Κι η Σ.Φ.Α. εφιάλτης κακός, έστελνε τα μαντάτα της. Διοικητής της ο γερο-διεστραμμένος συνταγματάρχης ο Σούλης. Ο εντεταλμένος «ν’ αναμορφώσει» τ’ ανήλικα! Αρχιβασανιστής της παντοδύναμος, ο Κοθράς.
Κι άκουγες, απ’ όσους τα ‘χουνε ζήσει, λέξεις παράξενες, φοβερές, δεμένες με τον πόνο τ’ ανθρώπου:
«Λαμαρίνα καυτή», «αεροπλανάκι», «βδομάδα παθών», «γλαροφωλιά», «Κόρακας».
Άκουγες για τις καυτές «βδομάδες στον ήλιο» και το «κρέμασμα το ανάποδο». Να σε δένουν μες στο σακί και μετά…«για τον πάτο της θάλασσας» και «πέτρες στο κεφάλι» και «σφίξιμο στ’ αχαμνά», όσο να σε τρελάνει ο πόνος…
«Φτάσαμε διακόσιοι σαράντα νεολαίοι στις δεκαεννιά του Φλεβάρη κι η «παραλαβή» άρχισε απ’ το καΐκι. Μπάφιασαν να μας χτυπάν ως το σούρουπο και κόπασαν, να ξαποστάσουν. Κι όπως έπεφτε το σκοτάδι ένα γύρω στα βράχια, στα ματωμένα κορμιά, φάνηκε στ’ άσπρο του άλογο, στην κορφή, βαρύγδουπος, σπιρουνάτος ο διοικητής. Να επιθεωρήσει το «πεδίο της μάχης», να καθορίσει την τύχη μας.
Κι οι ορντινάντσες του, δυο νεαροί κομψοντυμένοι, να ψάχνουν ανάμεσα μας, για το «χαρέμι» του.
Και μετά πάλι, χτύπαγαν, χτύπαγαν…
Κι όσοι απομείναμε… γυμνοί, βρεμένοι, στην ατέλειωτη παγωμένη νύχτα, πάνω στους βράχους…».
Κι όλο κι ερχόντανε κάποιος να μας φέρει μαντάτα. Πότε για τα παιδιά που πνίγηκαν στο πέρασμα για τ’ απέναντι, πότε για τις αυτοκτονίες τις ομαδικές στα ανήλικα.
Θα ‘ρθει αργότερα από τη Σ.Φ.Α. κι ο «δάσκαλος», ο μπάρμπα Κώστας ο Γέμελος, σουρνάμενος στις πατερίτσες του. Ζωντανεύουν με την ιστόρηση οι θρυλικές μορφές του Βλάχου, του Παπαμερκουρίου, των ηρωικών νεολαίων μας, η σεμνή γαλήνια μορφή του Τατάκη και των συντρόφων του. Ορόσημα πίστης και αντοχής.
«Κάθισε να πιεί το πρωινό του ο πλοίαρχος κι έρχεται από πάνω του ο Κοθράς: Το τσάι, του λέει, θα το πίνεις όρθιος.
Του απάντησε, τότε, πράος, ατάραχος ο Τατάκης, πως το τσάι οι άνθρωποι το πίνουνε καθιστοί, κ. Κοθρά.
Κι ήρθε η κλοτσιά να κυλήσει στα βράχια το κύπελλο. Και την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια:
Οι άνθρωποι το τσάι το πίνουνε καθιστοί. Και πάλι η κλοτσιά, και τρίτη, τέταρτη, πέμπτη μέρα, τα ίδια. Όσο να το πάρει απόφαση ο Κοθράς, πως “το τσάι το πίνουνε καθιστοί”.
Έβγαλε δεκατέσσερις μήνες στα βασανιστήρια ο πλοίαρχος.
Κι έβαλε τότε στοίχημα ο Κοθράς και του ‘πε στις οχτώ του Ιούνη: Εγώ ανέλαβα να σε σπάσω.
Του βαλε κι όριο χρονικό. Και του απάντησε ο Τατάκης: Κρίμα είναι και θα το χάσετε…
Τον στήσανε φορτωμένο μ’ όλα τα ρούχα βρεμένα, κατά τη συνήθεια, στην κορφή.
Και ξυπνάγαμε κάθε πρωί, μια, δυο, τρεις, τέσσερις βδομάδες, να κοιτάμε, αν στέκει ο πλοίαρχος.
Όσο να ξεχειλίσουν τα πόδια μες στα παπούτσια του κι άλλο να μη λυγάνε.
Να μάθουν έλεγε, πως οι κομμουνιστές έχουν δικά τους πλάνα να ξεπεράσουν.
Όσο που στις παραισθήσεις του, να βλέπει πολλούς και να ρωτάει το μοναδικό του σύντροφο στο αντίσκηνο, τι γίναν οι άλλοι που είχανε, φύγαν για κάτω;
Έχασε τελικά ο Κόθρας και οι άλλοι που βαλαν το στοίχημα.
Μόνο που δεν έζησε ο πλοίαρχος, να το χαρεί. Μέσα στη χιονοθύελλα της γεναριάτικης νύχτας του 1950, οι βασανιστές, Κληρονόμος, Λαμπράκος, Βραχλιώτης, αποτελείωσαν με τα ρόπαλα στους βράχους της Σ.Φ. Α. το Δημήτρη Τατάκη».
Από το λεύκωμα του Γιώργου Φαρσακίδη «Μακρόνησος»
ΔΗΜ. ΤΑΤΑΚΗΣ: Οι κομμουνιστές έχουν τα δικά τους πλάνα να ξεπεράσουν