Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Β) – Δεύτερο μέρος: Οι Άλλοι Πόλεμοι

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έξω από τη Μόσχα το 1962

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος έξω από τη Μόσχα το 1962 (πηγή: περιο­δι­κό Δια­βά­ζω, τεύ­χος 501, Νοέμ­βριος 2009)

Γρά­φει η ofisofi //

Σε αυτό το δεύ­τε­ρο βιβλίο του ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος έχει τον υπό­τι­τλο οι Άλλοι Πόλε­μοι. Ποιοι είναι αυτοί και πότε αρχίζουν;

Είναι οι πόλε­μοι οι εσω­τε­ρι­κοί που αρχί­ζουν όταν πρέ­πει τα πράγ­μα­τα να ονο­μα­σθούν και κυρί­ως όταν η πορεία πάνω στον κύκλο πρέ­πει να συνε­χι­στεί μέχρι την αρχή του άλλου με μόνη έγνοια την απε­λευ­θέ­ρω­ση από τα δεσμά της άγνοιας, το ξεμπέρδεμα.

«Όσο με αφο­ρά, μπο­ρώ να σημειώ­σω πως από μια στιγ­μή που την προσ­διο­ρί­ζω με ακρί­βεια στα 1956, όταν πήγα να μεί­νω στη Μόσχα, σε ό,τι έβγα­λα με το χέρι μου προς τα έξω πρέ­πει πάνω του να δια­βά­ζο­νται, έστω σαν σήμα­τα ανα­ζή­τη­σης, τα ίχνη αυτής της συναί­σθη­σης και της ταπει­νής μου προ­σπά­θειας. Δεν ξέρω να υπάρ­χουν θέμα­τα στα βιβλία μου, να υπάρ­χουν μορ­φές, που δεν υπα­γο­ρεύ­τη­καν από αυτό το αίσθη­μα. Από το ΄56, μπο­ρώ να πω, ήξε­ρα ότι τα βιβλία μου είναι η προ­σπά­θειά μου να ξεπε­ρά­σω την άγνοιά μου και να προ­σφέ­ρω ένα πολύ συγκε­κρι­μέ­νο παρά­δειγ­μα. Είναι κάποια πράγ­μα­τα γνω­στά, ίσως ακό­μα και αυτο­νό­η­τα. Όμως οι περι­στά­σεις το φέρ­νουν και πρέ­πει να προ­σπα­θή­σεις, όσο είναι στις δυνά­μεις σου, να τα βγά­λεις από τα μπερ­δέ­μα­τα όπου έπε­σαν, μπερ­δέ­μα­τα κατά πρώ­το λόγο δικά σου. Τίπο­τα το και­νούρ­γιο δεν ανα­κα­λύ­πτεις, αυτό το ξέρεις. Χαρά­ζεις όμως μια και­νούρ­για γραμ­μή, που είναι δική σου, και­νουρ­γιώ­νο­ντας εικό­νες που τις βλέ­πεις να σβή­νουν, παίρ­νο­ντας από πάνω τους τις κάπνες κι απο­θέ­το­ντας προ­σε­χτι­κά κάποια απα­ραί­τη­τα χρώματα.»

Αυτή την επο­χή, το 1956, που πηγαί­νει στη Μόσχα συντε­λού­νται μεγά­λες αλλα­γές καθώς γινό­ταν μια στρο­φή σε πνευ­μα­τι­κά και καλ­λι­τε­χνι­κά επι­τεύγ­μα­τα του παρελ­θό­ντος και η παλιά Ρωσία γινό­ταν το μέρος όπου έστρε­φαν όλοι τα βλέμ­μα­τά τους και τις προσ­δο­κί­ες τους, θρή­σκοι και άθρη­σκοι, ο καθέ­νας από τη δική του οπτι­κή γωνία.

Για τον Αλε­ξαν­δρό­που­λο ήταν η επο­χή της συνά­ντη­σής του με το Μάξι­μο το Γραι­κό. Ο καλό­γε­ρος αυτός «συνήρ­γη­σε δρα­στή­ρια στη δική μου σκέ­ψη και στην ψυχι­κή βίω­ση της μεγά­λης στρο­φής που έπαιρ­ναν όλα σχε­δόν που ζού­σα­με και σκεφτόμαστε».

Υπήρ­ξε μια αλλη­λε­πί­δρα­ση στη σχέ­ση τους που δημιουρ­γή­θη­κε όταν ο συγ­γρα­φέ­ας βρέ­θη­κε μπρο­στά στον τάφο του Μάξι­μου και ειδι­κά μπρο­στά σε μια εικό­να του 17ου αιώ­να . Ήταν τόσο μεγά­λο το ενδια­φέ­ρον να μάθει γι΄αυτόν τον καλό­γε­ρο που στα­δια­κά οδη­γή­θη­κε σε μια εξα­ντλη­τι­κή έρευ­να, η οποία με τη σει­ρά της τον προ­κα­λού­σε και τον προ­βλη­μά­τι­ζε. Τότε του γεν­νή­θη­κε η ιδέα να γρά­ψει ένα μυθι­στό­ρη­μα για τη φυσιο­γνω­μία, την ηθι­κή στά­ση του Μάξι­μου χωρίς να είναι ιστο­ρι­κή και φιλο­λο­γι­κή μελέ­τη αλλά κάτι νέο. Η ιδέα του μυθι­στο­ρή­μα­τος ενι­σχύ­θη­κε από τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που του δημιούρ­γη­σαν οι απο­κα­λύ­ψεις του Χρου­σώφ και οι επι­ζή­σα­ντες των στρα­το­πέ­δων που τους έβλε­πε να τρι­γυρ­νούν στους δρό­μους της Μόσχας δημιουρ­γώ­ντας του τύψεις, διλήμ­μα­τα και πολι­τι­κές σκέ­ψεις αδια­νό­η­τες στο παρελθόν.

graikos

Με το μυθι­στό­ρη­μά του Σκη­νές από το βίο του Μάξι­μου του Γραι­κού ήθε­λε κυρί­ως να μιλή­σει για τους ανθρώ­πους εκεί­νους που πλή­ρω­σαν με την ελευ­θε­ρία τους και τη ζωή τους τον ανθρω­πι­σμό τους, τα όνει­ρά τους και την τόλ­μη τους αλλά να το συν­δέ­σει και με τα παθή­μα­τα και μαθή­μα­τα των αγώ­νων του αρι­στε­ρού και κομ­μου­νι­στι­κού κινήματος.

Και ως συνέ­χεια όλων αυτών έρχε­ται η περι­πέ­τεια των ιδε­ών. Όσοι βρί­σκο­νται απέ­ξω δεν μπο­ρούν να έχουν έγκυ­ρη γνώ­ση για το τι γίνε­ται μέσα. Απλά φαντά­ζο­νται. Κάπως έτσι σχο­λιά­ζουν και τη δική τους περι­πέ­τεια, τα μπερ­δέ­μα­τα και τα σκλα­βώ­μα­τα χωρίς να γνωρίζουν.

Όμως «τα δικά μας σκλα­βώ­μα­τα δεν ήταν ότι κάποιος μάς σκλά­βω­σε. Όπου υπήρ­ξε κι αυτό (προ­σω­πο­λα­τρεία), υπήρ­ξε όπως τα μικρά νοού­νται μες στα μεγά­λα. Επί­σης δεν σκλα­βω­θή­κα­με στις ιδέ­ες, όπως λένε συνή­θως. Το αντί­θε­το συνέ­βη: εμείς σκλα­βώ­σα­με τις ιδέ­ες και τις κάνα­με αγνώ­ρι­στες. Ο άνθρω­πος σκλα­βώ­νει τις ιδέ­ες του από τη στιγ­μή που τις γνω­ρί­ζει. Το πολύ να πει κανείς ότι ξεκι­νά με μια ώθη­ση και εξάρ­τη­ση, αλλά γρή­γο­ρα η σχέ­ση ανα­τρέ­πε­ται κι ο άνθρω­πος παίρ­νει τη σωστή του θέση, βάζει τις ιδέ­ες του από κάτω, τις καβα­λά κι αρχί­ζει να τις πιλα­τεύ­ει. Το πού σκλα­βω­θή­κα­με εμείς με μια λέξη δε λέγε­ται, χρειά­ζο­νται του­λά­χι­στο δύο, Σκλα­βιά κι Ελευ­θε­ρία, στην ένω­ση και την αλλη­λεγ­γύη τους. Και στο τρο­με­ρό τους μπλέξιμο.»

Υπάρ­χουν όμως και κάποια γνω­ρί­σμα­τα που χαρα­κτη­ρί­ζουν τα παι­διά όπως η τόλ­μη, η άγνοια, η κου­του­ρά­δα, η ανευ­θυ­νό­τη­τα , η αθω­ό­τη­τα και η βαρ­βα­ρό­τη­τα, που οδη­γούν τους ανθρώ­πους σε πρά­ξεις χωρίς όρια με τρα­γι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Όσο κυριαρ­χεί η παι­δι­κό­τη­τα στις πρά­ξεις των ανθρώ­πων και αργεί η ενη­λι­κί­ω­ση τόσο πιο νοση­ρή και τελ­μα­τώ­δης γίνε­ται η κατά­στα­ση. Κάπου πρέ­πει να υπάρ­χει ένα όριο διό­τι η παι­δι­κό­τη­τα αυτή εξαν­δρα­πο­δί­ζει τα πάντα.

Ανά­με­σα σε αυτές τις δια­πι­στώ­σεις έρχο­νται και οι σκέ­ψεις για ανθρώ­πους απλούς και ανε­πι­τή­δευ­τους με ψυχή και εσω­τε­ρι­κό κόσμο . Και για κάποιους άλλους που αν και απο­δεί­χτη­καν συνε­πείς κομ­μου­νι­στές και θυσιά­στη­καν, δεν απαλ­λά­χτη­καν από την αρνη­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά τους και τον κακό τους χαρακτήρα.

Μέσω αυτών λει­τουρ­γεί η μνή­μη και οι ανα­μνή­σεις του και με μια όμορ­φη ανα­λο­γία παρου­σιά­ζει τα παλιά γεγο­νό­τα σαν ένα δέν­δρο στα κλα­διά του οποί­ου σκαρ­φά­λω­σαν μετα­γε­νέ­στε­ρα γεγο­νό­τα και εμπει­ρί­ες. Προ­σπα­θεί να ξανα­κα­τε­βά­σει λοι­πόν από το δέν­δρο όσα έχουν χαρα­χτεί μέσα του και μπο­ρεί πιο εύκο­λα να τα δια­κρί­νει από δεκά­δες άλλα.

Σαν δέντρα με ζωντα­νή φυλ­λω­σιά ξεχω­ρί­ζουν όλοι εκεί­νοι οι άνθρω­ποι που τον συντρό­φευ­σαν και τους συντρό­φευ­σε: ο Αντω­νά­κης ο Βογιά­ζος «αγνή, άδο­λη ψυχή, ταλέ­ντο τρυ­φε­ρό και οξύ», η Έλλη Αλε­ξί­ου «βασι­λι­κή δρυς», η Φού­λα Χατζι­δά­κη «μ’ όλους τους κλώ­νους ν’ ανε­μί­ζουν από ανέ­μους που φυσού­σαν έξω, φυσού­σαν και μέσα», ο Από­στο­λος Σπή­λιος «πανύ­ψη­λος, με τα κλω­νά­ρια του να περ­πα­τούν περί­ερ­γα στους τοί­χους», ο Γιώρ­γος Σεβα­στί­κο­γλου «πελώ­ρια, βρο­ντη­χτή, αση­μέ­νια ελιά, σει­στός και λυγι­στός μ’ όλα του τα φύλ­λα φορ­τω­μέ­να σκέ­ψεις για δημιουρ­γία και, μαζί, τις πλέ­ον καθη­με­ρι­νές φρο­ντί­δες του ανε­λέ­η­του βιο­πο­ρι­σμού που διό­λου δεν τον λύγιζαν.»

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος με την Σόνια Ιλίνσκαγια και Έλλη Αλεξίου στη Νέα Μάκρη το 1981

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος με την Σόνια Ιλίν­σκα­για και Έλλη Αλε­ξί­ου στη Νέα Μάκρη το 1981 (πηγή: περιο­δι­κό Δια­βά­ζω, τεύ­χος 501, Νοέμ­βριος 2009)

Οι άνθρω­ποι αυτοί και αρκε­τοί άλλοι τον βοή­θη­σαν με τον τρό­πο τους, την προ­σω­πι­κό­τη­τά τους, τη στά­ση τους , τον αγώ­να τους «αρκε­τά σκλη­ρό κάπο­τε, ποι­κι­λό­τρο­πα σκλη­ρό» να κρα­τή­σει μερι­κά πράγ­μα­τα που ήταν τα πάντα και πολύ εύκο­λα μπο­ρού­σαν να χαθούν. Μέσα τους κρα­τού­σαν μια φλό­γα , ένα κερί. Αυτό προ­σπά­θη­σε να κρα­τή­σει αναμ­μέ­νο διό­τι χωρίς αυτή τη φλό­γα «χωρίς το κερί η πιο λαμπρή ιδέα, η πιο μεγά­λη Αντί­στα­ση γίνε­ται κι αυτή Στά­ση, που μπο­ρεί και να σκλα­βώ­νει με τρό­πο ανε­πα­νόρ­θω­το.» Το κερί φωτί­ζει το δρό­μο και τη σκέ­ψη του.

Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος μάλ­λον έβλε­πε ότι προ­κα­λού­σε αντι­δι­κί­ες σχε­τι­κά με το θέμα της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης. Δηλώ­νει λοι­πόν ότι πρό­θε­σή του υπήρ­ξε όχι η αντι­δι­κία αλλά η κατα­γρα­φή περι­στα­τι­κών που πέρα­σαν από δίπλα του και η επι­θυ­μία του να τα συνο­δεύ­σει με λίγες σκέψεις.

Οι σκέ­ψεις του και οι εκτι­μή­σεις του έχουν ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον, διό­τι βάζει το δάκτυ­λο πάνω στην πλη­γή και όσο κι αν πονά­ει την ψηλα­φεί με νηφα­λιό­τη­τα και ψυχραι­μία δια­τη­ρώ­ντας συγ­χρό­νως χαμη­λούς τόνους, όπως όταν μιλά­ει κάποιος για αγα­πη­μέ­νο του πρό­σω­πο που πέθα­νε από τα λάθη του αλλά αυτός εξα­κο­λου­θεί να το νιώ­θει αγα­πη­μέ­νο και να σπα­ρά­ζει για το χαμό του.

Η ομο­λο­γία του συγ­γρα­φέα που υπήρ­ξε φίλος και φιλο­ξε­νού­με­νος της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης μαζί με πολ­λούς άλλους για χρό­νια ολό­κλη­ρα είναι ότι και αυτοί οι ίδιοι έλε­γαν ψέμα­τα για το καθε­στώς καθώς «Όλοι υπέ­πε­σαν στα συντρο­φι­κά παρο­ρά­μα­τα και πλημμέλειες.»

Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση είχε μετα­βλη­θεί σε αυτο­κρα­το­ρία και μέσα της δημιούρ­γη­σε πολ­λές ανο­μοιο­γέ­νειες που την οδή­γη­σαν στην καταστροφή.

Ένας πολύ σημα­ντι­κός παρά­γο­ντας υπήρ­ξε ο συν­δυα­σμός σοσια­λι­σμού και εξου­σί­ας. Δυο έννοιες που δεν μπο­ρούν να συνυ­πάρ­ξουν. Ο σοσια­λι­σμός στο­χεύ­ει στον περιο­ρι­σμό της εξου­σί­ας, στην απο­κέ­ντρω­ση και στην αυτο­διοί­κη­ση. Αυτό ήταν το επι­θυ­μη­τό από την επο­χή της επα­νά­στα­σης, αλλά δεν έγι­νε κατορ­θω­τό. Δημιουρ­γή­θη­κε ένα τερά­στιο και ισχυ­ρό κρά­τος που για να μπο­ρέ­σει να εδραιω­θεί χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη Βία και το Ψέμα. Πάνω σε αυτή την πλευ­ρά του συστή­μα­τος χτύ­πη­σαν οι αντί­πα­λοί του για να το ρίξουν και οι υπε­ρα­σπι­στές του για να το στηρίξουν.

Σε αυτήν την κατά­στα­ση δεν υπήρ­ξε αντίδοτο.

«Αλλά οι άνθρω­ποι που διοί­κη­σαν τη χώρα, δε σκέ­φτη­καν να δημιουρ­γή­σουν δικούς τους μηχα­νι­σμούς αυτο­ε­κτό­νω­σης στην κοι­νω­νία τους, ώστε τα φαρ­μά­κια της να διο­χε­τεύ­ο­νται και να φεύ­γουν. Απο­τε­λε­σμα­τι­κό σύστη­μα απορ­ρο­ής δεν κατά­φε­ραν να φτιά­ξουν. Να μην βρά­ζουν τα φαρ­μά­κια μες στη ζωή τους και να την πικραί­νουν όλη ως κάτω – οι άλλοι, οι πανούρ­γοι καπι­τα­λι­στές και οι πολι­τι­κοί τους, τι κάνουν, πώς τα κατα­φέρ­νουν να ζουν, να διαιω­νί­ζο­νται; Η δύνα­μη ζωής του καπι­τα­λι­σμού είναι καμία άλλη, είναι οι ωραί­οι του σκο­ποί κι οι φιλι­κές δια­θέ­σεις, η εντι­μό­τη­τα του, τ’ αθώα όνει­ρά του, η ισό­τη­τα και η αδελ­φό­τη­τα των ανθρώ­πων, το μυστι­κό του είναι τίπο­τα παρα­πά­νω από τον επι­δέ­ξιο αυτό­μα­το εξα­ε­ρι­σμό και μια κάλ­πι­κη τις περισ­σό­τε­ρες φορές, αλλα­γή και ανα­νέ­ω­ση, που πάντως δε λεί­πει από τη ζωή της κοινωνίας;»

Η κατά­στα­ση αυτή δεν ήταν πάντα έτσι. Την επο­χή του Λένιν οι άνθρω­ποι δεν έλε­γαν ψέμα­τα για­τί πολε­μού­σαν, ζού­σαν άλλες κατα­στά­σεις. Αλλά και ο ίδιος ο Λένιν ήταν μία δια­φο­ρε­τι­κή περί­πτω­ση που δεν μπο­ρεί να κρι­θεί με τα συνη­θι­σμέ­να μέτρα.

Οι Σοβιε­τι­κοί, υστε­ρό­τε­ρα, στα προ­βλή­μα­τα που δημιουρ­γή­θη­καν δεν έδω­σαν υγιείς λύσεις ή δεν άφη­σαν να λει­τουρ­γή­σουν όσες έδω­σαν με απο­τέ­λε­σμα να απο­δυ­να­μώ­νουν το σοσια­λι­σμό καθώς τον στή­ρι­ζαν στην δύνα­μη, τον κατα­να­γκα­σμό και το ψέμα. Το πιο μεγά­λο ψέμα όμως υπήρ­ξε η επι­βο­λή της ιδε­ο­λο­γί­ας ως θρη­σκεί­ας, δημιουρ­γώ­ντας έτσι μια πλα­στή συνείδηση.

Μέσα από αυτό το πρί­σμα η μαρ­ξι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία, η ταυ­τι­σμέ­νη με τη δημιουρ­γι­κή σκέ­ψη, αγκυ­λώ­θη­κε και συν­δέ­θη­κε με ανθρώ­πι­νους και επι­κίν­δυ­νους εξτρε­μι­σμούς. «Από το μαρ­ξι­σμό κατά­λα­βαν τον εξτρε­μι­σμό του μόνο, παίρ­νο­ντας ο καθέ­νας ό,τι ανα­λο­γού­σε στη φύση της δικής του ακρό­τη­τας… Ο μαρ­ξι­σμός λει­τούρ­γη­σε περισ­σό­τε­ρο σαν καψού­λι σε εύφλε­κτα πρε­σα­ρι­σμέ­να υλι­κά – ή δεν επή­ρε διό­λου φωτιά, δεν τον πήραν είδηση.»

Ο σοσια­λι­σμός βού­λια­ξε μέσα στη ζωή, μέσα στα όριά της «Μέσα σ’ αυτά – πάνω τους – τσα­κί­στη­καν τα καράβια.»

Προ­κει­μέ­νου όμως ο ανα­γνώ­στης να κατα­λά­βει τι ακρι­βώς συνέ­βη σε αυτή τη χώρα θα πρέ­πει να επι­μεί­νει σε δύο λέξεις και να τις προ­σέ­ξει ιδιαί­τε­ρα. Είναι οι λέξεις στα­σι­μό­τη­τα και κρα­δα­σμοί για­τί «Είναι ο σκε­πα­σμέ­νος λάκος, μέσα στον οποί­ον έπε­φταν – και πέφτουν – συνή­θως οι ξένοι στις σκέ­ψεις για τη Ρωσία. Ο κάθε ξένος, κατά κανό­να, απο­μο­νώ­νει ένα ζήτη­μα, ένα όνο­μα και μιλά­ει γι’ αυτό χωρίς καθό­λου να υπο­ψιά­ζε­ται ότι πατά σε κλα­ριά κι από κάτω είν’ ο λάκος.»

Ο συγ­γρα­φέ­ας θέλει να επι­ση­μά­νει την άγνοια για τη ρωσι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από πολ­λούς οι οποί­οι κατα­σκευά­ζουν δική τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη­ρι­ζό­με­νοι σε μύθους. Επί­σης δια­πι­στώ­νει με πόση ευκο­λία οι σύγ­χρο­νοι προ­βαί­νουν σε χαρα­κτη­ρι­σμούς και αφο­ρι­στι­κές σκέ­ψεις για τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και κυρί­ως μετά τη διά­λυ­σή της.

Με αφορ­μή λοι­πόν τη δήλω­ση ενός δημο­σιο­γρά­φου ότι μετά από εβδο­μή­ντα χρό­νια Σοβιε­τι­κής Ένω­σης δεν έμει­νε τίπο­τε αλλά όλα δια­λύ­θη­καν σαν καπνός ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος γράφει:

«Εμέ­να, από τα εβδο­μή­ντα χρό­νια της σοβιε­τι­κής ιστο­ρί­ας μου ανα­λο­γούν τα τριά­ντα του­λά­χι­στο – για να μην πω όλα τα τελευ­ταία σαρά­ντα σοβιε­τι­κά χρό­νια. Είναι κατα­δι­κά μου. Όλα με την κάθε μέρα τους πέρα­σαν από μέσα μου όπως από το φίλ­τρο το νερό. Τις ψηλά­φη­σα μία προς μία. Τις ξέρω σαν δικές μου μέρες. Και καμιά δεν χαρί­ζω του δημο­σιο­γρά­φου. Τις κρα­τώ όλες. Όλες είναι δικές μου και μένουν μαζί μου. Είναι πραγ­μα­τι­κές, τις σκέ­φτο­μαι , τις ανα­πο­λώ – τις τιμώ. Τις θυμά­μαι και τις ξανα­ζώ, με διά­φο­ρες αφορ­μές. Και χωρίς αφορ­μές. Τις έχει μέσα η ψυχή μου. Πολ­λά είναι κι αυτά που νοσταλ­γώ, οι άνθρω­ποι πριν απ’ όλα. Και κεί­να που πήγαν να φτιά­ξουν και τα πλή­ρω­σαν τόσο ακρι­βά και στο τέλος δεν έγι­ναν. Και βέβαια πιο πολύ απ’ όλα ανα­πο­λώ, νοσταλ­γώ, αυτό που εκεί είχα και τώρα εδώ δεν το έχω: τη νιό­τη μου. Όλα εκεί­να που δέθη­καν μαζί της κι είναι αξε­χώ­ρι­στα από μένα.

Σκέ­φτο­μαι τους ανθρώ­πους, τα σημε­ρι­νά τους βάσα­να. Σκέ­φτο­μαι πως αν ήμουν κι εγώ εκεί τώρα, δεν θα είχα διό­λου τον χρό­νο να τα συλ­λο­γί­ζο­μαι όλα τού­τα, για­τί κι ο ίδιος θα τα ζού­σα, τα ίδια ακρι­βώς μ’ εκεί­νους. Δεν θα είχα διό­λου την ευκο­λία να κρί­νω και να συγκρί­νω, μ’ ένα ζεμπί­λι στο χέρι θα στε­κό­μουν στις ουρές, θα έτρε­χα στα ιατρεία, στα φαρ­μα­κεία, που δεν έχουν φάρ­μα­κα, ούτε ασπι­ρί­νες ούτε ιώδιο ούτε τίπο­τα. Όλοι αυτοί, που τους φωτο­γρα­φί­ζουν οι δημο­σιο­γρά­φοι στους δρό­μους και μπρο­στά στ’ άδεια ράφια των μαγα­ζιών, ξέρω από πού έρχο­νται, τι σκά­λες κατέ­βη­καν και θ’ανεβούν, πού πάνε, τι νιώ­θουν στους δρό­μους. Με πιά­νει απο­δώ η ίδια κού­ρα­ση, η ίδια απελ­πι­σία, η ίδια αγανάκτηση.»

Η ελπί­δα δεν χάνε­ται όσο και αν ποδο­πα­τεί­ται και κάποια στιγ­μή θα έρθει ο σοσια­λι­σμός «ο άλλος, ο καλός- το θέλου­με, δεν το θέλου­με. Θα έρθει μόνος του όταν κανείς πια δε θα μπο­ρεί, παρά μόνο εκεί­νος, να μοι­ρά­ζει σε δισε­κα­τομ­μύ­ρια στό­μα­τα τους πέντε άρτους.»

Όμως όλη αυτή η διά­λυ­ση άρχι­σε να εκδη­λώ­νε­ται και να γίνε­ται ολο­φά­νε­ρη το αργό­τε­ρο μέσα στη δεκα­ε­τία του ΄60, διό­τι πριν το 1991 είχαν πεθά­νει πολ­λά, ιδέ­ες, προ­σπά­θειες, ελπί­δες, αισιο­δο­ξία. Τότε το 1960, επο­χή εξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μη, οι άνθρω­ποι είχαν πιστέ­ψει σε αλλα­γές, αλλά στη συνέ­χεια όλα απο­δεί­χτη­καν φρού­δες ελπί­δες μιας και τότε δόθη­κε και χάθη­κε η τελευ­ταία μάχη.

Όλα αυτά τα γεγο­νό­τα επη­ρέ­α­σαν με τον τρό­πο τους και τη συγ­γρα­φι­κή δου­λειά του Αλε­ξαν­δρό­που­λου. Προ­σπά­θη­σε να δια­μορ­φώ­σει μια αντί­λη­ψη, να δει τα πράγ­μα­τα πέρα από το βίω­μα και να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές. Ο ίδιος σημειώ­νει ότι κατά βάθος συνέ­χι­ζε να γρά­φει το ίδιο βιβλίο με κοι­νό το θέμα της Αντί­στα­σης που επε­κτει­νό­ταν στο χαρα­κτή­ρα και στη συμπε­ρι­φο­ρά του ανθρώ­που που δια­πλά­θε­ται και αυτο­δη­μιουρ­γεί­ται όσο αντι­στέ­κε­ται στο περι­βάλ­λον, διό­τι το μεγα­λύ­τε­ρο κακό συμ­βαί­νει όταν ο άνθρω­πος δέχε­ται πιέ­σεις, εξου­θε­νώ­νε­ται αλλά δεν αντιστέκεται.

Η ατμό­σφαι­ρα έγι­νε ακό­μη πιο βαριά τα τελευ­ταία χρό­νια του Χρου­σώφ και μετά. Σιγά σιγά όλα γίνο­νταν κατε­στη­μέ­νο και οι άνθρω­ποι απο­γοη­τεύ­ο­νταν και απελ­πί­ζο­νταν. Τώρα δεν ήθε­λαν να αλλά­ξει η κατά­στα­ση προς το καλύ­τε­ρο, πάλευαν να ρίξουν το καθε­στώς. Πάρα πολ­λοί δού­λε­ψαν για να γίνει αυτό πραγματικότητα.

Ως προς την κρι­τι­κή που ασκού­σαν διά­φο­ροι απέ­ξω για τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος δηλώ­νει ότι δια­φω­νού­σε και ότι δεν συμ­φω­νού­σε ούτε με την εξέ­λι­ξη των γεγο­νό­των που οδή­γη­σαν στην κατα­στρο­φή της. Η κατά­στα­ση ήταν τρα­γι­κή και μερι­κές φορές δινό­ταν η εντύ­πω­ση του αστεί­ου με όσα συνέ­βαι­ναν στην ιεραρ­χία, με τα βρα­βεία και τα παρά­ση­μα και τους λόγους.

«Κι όμως, πρώ­το, όταν κάποιος ρωτά, όταν ανα­ρω­τιέ­σαι κι ο ίδιος, για­τί λυπά­σαι που όλη αυτή η υπό­θε­ση οδη­γή­θη­κε στη διά­λυ­ση, έρχε­ται εκεί­νο ακρι­βώς το ανθρώ­πι­νο κλί­μα, οι ψυχι­κές σχέ­σεις των ανθρώ­πων, που δεν ήταν όλες για πέτα­μα, αλλά άξιες μιας καλύ­τε­ρης τύχης, καλύ­τε­ρης μετα­χεί­ρι­σης για την ακρί­βεια. Καθό­λου δεν λυπά­μαι την αυτο­κρα­το­ρία, αλλά μόνο αυτό που μόλις είπα. Δεν με αφή­νει η σκέ­ψη ότι εκεί πάνω, σ’ αυτή την χώρα, δε νική­θη­κε ο σοσια­λι­σμός, αλλά ακό­μα μια φορά ο άνθρω­πος δεν μπό­ρε­σε να κρα­τή­σει κάποια πολύ σπου­δαία πράγ­μα­τα, που πέρα­σαν δίπλα του, κάποιες αλη­θι­νές ανθρώ­πι­νες κατα­κτή­σεις, που βέβαια δεν εχά­θη­καν δια μιας το 1990, αλλά σ’ όλο εκεί­νο το διά­στη­μα των 70 χρό­νων κάπου γεν­νιού­νταν, κάπου άνθι­ζαν, κάπου άρχι­ζαν να στρα­πα­τσά­ρο­νται και να μαραί­νο­νται, να οδη­γού­νται κι αυτές στη διά­λυ­ση, στο θάνατο.»

ussrΤο ζήτη­μα δεν είναι ότι δια­λύ­θη­κε η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση αλλά ότι μαζί της χάθη­καν ηθι­κές αρχές και αξί­ες πρω­τό­γνω­ρες όπως η συντρο­φι­κό­τη­τα, η οικο­γε­νεια­κό­τη­τα, η σπι­τι­κό­τη­τα, που ένω­ναν τους ανθρώ­πους ψυχι­κά, πρό­σφε­ραν ζεστα­σιά και εξου­δε­τέ­ρω­ναν ό,τι τους χώρι­ζε και τους πολε­μού­σε. Στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση όλα όσα θεσμο­θε­τή­θη­καν είχαν ένα στό­χο, την εξαν­θρώ­πι­ση του ανθρώ­που με την απε­λευ­θέ­ρω­σή του από προ­λή­ψεις και δεσμεύ­σεις. Εκτι­μώ­ντας την πορεία του σοσια­λι­σμού στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση πολ­λοί είναι εκεί­νοι που σπεύ­δουν να δηλώ­σουν ότι επι­βε­βαιώ­θη­καν για την αρνη­τι­κή κρι­τι­κή τους και χει­ρο­κρο­τούν μανια­σμέ­να την πτώ­ση της. Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση όμως και η πρα­κτι­κή εφαρ­μο­γή εκεί του σοσια­λι­σμού πρό­σφε­ραν στην ανθρω­πό­τη­τα ανε­κτί­μη­τη και τερά­στια πολι­τι­κή και ανθρώ­πι­νη πεί­ρα. Αυτή με τη σει­ρά της επέ­δρα­σε θετι­κά σε όλο τον κόσμο και έφε­ρε σημα­ντι­κές αλλα­γές ακό­μα και στις μεγά­λες καπι­τα­λι­στι­κές χώρες. Χωρίς την επί­δρα­ση του σοσια­λι­σμού θα ήταν αδύ­να­τες. Αυτό καλό είναι να μην το ξεχνά­ει κανείς ακό­μα και αν υπήρ­ξε φανα­τι­κός πολέ­μιος της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης και του σοσια­λι­στι­κού συστή­μα­τος. Ίσα ίσα που όσα θετι­κά και όσα αρνη­τι­κά συνέ­βη­σαν στα 70 χρό­νια της σοβιε­τι­κής ιστο­ρί­ας θα πρέ­πει να μελε­τη­θούν προ­σε­κτι­κά για το τι πραγ­μα­τι­κά είναι σοσια­λι­σμός και τι δεν είναι.

Και θα πρέ­πει να ξεκι­νή­σει κανείς μελε­τώ­ντας τα αρνη­τι­κά της σοβιε­τι­κής κοι­νω­νί­ας διό­τι η ίδια δεν έμα­θε να εκτι­μά και να σέβε­ται ό,τι καλό έφτια­χνε. Και όπως δεν μετα­χει­ρι­ζό­ταν καλά τα αγα­θά της το ίδιο έκα­νε και με τις ιδέ­ες, τις οποί­ες σκότωνε.

alexb4Είναι γεγο­νός ότι πολ­λοί άνθρω­ποι, καλο­προ­αί­ρε­τοι, καθα­ροί και αγνοί, κακο­ποι­ή­θη­καν και κακο­με­τα­χει­ρί­στη­καν. «Οι άνθρω­ποι, που πίστε­ψαν στον κομ­μου­νι­σμό και τον αγκά­λια­σαν με την ψυχή τους, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έφτα­σαν να γίνουν, όσοι δεν εξο­ντώ­θη­καν έτσι ή αλλιώς, το μαλα­κό υπο­χω­ρη­τι­κό υλι­κό, το μοι­ραίο ανθρώ­πι­νο εγκλι­τι­κό, πάνω στο οποίο ανε­μπό­δι­στα, αδια­μαρ­τύ­ρη­τα κι ατι­μώ­ρη­τα άσκη­σαν τη σκλη­ρό­τη­τά τους οι άλλοι, οι κακοί και πονη­ροί. Και πάντα ο σατρα­πι­σμός στον κόσμο ρίζω­νε και φού­ντω­νε πάνω στην εύπι­στη κι εύκο­λη στην υπο­τα­γή ανθρώ­πι­νη ψυχή.»

Δυστυ­χώς αυτά επη­ρέ­α­σαν πολύ τους ανθρώ­πους , οι οποί­οι ένιω­θαν αδιά­φο­ροι απέ­να­ντι στην ιδέα. Πιο πολύ όμως ευθύ­νη φέρουν εκεί­νοι που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν την ιδέα προ­κει­μέ­νου να δια­μορ­φώ­σουν το νέο άνθρω­πο αλλά κατέ­λη­ξαν να δια­μορ­φώ­σουν τη μορ­φή του σοβιε­τι­κού ηγέ­τη, που αφού γνώ­ρι­σε μέρες δόξας κατέ­λη­ξε στην τέλεια αποξένωση.

Η ηγε­σία υπήρ­ξε επιρ­ρε­πής στη φθο­ρά και έκα­νε ό,τι μπο­ρού­σε για να ανα­πο­δο­γυ­ρί­σει η κοι­νω­νία καθώς δεν μπό­ρε­σαν να ισορ­ρο­πή­σουν τη σχέ­ση τους με τον σοσιαλισμό.

(συνε­χί­ζε­ται)

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλε­μοι. Ο αδελ­φός μου ο Βάσια με λου­λού­δια, εκδό­σεις Δελ­φί­νι, Αθή­να 1994

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο