Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνες και παιδιά στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ

Γρά­φει η ofisofi //

Οι Γυναι­κεί­ες Φυλα­κές Αβέ­ρωφ κτί­στη­καν το 1889. Ήταν το παράρ­τη­μα της κεντρι­κής φυλα­κής ανδρών. Μέσα σε αυτές επρό­κει­το να κλει­στούν γυναί­κες που είχαν κατα­δι­κα­στεί για εγκλή­μα­τα στην Ελλά­δα. Ήταν ένα διώ­ρο­φο κτί­ριο που απο­τε­λού­νταν από το κεντρι­κό διοι­κη­τι­κό τμή­μα και δύο πτέ­ρυ­γες κρα­του­μέ­νων. Είχε ένα μικρό προ­αύ­λιο στη μέση του οποί­ου υπήρ­χε ένα εκκλη­σά­κι και ένα φοί­νι­κας. Η χωρη­τι­κό­τη­τά τους αντι­στοι­χού­σε σε 100 με 120 άτομα.

Στη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας του Μετα­ξά (1936- 1940) μετα­φέρ­θη­καν οι πρώ­τοι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι. Στα κατο­χι­κά χρό­νια γκρε­μί­στη­καν τα κελιά του πάνω ορό­φου και δημιουρ­γή­θη­καν τέσ­σε­ρις μεγά­λοι θάλα­μοι και η τραπεζαρία.

Παιδί και η νονά του στη φυλακή

Παι­δί και η νονά του στη φυλακή

Από το Φεβρουά­ριο του 1945 έως τον Μάιο του 1948 στους κατα­λό­γους των φυλα­κών ανα­φέ­ρο­νται 1.771 εισα­γω­γές κρα­του­μέ­νων για ποι­νι­κά και πολι­τι­κά αδι­κή­μα­τα. Το Φεβρουά­ριο του 1950 ο αριθ­μός των εισα­γω­γών είχε διπλα­σια­στεί και αφο­ρού­σαν πολι­τι­κούς κρατούμενους.

Το 1949 ο αριθ­μός των φυλα­κι­σμέ­νων γυναι­κών ήταν δεκα­πλά­σιος του αρχι­κού σχε­δια­σμού. Γυναί­κες από όλη την Ελλά­δα, κυρί­ως από 20 έως 40 ετών, κατα­δι­κα­σμέ­νες για τη συμ­με­το­χή τους στην Εαμι­κή αντί­στα­ση και το Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό  ή τη βοή­θεια ή τη συγ­γε­νι­κή σχέ­ση με τους αντάρ­τες φυλα­κί­ζο­νταν εκεί.

Οι περισ­σό­τε­ρες από τις γυναί­κες αυτές εργά­ζο­νταν και το επάγ­γελ­μά που ασκού­σαν προ­ϋ­πό­θε­τε ανώ­τε­ρο επί­πε­δο μόρφωσης.

Οι συν­θή­κες στις φυλα­κές ήταν πρω­τό­γο­νες. Δεν υπήρ­χαν ούτε τα στοι­χειώ­δη έπι­πλα και ο απα­ραί­τη­τος ιμα­τι­σμός με απο­τέ­λε­σμα να κοι­μού­νται στο πέτρι­νο πάτω­μα. Τα μόνα σκεύη που επι­τρέ­πο­νταν ήταν ένα αλου­μι­νέ­νιο πιά­το, μια κού­πα και ένα κου­τά­λι. Τα χρη­σι­μο­ποιού­σαν για να τρώ­νε στο πάτωμα.

Τα κελιά δεν αερί­ζο­νταν αν και τα παρά­θυ­ρα ήταν ανοι­κτά. Η ατμό­σφαι­ρα ήταν απο­πνι­κτι­κά ζεστή το καλο­καί­ρι και πολύ κρύα το χει­μώ­να. Ξυλό­σο­μπες υπήρ­χαν μόνο στο πλυ­στα­ριό και την κουζίνα.

Οι κρα­τού­με­νες εργά­ζο­νταν σκλη­ρά καθώς  ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νες να καθα­ρί­ζουν ολό­κλη­ρη τη φυλα­κή και το διοι­κη­τή­ριο τρεις φορές τη μέρα, να μαγει­ρεύ­ουν, να μετα­φέ­ρουν τις προ­μή­θειες φορ­τώ­νο­ντας από τα φορ­τη­γά  βαριά φορ­τία στις πλά­τες τους και ξεφορ­τώ­νο­ντας τα  στη φυλακή.

Δεν είχαν προ­σω­πι­κή ζωή και ανα­γκά­ζο­νταν να κάνουν τα πάντα σε δημό­σια θέα. Μαζί με το αίσθη­μα της ντρο­πής είχαν χάσει και την αίσθη­ση του χρό­νου και του εξω­τε­ρι­κού κόσμου. Δεν τους επι­τρε­πό­ταν να έχουν ρολό­για, ημε­ρο­λό­για, εφη­με­ρί­δες ή ραδιό­φω­να, αλλά ούτε καφέ και τσι­γά­ρα, ποτή­ρια, πιρού­νια, μαχαίρια.

Οι ποι­νές με τις οποί­ες είχαν κατα­δι­κα­στεί ήταν μεγά­λες. 276 γυναί­κες είχαν κατα­δι­κα­στεί σε θάνα­το και από αυτές οι 17 είχαν ήδη εκτελεσθεί.

Το βρά­δυ πριν την εκτέ­λε­ση οι μελ­λο­θά­να­τες οδη­γού­νταν από άνδρες φρου­ρούς σε ένα απο­μο­νω­μέ­νο κελί και τα χαρά­μα­τα εκτελούνταν.

Οι 17 εκτελεσμένες γυναίκες από τη φυλακή Αβέρωφ

Οι 17 εκτε­λε­σμέ­νες γυναί­κες από τη φυλα­κή Αβέρωφ

Από το 1945 – 1950 συμ­βί­ω­σαν για ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα στη φυλα­κή γυναί­κες που είχαν γίνει μητέ­ρες μαζί με τα παι­διά τους. Ανα­φέ­ρο­νται 106 μητέ­ρες και 119 παι­διά. Οι γυναί­κες αυτές ήταν μαζε­μέ­νες στους θαλά­μους του ισο­γεί­ου. Στη δυτι­κή πτέ­ρυ­γα σε ένα θάλα­μο 8 Χ 10 βρί­σκο­νταν οι μανά­δες που είχαν παι­διά μικρό­τε­ρα από 2 ετών. Στην ανα­το­λι­κή πτέ­ρυ­γα σε έναν ακό­μη μικρό­τε­ρο θάλα­μο ήταν οι μανά­δες με παι­διά από 2 έως 5 ετών.

Οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης ήταν πολύ δύσκο­λες και απάν­θρω­πες. Υπήρ­χε ένα ράν­τζο για κάθε μητέ­ρα με το παι­δί της ή για δύο παι­διά μαζί. Αυτό ήταν το σπί­τι τους μέσα στο θάλα­μο. Εκεί έπρε­πε να κοι­μού­νται, να τρώ­νε, να περ­νούν τις ώρες τους, να προ­ε­τοι­μά­ζουν το φαγη­τό, να  φρο­ντί­ζουν και να πλέ­νουν το παι­δί τους χωρίς να υπάρ­χει τρε­χού­με­νο νερό ή τουαλέτα.

Η τρο­φή ήταν ανε­παρ­κής διό­τι τα παι­διά δεν υπο­λο­γί­ζο­νταν στους κρα­τού­με­νους , αλλά και ό,τι υπήρ­χε ήταν φτω­χό σε δια­τρο­φι­κή αξία.

Τα παι­διά μεγά­λω­ναν υπό την επί­βλε­ψη  μόνο γυναι­κών μέσα στις φυλα­κές σε περιο­ρι­σμέ­νο και ανθυ­γιει­νό χώρο, χωρίς δρα­στη­ριό­τη­τες και κίνη­ση αφού περιο­ρί­ζο­νταν στο χώρο που κατα­λάμ­βα­νε το ράν­τζο τους. Το οπτι­κό τους πεδίο ήταν επί­σης περιο­ρι­σμέ­νο στους τοί­χους του θαλά­μου και της φυλακής.

Οι άλλες φυλα­κι­σμέ­νες γυναί­κες βοη­θού­σαν με κάθε δυνα­τό τρό­πο τις μητέ­ρες στην προ­σπά­θειά τους να φρο­ντί­σουν τα παι­διά τους και να δώσουν στα παι­διά εκεί­να τα ερε­θί­σμα­τα με τα οποία θα ανα­πτύσ­σο­νταν σωστά. Γι’ αυτό αν και απο­μο­νω­μέ­να στους τοί­χους της φυλα­κής τα παι­διά ήταν κοι­νω­νι­κά και δεν παρου­σί­α­ζαν προ­βλή­μα­τα στη συμπε­ρι­φο­ρά τους. Τα περισ­σό­τε­ρα είχαν φυσιο­λο­γι­κή σωμα­τι­κή και ψυχι­κή ανάπτυξη.

Έχει υπο­στη­ρι­χθεί η άπο­ψη ότι οι φυλα­κές Αβέ­ρωφ ήταν ένα ελλη­νι­κό Άου­σβιτς για τις μητέ­ρες και τα παι­διά για­τί έδι­ναν καθη­με­ρι­νά έναν αγώ­να σωμα­τι­κής και ψυχι­κής επιβίωσης.

Πάνω φωτογραφία: Θάλαμος της φυλακής Αβέρωφ Κάτω φωτογραφία: Δυτική πτέρυγα της φυλακής. Στο βάθος ήταν το τμήμα με τα μωρά

Πάνω φωτο­γρα­φία: Θάλα­μος της φυλα­κής Αβέ­ρωφ
Κάτω φωτο­γρα­φία: Δυτι­κή πτέ­ρυ­γα της φυλα­κής. Στο βάθος ήταν το τμή­μα με τα μωρά

Η απο­μά­κρυν­ση των παι­διών από τις μανά­δες τους  επι­βλή­θη­κε από την ανώ­τα­τη διοί­κη­ση των φυλα­κών ‚τον Αύγου­στο του 1950, ως τιμω­ρία , επει­δή  οι φυλα­κι­σμέ­νες δια­μαρ­τυ­ρή­θη­καν  για τις εκτε­λέ­σεις πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων. 93 παι­διά μεγα­λύ­τε­ρα των 2 ετών απο­μα­κρύν­θη­καν από τη φυλα­κή και την αγκα­λιά της μάνας τους. Οι μανά­δες αυτές και οι συγκρα­τού­με­νές τους  προ­σπά­θη­σαν μέσω γνω­στών και συγ­γε­νών τους να βρουν ανά­δο­χα σπί­τια για τα παι­διά τους επει­δή φοβή­θη­καν ότι αν μετα­φερ­θούν στις παι­δου­πό­λεις θα υπο­βλη­θούν σε πλύ­ση εγκε­φά­λου προ­κει­μέ­νου να στρα­φούν ενα­ντί­ον των ιδα­νι­κών των γονιών τους αλλά και ενα­ντί­ον των ίδιων των γονιών τους.

54 παι­διά βρέ­θη­καν σε ανά­δο­χα σπί­τια , που ανή­καν κυρί­ως σε παπού­δες ή θεί­ους των παιδιών.

Αρχι­κά δίπλα στο βορει­νό τοί­χο των φυλα­κών υπήρ­χε ένα μικρό άσυ­λο για τα παι­διά που λει­τουρ­γού­σε με εθε­λο­ντι­κές προ­σφο­ρές και τις μικρές επι­χο­ρη­γή­σεις του Διε­θνούς Ερυ­θρού Σταυ­ρού και των υπουρ­γεί­ων Δικαιο­σύ­νης και Δημό­σιας Υγεί­ας και Πρό­νοιας. Αργό­τε­ρα  τα  παι­διά (37) μετα­φέρ­θη­καν στη βίλα Κατσί­γε­ρα στο Κεφα­λά­ρι , που λει­τουρ­γού­σε ως παι­δι­κό ίδρυ­μα. Το οίκη­μα αυτό είχε επι­τα­χθεί και χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως το πρώ­το ίδρυ­μα για τα παι­διά που είχαν απο­χω­ρι­στεί τις φυλα­κι­σμέ­νες μανά­δες τους. Η βίλα είχε απο­γυ­μνω­θεί από την πολυ­τε­λή επί­πλω­ση της  και τα παι­διά ζού­σαν μέσα σε άθλιες συν­θή­κες. Μετά από παρεμ­βά­σεις της διοι­κή­τριας των φυλα­κών στη βασί­λισ­σα Φρει­δε­ρί­κη όλα τα παι­διά μετα­φέρ­θη­καν την άνοι­ξη του 1952 στο Παι­δι­κό Σανα­τό­ριο Καλα­μα­κί­ου, το οποίο είχε ιδρυ­θεί από έναν πλού­σιο Ολλαν­δό. Αυτός μετέ­τρε­ψε την πολυ­τε­λή βίλα σε παι­δι­κό αναρ­ρω­τή­ριο και τη δώρι­σε στη Βασι­λι­κή Πρό­νοια η οποία βρι­σκό­ταν υπό την αιγί­δα της Φρει­δε­ρί­κης. Εκεί μετα­φέρ­θη­καν και μερι­κά παι­διά ακό­μα που τα πήραν από τις μανά­δες τους καθώς είχαν συμπλη­ρώ­σει τα 2 χρό­νια της ζωής τους. Η πλειο­ψη­φία των παι­διών όταν έφτα­σε σε σχο­λι­κή ηλι­κία μετα­φέρ­θη­κε σε άλλα ιδρύματα.

Στο μετα­ξύ από το 1947 ο Οργα­νι­σμός Πρό­νοιας Βορεί­ου Ελλά­δος, που μετο­νο­μά­στη­κε αργό­τε­ρα σε Οργα­νι­σμό Βασι­λι­κής Πρό­νοιας , ίδρυ­σε 52 παι­δου­πό­λεις στα περί­χω­ρα επαρ­χια­κών πόλε­ων για να στε­γά­σει τα ορφα­νά παι­διά ή όσα είχαν απο­μα­κρυν­θεί από τους γονείς τους κατά την διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου. Τα  παι­διά που απο­μα­κρύν­θη­καν από τις φυλα­κι­σμέ­νες μητέ­ρες τους μετα­φέρ­θη­καν εκεί.

Οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης και υγιει­νής ήταν άσχη­μες και πρωτόγονες.

averof5Τα παι­διά κοι­μού­νταν σε μεγά­λους θαλά­μους , όπου υπήρ­χαν 30–100 κρε­βά­τια χωρίς κανο­νι­κά στρώ­μα­τα και σεντό­νια. Το φαγη­τό ήταν λιγο­στό  όπως και ο ρου­χι­σμός. Στα περισ­σό­τε­ρα ιδρύ­μα­τα λει­τουρ­γού­σε σχο­λείο και εφαρ­μο­ζό­ταν στρα­τιω­τι­κή πει­θαρ­χία σε συν­δυα­σμό με σωμα­τι­κές ποι­νές . Τα παι­διά ήταν απο­μο­νω­μέ­να από την κοι­νω­νία και μεγά­λω­ναν σε ένα στε­ρη­τι­κό περι­βάλ­λον. Είχαν τη δυνα­τό­τη­τα να επι­κοι­νω­νούν με αλλη­λο­γρα­φία με τις μανά­δες τους στη φυλα­κή , τους πατέ­ρες τους και τους συγ­γε­νείς τους. Η αλλη­λο­γρα­φία αυτή όμως δεν ήταν συχνή. Σπά­νια δέχο­νταν επι­σκέ­ψεις συγ­γε­νών τους.

Οι μανά­δες πάλι όσο ήταν φυλα­κι­σμέ­νες επι­κοι­νω­νού­σαν με τα παι­διά τους με γράμ­μα­τα ή στέλ­νο­ντας δέμα­τα. Προ­σπα­θού­σαν με κάθε τρό­πο να μην απο­κο­πούν από αυτά. Πολ­λές έμα­θαν γράμ­μα­τα για να μπο­ρούν να κρα­τή­σουν ζωντα­νή την επι­κοι­νω­νία αυτή. Μέσα στη φυλα­κή έκα­ναν όνει­ρα για το μέλ­λον των παι­διών τους , για την επα­να­σύν­δε­σή τους μετά  την απο­φυ­λά­κι­σή τους, φοβό­νταν όμως μήπως τα παι­διά υιο­θε­τη­θούν χωρίς τη συγκα­τά­θε­σή τους. Είχαν  επί­γνω­ση των δύσκο­λων συν­θη­κών που ζού­σαν τα παι­διά τους και τον τρό­πο με τον οποίο μεγά­λω­ναν και δια­παι­δα­γω­γού­νταν μέσα στα ιδρύματα.

Μετά την απο­φυ­λά­κι­σή της κάθε μητέ­ρα ήθε­λε να επα­να­συν­δε­θεί με το παι­δί της. Αυτή η επι­θυ­μία δεν ήταν στις περισ­σό­τε­ρες περι­πτώ­σεις εφι­κτή εξ αιτί­ας  των οικο­νο­μι­κών και κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών. Φοβό­νταν αντί­ποι­να από τη χωρο­φυ­λα­κή και τις διά­φο­ρες παρα­κρα­τι­κές οργα­νώ­σεις. τα σπί­τια τους ήταν κατε­στραμ­μέ­να ή κατα­σχε­μέ­να, δεν είχαν χρή­μα­τα, δεν μπο­ρού­σαν να βρουν δου­λειά. Πολ­λές άλλα­ξαν τόπο δια­μο­νής και έκα­ναν ευκαι­ρια­κές δου­λειές για να ζήσουν. Η φτώ­χεια ήταν μόνι­μος σύντρο­φός τους και τα παι­διά ανα­γκά­ζο­νταν να δου­λεύ­ουν παράλ­λη­λα με τη φοί­τη­σή στο σχολείο.

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες είναι από το πολύ ενδια­φέ­ρον βιβλίο της Μαντώς Ντα­λιά­νη – Καρα­μπα­τζά­κη: Παι­διά στη δίνη του ελλη­νι­κού εμφυ­λί­ου πολέ­μου 1946 – 1949, σημε­ρι­νοί ενή­λι­κες. Πρό­κει­ται για μια δια­χρο­νι­κή μελέ­τη με αντι­κεί­με­νο τα παι­διά που έμει­ναν στη φυλα­κή με τις κρα­τού­με­νες μητέ­ρες τους.

averof4Η Μαντώ Ντα­λιά­νη – Καρα­μπα­τζά­κη γεν­νή­θη­κε το 1920 στο Πελα­δά­ρι της Πρού­σας και μετά τη μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή εγκα­τα­στά­θη­κε με την οικο­γέ­νεια της στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Το 1938 ήταν  φοι­τή­τρια της Ιατρι­κής Σχο­λής και μαζί με το σύζυ­γό της για­τρό Δημή­τρη Ντα­λιά­νη αγω­νί­στη­καν μέσα από τις γραμ­μές τους ΕΑΜ. Το 1949 συνε­λή­φθη και φυλα­κί­στη­κε για δύο χρό­νια στις Φυλα­κές Αβέ­ρωφ. Ως διπλω­μα­τού­χος για­τρός βοη­θού­σε το για­τρό των φυλα­κών και είχε υπό την άμε­ση ιατρι­κή φρο­ντί­δα της τις μητέ­ρες και τα παι­διά τους. Με τη διπλή ιδιό­τη­τα της πολι­τι­κής κρα­τού­με­νης και της για­τρού μπό­ρε­σε να κερ­δί­σει την εμπι­στο­σύ­νη αυτών των γυναι­κών και να τις γνω­ρί­σει πολύ καλά. Εκεί μέσα , στις φυλα­κές, η Ντα­λιά­νη συνέ­λα­βε την ιδέα της μελέ­της για την εξέ­λι­ξη των παι­διών της φυλα­κής και τις μακρο­πρό­θε­σμες συνέ­πειες του τραύ­μα­τος των παι­διών του εμφυ­λί­ου στην ενή­λι­κη ζωή τους. Συνά­ντη­σε τις μητέ­ρες και τα παι­διά 30 χρό­νια μετά και ξεπερ­νώ­ντας δυσκο­λί­ες και φόβους μπό­ρε­σε να κατα­γρά­ψει και να μελε­τή­σει την εξέ­λι­ξή τους και τα προ­βλή­μα­τα που συνά­ντη­σαν.  Η μελέ­τη απο­τέ­λε­σε τη διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της που ολο­κλή­ρω­σε το 1986 και δημο­σιεύ­τη­κε στα αγγλι­κά στη Σου­η­δία το 1994  και είναι μία από τις ελά­χι­στες δια­τρι­βές Παι­δι­κής και Εφη­βι­κής Ψυχια­τρι­κής που κρί­θη­κε ικα­νή να παρου­σια­στεί σε επι­στη­μο­νι­κό περιο­δι­κό ιστο­ρί­ας. Την επι­στη­μο­νι­κή επι­μέ­λεια της ελλη­νι­κής έκδο­σης υπο­γρά­φουν οι Ι.Τσιάντης και Δ. Πλου­μπί­δης. Η έκδο­ση έγι­νε με τη συνερ­γα­σία του Μου­σεί­ου Μπε­νά­κη, της Εται­ρεί­ας Ψυχο­κοι­νω­νι­κής Υγεί­ας του Παι­διού και του Εφή­βου και των εκδό­σε­ων της Σχο­λής Ι.Μ. Πανα­γιω­τό­που­λου. Στην Ελλά­δα εκδό­θη­κε το 2009.

Η Μαντώ Ντα­λιά­νη – Καρα­μπα­τζά­κη πέθα­νε το 1996 στη Στοκ­χόλ­μη όπου ζού­σε από το 1961.

 

Οι φωτο­γρα­φί­ες από το βιβλίο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο