Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λόρδος Μπάιρον, ένας επαναστάτης αριστοκράτης

BYRON2

«Κλαί­γε, κλαί­γε, Ελευθεριά»
Βιβλίο ανα­φο­ράς: Λόρ­δος Μπάι­ρον, Η ζωή, το έργο και η επα­να­στα­τι­κή του δρά­ση, Αλέ­κος Κου­τσού­κα­λης, Εκδό­σεις «Ιωλ­κός».

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Λευ­τε­ριά για λίγο πάψε
Να χτυ­πάς με το σπαθί.
Τώρα σίμω­σε και κλάψε
Εις του Μπάι­ρον το κορμί.

Άκου Μπάι­ρον, πόσον θρήνον
κάνει, ενώ σε χαιρετά
η Πατρί­δα των Ελλήνων
κλαί­γε, κλαί­γε, Ελευθεριά».

Οι παρα­πά­νω στί­χοι είναι του Διο­νύ­σιου Σολω­μού στην Ωδή «Εις τον θάνα­τον του Λόρ­δου Μπάι­ρον» του πρω­το­πό­ρου Άγγλου λόρ­δου στο­χα­στή, του μεγά­λου ποι­η­τή, του κοι­νω­νι­κού επα­να­στά­τη. Γενι­κά οι Έλλη­νες ιστο­ρι­κοί, κρι­τι­κοί, κοι­νω­νιο­λό­γοι και στο­χα­στές δεν ασχο­λή­θη­καν διε­ξο­δι­κά και σοβα­ρά με το δημιουρ­γι­κό έργο του Μπάι­ρον παρά περιο­ρί­στη­καν κυρί­ως στο να υμνή­σουν το φιλελ­λη­νι­σμό και τη θυσία του για τη λευ­τε­ριά της Ελλά­δας, θα πει ο ιστο­ρι­κός και διδά­κτο­ρας της φιλο­σο­φί­ας Αλέ­κος Κου­τσού­κα­λης στο ως άνω βιβλίο του. Ο Μαξίμ Γκόρ­κι έγρα­φε ότι «ο Μπάι­ρον ήταν απο­φα­σι­στι­κός αντί­πα­λος κάθε χαμέρ­πειας, υπο­κρι­σί­ας και σκο­τα­δι­σμού, […], ο μεγα­λό­πνο­ος ποι­η­τής που αφιέ­ρω­σε όλες τις δυνά­μεις του για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της ανθρω­πό­τη­τας από τους βασι­λιά­δες και τους τυράν­νους, ένας από τους προ­ο­δευ­τι­κό­τε­ρους ανθρώ­πους της επο­χής του, θερ­μός και αγέ­ρω­χος αγω­νι­στής της λευ­τε­ριάς και της ανε­ξαρ­τη­σί­ας των λαών» (σελ. 11 της Εισα­γω­γής). Και ο Φ. Ένγκελς σημειώ­νει: «Ο Σέλ­λεϋ, ο μεγα­λο­φυ­ής προ­φή­της Σέλ­λεϋ, και ο Μπάι­ρον με όλο το πάθος τους και την καυ­στι­κή τους σάτι­ρα για τη σύγ­χρο­νή τους κοι­νω­νί­ας, είχαν τους περισ­σό­τε­ρους ανα­γνώ­στες ανά­με­σα στους εργά­τες. Οι αστοί κρα­τούν για τον εαυ­τό τους μόνο τις λεγό­με­νες «οικο­γε­νεια­κές εκδό­σεις», ευνου­χι­σμέ­νες και προ­σαρ­μο­σμέ­νες στη σύγ­χρο­νη υπο­κρι­τι­κή ηθι­κή» (στην ίδια σελίδα).

Ο Πανα­γιώ­της Κανελ­λό­που­λος γρά­φει: «Δεν υπάρ­χει άλλος ποι­η­τής, που να εσή­μα­νε στην επο­χή του, σε ολό­κλη­ρη την Ευρώ­πη, ό, τι εσή­μα­νε ο Μπάι­ρον. Και δεν υπάρ­χει άλλος, που νάγι­νε, όπως έγι­νε ο Μπάι­ρον, εθνι­κός ήρω­ας μιας άλλης χώρας, όχι της δικής του. Και λατρεύ­ε­ται, έως τα σήμε­ρα, σαν εθνι­κός ήρω­ας των Ελλή­νων. Ο Μπάι­ρον είναι ένα μονα­δι­κό φαι­νό­με­νο στην ιστο­ρία του ευρω­παϊ­κού πνεύ­μα­τος, στην ευρω­παϊ­κή – ή και την παγκό­σμια – ιστο­ρία γενι­κά» (σελ. 350/351 Κου­τσού­κα­λη, από το «Λόρ­δος Βύρων» του Π. Κανελ­λό­που­λου, σελ. 515). Βέβαια, αυτά τα λόγια γρά­φτη­καν αρκε­τό και­ρό πριν και στο μετα­ξύ η επέ­τειος έχει ξεγυ­μνω­θεί από τα ιστο­ρι­κά της πλαί­σια και μηνύματα.

Στο βιβλίο του Κου­τσού­κα­λη ανα­πτύσ­σε­ται όλο το έργο και η ζωή του Μπάι­ρον, όλο το οδοι­πο­ρι­κό του μέχρι να φτά­σει στην Ελλά­δα – για δεύ­τε­ρη φορά — στις αρχές του 1824 περ­νώ­ντας από τα νεα­νι­κά του χρό­νια στα ταξί­δια του (με ενερ­γή συμ­με­το­χή σε επα­να­στα­τι­κά, εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά κινή­μα­τα, ιδιαί­τε­ρα στην Ισπα­νία, την Ιτα­λία και έπει­τα και στην Ελλά­δα) και τη σύγκρου­σή του στην Αγγλία με το φεου­δαρ­χι­κό, αρι­στο­κρα­τι­κό και καπι­τα­λι­στι­κό περι­βάλ­λον. Μαθαί­νου­με και για τις αισθη­τι­κές του αντι­λή­ψεις μέσω εκτε­νών και ανα­λυ­τι­κών ανα­φο­ρών στα σημα­ντι­κό­τε­ρα έργα του Μπάι­ρον. Πριν έρθει στην Ελλά­δα ο Μπάι­ρον ήδη είχε ανα­πτύ­ξει μια ολό­κλη­ρη δρά­ση, ποι­η­τι­κή, δημιουρ­γι­κή, επα­να­στα­τι­κή. Από νωρίς έγι­νε ολο­φά­νε­ρο ότι τον τρα­βού­σαν οι εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κοί και λαϊ­κο­δη­μο­κρα­τι­κοί αγώ­νες των λαών και, σύμ­φω­να με το Ρώσο στο­χα­στή Α. Χέρ­τσεν, «είχε δια­βά­σει στα γρή­γο­ρα τη νεκρώ­σι­μη ακο­λου­θία ενός κόσμου που πέθαι­νε» (σελ. 60).

Πολέ­μιος κάθε υποκρισίας

Ο Μπάι­ρον ξεσκε­πά­ζο­ντας τις αξιώ­σεις της Μεγά­λης Βρε­τα­νί­ας που το «έπαι­ζε» προ­στά­τη και υπε­ρα­σπι­στή της ελευ­θε­ρί­ας των ευρω­παϊ­κών λαών, άρα και του ελλη­νι­κού και συγκρί­νο­ντας την κατά­στα­σή του μ’ αυτή του ιρλαν­δι­κού λαού, θα πει: «Πότε οι Βρε­τα­νοί θα χει­ρα­φε­τή­σουν τους Ιρλαν­δούς είλω­τες; Ο Μωά­μεθ το απα­γο­ρεύ­ει; Είμα­στε τότε ικα­νοί μου­σουλ­μά­νοι και χει­ρό­τε­ροι χριστιανοί!Τώρα εμείς συνε­νώ­νου­με τα καλύ­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα και των μεν και των δε – την ιησουι­τι­κή δυσει­δαι­μο­νία με την ανο­χή που υστε­ρεί από την τουρ­κι­κή» (σελ. 48). Ήταν πεπει­σμέ­νος ότι ένας λαός που θέλει να είναι πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ρος πρέ­πει ο ίδιος να κατα­κτή­σει τη λευ­τε­ριά του. Αλλιώς, κατά τη γνώ­μη του, θα παρα­μεί­νει είτε κάτω από την τουρ­κι­κή κυριαρ­χία ή θα την αντι­κα­τα­στή­σει με την εξάρ­τη­ση από τα ευρω­παϊ­κά κρά­τη δια­βλέ­πο­ντας σωστά τις αγγλι­κές προ­θέ­σεις και ζυγί­ζο­ντας σωστά τα ιστο­ρι­κά δεδο­μέ­να των αιώ­νων αποι­κιο­κρα­τί­ας που προη­γή­θη­καν. Ο Μπάι­ρον στην πρώ­τη επί­σκε­ψή του στην Ελλά­δα έγρα­ψε ένα σημεί­ω­μα στην Αθή­να το 1811 απα­ντώ­ντας στην κατη­γο­ρία κάποιων ξένων ότι οι Έλλη­νες είναι αχά­ρι­στοι: «Μα για το όνο­μα της Νέμε­σης! Για ποιό λόγο θάπρε­πε νάναι ευγνώ­μο­νες; Πού είναι το Ανθρώ­πι­νο ον που ευερ­γέ­τη­σε ποτέ έναν έλλη­να ή τους Έλλη­νες; Οφεί­λουν νάναι ευγνώ­μο­νες στους Τούρ­κους για τα δεσμά τους και στους Φρά­γκους, για τις υπο­σχέ­σεις που αθέ­τη­σαν και για τις όλο ψέμα­τα συμ­βου­λές τους; Οφεί­λουν νάναι ευγνώ­μο­νες στον καλ­λι­τέ­χνη που κάνει χαρα­κτι­κό έργο τα ερεί­πιά τους και στον αρχαιο­δί­φη, που τα παίρ­νει μαζί του μακριά, στον ταξι­διώ­τη που ο συνο­δός γενί­τσα­ρός του τους μαστι­γώ­νει και στον γρα­φιά που το ημε­ρο­λό­γιό του τους βρί­ζει; Αυτό είναι το άθροι­σμα των υπο­χρε­ώ­σε­ών τους προς τους ξένους;» (σελ. 49).

Πύρι­νοι λόγοι στη Βου­λή των Λόρδων

Το βιβλίο περι­λαμ­βά­νει και τρεις λόγους του Μπάι­ρον στη Βου­λή των Λόρ­δων με τους οποί­ους δεί­χνει τα ζεστά του αισθή­μα­τα για την εργα­τι­κή τάξη της Αγγλί­ας για την οποία η τεχνο­λο­γι­κή ανά­πτυ­ξη έφε­ρε σοβα­ρές συνέ­πειες και γι αυτό στρά­φη­καν ενά­ντια στα μηχα­νή­μα­τα (το κίνη­μα των Λουδ­δι­στών). Το 1870 έγι­νε στο Λον­δί­νο μια μεγά­λη εξέ­γερ­ση εργα­τών που πνί­γη­κε στο αίμα. Η όξυν­ση των ταξι­κών αγώ­νων στην ίδια την Αγγλία, απο­δυ­νά­μω­σε τη θέση της χώρας στις αποι­κί­ες και γι αυτό η αστι­κή τάξη και η αρι­στο­κρα­τία δυνά­μω­σαν την επέμ­βα­σή τους σε άλλες χώρες και έγι­ναν ιδιαί­τε­ρα βάναυ­σοι απέ­να­ντι στην ντό­πια εργα­τιά βγά­ζο­ντας ένα νόμο ενά­ντια στους Λουδ­δι­στές. Ο Μπάι­ρον θα πει στη Βου­λή των Λόρ­δων: «Σε ό,τι αφο­ρά εμέ­να θεω­ρώ ότι απέ­να­ντι στους εργά­τες έγι­νε μια κατά­φω­ρη αδι­κία. Οι εργά­τες αυτοί έπε­σαν θύμα­τα γνω­στών προ­σώ­πων που πλού­τι­σαν με τις και­νο­το­μί­ες και τους στέ­ρη­σαν την εργασία…Είναι σωστό, όμως, Μυλόρ­δε, όσο κι αν χαρή­κα­με και χαι­ρό­μα­στε από κάθε βιο­μη­χα­νι­κή βελ­τί­ω­ση, που θα είναι ευερ­γε­τι­κή για την ανθρω­πό­τη­τα, ότι μπο­ρού­με όμως να επι­τρέ­ψου­με το ανθρώ­πι­νο γένος να θυσιά­ζε­ται στις τεχνο­λο­γι­κές βελ­τιώ­σεις; Η υπο­στή­ρι­ξη της ύπαρ­ξης των εργα­ζό­με­νων φτω­χών στρω­μά­των και της ευη­με­ρί­ας τους, τους είναι πολύ σημα­ντι­κό­τε­ρη για την κοι­νω­νία, από τον πλού­το μερι­κών μονο­πω­λη­τών, που τελειο­ποιούν τα μέσα της παρα­γω­γής και αφαι­ρούν από τους εργά­τες και αυτό ακό­μα το ψωμί τους (σελ. 72). Και: «Ονο­μά­ζε­τε τους ανθρώ­πους αυτούς όχλο, απελ­πι­σμέ­νο, επι­κίν­δυ­νο και αγράμ­μα­το και μοιά­ζε­τε να σκέ­πτε­στε, ότι ο μόνος τρό­πος για να ημε­ρώ­σει το «ζώο με τις πολ­λές κεφα­λές» είναι να κρε­μά­σε­τε μερι­κές από τις κεφα­λές αυτές. […] Έχου­με τάχα συνει­δη­το­ποι­ή­σει τι οφεί­λου­με σ’ αυτόν τον όχλο; Είναι ο όχλος που δου­λεύ­ει στους αγρούς σας και υπη­ρε­τεί στα σπί­τια σας, που επαν­δρώ­νει το στό­λο σας και προ­μη­θεύ­ει άνδρες στο στρα­τό σας, που σας έκα­νε ικα­νούς ν’ αψη­φή­σε­τε ολό­κλη­ρο τον κόσμο και που μπο­ρεί, επί­σης, να αψη­φή­σει κι εσάς, όταν η παρα­μέ­λη­ση και η δυστυ­χία θα τον οδη­γή­σει σε από­γνω­ση!» (σελ. 74/75).

Στα εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά κινήματα

Ο Μπάι­ρον είχε πάθος για τα εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά κινή­μα­τα που στην επο­χή του ανα­πτύσ­σο­νταν στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή, στην Ισπα­νία, την Ιτα­λία και την Ελλά­δα. Στη Βενε­τία της Ιτα­λί­ας είχε έρθει σε άμε­ση επα­φή με τους ηγέ­τες του κινή­μα­τος αυτού και μάλι­στα έγι­νε ο ίδιος ηγέ­της της τοπι­κής οργά­νω­σης των Καρ­μπο­νά­ρων. Μετά τη συντρι­βή αυτού του κινή­μα­τος έψα­ξε αλλού να δρά­σει επα­να­στα­τι­κά και φτά­νει στις 5 Ιανουα­ρί­ου του 1824 στο Μεσο­λόγ­γι από την Κεφα­λο­νιά. Πήγε εκεί ως εκπρό­σω­πος της «Ελλη­νι­κής Επι­τρο­πής του Λον­δί­νου» για την ενί­σχυ­ση του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να του ελλη­νι­κού λαού. Μπρο­στά στον κόλ­πο του Αστα­κού, στο Δρα­γο­μέ­στι, θα γρά­ψει το «Τρα­γού­δι για τους Σου­λιώ­τες». Η πρώ­τη στρο­φή έχει ως εξής:

«Στη μάχη ορμή­στε! Γεν­ναί­οι Σουλιώτες,
Εμπρός, στο καθή­κον όλ’ οι πατριώτες!
Εκεί ‘ ναι τα τεί­χη, εκει­πέ­ρα η Τάφρος:
Αέρα! Σου­λιώ­τες! Του Τούρ­κου ο τάφος!
Των λαφύ­ρων το πλή­θος και το κάλ­λος προτρέπει,
Ορμή­στε παι­διά μου εκεί όπου πρέπει».

Ανή­συ­χος για τις διχό­νοιες που δια­πι­στώ­νει, φοβά­ται και στην Ελλά­δα την τύχη των Καρ­μπο­νά­ρων της Ιτα­λί­ας και προει­δο­ποιεί σε επι­στο­λές του προς τις επα­να­στα­τι­κές αρχές, ότι η Ελλά­δα έχει τρεις επι­λο­γές: να ανα­κτή­σει την ελευ­θε­ρία της ή να γίνει υπο­τε­λής των κυρί­αρ­χων Ευρω­παί­ων ή να ξαν­γί­νει τούρ­κι­κη επαρ­χία. Και ο εμφύ­λιος πόλε­μος οδη­γεί στις δύο τελευ­ταί­ες. Ο Μπάι­ρον πεθαί­νει στις 19 του Απρί­λη του 1824 στην αγα­πη­μέ­νη του Ελλά­δα σε ηλι­κία μόλις 37 ετών. «Μόνο η επα­νά­στα­ση είναι σε θέση να σώσει τον κόσμο από την κόλα­ση της αισχρό­τη­τας και της απαν­θρω­πιάς», έλε­γε αφή­νο­ντας τα βαθιά ίχνη του στο ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι και σύμ­φω­να με τα λόγια του Αλέ­κου Κου­τσού­κα­λη «με την ποί­η­σή του ανέ­βη­κε στις υψη­λές κορυ­φές του παγκό­σμιου Παρ­νασ­σού και με τη θυσία του στο Πάν­θε­ον των Ηρώ­ων του Ελλη­νι­κού Λαού» (σελ. 365).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο