Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνος Χατζιδάκις: Σκέψεις και παρατηρήσεις για το αναζωογονημένο φαινόμενο του νεοναζισμού

Λίγους μήνες πριν το τελευ­ταίο του «ταξί­δι», στις 22 Φεβρουα­ρί­ου 1993, ο Μάνος Χατζι­δά­κις διηύ­θυ­νε για τελευ­ταία φορά την Ορχή­στρα των Χρω­μά­των, στο Μέγα­ρο Μου­σι­κής Αθη­νών, σε μια συναυ­λία — δια­μαρ­τυ­ρία ενα­ντί­ον του φαι­νο­μέ­νου του νεο­να­ζι­σμού, που είχε αρχί­σει να εξα­πλώ­νε­ται και πάλι στην Ευρώ­πη, με έργα Κουρτ Βάιλ, Φρανς Λιστ και Μπέ­λα Μπάρ­τοκ. Στο έντυ­πο πρό­γραμ­μα της συναυ­λί­ας με τον υπό­τι­τλο «Οι βρι­κό­λα­κες επι­στρέ­φουν» κατέ­θε­τε και τις δικές του «σκέ­ψεις και παρα­τη­ρή­σεις για το ανα­ζω­ο­γο­νη­μέ­νο φαι­νό­με­νο του Νεο­να­ζι­σμού». Σκέ­ψεις πολύ­τι­μες, σε μια επο­χή που το ναζι­στι­κό μόρ­φω­μα της «Χρυ­σής Αυγής», ανα­δει­κνύ­ε­ται σε στή­ριγ­μα και μηχα­νι­σμό ενός συστή­μα­τος, που δε χρη­σι­μο­ποιεί μόνο το καρό­το, αλλά και το μαστίγιο.

Ο νεο­να­ζι­σμός, ο φασι­σμός, ο ρατσι­σμός και κάθε αντι­κοι­νω­νι­κό και αντιαν­θρώ­πι­νο φαι­νό­με­νο συμπε­ρι­φο­ράς δεν προ­έρ­χε­ται από ιδε­ο­λο­γία, δεν περιέ­χει ιδε­ο­λο­γία, δεν συν­θέ­τει ιδεολογία.

Είναι η μεγε­θυ­μέ­νη έκφρα­ση-εκδή­λω­ση του κτή­νους που περιέ­χου­με μέσα μας χωρίς εμπό­διο στην ανά­πτυ­ξή του, όταν κοι­νω­νι­κές ή πολι­τι­κές συγκυ­ρί­ες συντε­λούν, βοη­θούν, ενι­σχύ­ουν τη βάρ­βα­ρη και αντιαν­θρώ­πι­νη παρου­σία του.

Η μόνη αντι­βί­ω­ση για την κατα­πο­λέ­μη­ση του κτή­νους που περιέ­χου­με είναι η Παι­δεία. Η αλη­θι­νή παι­δεία και όχι η ανεύ­θυ­νη εκπαί­δευ­ση και η πλη­ρο­φο­ρία χωρίς κρί­ση και χωρίς ανή­συ­χη αμφι­σβη­τού­με­νη συμπε­ρα­σμα­το­λο­γία. Αυτή η παι­δεία που δεν εφη­συ­χά­ζει ούτε δημιουρ­γεί αυτα­ρέ­σκεια στον σπου­δά­ζο­ντα, αλλά πολ­λα­πλα­σιά­ζει τα ερω­τή­μα­τα και την ανα­σφά­λεια. Όμως μια τέτοια παι­δεία δεν ευνο­εί­ται από τις πολι­τι­κές παρα­τά­ξεις και από όλες τις κυβερ­νή­σεις, διό­τι κατα­σκευά­ζει ελεύ­θε­ρους και ανυ­πό­τα­κτους πολί­τες μη χρή­σι­μους για το ευτε­λές παι­χνί­δι των κομ­μά­των και της πολι­τι­κής. Κι απο­τε­λεί πολι­τι­κή «παρά­δο­ση» η πεποί­θη­ση πως τα κτή­νη, με κατάλ­λη­λη τακτι­κή και αντι­με­τώ­πι­ση, καθο­δη­γού­νται, τιθασεύονται.

Ενώ τα που­λιά… Για τα που­λιά, μόνον οι δολο­φό­νοι, οι άθλιοι κυνη­γοί αρμό­ζουν, με τις «ευγε­νι­κές παντός έθνους παραδόσεις».

Κι είναι φορές που το κτή­νος πολ­λα­πλα­σια­ζό­με­νο κάτω από συγκυ­ρί­ες και με τη μορ­φή «λαϊ­κών αιτη­μά­των και διεκ­δι­κή­σε­ων» σχη­μα­τί­ζει φαι­νό­με­να λοι­μώ­δους νόσου που προ­σβάλ­λει μεγά­λες ανθρώ­πι­νες μάζες και επι­βάλ­λει θανα­τη­φό­ρες επιδημίες.

Πρό­σφα­τη περί­πτω­ση ο 2ος Παγκό­σμιος Πόλε­μος. Μόνο που ο πόλε­μος αυτός μας δημιούρ­γη­σε για ένα διά­στη­μα μιαν αρκε­τά μεγά­λη πλά­νη, μιαν ψευ­δαί­σθη­ση. Πιστέ­ψα­με όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλε­μο η Δημο­κρα­τία πολέ­μη­σε το φασι­σμό και τον νίκη­σε. Σκε­φθεί­τε: η «Δημο­κρα­τία», εμείς με τον Μετα­ξά κυβερ­νή­τη και σύμ­μα­χο τον Στά­λιν, πολε­μή­σα­με το ναζι­σμό, σαν ιδε­ο­λο­γία άσχε­τη από μας τους ίδιους. Και τον… νική­σα­με. Τι ουτο­πία και τι θρά­σος. Αγνο­ώ­ντας πως απαλ­λασ­σό­με­νοι από την ευθύ­νη του κτη­νώ­δους μέρους του εαυ­τού μας και τοπο­θε­τώ­ντας το σε μια άλλη εθνό­τη­τα υπο­ταγ­μέ­νη ολο­κλη­ρω­τι­κά σ’ αυτό, δεν νικού­σα­με κανέ­να φασι­σμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνό­τη­τα επι­κίν­δυ­νη που επι­θυ­μού­σε να μας υποτάξει.

Ένας πόλε­μος σαν τόσους άλλους από επι­κίν­δυ­νους ανό­η­του σε άλλους ανό­η­τους, περι­στα­σια­κά ακίν­δυ­νους. Και φυσι­κά όλα τα περί «Ελευ­θε­ρί­ας», «Δημο­κρα­τί­ας», και «λίκνων πνευ­μα­τι­κών και μη», για τις απαί­δευ­τες στή­λες των εφη­με­ρί­δων και τους αφε­λείς ανα­γνώ­στες. Ποτέ δεν θα νική­σει η Ελευ­θε­ρία, αφού τη στη­ρί­ζουν και τη μετα­φέ­ρουν άνθρω­ποι, που εννο­ούν να μετα­βι­βά­ζουν τις δικές τους ευθύ­νες στους άλλους. (Κάτι σαν την ηθι­κή των γερό­ντων χρι­στια­νών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χρι­στό και τον διά­βο­λο. Κι ένας Θεός που συγ­χω­ρεί τις αδυ­να­μί­ες μας εφό­σον κι όταν τον θυμη­θού­με μες στην ανευ­θυ­νό­τη­τα του βίου μας. Επι­διώ­κο­ντας πάντα να εξα­σφα­λί­σου­με τη μετά θάνα­τον εξα­κο­λου­θη­τι­κή παρου­σία μας. Αδυ­να­τώ­ντας να συλ­λά­βου­με την έννοια της απου­σί­ας μας. Το ότι μπο­ρεί να υπάρ­χει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώ­τη τον Φλωρίνης).

Δεν θέλω να επε­κτα­θώ. Φοβά­μαι πως δεν έχω τα εφό­δια για μια θεω­ρη­τι­κή ανά­πτυ­ξη, ούτε την κατάλ­λη­λη γλώσ­σα για τις απαι­τή­σεις του όλου θέμα­τος. Όμως το θέμα με καί­ει. Και πριν πολ­λά χρό­νια επι­χεί­ρη­σα να το απο­σα­φη­νί­σω μέσα μου. Σήμε­ρα ξέρω πως διέ­βλε­πα με την ευαι­σθη­σία μου τις εξε­λί­ξεις και την επα­νεμ­φά­νι­ση του τέρα­τος. Και δεν εννο­ού­σα να συνη­θί­σω την ολο­έ­να αυξα­νό­με­νη παρου­σία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεο­να­ζι­σμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μιση­τοί δολο­φό­νοι, που βρί­σκουν όμως κατα­νό­η­ση από τις διω­κτι­κές αρχές λόγω μιας περί­ερ­γης αλλά όχι και ανε­ξή­γη­της συγ­γε­νι­κής ομοιό­τη­τος. Που τους έχουν συνη­θί­σει οι αρχές και οι κυβερ­νή­σεις σαν μια πολι­τι­κή προ­έ­κτα­σή τους ή σαν μια επι­τρε­πτή αντί­θε­ση, δίχως ιδιαί­τε­ρη σημα­σία που να προ­κα­λεί ανη­συ­χία. (Τελευ­ταία διά­βα­σα πως στην Πάτρα, απέ­να­ντι στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα άνοι­ξε τα γρα­φεία του ένα νεο­να­ζι­στι­κό κόμ­μα. Καμιά ανη­συ­χία ούτε για τους φασί­στες, ούτε για τους αστυ­νο­μι­κούς. Ούτε φυσι­κά για τους περιοίκους).

Ο εθνι­κι­σμός είναι κι αυτός νεο­να­ζι­σμός. Τα κου­ρε­μέ­να κεφά­λια των στρα­τιω­τών, έστω και παρά τη θέλη­σή τους, ευνο­ούν την έξο­δο της σκέ­ψης και της κρί­σης, ώστε να υπο­τάσ­σο­νται και να γίνο­νται κατάλ­λη­λοι για την απο­δο­χή δια­τα­γών και κατευ­θύν­σε­ων προς κάποιο θάνα­το. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπει­ρία μου διδά­σκει πως η αλη­θι­νή σκέ­ψη, ο προ­βλη­μα­τι­σμός οφεί­λει κάπου να στα­μα­τά. Δεν συμ­φέ­ρει. Γι’ αυτό και στα­μα­τώ. Ο ερα­σι­τε­χνι­σμός μου στην επι­κέ­ντρω­ση κι ανά­πτυ­ξη του θέμα­τος κιν­δυ­νεύ­ει να γίνει ευά­λω­τος από τους εχθρούς. Όμως οφεί­λω να δια­κη­ρύ­ξω το πάθος μου για μια πραγ­μα­τι­κή κι απρό­σκο­πτη ανθρώ­πι­νη ελευθερία.

Ο φασι­σμός στις μέρες μας φανε­ρώ­νε­ται με δυο μορ­φές. Ή προ­κλη­τι­κός, με το πρό­σχη­μα αντι­δρά­σε­ως σε πολι­τι­κά ή κοι­νω­νι­κά γεγο­νό­τα που δεν ευνο­ούν την περί­πτω­σή τους ή παθη­τι­κός μες στον οποίο κυριαρ­χεί ο φόβος για ό,τι συμ­βαί­νει γύρω μας. Ανο­χή και παθη­τι­κό­τη­τα λοι­πόν. Κι έτσι εδραιώ­νε­ται η πρό­κλη­ση. Με την ανο­χή των πολ­λών. Προ­τι­μό­τε­ρο αργός και σιω­πη­λός θάνα­τος από την αντί­δρα­ση του ζωντα­νού και ευαί­σθη­του οργα­νι­σμού που περιέχουμε.

Το φάντα­σμα του κτή­νους παρου­σιά­ζε­ται ιδιαι­τέ­ρως έντο­να στους νέους. Εκεί επι­δρά και το marketing. Η επιρ­ροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρό­που ζωής που ευνο­εί το εμπό­ριο. Κι όπως η εμπο­ρία ναρ­κω­τι­κών ευνο­εί τη διά­δο­σή τους στους νέους, έτσι και η μου­σι­κή, οι ιδέ­ες, ο χορός και όσα σχε­τί­ζο­νται με τον τρό­πο ζωής τους έχουν δημιουρ­γή­σει βιο­μη­χα­νία και τερά­στια κι αφά­ντα­στα οικο­νο­μι­κά ενδια­φέ­ρο­νται. Και μη βρί­σκο­ντας αντί­στα­ση από μια στέ­ρεη παι­δεία όλα αυτά δημιουρ­γούν ένα κατάλ­λη­λο έδα­φος για να ανθί­σει ο εγω­κε­ντρι­σμός η εγω­πά­θεια, η κενό­τη­τα και φυσι­κά κάθε κτη­νώ­δες ένστι­χτο στο εσω­τε­ρι­κό τους. Προ­σέξ­τε το χορό τους με τις ομοιό­μορ­φες στρα­τιω­τι­κές κινή­σεις, μακρά από κάθε διά­θε­ση επα­φής και επι­κοι­νω­νί­ας. Το τρα­γού­δι τους με τις συν­θη­μα­τι­κές επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες λέξεις, η απου­σία του βιβλί­ου και της σκέ­ψης από τη συμπε­ρι­φο­ρά τους και ο στό­χος για μια άνε­τη στα­διο­δρο­μία κέρ­δους και εύκο­λης επιτυχίας.

Βιώ­νου­με μέρα με τη μέρα περισ­σό­τε­ρο το τμή­μα του εαυ­τού μας – που ή φοβά­ται ή δεν σκέ­φτε­ται, επι­διώ­κο­ντας όσο γίνε­ται περισ­σό­τε­ρα οφέ­λη. Ώσπου να βρε­θεί ο κατάλ­λη­λος «αρχη­γός» που θα ηγη­θεί αυτό το κατά­πτυ­στο περιε­χό­με­νό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε.

Ο νεο­να­ζι­σμός είμα­στε εσείς κι εμείς – όπως στη γνω­στή παρά­στα­ση του Πιρα­ντέ­λο. Είμα­στε εσείς, εμείς και τα παι­διά μας. Δεχό­μα­στε να ‘μαστε απάν­θρω­ποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώ­πι­νοι» και συγκα­τα­βα­τι­κοί μπρο­στά στα ανθρω­ποει­δή ερπε­τά του φασι­σμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλο­χεύ­ει χωρίς προ­φύ­λα­ξη, χωρίς ντρο­πή. Ο νεο­να­ζι­σμός δεν είναι θεω­ρία, σκέ­ψη και αναρ­χία. Είναι μια παρά­στα­ση. Εσείς κι εμείς. Και πρω­τα­γω­νι­στεί ο Θάνατος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο