Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνος Κατράκης: μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του

«Σύντρο­φε Μάνο, κρη­τι­κό­που­λο, Ερω­τό­κρι­τέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης
Ερω­τας είσαι και ομορ­φιά και λεβε­ντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρ­νει μέτρο η ανθρω­πιά και η τέχνη
μες στη φωνή σου ακέ­ριος ο λαός βρί­σκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδό­νια, τρεις αητοί κι ένα λιο­ντά­ρι δένουν τη φιλία του κόσμου.
Σύντρο­φε Μάνο εσέ­να­νε σου πρέ­πουν αψη­λό­κορ­φοι ύμνοι σαν τον πάπ­πο σου τον ψηλορείτη
λόγια τρα­νά για την αντρειά σου και την τέχνη σου
καθώς αυτά στις ραψω­δί­ες του Ομήρου
όμως εγώ φτω­χές ακούω τις λέξεις μου μπρο­στά στην ελα­τό­φυ­τη καρ­διά σου
κι έτσι μονά­χα δέκα στί­χους σου αφιέ­ρω­σα κι ένα μεγά­λο “Γεια σου ορέ ΛεβεντοΜάνο”
ένα μεγά­λο “Γεια σου” που ανα­βλύ­ζει απ’ τις καρ­διές και από το στό­μα όλων των συντρόφων»

(Γιάν­νης Ρίτσος 14 IV 81).

Ο Μάνος Κατρά­κης γεν­νή­θη­κε το 1908 στα Χανιά (Καστέ­λι Κισ­σά­μου) Κρή­της. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε το 1928 στο Θία­σο των Νέων, λίγο αργό­τε­ρα έπαι­ξε Ερω­τό­κρι­το στο θία­σο της Μαρί­κας Κοτο­πού­λη και το 1932 προ­σλή­φθη­κε στο νεοϊ­δρυό­με­νο Εθνι­κό Θέα­τρο, από το οποίο εκδιώ­χθη­κε το 1940 εξαι­τί­ας της ιδε­ο­λο­γί­ας του. Από την πρώ­τη του κιό­λας εμφά­νι­ση στο θέα­τρο, φανέ­ρω­σε το υπο­κρι­τι­κό του ταλέ­ντο και ανέ­βη­κε γρή­γο­ρα την κλί­μα­κα της θεα­τρι­κής ιεραρ­χί­ας, για να κατα­λά­βει μια δεσπό­ζου­σα θέση ανά­με­σα στους κορυ­φαί­ους ηθο­ποιούς μας.

Στα δύσκο­λα χρό­νια της γερ­μα­νι­κής κατο­χής και στα τρα­γι­κά χρό­νια του εμφυ­λί­ου, βρέ­θη­κε στην πρώ­τη γραμ­μή της αντί­στα­σης και εξο­ρί­στη­κε στη Μακρό­νη­σο και στον Αη — Στρά­τη. Αλλά και αργό­τε­ρα, ήταν πάντα από τους πρώ­τους, σε όλους τους λαϊ­κούς αγώ­νες και πάντα μέσα από τις γραμ­μές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνα­τό του.

Το 1952 επα­νήλ­θε στη σκη­νή. Το 1955 ίδρυ­σε το «Ελλη­νι­κό Λαϊ­κό Θέα­τρο» στον υπαί­θριο χώρο του Πεδί­ου του Αρε­ως, το οποίο εγκαι­νί­α­σε με τον «Αγα­πη­τι­κό της Βοσκο­πού­λας» του Δ. Κορο­μη­λά. Στο ίδιο θέα­τρο, με μεγά­λη συμ­με­το­χή κοι­νού και καλ­λι­τε­χνι­κή επι­τυ­χία, συνέ­χι­σε έως το 1967 με έργα κυρί­ως ελλη­νι­κού ρεπερ­το­ρί­ου και αγω­νι­στι­κής πνοής

Το 1973 ο Μάνος Κατρά­κης προ­σλή­φθη­κε στο Εθνι­κό Θέα­τρο και πρω­τα­γω­νί­στη­σε στον «Οθέλ­λο» και τον «Δον Κιχώ­τη», και στην Επί­δαυ­ρο στον «Οιδί­πο­δα τύραν­νο» (1973) και στον «Προ­μη­θέα Δεσμώ­τη» (1974).

Το 1977 επα­νι­δρύ­θη­κε το Ελλη­νι­κό Λαϊ­κό Θέα­τρο και ο Κατρά­κης έπαι­ξε έργα Αρμπού­ζωφ «Φθι­νο­πω­ρι­νή ιστο­ρία» με την Ελλη Λαμπέ­τη, Γκόρ­κι «Οι Τελευ­ταί­οι» και Λέο­ναρντ το περί­φη­μο «Ντα», που απο­τέ­λε­σε το κύκνειο σχε­δόν άσμα του, αφού, παι­ζό­με­νο επί δύο συνε­χή χρό­νια, θεω­ρή­θη­κε η κωδι­κο­ποί­η­ση της υπο­κρι­τι­κής του.

Εκτός από το θέα­τρο ο Μάνος  Κατρά­κης έπαι­ξε και σε πολ­λές ται­νί­ες Κινη­μα­το­γρά­φου από «Το λάβα­ρο του ’21» (1928) έως το «Το Ταξί­δι στα Κύθη­ρα» (1984) στο οποίο έχου­με και τη συγκλο­νι­στι­κό­τε­ρη ερμη­νεία του.

Περισ­σό­τε­ρα από 50 χρό­νια συνε­χούς προ­σφο­ράς στο θέα­τρο, με στό­χους υψη­λούς, με ερμη­νεί­ες συγκλο­νι­στι­κές, με βρα­βεία και κρι­τι­κούς επαί­νους. Πιστεύ­ο­ντας πως η τέχνη δεν υπάρ­χει από προ­σω­πι­κή ανά­γκη για έκφρα­ση, αλλά είναι ένα σπου­δαίο κοι­νω­νι­κό λει­τούρ­γη­μα, που εξυ­πη­ρε­τεί την ανά­πτυ­ξη της κοι­νω­νί­ας μας, έστρε­ψε την τέχνη του και τον εαυ­τό του στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση υψη­λών στό­χων, σκο­πών και προοπτικών.

Έφυ­γε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμ­βρί­ου 1984.

«Η καλ­λι­τε­χνι­κή δια­δρο­μή του Μάνου Κατρά­κη είναι ένα από τα πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κά παρα­δείγ­μα­τα για το ότι η στρά­τευ­ση της τέχνης με την πλευ­ρά των κατα­πιε­σμέ­νων, όχι μόνο δεν είναι ανα­σταλ­τι­κός παρά­γο­ντας για την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γι­κό­τη­τα, αλλά αντί­θε­τα ο κατα­λύ­της για να μπο­ρέ­σει αυτή να εξε­λι­χθεί και να μεγαλουργήσει.Αν προ­σπα­θή­σει κανείς να βρει τι κρύ­βε­ται πιο ειδι­κά πίσω από το πελώ­ριο υπο­κρι­τι­κό ανά­στη­μα του Κατρά­κη , θα φτά­σει στο σκο­πό που υπη­ρε­τού­σε η τέχνη του. Ο Κατρά­κης ήταν μεγά­λος καλ­λι­τέ­χνης για­τί προ­σλάμ­βα­νε την τέχνη του θεά­τρου με τον τρό­πο που την αντι­λαμ­βά­νο­νταν όλα τα μεγά­λα πνεύ­μα­τα κάθε επο­χής και τόπου, από τους αρχαί­ους κλα­σι­κούς δρα­μα­τουρ­γούς, έως τον Σαίξ­πηρ και τον Μπρεχτ. Θεω­ρού­σε δηλα­δή ότι το θέα­τρο πρέ­πει να έχει χαρα­κτή­ρα διδα­κτι­κό, δια­παι­δα­γω­γη­τι­κό και όχι στεί­ρο δια­σκε­δα­στι­κό. “Ο όρος λαϊ­κό σε καμία περί­πτω­ση δεν σημαί­νει κάτι το φτη­νό, το εκχυ­δαϊ­σμέ­νο, το απλου­στευ­μέ­νο, το πρό­χει­ρο”, δήλω­νε. “Το θέα­τρο πρέ­πει να λει­τουρ­γεί σαν ένα σχο­λείο, κι όχι μόνο σαν ψυχα­γω­γία γελα­στι­κή. Το θέα­τρο πετυ­χαί­νει τον σκο­πό του, όταν φεύ­γο­ντας απ’ αυτό, έχεις απο­κο­μί­σει κάποια συμπε­ρά­σμα­τα, που θα σου χρη­σι­μέ­ψουν σαν τρο­φή της ψυχής και της ζωής σου”».

(Από την ομι­λία του Νίκου Σοφια­νού στην εκδή­λω­σε που διορ­γά­νω­σε το ΚΚΕ το 2015 προς τιμήν του Μάνου Κατράκη)

 

(Με στοι­χεία από το Ριζοσπάστη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο