Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάριος Τόκας, συνέδεσε τη μουσική με την κοινωνική ευαισθησία

Ο Μάριος Τόκας γεν­νή­θη­κε στις 8 ιου­νί­ου 1954 στη Λεμε­σό. Σε ηλι­κία 20 χρό­νων έζη­σε στην πρώ­τη γραμ­μή, ως φαντά­ρος, την τουρ­κι­κή εισβο­λή. Βαθιά πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος, έδι­νε από πόλη σε πόλη συναυ­λί­ες, εμψυ­χώ­νο­ντας τους συμπα­τριώ­τες του και συγκε­ντρώ­νο­ντας χρή­μα­τα για τους πρόσφυγες.

Συγκλο­νι­σμέ­νος από την κυπρια­κή τρα­γω­δία γρά­φει τα έργα «Ψυχή τε και σώμα­τι» (μελο­ποι­η­μέ­να ποι­ή­μα­τα των απαγ­χο­νι­σθέ­ντων αγω­νι­στών της Ευα­γό­ρα Παλ­λη­κα­ρί­δη, Αντρέα Ζάκου κ.ά.), «Φωνή πατρί­δας» σε ποί­η­ση Κ. Μόντη, Θ. Πιε­ρί­δη και Νεσιέ Για­σίν (τα τρα­γού­δια «Ανα­σή­κω­σε την πλά­τη Πεντα­δά­χτυ­λε» και «Η δική μου η πατρί­δα» γίνο­νται σημαία του κυπρια­κού λαού) και «Αμμό­χω­στος Βασι­λεύ­ου­σα». Ανθρω­πος που δε δίστα­ζε να μιλή­σει ανοι­χτά για το δρά­μα της Κύπρου, αντι­τά­χθη­κε στο «σχέ­διο Ανάν», τονί­ζο­ντας ότι «οι εθνι­κά ορια­κές στιγ­μές θέλουν και καθα­ρές απαντήσεις».

«Μάριος από παι­δί ασχο­λή­θη­κε με τη μου­σι­κή, την οποία συνέ­δε­σε με την κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία που τον χαρα­κτή­ρι­ζε, καθώς εμφο­ρεί­το από τα ιδα­νι­κά της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης που του δίδα­ξε ο πατέ­ρας του, ποι­η­τής και δημο­σιο­γρά­φος Κύπρος Τόκας. Στα πρώ­τα του έργα μελο­ποί­η­σε ποι­ή­μα­τα του πατέ­ρα του για τις σχέ­σεις Ελλη­νο­κυ­πρί­ων και Τουρ­κο­κυ­πρί­ων και τον πόθο για κοι­νή ειρη­νι­κή πατρί­δα και ειρη­νι­κή συμ­βί­ω­ση. Απο­κο­ρύ­φω­μα αυτής της δημιουρ­γί­ας απο­τέ­λε­σε η μελο­ποί­η­ση του ποι­ή­μα­τος της Τουρ­κο­κύ­πριας συμπα­τριώ­τισ­σάς μας Νεσιέ Για­σίν “Η δική μου η πατρί­δα”… Δεν έμει­νε μόνο σε αυτή τη μου­σι­κή δημιουρ­γία. Εμπνεύ­στη­κε και από τους αγώ­νες του λαού μας για απε­λευ­θέ­ρω­ση, αλλά και από τον έρω­τα και την αγά­πη…» (Από τη δήλω­ση του Δ. Χρι­στό­φια — τ’ο­τε Προ­έ­δρου της Κυπρια­κής Δημο­κρα­τί­ας — με την αναγ­γε­λία θανά­του του Μάριου Τόκα)

Το 1975 ο Μ. Τόκας ήρθε στην Ελλά­δα. Σπού­δα­σε στο Εθνι­κό Ωδείο και τη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Πρώ­τος του δίσκος (1978) «Τα τρα­γού­δια της παρέ­ας», με τον Μανώ­λη Μητσιά. Ο τελευ­ταί­ος, «Ασπρο μαντί­λι ανέ­μι­ζε», ερμη­νεύ­τη­κε από τον Βασί­λη Σκου­λά. Εκα­νε μεγά­λες επι­τυ­χί­ες, συνερ­γα­ζό­με­νος με ερμη­νευ­τές όπως οι Αντώ­νης Καλο­γιάν­νης, Γιάν­νης Πάριος, Χάρις Αλε­ξί­ου, Δήμη­τρα Γαλά­νη, Δημή­τρης Μητρο­πά­νος, Πασχά­λης Τερ­ζής κ.ά. Ανά­με­σα στα γνω­στό­τε­ρα λαϊ­κά του τρα­γού­δια: «Αννού­λα του χιο­νιά», «Δίδυ­μα φεγ­γά­ρια», «Εξαρ­τά­ται», «Θάλασ­σες», «Η εθνι­κή μας μονα­ξιά», «Σαν τρε­λό φορ­τη­γό», «Σ’ ανα­ζη­τώ στη Σαλο­νί­κη», «Σ’ αγα­πώ», «Τα Λαδά­δι­κα» κ.ά. Το 1981 ηχο­γρά­φη­σε το δίσκο «Πικρα­μέ­νη μου γενιά», σε ποί­η­ση Γ. Ρίτσου, με ερμη­νευ­τή τον Λάκη Χαλ­κιά. Παράλ­λη­λα έγρα­ψε μου­σι­κή για τον κινη­μα­το­γρά­φο και το θέατρο.

Ο μάριος Τόκας έφυ­γε σε ηλι­κία 54 ετών στις 27 Απρι­λί­ου 2008

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο