Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Τατάκης: Το τσάι οι άνθρωποι το πίνουνε καθιστοί…

Κι η Σ.Φ.Α. εφιάλ­της κακός, έστελ­νε τα μαντά­τα της. Διοι­κη­τής της ο γερο-διε­στραμ­μέ­νος συνταγ­μα­τάρ­χης ο Σού­λης. Ο εντε­ταλ­μέ­νος «ν’ ανα­μορ­φώ­σει» τ’ ανή­λι­κα! Αρχι­βα­σα­νι­στής της παντο­δύ­να­μος, ο Κοθράς.

Κι άκου­γες, απ’ όσους τα ‘χου­νε ζήσει, λέξεις παρά­ξε­νες, φοβε­ρές, δεμέ­νες με τον πόνο τ’ ανθρώπου:

«Λαμα­ρί­να καυ­τή», «αερο­πλα­νά­κι», «βδο­μά­δα παθών», «γλα­ρο­φω­λιά», «Κόρα­κας».

Άκου­γες για τις καυ­τές «βδο­μά­δες στον ήλιο» και το «κρέ­μα­σμα το ανά­πο­δο». Να σε δένουν μες στο σακί και μετά…«για τον πάτο της θάλασ­σας» και «πέτρες στο κεφά­λι» και «σφί­ξι­μο στ’ αχα­μνά», όσο να σε τρε­λά­νει ο πόνος…

«Φτά­σα­με δια­κό­σιοι σαρά­ντα νεο­λαί­οι στις δεκα­εν­νιά του Φλε­βά­ρη κι η «παρα­λα­βή» άρχι­σε απ’ το καΐ­κι. Μπά­φια­σαν να μας χτυ­πάν ως το σού­ρου­πο και κόπα­σαν, να ξαπο­στά­σουν. Κι όπως έπε­φτε το σκο­τά­δι ένα γύρω στα βρά­χια, στα ματω­μέ­να κορ­μιά, φάνη­κε στ’ άσπρο του άλο­γο, στην κορ­φή, βαρύ­γδου­πος, σπι­ρου­νά­τος ο διοι­κη­τής. Να επι­θε­ω­ρή­σει το «πεδίο της μάχης», να καθο­ρί­σει την τύχη μας.

Κι οι ορντι­νάν­τσες του, δυο νεα­ροί κομ­ψο­ντυ­μέ­νοι, να ψάχνουν ανά­με­σα μας, για το «χαρέ­μι» του.

Και μετά πάλι, χτύ­πα­γαν, χτύπαγαν…

Κι όσοι απο­μεί­να­με… γυμνοί, βρε­μέ­νοι, στην ατέ­λειω­τη παγω­μέ­νη νύχτα, πάνω στους βράχους…».

Κι όλο κι ερχό­ντα­νε κάποιος να μας φέρει μαντά­τα. Πότε για τα παι­διά που πνί­γη­καν στο πέρα­σμα για τ’ απέ­να­ντι, πότε για τις αυτο­κτο­νί­ες τις ομα­δι­κές στα ανήλικα.

Θα ‘ρθει αργό­τε­ρα από τη Σ.Φ.Α. κι ο «δάσκα­λος», ο μπάρ­μπα Κώστας ο Γέμε­λος, σουρ­νά­με­νος στις πατε­ρί­τσες του. Ζωντα­νεύ­ουν με την ιστό­ρη­ση οι θρυ­λι­κές μορ­φές του Βλά­χου, του Παπα­μερ­κου­ρί­ου, των ηρω­ι­κών νεο­λαί­ων μας, η σεμνή γαλή­νια μορ­φή του Τατά­κη και των συντρό­φων του. Ορό­ση­μα πίστης και αντοχής.

«Κάθι­σε να πιεί το πρω­ι­νό του ο πλοί­αρ­χος κι έρχε­ται από πάνω του ο Κοθράς: Το τσάι, του λέει, θα το πίνεις όρθιος.

Του απά­ντη­σε, τότε, πρά­ος, ατά­ρα­χος ο Τατά­κης, πως το τσάι οι άνθρω­ποι το πίνου­νε καθι­στοί, κ. Κοθρά.

Κι ήρθε η κλο­τσιά να κυλή­σει στα βρά­χια το κύπελ­λο. Και την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια:

Οι άνθρω­ποι το τσάι το πίνου­νε καθι­στοί. Και πάλι η κλο­τσιά, και τρί­τη, τέταρ­τη, πέμ­πτη μέρα, τα ίδια. Όσο να το πάρει από­φα­ση ο Κοθράς, πως “το τσάι το πίνου­νε καθιστοί”.

Έβγα­λε δεκα­τέσ­σε­ρις μήνες στα βασα­νι­στή­ρια ο πλοίαρχος.

Κι έβα­λε τότε στοί­χη­μα ο Κοθράς και του ‘πε στις οχτώ του Ιού­νη: Εγώ ανέ­λα­βα να σε σπάσω.

Του βαλε κι όριο χρο­νι­κό. Και του απά­ντη­σε ο Τατά­κης: Κρί­μα είναι και θα το χάσετε…

Τον στή­σα­νε φορ­τω­μέ­νο μ’ όλα τα ρού­χα βρε­μέ­να, κατά τη συνή­θεια, στην κορφή.

Και ξυπνά­γα­με κάθε πρωί, μια, δυο, τρεις, τέσ­σε­ρις βδο­μά­δες, να κοι­τά­με, αν στέ­κει ο πλοίαρχος.

Όσο να ξεχει­λί­σουν τα πόδια μες στα παπού­τσια του κι άλλο να μη λυγάνε.

Να μάθουν έλε­γε, πως οι κομ­μου­νι­στές έχουν δικά τους πλά­να να ξεπεράσουν.

Όσο που στις παραι­σθή­σεις του, να βλέ­πει πολ­λούς και να ρωτά­ει το μονα­δι­κό του σύντρο­φο στο αντί­σκη­νο, τι γίναν οι άλλοι που είχα­νε, φύγαν για κάτω;

Έχα­σε τελι­κά ο Κόθρας και οι άλλοι που βαλαν το στοίχημα.

Μόνο που δεν έζη­σε ο πλοί­αρ­χος, να το χαρεί. Μέσα στη χιο­νο­θύ­ελ­λα της γενα­ριά­τι­κης νύχτας του 1950, οι βασα­νι­στές, Κλη­ρο­νό­μος, Λαμπρά­κος, Βρα­χλιώ­της, απο­τε­λεί­ω­σαν με τα ρόπα­λα στους βρά­χους της Σ.Φ. Α. το Δημή­τρη Τατάκη».

 

Από το λεύ­κω­μα του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη «Μακρό­νη­σος»

ΔΗΜ. ΤΑΤΑΚΗΣ: Οι κομ­μου­νι­στές έχουν τα δικά τους πλά­να να ξεπεράσουν

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο