Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δεκέμβρης 1944 — Γ. Ρίτσος: «Λοιπόν τι θέλεις Τζον εδώ; Τι θέλεις;/ Γύρισε στην πατρίδα σου»

Κι έτσι ξυπό­λυ­τος σκο­τώ­θη­κε ο Παυ­λής το Δεκέμβρη
Κι έτσι ξυπό­λη­τα μεί­ναν τα ποδά­ρια του. Δεν τα λειώ­σε το
τανκ σου, Τζον, τα πόδια του,
κι έτσι ξυπό­λυ­τος, Τζον, κι έτσι ξυπόλυτος
ο Παυ­λής τώρα σερ­για­νά­ει στην αθανασία.

(…)

Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρι­σε στην πατρί­δα σου.
Η πατρί­δα σου είναι μεγά­λη, Τζον — είναι όμορ­φη η πατρί­δα σου -
Είναι κεί­να τα φώτα στην ομί­χλη — και σε περι­μέ­νει, Τζον, η μάνα σου
Και σερ­για­νά­ει ο Βασι­λέ­ας Ληρ μες στην ομίχλη
Ο Βασι­λέ­ας Ληρ γδυ­μέ­νος το βασι­λι­κό του μεγα­λείο και στο στέμ­μα του
Μ’ ένα κλα­δά­κι μονα­χά αγριε­λιάς στα άσπρα μαλ­λιά του, ο Ληρ μες στην
Ομί­χλη του Λονδίνου
Ο Ληρ — όχι πια βασι­λιάς — μα κάτι πιό­τε­ρο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος
Ο Ληρ μες στην ομί­χλη του Λον­δί­νου γυρεύ­ο­ντας την Κορδέλλια
Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώ­μι­κα γένεια του, τυφλός
Ψάχνο­ντας με τα δάχτυ­λά του δίχως δαχτυλίδια
Ψάχνο­ντας τον αγέ­ρα και την καρ­διά μας να πιά­σει το χέρι της αγάπης
Τυφλός ο Ληρ πλέ­ο­ντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης
Και κεί­να τα φώτα στην ομί­χλη φκιά­χνο­ντας ένα φωτοστέφανο
Γύρω στ’ αχτέ­νι­στα μαλ­λιά του Ληρ — Κι εμείς αγα­πά­με, Τζον, το Ληρ
Κι ο Βεά­κης έπαι­ξε το Ληρ στα θέα­τρά μας, Τζον,
Ο Βεά­κης, Τζον, που με το φωτο­στέ­φα­νο του Ληρ
Κάθε­ται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ’ τ’ οδό­φραγ­μα της Κυψέλης
Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανη­φο­ρά­ει το τανκ σου στην Κυψέλη -
Και μεις, Τζον,
Πολύ αγα­πά­με την Κορ­δέλ­λια, θαρ­ρώ την αδελ­φού­λα σου
Τη λένε Κορ­δέλ­λια. Κι η Κορ­δέλ­λια σε περι­μέ­νει, Τζον,
Να συνε­χί­σε­τε το διά­βα­σμα των στί­χων του Βύρωνα.
Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρ­δου Βύρωνα
Ο Λόχος, Τζον, των φοι­τη­τών μπρο­στά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;

(…)

Τι θόρυ­βο που κάνουν, Τζον, τα κανό­νια σας;
Δεν μ’ ακούς; Πού να μ’ ακού­σεις! Τα κανό­νια σας
σας σκό­τω­σαν πάλι το Γιωρ­γά­κη, που τον είχαν σκο­τώ­σει οι Γερμανοί.
Σκό­τω­σαν πάλι το Βαγ­γέ­λη, που τον είχαν σκο­τώ­σει οι Γερμανοί.
Σκό­τω­σαν πάλι τον Φού­τσικ, στην Ελλά­δα του Δεκέμβρη.
Σκό­τω­σαν πάλι τον Βύρω­να που ‘χε πεθά­νει για την Ελλάδα.
Σκό­τω­σαν πάλι τον Περί.
Σκό­τω­σαν πάλι τον Πέτρο.
Σκό­τω­σαν πάλι τη Ζόγια.
Σκό­τω­σαν πάλι την Ηλέκτρα.
Σκό­τω­σαν πάλι τον Αλέκο
Σκό­τω­σαν, Τζον, τους δια­κό­σιους μας.
Σκό­τω­σαν, Τζον, όλους εκεί­νους που ‘χαν σκο­τω­θεί για το καλό του κόσμου.
Μα, Τζον, τέλος πάντων, δεν τόμαθες;
Μπο­ρεί να σκο­τω­θούν οι αγω­νι­στές της λευ­τε­ριάς του κόσμου;
Δεν τόμα­θες ακό­μη Τζον; Τα κανό­νια σας
Μόνο την ιστο­ρία σας, σκό­τω­σαν τα κανό­νια σας
στην Ελλά­δα του Δεκέμβρη.

Από τις «Γει­το­νιές του Κόσμου», του Γιάν­νη Ρίτσου

 

(Στη φωτό Αγγλοι σε επι­χεί­ρη­ση έξω από τα γρα­φεία του ΕΑΜ στην οδό Κοραή)

 

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακαβάνης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο