Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λουίς Μπουνιουέλ, ξετίναξε την αστική υποκρισία

Ο Λουίς Μπου­νιου­έλ από τους κορυ­φαί­ους δημιουρ­γούς της 7ης Τέχνης στον 20ό αιώ­να. Είναι ο πατέ­ρας του σου­ρε­α­λι­στι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, αλλά δεν έχει μεί­νει στην ιστο­ρία μόνο γι’ αυτό ή για­τί ήταν ένας εμπνευ­σμέ­νος δημιουρ­γός, ένας από αυτούς που επη­ρέ­α­σαν όσο λίγοι το παγκό­σμιο σινε­μά. Ο Λουίς Μπου­νιου­έλ κατέ­κτη­σε ένα τερά­στιο κεφά­λαιο της ιστο­ρί­ας τού κινη­μα­το­γρά­φου κυρί­ως για­τί έχει ταυ­τι­στεί με ιδέ­ες που πάντα θα αγγί­ζουν τους ανθρώ­πους ακό­μη και αυτούς που είχαν δια­φο­ρε­τι­κές αντι­λή­ψεις απ’ αυτόν. Ήταν ένας αμφι­σβη­τί­ας, αιρε­τι­κός, αναρ­χι­κός, απέ­να­ντι σε κάθε εξου­σία ‑εκκλη­σια­στι­κή, πολι­τι­κή, οικο­νο­μι­κή. Απε­χθα­νό­ταν την υπο­κρι­σία της αστι­κής τάξης και της θρη­σκευ­τι­κής εξου­σί­ας, δυο θέμα­τα που βρί­σκου­με σχε­δόν πάντα στις ται­νί­ες του. Ένα άλλο χαρα­κτη­ρι­στι­κό ήταν το ανα­τρε­πτι­κά δια­πε­ρα­στι­κό χιού­μορ του, το οποίο θα δημιουρ­γή­σει σχο­λή στο σινεμά.

Σήμε­ρα,  η νεό­τε­ρη γενιά δυστυ­χώς ή τον αγνο­εί ή τον θεω­ρεί ένα κινη­μα­το­γρα­φι­στή που ναι μεν είχε σπου­δαί­ες ιδέ­ες, αλλά το έργο του είναι πλέ­ον ξεπε­ρα­σμέ­νο. Η διά­χυ­ση του φαι­νό­με­νου της ανώ­δυ­νης δια­σκέ­δα­σης, η δια­φή­μι­ση στα όρια της πλύ­σης εγκε­φά­λου, με την ανά­δει­ξη των μέτριων ως κάτι το σημα­ντι­κό, η τακτι­κή της απο­σιώ­πη­σης όλων αυτών που χάρα­ξαν βαθιά με το ταλέ­ντο και τις ανα­ζη­τή­σεις τους την τέχνη, έχουν απο­μα­κρύ­νει το κοι­νό, ακό­μη και αυτό που αγα­πά το σινε­μά, από τον Μπου­νιου­έλ. Λες και η τέχνη έχει ημε­ρο­μη­νία λήξε­ως, όπως τα… γιαούρτια.

Από τον Μεσαίωνα στη “Χρυσή Εποχή”

Ο Μπου­νιου­έλ γεν­νή­θη­κε στις 22 Φεβρουα­ρί­ου του 1900 στην Καλά­ντα της Αρα­γω­νί­ας, στην Ισπα­νία, από εύπο­ρους γονείς. Μεγά­λω­σε σε μια μικρή κλει­στή επαρ­χια­κή κοι­νω­νία, παρα­δο­σια­κή και θρη­σκό­λη­πτη, “μεσαιω­νι­κή” όπως τη χαρα­κτή­ρι­ζε ο ίδιος, ενώ ήταν μαθη­τής σε αυστη­ρό καθο­λι­κό σχο­λείο. Ανή­συ­χο πνεύ­μα, γρή­γο­ρα επα­να­στά­τη­σε σε όλα αυτά και εντά­χθη­κε στο σου­ρε­α­λι­στι­κό κίνη­μα της επο­χής. Όπως έλε­γε «ευτυ­χώς, κάπου ανά­με­σα στο τυχαίο και το μυστη­ριώ­δες βρί­σκε­ται η φαντα­σία, το μόνο πράγ­μα που προ­στα­τεύ­ει την ελευ­θε­ρία μας, παρά το γεγο­νός ότι οι άνθρω­ποι προ­σπα­θούν συνέ­χεια να την περιο­ρί­σουν ή να την αφα­νί­σουν ολοσχερώς».

Αργό­τε­ρα θα σπου­δά­σει φιλο­σο­φία στο πανε­πι­στή­μιο της Μαδρί­της. Εκεί θα γνω­ρι­στεί με τον Ντα­λί και τον Λόρ­κα. Το 1929 σε συνερ­γα­σία με τον Σαλ­βα­τόρ Ντα­λί, θα γυρί­σει την ται­νία “Ενας Ανδα­λου­σια­νός σκύ­λος”, το πρώ­το υπερ­ρε­α­λι­στι­κό φιλμ και αμέ­σως μετά, το 1930, τη σοκα­ρι­στι­κή, για την επο­χή της, ται­νία “Η Χρυ­σή Επο­χή”, σκαν­δα­λί­ζο­ντας την συντη­ρη­τι­κή κοι­νω­νία και την αστι­κή τάξη. Ένα φιλμ που πολε­μή­θη­κε από τον Τύπο και τελι­κά την απα­γό­ρευ­σε η αστυ­νο­μία για 50 χρόνια!

Το 1932 θα επι­στρέ­ψει στην Ισπα­νία και θα γυρί­σει το ντο­κι­μα­ντέρ “Γη χωρίς ψωμί”. Το τέλος του ισπα­νι­κού εμφυ­λί­ου τον βρί­σκει στην Αμε­ρι­κή να παλεύ­ει για την επι­βί­ω­σή του. Από το 1947, εγκα­τα­στά­θη­κε στο Μεξι­κό και πήρε τη μεξι­κα­νι­κή υπη­κο­ό­τη­τα. Τότε αρχί­ζει και η μεξι­κα­νι­κή περί­ο­δος της δημιουρ­γί­ας του Μπου­νιου­έλ . Θα γυρί­σει πολ­λές ται­νί­ες, μετα­ξύ των οποί­ων τη “Σου­ζά­να τη διε­φθαρ­μέ­νη”, “Ελ” και την “Εγκλη­μα­τι­κή ζωή του Αρτσι­μπάλ­ντο ντε λα Κρουζ”.

Το 1961 μετά από πολ­λά χρό­νια θα γυρί­σει την πρώ­τη του ται­νία στην Ισπα­νία, τη “Βιρι­διά­να”. Από εκεί και πέρα θα εργα­στεί κυρί­ως στη Γαλ­λία, σκη­νο­θε­τώ­ντας τα πιο ώρι­μα έργα του, όπως το “Ημε­ρο­λό­γιο μιας καμα­ριέ­ρας”, την “Τρι­στά­να”, την “Ωραία της ημέ­ρας”, την “Κρυ­φή γοη­τεία της μπουρ­ζουα­ζί­ας”, το “Φάντα­σμα της ελευ­θε­ρί­ας” και το “Σκο­τει­νό αντι­κεί­με­νο του πόθου”. Θα επι­στρέ­ψει στο Μεξι­κό, όπου θα ζήσει μέχρι το θάνα­τό του.

Αθε­ος και αντι — κλη­ρι­κός, στις ται­νί­ες του καυ­τη­ρί­α­σε την υπο­κρι­σία της αστι­κής τάξης, δίνο­ντας μεγά­λη έμφα­ση στη δύνα­μη της φαντα­σί­ας. Η φαντα­σία, όπως σημειώ­νει ο ίδιος στο βιβλίο του “Η τελευ­ταία πνοή”, είναι το “κυριό­τε­ρό μας προ­νό­μιο. Ανε­ξή­γη­τη όπως το τυχαίο που την προκαλεί”.

Πηγές: ΑΠΕ / Ριζοσπάστης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο