Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: «Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό» (μικρή απόπειρα προσέγγισης)

Γρά­φει η ofisofi //

“…Είναι , Λάμπρε, να μη σε βρει ο κατακλυσμός.

Κάθε ιστο­ρία έχει μέσα της άλλες ιστο­ρί­ες, μια ατε­λεί­ω­τη γραμ­μή, για­τί κι εμείς δεν είμα­στε παρά η σημε­ρι­νή ποι­κι­λία του είδους — σου έρχε­ται λοι­πόν κι απο­κεί μέσα άλλη κατεβασιά.

Όταν σε βρουν όλα αυτά, δεν έχεις παρά να φρο­ντί­σεις για την κιβω­τό. ” Ποί­η­σον σεαυ­τώ εκ ξύλων Γόφερ”, δηλα­δή να είναι σκλη­ρό αυτό το υλι­κό ν’ αντέ­ξει στο νερό και στον και­ρό. Πρέ­πει να οικο­δο­μή­σεις σωστά, να μετρή­σεις, ν’ αλφα­διά­σεις. Απά­νω ο οφθαλ­μός σου — όπως τον βρή­κες σε κορ­φή, σε κορ­φή να τον απο­θέ­σεις. Απο­κά­τω ταξι­νό­μη­σε τη δημιουρ­γία σου σε κύκλους και ζώνες από τον τρού­λο ως τα θεμέ­λια — ό,τι υπάρ­χει στη γη, ό,τι στον ουρα­νό κι ό,τι υπε­ρά­νω του ουρα­νού. Άφη­νε τις μπα­γκα­τέ­λες και κάνε σοβα­ρή επι­λο­γή στα είδη, Από τα κτή­νη, τα ερπε­τά και τα θηρία κι από κάθε σάρ­κα δυό λαχνούς, θηλυ­κό και σερ­νι­κό — και μπά­σε τα μέσα να σωθεί ό,τι μπορέσεις.

Αυτό δεν είναι κάτι που μπο­ρείς και να μην το κάνεις‘ πάρ­το από­φα­ση και κάνε το πασχί­ζο­ντας για το καλύ­τε­ρο. Και σιγά — σιγά το έργο σου θα σου απο­κα­λύ­ψει πολ­λά και ωραία και στην πορεία της δου­λιάς θα το αγα­πή­σεις κι άλλο. Θα δεις ότι έχει μερι­κές αξε­πέ­ρα­στες χάρες η ίδια αυτή η δου­λιά — και ζωντα­νή και επί­και­ρη όσο δε γίνε­ται. Πρώ­τα η καθα­ρό­τη­τα που έχουν τα χρώ­μα­τα, η ακι­βδη­λία τους — εγγύ­η­ση πως θα ζήσουν πολύ. Τα χαί­ρε­σαι τέτοια που είναι, λαμπε­ρά, καθα­ρά, χωρίς προ­σμί­ξεις, χωρίς τίπο­τα να σε υπο­χρε­ώ­νει και σένα να τα μπα­σταρ­δέ­ψεις, να τα ψευ­τί­σεις. Το κόκ­κι­νο να είναι κόκ­κι­νο εκεί που το βάζεις και το μαύ­ρο μαύ­ρο. Θ’ ακού­σεις κι επι­κρί­σεις ότι εσύ τρα­βάς εκα­το­ντα­ε­τί­ες πίσω, χάνε­σαι απά­νω στις ερη­μιές και στους δρυ­μούς σαν τους παλαιούς παλαιό­πι­στους μες στα καλύ­βια — αλλά αυτό είναι θέμα γενι­κό­τε­ρο τί αντί­λη­ψη έχεις για τον χώρο και τον χρό­νο, από πόσο ψηλά βλέ­πει το μάτι σου και πόσο εμπι­στεύ­ε­σαι το ίδιο σου το χέρι. Στο κάτω κάτω εδώ δε γίνε­σαι τσα­νά­κι του χρό­νου, δεν τρέ­χεις ξοπί­σω του. Ο ίδιος θα τον τρα­βή­ξεις απά­νω, θα τον ζωντα­νέ­ψεις , θα τον εξα­κο­ντί­σεις με δύνα­μη εμπρός. Έτσι κι ο χώρος σου. Δια­λέ­γεις μια κόχη, ένα μικρό θολά­κο. Είναι ένα κομ­μά­τι παγω­μέ­νη γη κι εσύ τον στε­γά­ζεις, τον ζεσταί­νεις. Πριν έρθεις εδώ, χρό­νος, άνθρω­ποι κι άγιοι είχαν αλλη­λο­φα­γω­θεί εδώ μέσα, δεν έμει­νε ρου­θού­νι, τον τρού­λο τον έδερ­ναν από­ξω οι άνε­μοι, μέσα κου­τσού­λι­ζαν τα που­λιά. Εσύ έρχε­σαι και σημαί­νεις ανά­στα­ση εκ νεκρών. Διώ­χνεις τους κόρα­κες, παστρεύ­εις τις κου­τσου­λιές, φυσάς με πνοή τον τοί­χο και κάτω από το χάδι του χεριού σου αρχί­ζουν να χαρά­ζουν χρώ­μα­τα και σχή­μα­τα, προ­βάλ­λουν μάτια, χεί­λη. Αρχί­ζε­τε και συνο­μι­λεί­τε, παίρ­νει τέλος η ερη­μιά κι απο­κεί και πέρα η δου­λιά σου πάει πρό­σχα­ρα. Γεμί­ζεις το στε­ρέ­ω­μα μορ­φές, όλοι δικοί σου άνθρω­ποι καλοί — κακοί, όμορ­φοι και παπιο­μύ­τες, τίμιοι, μπα­γα­πό­ντες, ρεμά­λια του κακού και­ρού, που­λιά με γαλά­ζια μάτια κι άλλα με γκρί­ζα (τα όρνια που λέμε) σπα­σμέ­νοι και ντού­ροι άντρες, καθα­ρές, γλυ­κές γυναί­κες, αμί­λη­τα παι­διά στέ­κουν και σε κοι­τά­ζουν στα μάτια. Ξέρουν ότι εσύ τους ανά­στη­σες, τους έδω­σες αίμα να πιούν να ξανα­ζω­ντα­νέ­ψουν. Σου λένε κι ένα ευχα­ρι­στώ. Το δέχε­σαι και το αντα­πο­δί­νεις για τη φιλία τους που σε τίμη­σαν τότε. Κι ακό­μα για­τί σαν πεθα­μέ­νοι που είναι όλοι τους ξέρεις πως στο μέλ­λον δεν θα σε καρ­φώ­σουν πια — ούτε κι ο Πύθω­νας, ούτε κι ο Θάνος, ζευ­γα­ρά­κι αξε­διά­λυ­το μέσα σ’ όλους τους αγώ­νες λαμπρούς και μη, Λάμπρο μου. Και τόσες πυθί­ες έπει­τα, τόσοι κου­τα­λια­νοί του πολέ­μου, τόσα λιθρί­νια και δελ­φί­νια της ομα­δι­κής ζωής, αγα­πη­μέ­νοι και μη σύντρο­φοί σου…”

mitsos soniaΈνα μικρό από­σπα­σμα από το μυθι­στό­ρη­μα του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου, μικρό όργα­νο για τον επα­να­πα­τρι­σμό, που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Κέδρος το 1980. Αφιε­ρώ­νε­ται από τον ίδιο στη γυναί­κα του: Στη Σόνια .

Το μυθι­στό­ρη­μα αυτό έχει ως θέμα τους πρό­σφυ­γες, κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά. Αφε­τη­ρία οι πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες, ένας τέτοιος υπήρ­ξε και ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, επε­κτεί­νε­ται όμως στον κάθε ένα ξενι­τε­μέ­νο ή πρό­σφυ­γα μέσα στον ίδιο του τον τόπο, στο ίδιο του το σπίτι.

Αρχί­ζει με επι­στο­λές και όλο το έργο κινεί­ται σε δυο επί­πε­δα. Στο ένα ο Λάμπρος και στο άλλο ο Αντώ­νης. Η ιστο­ρία εκτυ­λίσ­σε­ται γύρω από την προ­σπά­θεια του Λάμπρου να επα­να­πα­τρί­σει τον Αντώ­νη από τη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Από τη μια αφη­γεί­ται ο Λάμπρος και μαθαί­νου­με τη δική του ιστο­ρία και την ταυ­τό­τη­τά του καθώς προ­σπα­θεί να διεκ­πε­ραιώ­σει τη δια­δι­κα­σία επα­να­πα­τρι­σμού του ξαδέλ­φου του Αντώ­νη. Από την άλλη σε πλά­για γρα­φή και γ΄πρόσωπο παρεμ­βάλ­λε­ται η αφή­γη­ση του Αντώ­νη μέσα από την οποία δια­κρί­νου­με αυτο­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του συγγραφέα.

Η αφή­γη­ση όμως δεν ακο­λου­θεί μέχρι το τέλος στα­θε­ρή δια­δρο­μή καθώς πολ­λές φορές οι φωνές μπερ­δεύ­ο­νται και τότε ανα­δύ­ο­νται μνή­μες και πρό­σω­πα από το παρελ­θόν το οποίο συχνά εναλ­λάσ­σε­ται με τον παρόν. Ο λόγος σε αρκε­τά σημεία γίνε­ται συμ­βο­λι­κός , αλλη­γο­ρι­κός και οδυ­νη­ρός. Δημιουρ­γεί­ται η αίσθη­ση ότι συνειρ­μι­κά, σαν σε όνει­ρο περ­νούν οι επο­χές, τα χρό­νια, οι άνθρω­ποι, τα γεγονότα.

« ανε­μπό­δι­στα πετάγ­μα­τα σε χώρους και και­ρούς» και « Όλα αυτά είχαν κρα­τη­θεί καλά, μέναν αναλ­λοί­ω­τα. Αλλά κάπως περί­ερ­γα ανα­κα­τω­μέ­να σε άλλα παλιότερα…Αυτό το ανακάτωμα…»

Το ανα­κά­τω­μα αυτό φέρ­νει στην επι­φά­νεια πολ­λές και δια­φο­ρε­τι­κές σκέ­ψεις, εμπει­ρί­ες, νοο­τρο­πί­ες , αντι­λή­ψεις και πολι­τι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις. Ξεκι­νά­ει από το πώς έβλε­πε ένας έλλη­νας του­ρί­στας τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και τους ανθρώ­πους της και συνε­χί­ζει με το πώς αντι­με­τώ­πι­ζαν οι Σοβιε­τι­κοί και οι έλλη­νες πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες όχι μόνο τη ζωή τους εκεί αλλά και τους ξένους που την επι­σκέ­πτο­νταν. Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος σχο­λιά­ζει με λεπτή ειρω­νεία τη μετεμ­φυ­λια­κή και μετα­πο­λι­τευ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην Ελλά­δα και την αντί­στοι­χη επί­δρα­ση της στις συνει­δή­σεις των νεο­ελ­λή­νων. Δεν παρα­λεί­πει να εντά­ξει μέσα σε αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τους επα­να­πα­τρι­σμέ­νους πολι­τι­κούς πρό­σφυ­γες, την πολι­τι­κή της Αρι­στε­ράς όπως δια­μορ­φώ­θη­κε με την ΕΔΑ , τη διά­σπα­ση του ΚΚΕ, το μικρο­α­στι­σμό, το βόλεμα.

Την ίδια ειρω­νεία συν­δυα­σμέ­νη με καυ­στι­κό­τη­τα και αλλη­γο­ρι­κή έκφρα­ση χρη­σι­μο­ποιεί για να ασκή­σει κρι­τι­κή στη λει­τουρ­γία του Κόμ­μα­τος, στις δια­φο­ρε­τι­κές ιδε­ο­λο­γι­κές προ­σεγ­γί­σεις, στις εσω­κομ­μα­τι­κές δια­φω­νί­ες, τα συντρο­φι­κά μαχαι­ρώ­μα­τα. Όλα αυτά εκφρά­ζο­νται με την ευρη­μα­τι­κή επι­νό­η­ση του Πύθω­να, μιας φασμα­τι­κής παρου­σί­ας με την οποία συνο­μι­λεί ο Αντώ­νης. Ο Πύθω­νας λει­τουρ­γεί ως σύμ­βο­λο . Πιθα­νόν ψευ­δώ­νυ­μο συνα­γω­νι­στή του στο βου­νό την περί­ο­δο του Εμφυ­λί­ου τον εμφα­νί­ζει να πεθαί­νει μία φορά στη μάχη και αρκε­τές φορές στη συνέ­χεια στην προ­σπά­θειά του να ανα­κα­λύ­ψει την αλήθεια.

Το μυθι­στό­ρη­μα είναι χωρι­σμέ­νο σε κεφά­λαια – ενό­τη­τες με ξεχω­ρι­στούς τίτλους η κάθε μία χωρίς όμως να δια­σπά­ται η ενό­τη­τα της υπό­θε­σης. Ιδιαί­τε­ρο σημείο ανα­φο­ράς η ικα­νό­τη­τα του Αλε­ξαν­δρό­που­λου να συν­θέ­τει το κεί­με­νο του με ένα πολύ ζωντα­νό και εκφρα­στι­κό λεξι­λό­γιο καθώς και σχή­μα­τα λόγου τα οποία χρη­σι­μο­ποιεί σαν χρω­στή­ρα για να απο­δώ­σει « ζωγρα­φί­ζο­ντας» με πολ­λές και δια­φο­ρε­τι­κές πινε­λιές τις εικό­νες , τις ιδέ­ες και τις σκέ­ψεις του.

organo

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, μικρό όργα­νο για τον επα­να­πα­τρι­σμό, Κέδρος 1980

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το ιστο­λό­γιο ofisofi

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο