γό Ναζίμ Χικ­μέτ αλλά με μια κρύα ψυχή δεν γίνε­ται τίπο­τα, σύμ­φω­να με το συναι­σθη­μα­τι­κό­τε­ρο από­φθεγ­μα του Σοβιε­τι­κού Ίλια Έρεν­μπουργκ, ο οποί­ος στο δοκί­μιο όπου το λέει εμβα­θύ­νει στο σημα­ντι­κό ρόλο του λογο­τέ­χνη ως ανα­τό­μο και αρχι­τέ­κτο­να της ανθρώ­πι­νης ψυχής.

Η λογο­τε­χνία, όμως, δεν έχει παρά να κερ­δί­σει, αν οι δημιουρ­γοί της αντι­λαμ­βά­νο­νται το μαρ­ξι­σμό σαν τη δημιουρ­γι­κή σύν­θε­ση των γνώ­σε­ων της ανθρω­πό­τη­τας ως ανα­γκαία πηγή, αν συνει­δη­το­ποι­ή­σουν στον ένα ή στον άλλο βαθ­μό ότι η καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία έχει δημιουρ­γή­σει μια βαθιά ρήξη ανά­με­σα στο βιβλίο και την πραγ­μα­τι­κή ζωή, ανά­με­σα στη θεω­ρία και την πρά­ξη. Στη βάση αυτών των βασι­κής σημα­σί­ας δια­πι­στώ­σε­ων μπο­ρού­με να συμπε­ρά­νου­με με ποιό κρι­τή­ριο οφεί­λει να κρί­νε­ται η μαρ­ξι­στι­κή επί­δρα­ση στη λογοτεχνία.

Διό­τι τί είναι μαρ­ξι­στι­κή επί­δρα­ση στη λογο­τε­χνία; Δεν εννο­ού­με βέβαια μια λογο­τε­χνία της «παραγ­γε­λί­ας» από τα πάνω σε χώρες με σοσια­λι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Η μαρ­ξι­στι­κή επί­δρα­ση δεν περιο­ρί­ζε­ται καθό­λου σε μια άμε­σα αντι­λη­πτή υιο­θέ­τη­ση εκ μέρους του συγ­γρα­φέα της μαρ­ξι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας, όταν για παρά­δειγ­μα δεί­χνει απρο­κά­λυ­πτα στα έργα του ότι είναι υπέρ της σοσια­λι­στι­κής ή της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας (αν και δεν είναι μεμ­πτό) και το εκφρά­ζει άμε­σα και ρητά. Άλλω­στε, ο Φ. Ένγκελς, σε ένα γράμ­μα του προς τη συγ­γρα­φέα Μίν­να Κάου­τσκι, μιλώ­ντας για το θέμα των τάσε­ων μέσα στο μυθι­στό­ρη­μα δηλώ­νει ότι δεν είναι καθό­λου κακό να υπάρ­χουν συγκε­κρι­μέ­νες πολι­τι­κές τάσεις και να φαί­νο­νται οι πεποι­θή­σεις του συγ­γρα­φέα στα λογο­τε­χνι­κά έργα, αλλά: «Νομί­ζω ότι η τάση πρέ­πει να ξεπη­δά­ει από την κατά­στα­ση και την ίδια τη δρά­ση χωρίς ρητές υπο­δεί­ξεις και ούτε χρειά­ζε­ται ο ποι­η­τής να δώσει στον αναν­γνώ­στη στο χέρι την ιστο­ρι­κή μελ­λο­ντι­κή λύση των κοι­νω­νι­κών συγκρού­σε­ων που περι­γρά­φει» (3).

Μιλώ­ντας για μαρ­ξι­σμό στη λογο­τε­χνία εννο­ού­με τον ελά­χι­στο βαθ­μό αντα­νά­κλα­σης των κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κών συν­θη­κών και αντι­θέ­σε­ων στα λογο­τε­χνι­κά έργα. Μ’ αυτή την έννοια θα μπο­ρού­σα­με κατά κάποιο τρό­πο να πού­με ότι ο μαρ­ξι­σμός στη λογο­τε­χνία υπήρ­χε πριν από το Μαρξ, ο ιστο­ρι­κός υλι­σμός υπήρ­χε πριν προσ­διο­ρι­στεί επι­στη­μο­νι­κά ως τέτοιος. Η λογο­τε­χνι­κή πρά­ξη από­κτη­σε – κι αυτή – με το μαρ­ξι­σμό την επι­στη­μο­νι­κή θεω­ρία της. Πολύ πριν απ’ αυτό, η θεω­ρία αυτή ετοι­μα­ζό­ταν να γεν­νη­θεί περ­νώ­νατς από διά­φο­ρα ανο­λο­κλή­ρω­τα στά­δια του ανθρώ­πι­νου στο­χα­σμού. Σε πολ­λά έργα στη διάρ­κεια των αιώ­νων οι κοι­νω­νι­κες αντι­θέ­σεις αντι­κα­το­πτρί­ζο­νταν είτε με τη μορ­φή μιας απλής «παθη­τι­κής» περι­γρα­φι­κής αντα­νά­κλα­σης – που κι αυτή από μόνη της μπο­ρεί να συμ­βά­λει στη συνει­δη­το­ποί­η­ση κάποιων κατα­στά­σε­ων ή και να απο­τε­λέ­σει ένα «κατη­γο­ρώ» — είτε με τη μορ­φή της ανα­το­μί­ας της κοι­νω­νί­ας εκ μέρους του συγ­γρα­φέα ενδε­χο­μέ­νως με μια ρητή ή και συγκα­λυμ­μέ­νη πρό­τα­ση αλλα­γής ή το λιγό­τε­ρο με μια υπό­δει­ξη της κατεύ­θυν­σης διεξόδου.

Επί­σης, σε πολ­λά έργα του παρελ­θό­ντος που έχουν γρα­φεί σε επο­χές περά­σμα­τος από ένα κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό σύστη­μα σ’ ένα άλλο, η δια­δι­κα­σία αυτή της πάλης του παλιού με το και­νούρ­γιο βρί­σκει την αντα­νά­κλα­σή της σε λογο­τε­χνι­κά έργα (Αισχύ­λος, Σαίξ­πηρ, Θερ­βά­ντες και όχι μόνο). Γι αυτό το λόγο τα έργα αυτά απο­κτούν μια κοσμο­γο­νι­κή διά­στα­ση χωρίς να είναι δοσμέ­νο ότι ο συγ­γρα­φέ­ας τη δίνει συνει­δη­τά ή ότι κατα­γρά­φει αυτό που συμβαίνει.

Ίλια Έρενμπουργκ

Ίλια Έρεν­μπουργκ

Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ

Από την επο­χή του Μαρξ η δια­λε­κτι­κή μέθο­δος ενώ­νε­ται με τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό και αυτή η εξέ­λι­ξη αντα­να­κλά­ται σε πολ­λά έργα της επο­χής. Η μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση εμφα­νί­ζε­ται πιο ολο­κλη­ρω­μέ­να και στα λογο­τε­χνι­κά έργα. Δηλα­δή στην ανά­πτυ­ξη του περιε­χο­μέ­νου, αλλά και στη κρι­τι­κή της λογο­τε­χνί­ας. Έχου­με μπει πλέ­ον σε μια ιστο­ρι­κή περί­ο­δο στην οποία παίρ­νει σάρ­κα και οστά η ιδέα του περά­σμα­τος από τον καπι­τα­λι­σμό στο σοσια­λι­σμό και σε πολ­λά έργα συνα­ντού­με – είτε με μια μορ­φή πιο εσω­τε­ρι­κή, πιο συγκα­λυμ­μέ­νη, είτε με μια μορ­φή άμε­ση και ξεκά­θα­ρη – την ταξι­κή πάλη ανά­με­σα στις δύο βασι­κές τάξεις του ανα­πτυγ­μέ­νου και όλο και πιο εδραιω­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού: την αστι­κή και την εργατική.

Ο Γκέ­οργκ Λού­κατς στο έργο του «Το ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα» (1965) θα πει σχε­τι­κά με την εξέ­λι­ξη αυτή και μιλώ­ντας για την περί­ο­δο μετά το 1848: «Η διαί­ρε­ση του κάθε λαού σε «δύο έθνη» συντε­λέ­στη­κε επί­σης – του­λά­χι­στον σαν τάση – στον ιδε­ο­λο­γι­κό τομέα. Οι ταξι­κοί αγώ­νες του πρώ­του μισού του 19ου αιώ­να οδή­γη­σαν ήδη στις παρα­μο­νές της Επα­νά­στα­σης του 1848, στην επι­στη­μο­νι­κή δια­μόρ­φω­ση του μαρ­ξι­σμού. Σ’ αυτή περι­λαμ­βά­νο­νται όλες οι προ­ο­δευ­τι­κές από­ψεις σχε­τι­κά με την ιστο­ρία σε μια μορ­φή «ξεπε­ρα­σμέ­νη», δηλα­δή με την τρι­πλή χεγκε­λια­νή έννοια της λέξης: δεν έχουν μόνο κρι­τι­κα­ρι­στεί και ακυ­ρω­θεί, αλλά επί­σης δια­τη­ρη­θεί και ανε­βα­στεί σ’ ένα ανώ­τε­ρο επίπεδο.…

Το κεντρι­κό πρό­βλη­μα με αφορ­μή του οποί­ου εκδη­λώ­νε­ται πια η αλλα­γή στά­σης απέ­να­ντι στην ιστο­ρία είναι το πρό­βλη­μα της προ­ό­δου. Είδα­με ότι οι συγ­γρα­φείς και οι πιο αξιο­ση­μεί­ω­τοι στο­χα­στές της περιό­δου πριν από το 1848 είχαν κάνει το πιο σημα­ντι­κό βήμα μπρο­στά δίνο­ντας στην ιδέα της προ­ό­δου μια ιστο­ρι­κή δια­τύ­πω­ση: προ­χώ­ρη­σαν μέχρι την αντί­λη­ψη του αντι­φα­τι­κού χαρα­κτή­ρα της ανθρώ­πι­νης προ­ό­δου, έστω μονά­χα κατά τρό­πο σχε­τι­κά σωστό και ποτέ ολο­κλη­ρω­μέ­νο. Ωστό­σο, τα γεγο­νό­τα της ταξι­κής πάλης έδει­ξαν στους ιδε­ο­λό­γους της αστι­κής τάξης το μέλ­λον της κοι­νω­νί­ας τους και μάλι­στα με μια τόσο απει­λη­τι­κή προ­ο­πτι­κή, ώστε να εξα­φα­νι­στεί πλέ­ον, ανα­γκα­στι­κά, το αμε­ρό­λη­πτο πνεύ­μα στις διε­ρευ­νή­σεις τους, χάρη στο οποίο οι αντι­φά­σεις της προ­ό­δου είχαν ανα­κα­λυ­φθεί και εκφρα­στεί» (4).

Σε αρκε­τούς συγ­γρα­φείς η μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη γίνε­ται συνει­δη­τό υπό­βα­θρο της γρα­φής τους και μ’ αυτή την έννοια ιδιο­ποιού­νται δημιουρ­γι­κά το και­νούρ­γιο ιστο­ρι­κό περι­βάλ­λον το οποίο επε­ξερ­γά­ζο­νται στην και­νούρ­για ιστο­ρι­κή κατεύ­θυν­ση με πυξί­δα την ανα­τρο­πή του βιω­μέ­νου εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συστή­μα­τος και τη δημιουρ­γία – μέσω της συνει­δη­τής πλέ­ον δια­μόρ­φω­σης του ιστο­ρι­κού γίγνε­σθαι – μιας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας με απώ­τε­ρο σκο­πό την ατα­ξι­κή κοινωνία.

Ναζίμ Χικμέτ

Ναζίμ Χικ­μέτ

ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΙΔΑΝΙΚΟ

Με την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917 και την έντο­νη επί­δρα­σή της στο παγκό­σμιο λογο­τε­χνι­κό γίγνε­σθαι προ­στί­θε­ται και μια και­νούρ­για διά­στα­ση: εμφα­νί­ζε­ται στο λογο­τε­χνι­κό προ­σκή­νιο και ο οργα­νω­μέ­νος ή μη λογο­τέ­χνης με την ίδρυ­ση κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των και μαζί μ’αυτό και η συζή­τη­ση γύρω από το «τί πρέ­πει να είναι ο κομ­μου­νι­στής καλ­λι­τε­χνι­κός δημιουρ­γός, ο κομ­μου­νι­στής συγ­γρα­φέ­ας», «πώς γρά­φε­ται και τί είναι το λογο­τε­χνι­κό έργο με κομ­μου­νι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό», κλπ. Για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία μπή­κε μια τέτοια συζή­τη­ση. Έτσι ο Ναζίμ Χικ­μέτ στο προ­α­να­φε­ρό­με­νο βιβλίο θα πει σε συνέ­χεια: «Θυμά­μαι πάντα μια φρά­ση της Κρούπ­σκα­για στις ανα­μνή­σεις για τον Λένιν, όπου έλε­γε ότι για τον Λένιν η ρώσι­κη λογο­τε­χνία ήταν μια από τις πηγές γνώ­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Θα ήθε­λα να γρά­φω ποι­ή­μα­τα, μυθι­στο­ρή­μα­τα, θεα­τρι­κά έργα που να έχουν αυτή την αρε­τή. Για το λαό μου, για τους άλλους λαούς, για τα μέλη του Κόμ­μα­τός μου, απ’ το και­νούρ­γιο μέλος ως το ανώ­τα­το στέ­λε­χος. Όμως στα πλαί­σια του σκο­πού αυτού πρέ­πει να ξέρου­με να είμα­στε ακρι­βείς, να γρά­φου­με με λιτό­τη­τα, χωρίς φλυα­ρί­ες, χωρίς μισό­φω­τα, να μην προ­σπα­θού­με να πιά­σου­με το δεξί μας αυτί με το αρι­στε­ρό μας χέρι. Αυτό είναι ένα μόνι­μο πρό­βλη­μα κάθε πρω­το­πο­ρια­κής τέχνης και τώρα και στο μέλ­λον» (5).

Από τη δημιουρ­γία του πρώ­του σοσια­λι­στι­κού κρά­τους στον κόσμο έχου­με πλέ­ον δύο «κόσμους» στο ζήτη­μα της στρα­τευ­μέ­νης στα ιδα­νι­κά του σοσια­λι­σμού τέχνης: την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία στην οικο­δό­μη­ση της νεα­ρής σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία στις καπι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες ή ευρύ­τε­ρα σε όλες τις άλλες μη σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες με κρι­τι­κό ή και ανα­τρε­πτι­κό περιε­χό­με­νο ως προς τον καπι­τα­λι­σμό ενδε­χο­μέ­νως με σοσια­λι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό και με πυξί­δα το νεο­δη­μιουρ­γη­μέ­νο και πρω­τό­γνω­ρο σοσια­λι­στι­κό κρά­τος. Στην παγκό­σμια αυτή συζή­τη­ση δημιουρ­γή­θη­καν και αντι­πα­ρα­θέ­σεις και θίγο­νταν ευαί­σθη­τα θέμα­τα που στα πλαί­σια αυτού του άρθρου μπο­ρούν να ανα­φερ­θούν μόνο ακρο­θι­γώς. Ο δρό­μος ήταν πρω­τό­γνω­ρος, μην το ξεχνά­με. Επο­μέ­νως είχε και τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της νέας ανα­ζή­τη­σης με όλες τις ενδε­χό­με­νες υπερ­βο­λές και σφάλματα.

Έτσι ανα­φε­ρό­μα­στε εδώ σχε­δόν δειγ­μα­το­λη­πτι­κά, αλλά ωστό­σο χαρα­κτη­ρι­στι­κά σε μια δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ανά­με­σα σε δύο δια­φο­ρε­τι­κές φωνές με ωστό­σο τον ιδιο κοι­νω­νι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό, τον «κομ­μα­τι­κό» Ναζίμ Χικ­μέτ και τον ευρύ­τε­ρα σκε­πτό­με­νο, αλλά όχι λιγό­τε­ρο κομ­μου­νι­στή και επι­πλέ­ον «παι­δί» της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης Ίλια Έρεν­μπουργκ. Ο τελευ­ταί­ος στο ως άνω δοκί­μιο ξεκι­να­έι ως εξής: «Τελευ­ταία πήρα ένα γράμ­μα από ένα νεα­ρό μηχα­νι­κό του Λένιν­γκραντ που με ρωτά­ει: «Πώς το εξη­γεί­τε, η λογο­τε­χνία μας να είναι πιο ισχνή και πιο άτο­νη απ’ τη ζωή μας; Είχα­με πριν από λίγο και­ρό, μια συζή­τη­ση πάνω στο θέμα αυτό, μα κανείς δεν μπό­ρε­σε να δόσει την απά­ντη­ση. Μπο­ρεί κανείς στ’ αλή­θεια να συγκρί­νει τη δική μας, τη σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία, με την τσα­ρι­κή Ρωσία; Κι όμως, οι κλα­σι­κοί μας συγ­γρα­φείς της τσα­ρι­κής επο­χής έγρα­φαν καλύ­τε­ρα. Βέβαια είναι πολ­λά έργα που τα δια­βά­ζει κανείς μ’ενδιαφέρον, είναι όμως κι άλλα που διε­ρω­τά­ται: μα για­τί τα γρά­φουν; Νομί­ζει κανείς πως δεν τους λεί­πει τίπο­τα, κι όμως δεν μιλούν στην ψυχή των ανθρώ­πων και δεν είναι τα πρό­σω­πα που δια­δρα­μα­τί­ζουν το ρόλο τους, σαν κι αυτά που βλέ­που­με καθη­με­ρι­νά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα…» (6).

Ο Έρεν­μπουργκ ασχο­λή­θη­κε με το θέμα, για­τί είχε ακού­σει πολ­λές τέτοιες κρι­τι­κές και πίστευε ότι η ίδια αγά­πη για τη σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νία ένω­νε τους σοβιε­τι­κούς συγ­γρα­φείς. Δια­πι­στώ­νει ότι ο επι­στο­λο­γρά­φος έχει δίκιο και ότι για να βρε­θεί η απά­ντη­ση πρέ­πει να μιλή­σει κανείς για τον ίδιο το χαρα­κτή­ρα του συγ­γρα­φέα μέσα στην επο­χή του. Συγκρί­νο­ντας με τους δυτι­κούς μεγά­λους κλα­σι­κούς επι­ση­μαί­νει τη δια­κύ­μαν­ση στην καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία που γνω­ρί­ζει αυγή και «κατα­με­σή­με­ρο» (και νύχτα, θα προ­σθέ­τα­με) και περ­νά­ει από εκκό­λα­ψη, θριάμ­βου και αρμο­νία για να φτά­σει στην αφθο­νία εκλε­κτών έργων: «Οι συγ­γρα­φείς μας μοιά­ζουν με τους ανι­χνευ­τές, ψαχου­λεύ­ουν. Να για­τί δεν έχου­με ακό­μα Πού­σκιν ή Τολ­στόι. Όμως θα έχου­με. Το «κατα­με­σή­με­ρο» είναι μπρο­στά μας» (7). Τονί­ζο­ντας μάλι­στα ότι ούτε η Γαλ­λία έχει πια Μπαλ­ζάκ, Στα­ντάλ, Ουγκό, Φλο­μπέρ, Ζολά, ούτε η Αγγλία Ντί­κενς, Μπάι­ρον, Σέλεϊ. Κι εκεί, με λίγα λόγια χρειά­ζο­νται οι κοι­νω­νι­κές προ­ϋ­πό­θε­σεις για τη μεγά­λη δημιουρ­γία, καθώς και η εκκό­λα­ψη, η ανα­ζή­τη­ση. Πάντως τονί­ζε­ται, ότι η λογο­τε­χνία δεν πρέ­πει να περι­γρά­φει προ­τσές παρα­γω­γής αντί για ανθρώ­πι­να αισθή­μα­τα κι αυτό είναι η αιτία που πολ­λά νέα σοβιε­τι­κά έργα ενδια­φέ­ρουν πολύ λιγό­τε­ρο τις υφά­ντριες, φερ’ ειπείν, απ’ ό ‚τι η αστή Άννα Καρέ­νι­να (8).

Και κλεί­νο­ντας το πρώ­το μέρος ακού­με και πάλι το Ναζίμ Χικ­μέτ που σε μια συνέ­ντευ­ξη στο ίδιο βιβλίο απα­ντά­ει στην ερώ­τη­ση «Τί εννο­εί­τε με τον όρο κομ­μα­τι­κή λογο­τε­χνία;» ως εξής: «Προ­σπα­θώ να το κατα­λά­βω αυτό όπως ο Λένιν το κατα­λά­βαι­νε. Μα που είναι πολύ δύσκο­λο, για­τί, σαν όλες τις βαθιές έννοιες, είναι επι­φα­νεια­κά πολύ απλή. Κατ΄αρχήν σαν συγ­γρα­φέ­ας, σαν μέλος του Κόμ­μα­τος, η σχέ­ση που απο­κα­θί­στα­ται ανά­με­σα σε αυτό και σε μένα δεν είναι παθη­τι­κή, αλλά ενερ­γη­τι­κή. Υπάρ­χει ανταλ­λα­γή. Το Κόμ­μα μου προ­σφέ­ρει κι εγώ με τη σει­ρά μου οφεί­λω κάτι να του προ­σφέ­ρω. Είμαι συν­δε­δε­μέ­νος με το Κόμ­μα, με το κατα­στα­τι­κό του, με το πρό­γραμ­μά του, που έγι­ναν δεκτά απ’ το Συνέ­δριο. Έξω απ’ αυτές τις καθο­ρι­σμέ­νες αρχές, δεν παίρ­νω δια­τα­γές από που­θε­νά και από κανέ­να. Εμπνέ­ο­μαι βέβαια απ’ τα συν­θή­μα­τα του Κόμ­μα­τος για να τα εκλαϊ­κεύ­σω, αλλά προ­σπα­θώ να τα φέρω σ’ ένα επί­πε­δο αλη­θι­νά καλ­λι­τε­χνι­κό» (9).

Ο Χικ­μέτ, όπως και άλλοι ομοϊ­δε­ά­τες του, μας δίνει εδώ την προ­σέγ­γι­ση σε μια εντε­λώς νέα διά­στα­ση στο καλ­λι­τε­χνι­κό γίγνε­σθαι: την επί­δρα­ση του μαρ­ξι­σμού στη λογο­τε­χνία όπως περ­νά­ει από τον οργα­νω­μέ­νο σε κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα δημιουρ­γό. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί στον 20ο αιώνα.

  • Έρεν­μπουργκ, Ισα­κόφ­σκι, Χικ­μέτ, «Η λογο­τε­χνία και η αισθη­τι­κή της», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», σελ. 105
  • Στο ίδιο, σελ. 32
  • Κ. Μαρξ- Φρ. Ένγκελς, Έργα, τ. 36, σελ. 393–394, γερ­μα­νι­κή έκδοση
  • G. Loukacs, Το ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα, γαλ­λι­κή έκδο­ση, σελ. 193–194
  • Έρεν­μπουργκ, Ισα­κόφ­σκι, Χικ­μέτ, «Η λογο­τε­χνία και η αισθη­τι­κή της», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», σελ. 105
  • Στο ίδιο, σελ. 13
  • Στο ίδιο, σελ. 18
  • Στο ίδιο, σελ. 21
  • Στο ίδιο, σελ. 106/107

    (Η Άννε­κε Ιωαν­νά­του γρά­φει κάθε Τρί­τη. Εκτά­κτως για αυτή τη βδο­μά­δα το κεί­με­νό της αναρ­τή­θη­κε Δευτέρα)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο