Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Β). Τέταρτο μέρος (τελευταίο): «Όμως εμάς ο σοσιαλισμός μάς χάρισε από μια Ιθάκη στον καθένα μας…»

alex29

Γρά­φει η ofisofi //

Είναι πολύ σημα­ντι­κό να ακού­σου­με τον Μήτσο Αλε­ξαν­δρό­που­λο να σχο­λιά­ζει όλη αυτήν την κατά­στα­ση και να δού­με μέσα από την κρι­τι­κή ματιά του πώς αξιο­λο­γεί την πορεία του σοσια­λι­σμού στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση αλλά και τη μορ­φή του και το τι σημαί­νει τελι­κά για την καθη­με­ρι­νό­τη­τα των ανθρώ­πων ο σοσια­λι­σμός. Τι σχέ­ση έχει με την επο­χή μας, το παρόν και το μέλ­λον μας.

«Είναι ανά­γκη να επι­μεί­νει η σημε­ρι­νή αντί­λη­ψη στους ίδιους τους αρνη­τι­κούς μηχα­νι­σμούς μέσα σ’ εκεί­νη την κοι­νω­νία που την έφε­ραν ως την κατα­στρο­φή. Ο σοσια­λι­σμός, αυτός ο ίδιος ο λεγό­με­νος υπαρ­κτός σε αντι­δια­στο­λή με τον ονει­ρε­μέ­νο, δεν ήρθε για να φύγει, αλλά για να μεί­νει. Κι εδώ χρειά­ζε­ται προ­σο­χή. Η ιστο­ρία προει­δο­ποιεί για τους επερ­χό­με­νους σει­σμούς. Έρχε­ται κι ο σοσια­λι­σμός, όπως τα και­νούρ­για φύλα τα χρό­νια των μεγά­λων μετα­να­στεύ­σε­ων, όσες φορές και να τα γύρι­σαν πίσω εκεί­να ήρθαν και ξανάρ­θαν, στο τέλος έμει­ναν και ρίζω­σαν. Δεν γίνε­ται αλλιώς, έτσι θα πάει και με τον σοσια­λι­σμό. Και πρέ­πει να σκέ­φτε­ται κανείς ότι θα έρχε­ται ολο­έ­να και δρι­μύ­τε­ρος, ολο­έ­να και λιγό­τε­ρο σαν όνει­ρο, θα έρχε­ται σαν μια ανά­γκη σκλη­ρή – σκλη­ρή, αδυ­σώ­πη­τη κι ανα­πό­τρε­πτη. Ο κόσμος πρέ­πει να την συνη­θί­ζει κι αυτή τη σκέ­ψη. Ότι ο σοσια­λι­σμός – αυτό που απο­τε­λεί σήμε­ρα το ιστο­ρι­κό του περιε­χό­με­νο – όσο περισ­σό­τε­ρο τον ταλαι­πω­ρούν και τον καθυ­στε­ρούν, τόσο τον αγριεύ­ουν, τόσο τον παρα­χα­ρά­ζουν, ότι από ευχή και όνει­ρο θα γίνε­ται όλο και πιο ανα­γκαίο κακό και τα πράγ­μα­τα θα δυσκο­λεύ­ουν, πρέ­πει όλοι να το σκέ­φτο­νται και να το συνη­θί­ζουν και ακρι­βώς από την άπο­ψη αυτή η πεί­ρα που έχει αφή­σει το σοβιε­τι­κό παρά­δειγ­μα, σαν μια πρώ­τη ισχυ­ρή γεύ­ση, μπο­ρεί να είναι πολύ­τι­μη – και η καλή του πεί­ρα και η κακή, η τελευ­ταία κυρί­ως. Αυτή μπο­ρεί να δώσει πολύ χρή­σι­μη γνώ­ση στην προ­σπά­θεια για έναν καλύ­τε­ρο εκπο­λι­τι­σμό και εξαν­θρω­πι­σμό, μια όσο τον δυνα­τόν ανθρώ­πι­νη αγω­γή σε κατα­στά­σεις που κινούν κι έρχο­νται σαν τα φυσι­κά φαινόμενα.

Να ξεδι­πλώ­σω λίγο ακό­μα τη σκέ­ψη μου: αυτό που ονο­μά­ζουν υπαρ­κτό σοσια­λι­σμό και το κατα­κρί­νουν, που­θε­νά δεν έφυ­γε, εδώ είναι και τώρα. Κι όχι εκεί, στη Ρωσία, αλλά εδώ σ’ εμάς, είναι παντού. Για μένα δεν απο­τε­λεί καθό­λου πρό­βλη­μα να τον ανα­γνω­ρί­ζω κάθε μέρα εδώ στους δικούς μας δρό­μους, μέσα σε τού­τη τη δική μας ζωή, στις σχέ­σεις των ανθρώ­πων και στις σκέ­ψεις των ανθρώ­πων. Είναι εδώ και είναι ολοζώντανος.

Οι ίδιες δυνά­μεις που τον έκα­ναν όπως τον έκα­ναν εκεί πέρα, αυτές οι ίδιες είναι κι εδώ σ’ εμάς σε πλή­ρη ακμή. Και μόνο με τον αρνη­τι­κό εαυ­τό τους. Εκεί του­λά­χι­στο είχε και τα καλά, είχε και κάποια – και ουκ ολί­γα – σοσια­λι­στι­κά αγαθά…

Είναι οι δυνά­μεις αυτές παντού όπου σχη­μα­τί­ζο­νται απρό­σω­πες συλ­λο­γι­κές σχέ­σεις οποιου­δή­πο­τε μεγέ­θους. Τις βλέ­που­με παντού, στο πολι­τι­κό μας σύστη­μα, στην κοι­νω­νι­κή ζωή, στον ιδιω­τι­κό βίο, στους δια­νο­ού­με­νους, στους πολι­τι­κούς και σ’ αυτούς τους εργά­τες, στο κρά­τος, στις επαγ­γελ­μα­τι­κές ενώ­σεις και στις σχέ­σεις τους με τον αθω­ρά­κι­στο πολί­τη – μα φτά­νει να πάρει κανείς αυτή τη σκέ­ψη και να κοι­τά­ξει γύρω και θα τα δει όλα μόνος του, είναι παντού, είναι και μέσα μας: μιλούν για υπαρ­κτό σοσια­λι­σμό κι εννο­ούν το σύστη­μα και την ιστο­ρία, ένα ορι­σμέ­νο πολί­τευ­μα, διό­λου δεν βλέ­πεις όμως να σκέ­φτο­νται κάτω από τα ονό­μα­τα το ανθρώ­πι­νο γεγο­νός, που αν σε κάτι αλλά­ξει μπο­ρεί να δώσει μια και­νούρ­για ποιό­τη­τα, αλλιώς μένει ό,τι ήταν, ό,τι πάντα και παντού είναι. Τι μας λυπεί, όσους λυπεί, στο σοβιε­τι­κό παρά­δειγ­μα; Που δεν έγι­νε τίπο­τα και ξανά­πε­σαν κι εκεί­νοι στον ίδιο παρα­νο­μα­στή μ’ εμάς τους άλλους. Εκεί­νοι τώρα είναι και χει­ρό­τε­ρα από μας. Αυτό μας λυπεί, κι άλλοι απε­να­ντί­ας χαί­ρο­νται γι’ αυτόν ακρι­βώς τον λόγο, καθώς βλέ­πουν να επι­βε­βαιώ­νε­ται πως όλοι κυλιό­μα­στε στις ίδιες λάσπες, κι αυτό δίνει μια άλλη ικα­νο­ποί­η­ση για­τί στον πόλε­μο κατά του σοσια­λι­σμού δύο μεγά­λα αισθή­μα­τα ήταν πάντα στους πρώ­τους ρόλους: άλλοι προ­α­σπί­ζουν συμ­φέ­ρο­ντα και άλλοι από την ακα­τά­βλη­τη ζωυ­φι­ΐα τους – μην τύχει ο άνθρω­πος και πάψει να’ ναι κοριός, όπως θα μας το έλε­γε άλλη μια φορά τώρα ο Ντοστογιέφσκι.

alex29bΤο σοβιε­τι­κό σύστη­μα γέν­νη­σε και μόνο του αρκε­τά στρα­βά κι ανά­πο­δα, γέν­νη­σε φθο­ρά και σήψη, πολ­λή άγνοια, ζωή στε­νε­μέ­νη, σκλη­ρή, πολ­λούς πονη­ρούς ή βλα­κώ­δεις εγω­ι­σμούς, αλλά στην τερα­το­γε­νε­σία που του προ­σγρά­ψαν (Αυτο­κρα­το­ρία του κακού, είπε κι ο αγγε­λι­κός Ρίγκαν) ένα του­λά­χι­στο μέρος τού το πήγαν από αλλού, όπου κι επα­να­πα­τρί­ζε­ται τώρα, στις πατρο­γο­νι­κές εστί­ες, καθώς τα μαγα­ζιά εκεί πέρα κλεί­σαν. Ας μην του το αρνη­θούν: ο υπαρ­κτός σοσια­λι­σμός έκα­με τον κόσμο να βλέ­πει καλύ­τε­ρα. Άφη­σε στη θέση του πολ­λά – εντε­λώς σημε­ρι­νά κι όλα δικά μας – ερω­τή­μα­τα κι ερε­θι­σμούς για τη σκέ­ψη μας. Είναι όλοι δικοί μας οι αρνη­τι­κοί μηχα­νι­σμοί που δού­λε­ψαν εκεί, είναι – έπει­τα από μια εξα­νά­στα­ση – οι μηχα­νές που βάζουν μπρος και ξανα­κά­νουν τον άνθρω­πο κοριό. Με την οξύ­τη­τα, την ειλι­κρί­νεια και την καθα­ρό­τη­τα που πήραν οι δου­λειές αυτές εκεί, με την ωμό­τη­τα που γνώ­ρι­σαν στην αρνη­τι­κή τους υπό­στα­ση, είναι και μια ευκαι­ρία να γυρί­σει και να δει ο καθέ­νας ό,τι του ανα­λο­γεί. Είναι μια σπά­νια ευκαι­ρία να τα δού­με καλά, όπως πάντα βλέ­που­με όσα γίνο­νται και δε γίνο­νται στη ράχη του άλλου.

Υπαρ­κτοί ξεϋ­παρ­κτοί, είμα­στε όλοι στον ίδιο παρο­νο­μα­στή. Γι’ αυτό δεν μιλώ για το πολί­τευ­μα, για τους ρώσους και την ιστο­ρία τους, δεν δίνω ιστο­ρι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση, μόνο προ­σπα­θώ να βγαί­νει λίγη ανθρώ­πι­νη γνώ­ση. Είναι δική μας ανά­γκη να εντο­πί­ζο­νται αυτές οι δυνά­μεις , που ανή­κουν σ’ όλους μας, να δουν και οι δικοί μας άνθρω­ποι πώς έγι­νε εκεί μ’ έναν πολύ ανοι­χτό, απρο­κά­λυ­πτο κι ωμό τρό­πο, όχι οι φιλο­σο­φί­ες και οι ιδε­ο­λο­γί­ες, αλλά εκεί όπου δια­δρα­μά­τι­σαν κρί­σι­μο ρόλο οι άνθρω­ποι με τα δικά τους όρια.

Καμιά επα­νά­στα­ση στην ιστο­ρία δεν επέ­ζη­σε με την ορθο­δο­ξία της. Μ’ αυτήν γίνο­νται οι επα­να­στά­σεις, αλλά δεν επι­βιώ­νουν. Δυστυ­χώς την ιδέα αυτή στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση την κακο­ποί­η­σαν αφά­ντα­στα. Το χει­ρό­τε­ρο ήταν η ορθο­δο­ξία στα λόγια, την ίδια στιγ­μή που αλύ­πη­τα την αναι­ρού­σαν στη ζωή, εδώ από τις ανυ­πέρ­βλη­τες ανά­γκες, εκεί από έπαρ­ση, ιδιο­τέ­λεια και στοι­χειώ­δη άγνοια της ιστο­ρί­ας και της ανθρώ­πι­νης φύσης, από την αμη­χα­νία τους και τα πολ­λά μπερ­δέ­μα­τα, όχι σπά­νια κι από μια ριζω­μέ­νη στη σκέ­ψη και στην ψυχο­λο­γία φτη­νή φτη­νό­τα­τη δημα­γω­γία που συνέ­πλεε, σε ορι­σμέ­να του­λά­χι­στο στρώ­μα­τα των κομ­μα­τι­κών και των κρα­τι­κών μηχα­νι­σμών, μ’ έναν κακο­μα­κι­για­ρι­σμέ­νο ή κι εντε­λώς απρο­κά­λυ­πτο κυνισμό.

Γι’ αυτό είπα ότι απέ­να­ντι στον πολύ κόσμο ένιω­θες και μεγά­λη ντροπή.

Όσο για τους δια­νο­ού­με­νους, εκεί­νοι ήταν κάπου πιο πέρα από σένα. Βίω­ναν μια ηλι­κία πιο πέρα από τη δική σου. Κι αυτό που εσύ πήγαι­νες να βρεις, εκεί­νοι το είχαν γνω­ρί­σει, το ζού­σαν, πρό­λα­βαν να το μπου­χτί­σουν και φως είχαν πάψει να βλέ­πουν. Κι άλλοι το είχαν ρίξει στον κυνι­σμό της σκέ­ψης, άλλοι κρυ­φά και φανε­ρά να πολε­μούν το σύστη­μα ή μένο­ντας με τον σκε­πτι­κι­σμό και τη βαθιά τους περι­συλ­λο­γή κι άλλοι σε άλλες στά­σεις, που καμιά τους δεν μπο­ρού­σε να είναι δική σου.

Εσύ είχες ακό­μα να δια­νύ­σεις δρό­μο. Και υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που τα ξεκα­θα­ρί­ζεις μόνο στο πάτριο έδα­φος – εκεί μόνο μπο­ρείς να δεις τα πράγ­μα­τα όπως ακρι­βώς έχουν, για­τί αυτά είναι τα δικά σου.

Κι έρχο­νται στιγ­μές που ένιω­θες όχι δίχως πατρί­δα μόνο, ά π ο λ ι ς, όπως το έγρα­φε επί τριά­ντα και πλέ­ον χρό­νια το χαρ­τί σου, αλλά και άνθρω­πος μετέ­ω­ρος μες στον χρό­νο, χωρίς ορι­σμέ­νη ηλι­κία και γενιά.»

Εκεί­νο το οποίο επα­να­λαμ­βά­νει συνε­χώς ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος είναι η μεγά­λη χρή­ση του ψέμα­τος, που θεω­ρεί βασι­κή αιτία της κατα­στρο­φής της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης. Το ψέμα είναι ασυμ­βί­βα­στο με την ιδέα του σοσια­λι­σμού. Εκεί που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε έκα­νε τους ανθρώ­πους σκλη­ρούς και άνοι­ξε τους δρό­μους για τη σκλη­ρή μετα­χεί­ρι­ση των ανθρώ­πων από την εξουσία.

Με συγκλο­νι­στι­κό τρό­πο απα­ντά στις επι­κρί­σεις εκεί­νων που ταύ­τι­σαν τον φασι­σμό με το σοσια­λι­σμό ως προς την αγριό­τη­τα της συμπε­ρι­φο­ράς της εξου­σί­ας στους ανθρώ­πους. Αφού επι­μέ­νει στις μεγά­λες δια­φο­ρές ανά­με­σά τους διευ­κρι­νί­ζο­ντας μάλι­στα ότι η βία έρχε­ται με το φασι­σμό ενώ με το σοσια­λι­σμό πρέ­πει να φεύ­γει, εντο­πί­ζει ένα σημείο συνά­ντη­σης κάπου στη μέση. Αυτό το σημείο έχει να κάνει με την ανθρώ­πι­νη φύση και ιδιαί­τε­ρα την πλευ­ρά εκεί­νη που έρχε­ται από την επο­χή της ιστο­ρι­κής αγριό­τη­τας των ανθρώ­πων και είναι κοι­νή σε όλους.

Ανα­φέ­ρε­ται λοι­πόν στα γεγο­νό­τα εκεί­να που έγι­ναν γνω­στά κυρί­ως από τη δεκα­ε­τία του 1950 και έχουν σχέ­ση με αυτή την αγριό­τη­τα. Με πόνο ψυχής γρά­φει για τις σοβιε­τι­κές φυλα­κές, τα στρα­τό­πε­δα και τους χώρους εκεί­νους που πάρα πολ­λοί άνθρω­ποι βασα­νί­στη­καν. Τι σχέ­ση είχαν αυτά με το σοσια­λι­σμό; Γεγο­νό­τα και πρά­ξεις που «είναι προ­ο­ρι­σμέ­να να μένουν για να σημα­το­δο­τούν το μέτρο της ανθρώ­πι­νης βαρ­βα­ρό­τη­τας και το φρι­χτό της διά­γραμ­μα, που δεν δεί­χνει να κάμ­πτε­ται, να φθί­νει όσο προ­χω­ρού­με μπρο­στά, αλλά αντί­θε­τα ανε­βαί­νει και κορυ­φώ­νε­ται, όποια σημαία να βάλεις στο χέρι του ανθρώ­που, που, όπως το έλε­γε κι αυτό ο Ντο­στο­γιέφ­σκι, όσο πιο μορ­φω­μέ­νος και πολι­τι­σμέ­νος γίνε­ται, τόσο πιο πολ­λά μέσα και τρό­πους μηχα­νεύ­ε­ται να τρο­χί­ζει και να ηδο­νί­ζει την άγρια φύση του.»

Αυτό ο άνθρω­πος πρέ­πει να το έχει συνε­χώς στο νου του, διό­τι μόνο έτσι κάπο­τε θα μπο­ρέ­σει να απο­φύ­γει την παρα­χά­ρα­ξη της ιδέ­ας για την οποία αγω­νί­ζε­ται και όταν μάλι­στα αυτή η ιδέα τυχαί­νει να είναι του σοσια­λι­σμού και του κομ­μου­νι­σμού. Ο άνθρω­πος είναι ανά­γκη να απο­κτή­σει μια και­νούρ­για συνεί­δη­ση που θα συνο­δεύ­ε­ται από γνώ­ση και εγρή­γορ­ση έτσι ώστε να απο­κτή­σει την ικα­νό­τη­τα να κατα­κτά ισορ­ρο­πί­ες που θα είναι σε όφε­λος του και της νέας κοι­νω­νί­ας που αγω­νί­ζε­ται να οικο­δο­μή­σει. Σε όλα αυτά το παρά­δειγ­μα και η εμπει­ρία της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης μπο­ρεί να είναι πολύ­τι­μος οδη­γός στο ποια αρνη­τι­κά φαι­νό­με­να δεν πρέ­πει να ξαναπαρουσιαστούν.

Φτά­νο­ντας στο τέλος αυτής της μαρ­τυ­ρί­ας ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος επα­να­λαμ­βά­νει για πολ­λο­στή φορά ότι η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση αυτο­κτό­νη­σε, ότι υπήρ­ξε η τυπι­κή περί­πτω­ση κρά­τους που «πέφτει τιμω­ρη­μέ­νο από την ίδια του την ιδέα». 

Στα 1992, λίγο και­ρό μετά τη διά­λυ­ση της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, ο συγ­γρα­φέ­ας προ­βλέ­πει ότι έρχο­νται χρό­νια μιας πολύ σκλη­ρής μοί­ρας για τη Ρωσία και ανα­ρω­τιέ­ται «Ποιος θα πει τώρα σε τι κατά­στα­ση βρί­σκο­νται, τι θα γίνουν αύριο τα εργο­στά­σια, οι μεγά­λοι ηλε­κτρο­σταθ­μοί, τα κολ­χόζ, τα σοβ­χόζ, τα τόσα πράγ­μα­τα της οικο­νο­μί­ας που φτιά­χτη­καν στα σοβιε­τι­κά χρό­νια και ήταν τόσο μεγά­λα έργα, απαί­τη­σαν υπε­ράν­θρω­πες προ­σπά­θειες και θυσί­ες. Κανείς δεν ξέρει τι έγι­νε, τι θα γίνει μ’ όλα αυτά εκεί­να, σε τι χέρια θα περά­σουν, τι θα μεί­νει, τι θα καεί και θα λιώ­σει σ’ άλλους φούρνους.»

Στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση συντε­λέ­στη­καν απί­στευ­τοι άθλοι με την τρο­με­ρή δου­λειά εκεί­νων των ανθρώ­πων που ήθε­λαν να δώσουν μορ­φή στο Όνει­ρό τους. Όμως η προ­σπά­θεια αυτή δεν συνο­δεύ­τη­κε από τον απα­ραί­τη­το εκσυγ­χρο­νι­σμό στα τεχνι­κά μέσα. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να ανοι­χτεί ένα πραγ­μα­τι­κό βάρα­θρο που το ζού­σαν οι άνθρω­ποι με πολ­λούς τρό­πους στην καθη­με­ρι­νή τους ζωή. Η μετα­σο­βιε­τι­κή επο­χή οδή­γη­σε τους ανθρώ­πους πίσω στο παρελ­θόν με βαριά αισθή­μα­τα ηττο­πά­θειας και τάσεις φυγής.

Τι σήμαι­ναν και τι σημαί­νουν όλα αυτά για εκεί­νους τους ανθρώ­πους , για τον συγ­γρα­φέα; Η εκτί­μη­σή του είναι ότι χάθη­κε ένας αγώ­νας αλλά θα’ ρθουν άλλοι.

Άξι­ζε άρα­γε η διαδρομή;

alex29c«Όμως εμάς ο σοσια­λι­σμός μάς χάρι­σε από μια Ιθά­κη στον καθέ­να μας. Μας έλα­χε ο κλή­ρος μια ζωή να τον σκε­φτό­μα­στε, να τον καλού­με. Να τον ζού­με κι όταν, έξω από μας, δεν υπήρ­χε και το ξέρα­με. Τόσο ζυμώ­θη­κε μαζί μας, τόσο ζυμω­θή­κα­με εμείς, που δεν φαί­νε­ται – κρί­νο­νται κι από τα όσα λέω τώρα εδώ μέσα – ότι μπό­ρε­σε να μας συνε­φέ­ρει κι αυτή ακό­μα η φοβε­ρή κατρα­κύ­λα με το από κάθε άπο­ψη αμί­μη­το και στις καλές του και στις κακές του σοβιε­τι­κό παρά­δειγ­μα. Εμείς θα πάμε όπως ήμα­στε, όπως ζήσα­με. Κι η καμπού­ρα θα σιά­ξει στο χώμα.»

Με ένα πίνα­κα, Η πτώ­ση του Ίκα­ρου, αρχί­ζει αυτό το βιβλίο και με έναν πίνα­κα κλεί­νει, Ο Αδελ­φός μου ο Βάσια με λου­λού­δια του Βίκτω­ρα Ποπ­κώφ. «Μ’ ένα εύρη­μα από τις ανα­σκα­φές, όπως τις βλέ­πω να γίνο­νται κάπου στο μέλ­λον, θα τελειώ­σω τις ανα­δρο­μές στο δικό μου παρελ­θόν, που σ’ ένα μεγά­λο του μέρος συνέ­πε­σε μ’ εκεί­νη την περι­πέ­τεια, συμ­βά­δι­σε μαζί της όλες περί­που τις ώρι­μες δεκα­ε­τί­ες μου και μιλώ­ντας για εκεί­να μιλώ και για τα δικά μου.»

Επι­λέ­γει αυτό τον πίνα­κα διό­τι μέσα από την απει­κό­νι­ση του Βάσια με τα λου­λού­δια στα χέρια, βλέ­πει όλη εκεί­νη την επο­χή με τις καλές της στιγ­μές και την προ­σπά­θεια εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων να σηκω­θούν και να περ­πα­τή­σουν σωστά, ανθρω­πι­νά, όπως σχε­δόν στα θαύματα.

«Το πρώ­το βήμα είναι βαρε­τό, έχει πει ο Πού­σκιν, εννο­ώ­ντας μάλ­λον την κάθε αρχή, που’ ναι και δύσκο­λη. Όμως ο Γκαί­τε έχει μιλή­σει αλλιώς για το πρώ­το μας βήμα. Στο πρώ­το μας βήμα είμα­στε ελεύ­θε­ροι, στο δεύ­τε­ρο είμα­στε κιό­λας σκλά­βοι του. Σε δυο λόγια μέσα όλη εκεί­νη η ιστο­ρία, η ίδια απα­ρά­βα­τη ανθρώ­πι­νη μοίρα.

Στα δικά της όρια των εβδο­μή­ντα της χρό­νων η σοβιε­τι­κή περι­πέ­τεια ήταν μια μικρο­γρα­φία της άλλης, της παγκό­σμιας κι αιώ­νιας με τις ελευ­θε­ρί­ες της και τις σκλα­βιές της. Το τρί­το βήμα είναι κι αυτό μια σκλα­βιά, αλλά πια δεν μετριού­νται. Τα βήμα­τα προ­χω­ρούν μαζί με τις σκλα­βιές και χάνονται.

Α υ τ ά π ο υ μ έ ν ο υ ν είναι τα δύο πρώ­τα και σαν μια τελευ­ταία μου εξο­μο­λό­γη­ση μπο­ρώ να πω ότι, όσο με αφο­ρά κι όσο ήταν στις δυνά­μεις μου, θέλη­σα και προ­σπά­θη­σα να μην ξεχνώ – να μην ξεχα­στεί – το Πρώτο.»

alexb4Αυτό το βιβλίο ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος το αφιε­ρώ­νει στην κόρη του Όλγα.

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλε­μοι. Ο αδελ­φός μου ο Βάσια με λου­λού­δια, Εκδό­σεις Δελ­φί­νι, Αθή­να 1994

Το πρώ­το μέρος ΕΔΩ
Το δεύ­τε­ρο μέρος ΕΔΩ
Το τρί­το μέρος ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο