Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λόρδος Μπάιρον: Ο κοινός τυχοδιώκτης που ονομάστηκε φιλέλληνας

Γρά­φει ο Σωτή­ρης Ζιώ­μας //

«Οι ιστο­ρι­κοί», είχε πει κάπο­τε ο Βρε­τα­νός μαρ­ξι­στής ιστο­ρι­κός και συγ­γρα­φέ­ας, Έρικ Χομπ­σμπά­ουμ, «είναι για τον εθνι­κι­σμό ό,τι οι καλ­λιερ­γη­τές παπα­ρού­νας για τους ηρω­ι­νο­μα­νείς: προ­μη­θεύ­ουν τη βασι­κή πρώ­τη ύλη για την αγο­ρά».

Η ρήση αυτή του σπου­δαί­ου δια­νο­ού­με­νου που έμει­νε στην ιστο­ρία για την εισα­γω­γή της έννοιας της «επι­νοη­μέ­νης παρά­δο­σης» και το ρόλο της στη δημιουρ­γία των σύγ­χρο­νων εθνών, απο­τυ­πώ­νει με τον πιο ανά­γλυ­φο τρό­πο την εμμο­νή της επί­ση­μης ελλη­νι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας να πλα­στο­γρα­φεί την αλή­θεια προς εξυ­πη­ρέ­τη­ση πολι­τι­κών, θρη­σκευ­τι­κών ή και άλλων συμ­φε­ρό­ντων. Από το μύθο της ύψω­σης του λαβά­ρου της Επα­νά­στα­σης στην Αγία Λαύ­ρα μέχρι το μύθο του Κρυ­φού Σχο­λειού, η ιστο­ρία έχει κατα­δεί­ξει σε όλους τους κύκλους ότι, σε αντί­θε­ση με ό,τι διδα­σκό­μα­στε στα σχο­λεία στη λεγό­με­νη «επί­ση­μη ανά­γνω­ση», δεν απο­τε­λεί «θέσφα­το» αλλά εξε­λίσ­σε­ται στα νέα δεδο­μέ­να που προ­κύ­πτουν από την επι­στη­μο­νι­κή έρευνα.

Ένα ακό­μη παρά­δειγ­μα εθνι­κής και κρα­τι­κής προ­πα­γάν­δας, το οποίο ελά­χι­στοι ιστο­ριο­δί­φες ανέ­δει­ξαν με την ενδε­λε­χή ιστο­ρι­κή τους έρευ­να, είναι και ο ξενό­φερ­τος μύθος του «φιλέλ­λη­να» λόρ­δου Μπάι­ρον. Ένας μύθος που γρά­φτη­κε κατά τη διάρ­κεια της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης και μετά την εθνι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση από ξένους αλλά και την εγχώ­ρια ηγε­τι­κή τάξη. Μια συρ­ροή ψευ­δών και πολι­τι­κών σκο­πι­μο­τή­των που εντά­χθη­καν στην ιστο­ριο­γρα­φία, την εθνι­κή παι­δεία και τη λαϊ­κή συνείδηση.

Ο λεγό­με­νος φιλελ­λη­νι­σμός του Μπάι­ρον και των λοι­πών «φιλελ­λή­νων» δεν απο­τε­λού­σε παρά εκδή­λω­ση δια­μαρ­τυ­ρί­ας των λαών για τα δικά τους δει­νά· μια έμμε­ση πολι­τι­κή κατά της απο­λυ­ταρ­χί­ας. Ήταν η αφορ­μή για αφύ­πνι­ση εγγε­νών φιλε­λεύ­θε­ρων ιδε­ο­λο­γη­μά­των που ενι­σχύ­ο­νταν από ιστο­ρι­κούς συνειρ­μούς. Το «φιλελ­λη­νι­κό κίνη­μα» δεν ωφέ­λη­σε τον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να των Ελλή­νων για τον απλού­στα­το λόγο ότι ήταν διά­τρη­το, κατευ­θυ­νό­με­νο και παγι­δευ­μέ­νο από ξένα κέντρα εξου­σιών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «φιλελ­λη­νι­σμός» έσβη­σε μετά το 1828 και εξα­φα­νί­στη­κε ολό­τε­λα μετά το 1830. Ο ενθου­σια­σμός και η συγκί­νη­ση των λαών ως προς τον ελλη­νι­κό ξεση­κω­μό δεν αφο­ρού­σε λοι­πόν τους Έλλη­νες αυτούς καθαυ­τούς αλλά την επα­νά­στα­ση ενά­ντια στον Οθω­μα­νό τύραννο.

Η Ελλά­δα τίμη­σε τον Μπάι­ρον με την αιώ­νια ευγνω­μο­σύ­νη της. Το όνο­μά του έχει δοθεί σε πλα­τεί­ες, δρό­μους, και ένα δήμο της Αθή­νας ενώ στο Ζάπ­πειο, στο σημείο όπου η Λεω­φό­ρος Αμα­λί­ας συνα­ντά τη Λεω­φό­ρο Όλγας, δεσπό­ζει ένα από τα ωραιό­τε­ρα αγάλ­μα­τα που τον ανα­πα­ρι­στά στα γόνα­τα της Ελλά­δας με την επι­γρα­φή «Η Ελλάς (στέ­φει) τον Βύρω­να». Την ανύ­παρ­κτη φιλελ­λη­νι­κή του δρά­ση δε, τη διδα­σκό­μα­στε πολύ νωρίς από την πρώ­τη Δημοτικού.

«Η Ελλάς (στέ­φει) τον Βύρω­να»: Ένα από τα ωραιό­τε­ρα αγάλ­μα­τα στην Αθή­να που ανα­πα­ρι­στά τον λόρ­δο Βύρω­να στα γόνα­τα της Ελλά­δας (1896, Henri Michel Antoine Chapu, Jean Alexandre Joseph Falquiere, Λάζα­ρος Σώχος)

Στον επι­κή­δειο που εκφώ­νη­σε ο αφο­σιω­μέ­νος στους Άγγλους πρω­θυ­πουρ­γός, Σπυ­ρί­δων Τρι­κού­πης, είχε ανα­φέ­ρει, μετα­ξύ άλλων, για το νεκρό ποιητή:

«Άφη­σεν όλαις τις πνευ­μα­τι­καίς και σωμα­τι­κές από­λαυ­σαις της Ευρώ­πης και ήρθε να κακο­πα­θή­σει και να ταλαι­πω­ρη­θή μαζί μας, συνα­γω­νι­ζό­με­νος όχι μόνο με τον πλού­τον του τον οποί­ον δεν ελυ­πή­θη­κεν, όχι μόνον με την γνώ­σιν του, της οποί­ας μας έδω­σε τόσα σωτη­ριώ­δη σημεία, αλλά και με το σπα­θί του ακο­νι­σμέ­νον ενα­ντί­ον της τυραν­νί­ας και της βαρ­βα­ρό­τη­τος· ήλθεν εις ένα λόγον, κατά την μαρ­τυ­ρί­αν των οικια­κών του, με από­φα­σιν να απο­θά­νη εις την Ελλά­δα δια την Ελλάδα…».

Ωστό­σο, σύμ­φω­να με τον εθνι­κό μας ποι­η­τή, Διο­νύ­σιο Σολω­μό, «εθνι­κόν είναι ό,τι είναι αλη­θές» και οι επι­κή­δειοι δεν απο­τε­λού­σαν ποτέ πηγή έγκυ­ρων πληροφοριών.

Ο λόρ­δος Μπάι­ρον –επί το ελλη­νι­κό­τε­ρον Βύρων– υπήρ­ξε αναμ­φι­σβή­τη­τα ένας από τους δια­πρε­πέ­στε­ρους εκπρο­σώ­πους του ρομα­ντι­σμού. Ήταν ένας ιδε­α­λι­στής αρι­στο­κρά­της, ένας αρι­στο­κρά­της αναρ­χι­κός, αντί­θε­τος στο κατε­στη­μέ­νο της επο­χής του, που δια­κρι­νό­ταν για την ώρι­μη πολι­τι­κή του σκέ­ψη και το γεν­ναίο ποι­η­τι­κό του λόγο. Ένας απο­στά­της της τάξης του που όμως αυτή η τάξη έσπευ­σε να εκμε­ταλ­λευ­τεί την παρου­σία του στην Ελλά­δα και να αξιο­ποι­ή­σει τη μετα­θα­νά­τια φήμη του. Κυριο­λε­κτι­κά τυχο­διώ­κτης, ζού­σε χάρη στο μεγά­λο του πλού­το μετα­ξύ σκαν­δά­λων, ανί­ας, επα­να­στα­τι­κών εξάρ­σε­ων και ρομα­ντι­κών παρορμήσεων.

Ο Μπάι­ρον είχε γνω­ρί­σει την Ελλά­δα πριν από την Επα­νά­στα­ση, κατά το ταξί­δι του 1809–1811. Η επί­ση­μη ιστο­ριο­γρα­φία θέλει τον Άγγλο λόρ­δο να αγα­να­κτεί από τα βάθη της ψυχής του από το ανο­σιούρ­γη­μα του συλη­τή των Μαρ­μά­ρων του Παρ­θε­νώ­να Έλγιν, για τον οποίο έγρα­ψε το ποί­η­μα «Η κατά­ρα της Αθη­νάς». Σύμ­φω­να όμως με το έργο «The Last Days of Shelley and Byron», ο νεα­ρός λόρ­δος απο­κα­λού­σε τους αρχαιο­λό­γους που μελε­τού­σαν τα αθη­ναϊ­κά μνη­μεία «σελη­νια­σμέ­νους». «Μοιά­ζω εγώ μ’ αυτούς τους μου­νού­χους, αυτούς τους ξεσπο­ρια­σμέ­νους;», αναρωτιόταν.

Προ­τρέ­το του λόρ­δου Βύρω­να (Time Life Pictures/Getty)

Απ’ ό,τι φάνη­κε, για τους Έλλη­νες δεν έτρε­φε και τα καλύ­τε­ρα αισθή­μα­τα. Μάλ­λον φιλό­τουρ­κος ήταν, παρά φιλέλ­λη­νας. «Οι Έλλη­νες», έγρα­φε σε ένα φίλο του, «είναι ίσως ο πιο διε­φθαρ­μέ­νος, ο πιο εκφυ­λι­σμέ­νος λαός του κόσμου. Με την επα­νά­στα­ση απο­κά­λυ­ψαν τον πραγ­μα­τι­κό τους χαρα­κτή­ρα. Είναι η πιο ματαιό­δο­ξη και η πιο ανει­λι­κρι­νής φυλή της γης, μια χημι­κή ένω­ση από όλα τα ελατ­τώ­μα­τα των προ­γό­νων τους. Σε αυτά, πρέ­πει να προ­σθέ­σεις και τα ελατ­τώ­μα­τα των Τούρ­κων και των Εβραί­ων. Και όλα αυτά ανα­κα­τε­μέ­να σε ένα τσου­κά­λι δου­λεί­ας». Ο Άγγλος συνταγ­μα­τάρ­χης Stanhope – απε­σταλ­μέ­νος του Φιλελ­λη­νι­κού Κομι­τά­του – απο­κα­λού­σε το λόρ­δο Μπάι­ρον στο Μεσο­λόγ­γι «Τούρ­κο».

Αυτός ο φιλε­λεύ­θε­ρος και αντι­δε­σπο­τι­κός αρι­στο­κρά­της ποι­η­τής, ήταν τόσο αντι­φα­τι­κός ως χαρα­κτή­ρας που αφε­νός, ήταν ερα­στής της ελευ­θε­ρο­φρο­σύ­νης και αφε­τέ­ρου, θαυ­μα­στής του αιμο­στα­γούς σατρά­πη της Ηπεί­ρου, Αλή Πασά. Θαμπώ­θη­κε από τη χλι­δή του σερα­γιού και η ματαιο­δο­ξία του κολα­κεύ­τη­κε από την υπο­δο­χή. Μπο­ρεί να γνώ­ρι­ζε ότι ο Αλή έψη­νε ανθρώ­πους ζωντα­νούς, αλλά του χρω­στού­σε ευγνω­μο­σύ­νη για τις περι­ποι­ή­σεις που του έκα­νε. Αργό­τε­ρα, επι­σκέ­φθη­κε και τον Βελή Πασά, γιο του Αλή, στην Τρι­πο­λι­τσά όπου κατα­γοη­τευ­μέ­νος δήλω­νε: «Με δέχτη­κε όρθιος και κατά την ανα­χώ­ρη­σή μου με συνό­δε­ψε ως την πόρ­τα λέγο­ντάς μου πως είμαι παλ­λη­κά­ρι και όμορ­φο παιδί».

Προ­σω­πο­γρα­φία του λόρ­δου Βύρω­να, την επο­χή που βρέ­θη­κε στην αυλή του Αλή Πασά

Τους Έλλη­νες τους έβλε­πε με κατα­φρό­νη­ση ενώ τους Τούρ­κους με θαυ­μα­σμό. «Οι Έλλη­νες είναι γοη­τευ­τι­κοί κατερ­γα­ρέ­οι με όλα τα ελατ­τώ­μα­τα των Τούρ­κων αλλά χωρίς το θάρ­ρος τους». «Δεν υπάρ­χει», έλε­γε, «πιο έντι­μος, πιο ευπρο­σή­γο­ρος και πιο μεγα­λό­φρων άνθρω­πος από ένα Τούρ­κο αγά της επαρ­χί­ας ή μου­σουλ­μά­νο της υπαί­θρου». Και όλα αυτά γρά­φο­νταν 10 χρό­νια πριν από την Επανάσταση…

Ο Μπάι­ρον δεν πίστευε πως οι Έλλη­νες, «παρακ­μα­σμέ­νοι και εθε­λό­δου­λοι», θα απο­τολ­μού­σαν να σηκώ­σουν το ανά­στη­μά τους απέ­να­ντι στο δυνά­στη τους. Δεν μπο­ρεί να εξη­γη­θεί δια­φο­ρε­τι­κά η σιω­πή και η αδια­φο­ρία του δύο ολό­κλη­ρα χρό­νια μετά τον ξεση­κω­μό. Μόνο στο ποι­η­τι­κό του έργο «Η Επο­χή του Χαλ­κού» (The Age of Bronze), ανα­φε­ρό­ταν στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση. Και εκεί, όχι για να εκδη­λώ­σει τη συμπα­ρά­στα­ση και τον ενθου­σια­σμό του αλλά για να εκφρά­σει την ανη­συ­χία του μήπως οι Έλλη­νες ελευ­θε­ρω­θούν από τους Ρώσους! Προ­φα­νώς, δεν θα τον ενο­χλού­σε οι Έλλη­νες να γίνουν είλω­τες των Άγγλων.

Και ξαφ­νι­κά, ο αδιά­φο­ρος για την επα­νά­στα­ση ποι­η­τής απο­φα­σί­ζει να αφο­σιω­θεί στην υπό­θε­ση της ελλη­νι­κής ελευ­θε­ρί­ας. Είναι η στιγ­μή που οι Άγγλοι επι­χει­ρούν να θέσουν υπό τον έλεγ­χό τους την εξέ­γερ­ση των Ελλή­νων υπερ­φα­λαγ­γί­ζο­ντας τους αντα­γω­νι­στές τους. Ο Blaquiere, πρά­κτο­ρας του Κάνινγκ, σπεύ­δει να δια­λα­λή­σει την έλευ­ση του Άγγλου λόρ­δου. Ο Μπάι­ρον έρχε­ται στην Ελλά­δα με τη φιλο­δο­ξία να γίνει κάποια στιγ­μή βασι­λιάς. Είχε εξο­μο­λο­γη­θεί στους φίλους του ότι, εάν οι Έλλη­νες, μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή τους, του πρό­τει­ναν το θρό­νο της Ελλά­δας, δεν θα το αρνιό­ταν. Στο μετα­ξύ, ο λόρ­δος αλλη­λο­γρα­φεί με το Φιλελ­λη­νι­κό Κομι­τά­το του Λον­δί­νου, εκθέ­το­ντας τις από­ψεις του για την Ελλη­νι­κή Επανάσταση.

Ο λόρ­δος Βύρων με περικεφαλαία

Ο Μπάι­ρον θα εγκα­τα­στα­θεί με την Αυλή του στα Μετα­ξά­τα της Κεφαλ­λο­νιάς και επί 6 μήνες θα μελε­τά το πέρα­σμά του στην Ελλά­δα. Δεν βια­ζό­ταν. Ήθε­λε να θαμπώ­σει τους Έλλη­νες με το μεγα­λείο του. Μίσθω­σε 40 Σου­λιώ­τες που ζού­σαν πρό­σφυ­γες στην Κεφαλ­λο­νιά. Είχε χρή­μα­τα, μπο­ρού­σε να ξοδεύ­ει για τις ματαιο­δο­ξί­ες του. Προη­γου­μέ­νως, είχαν προη­γη­θεί τα πυρο­τε­χνή­μα­τα του Blaquiere ο οποί­ος δια­τυ­μπά­νι­ζε ότι το επερ­χό­με­νο δάνειο θα περ­νού­σε από τα χέρια του λόρδου.

Στις 6 Ιανουα­ρί­ου 1824, ο Μπάι­ρον απο­βι­βά­ζε­ται στο Μεσο­λόγ­γι, ανά­με­σα σε ζητω­κραυ­γές του λαού και των στρα­τιω­τών που είχαν συγκε­ντρω­θεί στην παρα­λία. Παρών ο Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, οι καπε­τα­ναί­οι και οι προ­ε­στοί που τον υπο­δέ­χτη­καν σαν Μεσ­σία. Ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, ο αρχη­γός της αγγλι­κής φατρί­ας, αυτός ο «ολέ­θριος της Ελλά­δας δαί­μων» κατά τον ιστο­ρι­κό Δημή­τριο Βερ­ναρ­δά­κη, σπεύ­δει να τον προ­σε­ται­ρι­στεί ζητώ­ντας του δάνειο 6.000 λιρών. Ο Μπάι­ρον ωστό­σο, δέχθη­κε να δανεί­σει μόνο 4.000 λίρες, φρο­ντί­ζο­ντας να κατο­χυ­ρώ­σει το καπι­τά­λι σαν εχέ­φρων κεφα­λαιού­χος με σκλη­ρούς όρους. Οι λίρες έπρε­πε να επι­στρα­φούν σε 6 μήνες από το αγγλι­κό δάνειο με τόκο 4%.

«Η υπο­δο­χή του λόρ­δου Βύρω­να στο Μεσο­λόγ­γι»: Πίνα­κας του Θεό­δω­ρου Βρυ­ζά­κη (1861)

Το δάνειο αυτό, που το πλή­ρω­σαν μέχρι τελευ­ταί­ας δεκά­ρας οι Έλλη­νες από την τσέ­πη τους, ύστε­ρα από το θάνα­το του Μπάι­ρον, στους κλη­ρο­νό­μους του, πήγε στις τσέ­πες του Μαυ­ρο­κορ­δά­του και της παρέ­ας του για να εξα­γο­ρα­στούν οι Ρου­με­λιώ­τες και να εισβά­λουν στην Πελο­πόν­νη­σο ένα χρό­νο αργό­τε­ρα. Υπήρ­χε όμως και ένα άλλο δάνειο 3.000 ισπα­νι­κών ταλί­ρων πάλι προς το Μαυ­ρο­κορ­δά­το με ενέ­χυ­ρο τις αλυ­κές του Μεσο­λογ­γί­ου, μέχρι την εξό­φλη­σή του.

Φανε­ρά επη­ρε­α­σμέ­νος από τις μηχα­νορ­ρα­φί­ες του Μαυ­ρο­κορ­δά­του και του Κωλέτ­τη, ο Μπάι­ρον έφτα­σε στο σημείο να παρο­μοιά­ζει τον Κολο­κο­τρώ­νη και τους αγω­νι­στές με τους Τούρ­κους, τους οποί­ους η κυβέρ­νη­ση και οι Ρου­με­λιώ­τες έπρε­πε να σκο­τώ­σουν. Έτσι, μετα­τρά­πη­κε σε όργα­νο της αγγλι­κής πολι­τι­κής, φερέ­φω­νο του Μαυ­ρο­κορ­δά­του, απρο­κά­λυ­πτος κήρυ­κας της ωμής βίας και του εμφύ­λιου σπαραγμού.

Στις 19 Απρι­λί­ου 1824, ο Μπάι­ρον αφή­νει την τελευ­ταία του πνοή στο Μεσο­λόγ­γι. Ο Άγγλος λόρ­δος δεν πέθα­νε μαχό­με­νος για την ελευ­θε­ρία των Ελλή­νων, όπως μας δίδα­ξε ψευ­δώς η επί­ση­μη ανά­γνω­ση. Δεν τραυ­μα­τί­στη­κε, ούτε καν συμ­με­τεί­χε σε κάποια μάχη με τους Τούρ­κους. Απλώς πέθα­νε, όπως τόσος κόσμος καθη­με­ρι­νά, από αρρώ­στια, πιθα­νόν από σύφιλη.

«Ο λόρ­δος Βύρων στο νεκρο­κρέ­βα­τό του»: Πίνα­κας του Joseph Denis Odevaere (1826)

Ο αιφ­νί­διος και πρό­ω­ρος θάνα­τος του λόρ­δου Τζορτζ Γκόρ­ντον Μπάι­ρον ωφέ­λη­σε την υστε­ρο­φη­μία του και κυρί­ως την πατρί­δα του με απο­τέ­λε­σμα ακό­μα και σήμε­ρα οι Άγγλοι να εξαρ­γυ­ρώ­νουν τις πλα­στές επι­τα­γές του δήθεν «φιλελ­λη­νι­σμού» του…

Πηγές:

«Τα Ψιλά Γράμ­μα­τα της Ιστο­ρί­ας», Θεό­δω­ρος Δημο­σθ. Πανα­γό­που­λος (Εκδ. Ενάλιος)
«Ξενο­κρα­τία, Μισελ­λη­νι­σμός και Υπο­τέ­λεια», Κυριά­κος Σιμό­που­λος (Εκδ. Στάχυ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο