Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λούης Τίκας, ο Έλληνας άξιος γιος της εργατικής τάξης των ΗΠΑ

Ο Λούης Τίκας δεύτερος από δεξιά.

Ο Λού­ης Τίκας δεύ­τε­ρος από δεξιά.

101 χρό­νια από τη «Σφα­γή του Λάντλο­ου» (20 Απρί­λη 1914)

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Όταν το 1906 ο νεα­ρός Ηλί­ας Σπα­ντι­δά­κης απο­βι­βα­ζό­ταν στο «Έλις Άιλαντ» της Νέας Υόρ­κης δεν μπο­ρού­σε να φαντα­στεί ότι μια από τις ηρω­ι­κό­τε­ρες σελί­δες του αμε­ρι­κα­νι­κού και παγκό­σμιου εργα­τι­κού κινή­μα­τος θα γρα­φό­ταν και με το δικό του αίμα. Όπως χιλιά­δες άλλοι συνο­μή­λι­κοί του απ’ όλη την Ελλά­δα, εγκα­τέ­λει­ψε το Ρέθυ­μνο με προ­ο­ρι­σμό την αμε­ρι­κα­νι­κή «γη της επαγ­γε­λί­ας», για να βρει την «τύχη» του στα ανθρα­κω­ρυ­χεία ή στις φάμπρι­κες. Εκεί όπου, ως Λού­ης Τίκας, θα γινό­ταν ο ήρω­ας της εργα­τι­κής τάξης της πολι­τεί­ας του Κολο­ρά­ντο και σύμ­βο­λο των εργα­τι­κών αγώ­νων στις ΗΠΑ.

Ηλίας Σπαντιδάκης (Λούης Τίκας), 1886-1914

Ηλί­ας Σπα­ντι­δά­κης (Λού­ης Τίκας), 1884–1914

Το όνο­μα του Λούη Τίκα συν­δέ­θη­κε με τον ηρω­ι­σμό και την τρα­γι­κή κατά­λη­ξη της μεγά­λης απερ­γί­ας των ανθρα­κω­ρύ­χων στα ορυ­χεία της εται­ρεί­ας CFI (ιδιο­κτη­σί­ας Ροκ­φέ­λερ) στο Λάντλο­ου του νότιου Κολο­ρά­ντο, που έμει­νε στην ιστο­ρία ως η «Σφα­γή του Λάντλο­ου». Εκεί, μέσα σε άθλιες συν­θή­κες που γεν­νού­σε η απάν­θρω­πη κατα­πί­ε­ση, τον Σεπτέμ­βρη του 1913 ξεση­κώ­θη­καν δώδε­κα χιλιά­δες ανθρα­κω­ρύ­χοι (ανά­με­σά τους και περί­που οχτα­κό­σιοι Έλλη­νες) διεκ­δι­κώ­ντας μια σει­ρά από αιτή­μα­τα όπως η καθιέ­ρω­ση του οκτά­ω­ρου, αύξη­ση στο μερο­κά­μα­το, ανα­γνώ­ρι­ση των συν­δι­κα­λι­στι­κών τους δικαιω­μά­των και άλλων ελευ­θε­ριών που η εργο­δο­σία κατα­πα­τού­σε κάνο­ντας τη ζωή των εργα­τών και των οικο­γε­νειών τους κανο­νι­κή κόλαση.

Μερι­κά μόνο στοι­χεία ενδει­κτι­κά των συν­θη­κών που βίω­ναν οι εργά­τες των ορυ­χεί­ων του Κολο­ρά­ντο και οι οικο­γέ­νειές τους: Ζού­σαν περιο­ρι­σμέ­νοι σε άθλιους καταυ­λι­σμούς γύρω από τα ορυ­χεία, που φρου­ρού­σαν οπλι­σμέ­νοι μπρά­βοι της εργο­δο­σί­ας, χωρίς να έχουν δικαί­ω­μα μετα­κί­νη­σης αλλού εκτός από τις στο­ές των ορυ­χεί­ων τις ώρες δου­λειάς. Οι συν­θή­κες κάτω από τις οποί­ες δού­λευαν χαρα­κτη­ρί­ζο­νταν από την πλή­ρη απου­σία μέτρων ασφά­λειας. Ακό­μα και τα εργα­λεία της δου­λειάς δεν τα χορη­γού­σε η εργο­δο­σία, αντί­θε­τα οι εργά­τες ήταν ανα­γκα­σμέ­νοι να τα αγο­ρά­ζουν με δικά τους έξο­δα, από συγκε­κρι­μέ­να μαγα­ζιά της περιο­χής, ιδιο­κτη­σί­ας ―και αυτά― της εργο­δο­σί­ας! Όσο για την υγιει­νή, τα ποσο­στά θνη­σι­μό­τη­τας των εργα­τών στην περιο­χή έφτα­ναν μέχρι και στο διπλά­σιο του μέσου όρου στις ΗΠΑ…

Οικογένεια ανθρακωρύχων του Λάντλοου

Οικο­γέ­νειες ανθρα­κω­ρύ­χων του Λάντλοου

Μέσα σε αυτές τις συν­θή­κες η Ένω­ση Ανθρα­κω­ρύ­χων Αμε­ρι­κής έπρε­πε να δώσει μάχη με την εργο­δο­τι­κή τρο­μο­κρα­τία, τη διαί­ρε­ση των εργα­τών (πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές εθνι­κό­τη­τες και γλώσ­σες) και τον χαφιε­δι­σμό που έκα­ναν ακό­μα πιο δύσκο­λη την ήδη απα­γο­ρευ­μέ­νη συν­δι­κα­λι­στι­κή δρά­ση και να οργα­νώ­σει τη συλ­λο­γι­κή δρά­ση των χιλιά­δων εργατών.

Ο Λού­ης Τίκας από τη Νέα Υόρ­κη βρέ­θη­κε στο Κολο­ρά­ντο και αρχι­κά δού­λε­ψε στη χαλυ­βουρ­γία. Στη συνέ­χεια πήρε την αμε­ρι­κα­νι­κή υπη­κο­ό­τη­τα και άνοι­ξε για ένα διά­στη­μα καφε­νείο σε μια εργα­το­γει­το­νιά του Ντέν­βερ. Εκεί ήρθε σε επα­φή με τον συν­δι­κα­λι­σμό και έγι­νε μέλος του τοπι­κού συν­δι­κά­του των Βιο­μη­χα­νι­κών Εργα­τών του Κόσμου. Αργό­τε­ρα πηγαί­νει να δου­λέ­ψει στα ορυ­χεία, και το 1912 βρί­σκε­ται επι­κε­φα­λής των εργα­τών σε τοπι­κή απεργία.

Μετά τη σφαγή…

Μετά τη σφαγή…

Όταν έναν χρό­νο μετά (Σεπτέμ­βρης του 1913) ξεκί­νη­σε η απερ­γία των ανθρα­κω­ρύ­χων στο Λάντλο­ου ο Τίκας ήταν ήδη γνω­στός ―στους εργά­τες αλλά και στην εργο­δο­σία― για τη συν­δι­κα­λι­στι­κή του δρά­ση ως στέ­λε­χος της Ένω­σης Ανθρακωρύχων.

Καθώς οι μήνες περ­νού­σαν και τα ορυ­χεία του Λάντλο­ου παρέ­με­ναν κλει­στά, η εργο­δο­σία χρη­σι­μο­ποιού­σε όλα τα μέσα που διέ­θε­τε για να σπά­σει την απερ­γία. Οι εργά­τες προ­σπα­θώ­ντας να περι­φρου­ρή­σουν την απερ­γία τους από τους απερ­γο­σπά­στες που μετέ­φε­ραν τα αυτο­κί­νη­τα της εργο­δο­σί­ας, με την καθο­δή­γη­ση της Ένω­σης εγκα­τέ­λει­ψαν τους καταυ­λι­σμούς τους και έστη­σαν σκη­νές δίπλα στα ορυχεία.

Τα ονόματα των θυμάτων, με πρώτο το όνομα του Λούη Τίκα

Τα ονό­μα­τα των θυμά­των, με πρώ­το το όνο­μα του Λούη Τίκα

Ο ιδιο­κτή­της των ορυ­χεί­ων, Ροκ­φέ­λερ, βλέ­πο­ντας τις στο­ές άδειες από εργά­τες και τα κέρ­δη του να μην αυξά­νο­νται όπλι­σε τους μπρά­βους του και νοί­κια­σε ιδιω­τι­κό «στρα­τό» από εται­ρεί­ες που ειδι­κεύ­ο­νταν (!) στην κατα­στο­λή των απερ­γιών. Η σύνα­ξη των οπλι­σμέ­νων απο­βρα­σμά­των ενι­σχύ­θη­κε από την Εθνο­φρου­ρά του Κολο­ρά­ντο και με επι­θέ­σεις και προ­βο­κά­τσιες άρχι­σαν τις επι­χει­ρή­σεις τρο­μο­κρά­τη­σης των απερ­γών. Οι απερ­γοί δεν υπο­κύ­πτουν στην τρο­μο­κρα­τία και στις προ­βο­κά­τσιες και η εργο­δο­σία έχο­ντας την πλή­ρη κάλυ­ψη των τοπι­κών αρχών απο­φα­σί­ζει να χτυ­πή­σει τους καταυ­λι­σμούς τους με βαριά όπλα, πολυ­βό­λα, ακό­μα και με τεθω­ρα­κι­σμέ­νο όχη­μα που έφτα­σε στην περιο­χή για το σκο­πό αυτό.

Το ξημέ­ρω­μα της 20 Απρί­λη του 1914, την επό­με­νη του ελλη­νι­κού Πάσχα που γιορ­τά­στη­κε με γλέ­ντι από όλους τους εργά­τες, ανε­ξαρ­τή­τως εθνι­κο­τή­των και θρη­σκειών, οι δυνά­μεις της εργο­δο­σί­ας περι­κυ­κλώ­νουν τους καταυ­λι­σμούς και απαι­τούν από τον ηγέ­τη των απερ­γών Λούη Τίκα να τους παρα­δώ­σει συγκε­κρι­μέ­νους συν­δι­κα­λι­στές. Ο Τίκας τους ζητά­ει ένταλ­μα σύλ­λη­ψης και αρνεί­ται να παρα­δώ­σει τους συνα­δέλ­φους του. Ξεκι­νά­ει ανταλ­λα­γή πυρο­βο­λι­σμών (στο μετα­ξύ είχαν εξα­σφα­λί­σει μερι­κά του­φέ­κια και οι απερ­γοί) που εξε­λίσ­σε­ται σε κανο­νι­κή ―πλην άνι­ση― μάχη.

Πλήθος κόσμου στις κηδείες των θυμάτων

Πλή­θος κόσμου στις κηδεί­ες των θυμάτων

Οι ανθρα­κω­ρύ­χοι σκά­βουν λάκ­κους κάτω από τις σκη­νές τους για να προ­φυ­λά­ξουν τις οικο­γέ­νειές τους από τα πυρά. Τη νύχτα οι δυνά­μεις της εργο­δο­σί­ας εισβάλ­λουν σε έναν καταυ­λι­σμό, βάζουν φωτιά και σκο­τώ­νουν γυναί­κες και μικρά παι­διά, ενώ ο Λού­ης Τίκας συλ­λαμ­βά­νε­ται και δολο­φο­νεί­ται άναν­δρα από τον επι­κε­φα­λής του στρα­τού της εργο­δο­σί­ας. Η σορός του παρα­μέ­νει άτα­φη για μέρες, εκτε­θει­μέ­νη στην κοι­νή θέα για εκφο­βι­σμό των εργατών.

Οι δρα­μα­τι­κές εξε­λί­ξεις στο Λάντλο­ου πυρο­δο­τούν εργα­τι­κό ξεση­κω­μό, απερ­γί­ες και εργα­τι­κές κατα­λή­ψεις αλλη­λεγ­γύ­ης σε ολό­κλη­ρη την επι­κρά­τεια των ΗΠΑ. Οι κηδεί­ες των θυμά­των της σφα­γής του Λάντλο­ου γίνο­νται μέσα σε κλί­μα βαθιάς θλί­ψης και οργής. Οι εργά­τες νικη­μέ­νοι από τα πολυ­βό­λα των αφε­ντι­κών γυρί­ζουν στις στο­ές με το κεφά­λι ψηλά. Ξέρουν όμως, όπως καλά το γνω­ρί­ζει και η εργο­δο­σία, ότι τίπο­τα πια δεν θα είναι όπως πριν.

Προτομή του Λούη Τίκα στην ιδιαίτερη πατρίδα του

Προ­το­μή του Λούη Τίκα στην ιδιαί­τε­ρη πατρί­δα του

Η σφα­γή του Λάντλο­ου λει­τούρ­γη­σε σαν ένας δυνα­τός προ­βο­λέ­ας που φώτι­σε και τις πιο σκο­τει­νές πλευ­ρές της κατα­πί­ε­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, ανέ­δει­ξε τα εγκλή­μα­τα που είναι δια­τε­θει­μέ­νη να πρά­ξει η τάξη των αφε­ντι­κών προ­κει­μέ­νου να δια­σφα­λί­σει τα συμ­φέ­ρο­ντά της, και απο­κά­λυ­ψε τον ρόλο των μηχα­νι­σμών του κρά­τους στην υπε­ρά­σπι­ση αυτών των συμ­φε­ρό­ντων. Παράλ­λη­λα έδει­ξε στους προ­λε­τά­ριους των ΗΠΑ και όλου του κόσμου ότι ο δρό­μος για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­σή τους είναι μονό­δρο­μος και περ­νά­ει από τη σύγκρου­ση με την αιτία της εκμε­τάλ­λευ­σής τους, την οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή εξου­σία των αφε­ντι­κών-εκμε­ταλ­λευ­τών τους.

Το μνημείο της Ένωσης Ανθρακωρύχων για τα θύματα της σφαγής, με το άγαλμα του Λούη Τίκα

Το μνη­μείο της Ένω­σης Ανθρα­κω­ρύ­χων για τα θύμα­τα της σφα­γής, με το άγαλ­μα του Λούη Τίκα

Τέσ­σε­ρα χρό­νια αργό­τε­ρα στή­θη­κε στο Λάντλο­ου από την Ένω­ση Ανθρα­κω­ρύ­χων ένα μνη­μείο με τα ονό­μα­τα όσων έχα­σαν τη ζωή τους κατά τη διάρ­κεια της απερ­γί­ας, για να απο­τί­ουν οι επό­με­νες γενιές τιμή στη μνή­μη τους. Οι νεκροί από τα βόλια της εργο­δο­σί­ας και ο Έλλη­νας πρω­τερ­γά­της της ηρω­ι­κής απερ­γί­ας του Λάντλο­ου πέρα­σαν στο πάν­θε­ον των ηρώ­ων του παγκό­σμιου εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Η ανυ­πο­χώ­ρη­τη και περή­φα­νη στά­ση τους συνε­χί­ζει να εμπνέ­ει τους εργά­τες που αγω­νί­ζο­νται για τα δικαιώ­μα­τά τους σε όλα τα μήκη και πλά­τη τη γης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο