Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνος Λοΐζος: Όλα τον θυμίζουν…

Σαν σήμε­ρα 17 Σεπτέμ­βρη ο Μάνος Λοΐ­ζος έφυ­γε από τη ζωή σε ένα νοσο­κο­μείο της Μόσχας σε ηλι­κία μόλις 45 ετών.

Γεν­νή­θη­κε στην Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύ­πτου στις 22 Οκτώ­βρη 1937. Από μικρός έδει­ξε την κλί­ση του στη μου­σι­κή και άρχι­σε μαθή­μα­τα κιθά­ρας, πιά­νου και βιολιού.

Στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’50 ήρθε στην Αθή­να για σπου­δές, στην αρχή στη Φαρ­μα­κευ­τι­κή Σχο­λή και αργό­τε­ρα στην Εμπο­ρι­κή. Όμως η μου­σι­κή έχει «κλέ­ψει» την ευαί­σθη­τη ψυχή του. Παρα­τά­ει τις σπου­δές του και αφιε­ρώ­νε­ται στην περι­πέ­τειά της.

Το «Τρα­γού­δι του Δρό­μου» του Λόρ­κα, που το βρί­σκει στο περιο­δι­κό «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης» (σε μετά­φρα­ση του Νίκου Γκά­τσου), τον εμπνέ­ει. Το μελο­ποιεί και στις αρχές του ’62, με ερμη­νευ­τή τον Γιώρ­γο Μού­τσιο, θα κυκλο­φο­ρή­σει τον πρώ­το του (μικρό) δίσκο.

Οι αγώ­νες του ’64-’65 δεν τον αφή­νουν αδιά­φο­ρο και τα τρα­γού­δια που γρά­φει εκεί­νη την περί­ο­δο είναι εμπνευ­σμέ­να από αυτούς. Ο «Δρό­μος», το «Ακορ­ντε­όν», ο «Τρί­τος Παγκόσμιος».

Τον Απρί­λη του 1967, δύο μέρες πριν το φασι­στι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα της 21ης Απρι­λί­ου, παρου­σιά­ζει τα «Νέγρι­κα» σε στί­χους Γιάν­νη Νεγρε­πό­ντη. Απο­τε­λούν κορυ­φαία στιγ­μή τόσο για τον Λοΐ­ζο όσο και για το ελλη­νι­κό πολι­τι­κό τραγούδι.

Τα τρα­γού­δια αυτά, που ανα­φέ­ρο­νται στον αγώ­να επι­βί­ω­σης των μαύ­ρων της Αμε­ρι­κής, θα κυκλο­φο­ρή­σουν σε δίσκο πολύ αργό­τε­ρα, το 1975, καθώς «μπή­καν» στις μαύ­ρες λίστες της δικτα­το­ρί­ας και απαγορεύτηκαν.

Στις 21 Απρι­λί­ου 1967 «λόγω της εκρύθ­μου κατα­στά­σε­ως ο στρα­τός ανέ­λα­βε την δια­κυ­βέρ­νη­σιν της χώρας».

Ο Λοΐ­ζος φεύ­γει από την Ελλά­δα για να μη συλ­λη­φθεί, όμως, μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του ’68, επι­στρέ­φει στην Αθήνα.

Μέσα στην εφτα­ε­τία γρά­φει τρα­γού­δια που γίνο­νται επι­τυ­χί­ες, με ερμη­νευ­τές κυρί­ως τους Γ. Ντα­λά­ρα και Γ. Καλατζή.

Κυκλο­φο­ρεί τους δίσκους «Ο Σταθ­μός», «Θαλασ­σο­γρα­φί­ες», «Ευδο­κία», «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε». Παράλ­λη­λα, συν­θέ­τει τρα­γού­δια που τρα­γου­δά σε φίλους. Τρα­γού­δια που, όπως έλε­γε ο ίδιος, δεν ακού­γο­νταν «έξω από τους τέσ­σε­ρις τοί­χους μιας κάμα­ρας». Ο θρυ­λι­κός «Τσε», ο «Μέρ­μη­γκας», τα «Συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα», το αντι­πο­λε­μι­κό «Μη με ρωτάς».

Στην περί­ο­δο ’74-’76, ακο­λου­θούν οι κύκλοι «Καλη­μέ­ρα ήλιε», «Τα τρα­γού­δια του δρό­μου», «Τα τρα­γού­δια μας» σε στί­χους Φώντα Λάδη, με τρα­γού­δια όπως το «Πάγω­σε η τσι­μι­νιέ­ρα» που έντυ­σε (και ντύ­νει) με μου­σι­κή και στί­χο σκλη­ρές ταξι­κές αναμετρήσεις.

Το 1979 κυκλο­φό­ρη­σαν τα «Τρα­γού­δια της Χαρού­λας», σε στί­χους του Μανώ­λη Ρασού­λη (τρία του Πυθα­γό­ρα): «Τίπο­τα δεν πάει χαμέ­νο», «Μες το πλή­θος», «Όλα σε θυμί­ζουν», «Γύφτισ­σα τον εβύ­ζα­ξε» κ.ά.

Ακο­λου­θούν ο τελευ­ταί­ος του δίσκος «Για μια μέρα ζωής» και μετά το θάνα­τό του τα «Γράμ­μα­τα στην αγα­πη­μέ­νη», σε ποί­η­ση Ναζίμ Χικμέτ.

***

Ένας ανή­συ­χος δημιουρ­γός, γεμά­τος έμπνευ­ση. Άνθρω­πος μαχη­τι­κός, ερω­τι­κός, τρυ­φε­ρός, ευαί­σθη­τος, ονει­ρο­πό­λος, με την ψυχή του δεμέ­νη στο ταξί­δι. Ένας συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος πολί­της, στρα­τευ­μέ­νος καλ­λι­τέ­χνης, που με το τρα­γού­δι του και τη ζωή του έπαιρ­νε θέση στα κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά ζητή­μα­τα της επο­χής του, απέ­να­ντι στη δικτα­το­ρία, στην κατα­πί­ε­ση, στην αδι­κία, στον κοι­νω­νι­κό ρατσι­σμό. Ο Μάνος Λοΐ­ζος υπήρ­ξε μια από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες δυνά­μεις του νεο­ελ­λη­νι­κού τρα­γου­διού, κατα­θέ­το­ντας μου­σι­κή μεγά­λης έμπνευ­σης και ταυ­τό­χρο­να οικεία, που παρα­μέ­νει κοσμα­γά­πη­τη, αξε­πέ­ρα­στη στο χρό­νο, και πολ­λά χρό­νια μετά το φευ­γιό του συγκι­νεί, συναρ­πά­ζει όχι μόνο τους παλιό­τε­ρους, αλλά και πολ­λούς νέους ανθρώ­πους. Η ιδε­ο­λο­γι­κή του στρά­τευ­ση με το ΚΚΕ, η ευαι­σθη­σία του σε ό,τι αφο­ρά τους ταπει­νούς και τους κατα­φρο­νε­μέ­νους, η αλλη­λεγ­γύη του στους αγω­νι­ζό­με­νους για ειρή­νη, ισό­τη­τα, αξιο­πρέ­πεια, βρή­καν καλ­λι­τε­χνι­κή έκφρα­ση σε πολ­λά έργα του.

Η φυσι­κή απου­σία του Μ. Λοΐ­ζου σίγου­ρα στέ­ρη­σε πολ­λά από το ελλη­νι­κό τρα­γού­δι. Όμως, ο χρό­νος δεν στά­θη­κε ικα­νός να μειώ­σει την ανά­γκη μας να ανα­τρέ­χου­με στο μονα­δι­κής ομορ­φιάς έργο του.

Πηγή: 902.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο