Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μίμης Φωτόπουλος, ο κορυφαίος κωμικός, ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο αγαπημένος μας …θείος

Πέρα­σαν κιό­λας 35 χρό­νια από το θάνα­το του. Για τρεις γενιές ολό­κλη­ρες του­λά­χι­στον, o αγα­πη­μέ­νος μας “O θεί­ος μας ο Μίμης”, ο κορυ­φαί­ος κωμι­κός, ο γλυ­κός άνθρω­πος, ο βαθιά σκε­πτό­με­νος καλ­λι­τέ­χνης, ο ανυ­πο­χώ­ρη­τος μάγκας, στη ζωή, στον αγώ­να, στην τέχνη, στην εθνι­κή αντίσταση,

Ο Μίμης Φωτό­που­λος θα ζει για πάντα, μέσα από τις ται­νί­ες του, αλλά και το συγ­γρα­φι­κό του έργο, ενώ οι παλαιό­τε­ροι θα θυμού­νται πάντα με συγκί­νη­ση τις υπο­κρι­τι­κές του δυνα­τό­τη­τες στο θέα­τρο, και αυτοί που τον γνώ­ρι­σαν την έξω καρ­διά, τα γλέ­ντια, την αυθε­ντι­κό­τη­τα του χαρα­κτή­ρα, την μπέ­σα, τον αγνό ιδεολόγο.

Ο θρυ­λι­κός “Πετρά­κης” της κλα­σι­κής κωμω­δί­ας “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Φιλό­τι­μο”, το πιο αγα­πη­μέ­νο “Σοφε­ρά­κι” του σινε­μά, ο πιο γλυ­κός “ζητιά­νος” στην αθά­να­τη “Κάλ­πι­κη Λίρα”, δεν ξεχνιέ­ται με τίπο­τα. Με την αμε­σό­τη­τα του χαρι­σμα­τι­κού του ύφους, τη ζεστή χροιά της φωνής του, την αντί­λη­ψη του χιού­μορ και του λαϊ­κού του αυθορ­μη­τι­σμού, θα προ­κα­λεί το πηγαίο γέλιο και τη συγκί­νη­ση, θα βάζει για πολ­λά πολ­λά, ακό­μη, χρό­νια το αλα­το­πί­πε­ρο που χρειά­ζε­ται η ζωή και τη ζάχα­ρη για να μας γλυ­καί­νει και στις πιο δύσκο­λες ώρες.

Από τη Ζάτουνα και την ορφάνια στο θέατρο

Γεν­νή­θη­κε σε ένα πασί­γνω­στο, σήμε­ρα, χωριό, στη Ζάτου­να Αρκα­δί­ας. Πασί­γνω­στο όχι για­τί γεν­νή­θη­κε ο Μίμης Φωτό­που­λος (8 Απρι­λί­ου 1913) αλλά ‑όπως έγρα­ψε ο ίδιος στη αυτο­βιο­γρα­φία του “Το ποτά­μι της ζωής μου”- επει­δή εκεί εξό­ρι­σε η χού­ντα τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη. Λόγω του πρό­ω­ρου θανά­του τού πατέ­ρα του, έμει­νε ορφα­νός και πέρα­σε δύσκο­λα παι­δι­κά χρό­νια. Δεν θα ήταν όμως τα μονα­δι­κά, για­τί θα έρθουν και τα χει­ρό­τε­ρα. Θα σπου­δά­σει για δυο χρό­νια στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή Αθη­νών, για να τα παρα­τή­σει και να ακο­λου­θή­σει το όνει­ρό του, σπου­δά­ζο­ντας στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του τότε Βασι­λι­κού Θεάτρου.

Από την Εθνική Αντίσταση στην Ελ Ντάμπα

Οι δυσκο­λί­ες, ωστό­σο, δεν θα τελειώ­σουν και μετά τον πόλε­μο, ήρθε η κατο­χή και η συμ­με­το­χή του στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση. Εντά­χθη­κε στις γραμ­μές του ΕΑΜ, πάλε­ψε για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πατρί­δας του και μετά τα Δεκεμ­βρια­νά του 1944 ‑και αφού τα βρε­τα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα του έκα­ψαν το σπί­τι που έμε­νε με τον αδελ­φό του- συνε­λή­φθη από τους Βρε­τα­νούς, για να βρε­θεί στο δια­βό­η­το στρα­τό­πε­δο της Ελ Ντά­μπα. Οι δικοί του θα χάσουν τα ίχνη του και θα επι­στρέ­ψει τελι­κά το 1945 στην Ελλά­δα. Την πίκρα του από την εμπει­ρία της κρά­τη­σής του θα την απο­τυ­πώ­σει στο βιβλίο του “Όμη­ρος των Εγγλέ­ζων — Ελ Ντά­μπα”. Οι συν­θή­κες επι­βί­ω­σης ήταν πολύ δύσκο­λες και ειδι­κά για Έλλη­νες που δεν μπο­ρού­σαν να αντέ­ξουν το απάν­θρω­πο κλί­μα της αφρι­κά­νι­κης ερή­μου, ενώ οι δεσμο­φύ­λα­κες έκα­ναν ό,τι μπο­ρού­σαν για να δυσκο­λέ­ψουν περαι­τέ­ρω τη ζωή των κρα­του­μέ­νων. Χάθη­καν πολ­λές ζωές, ευτυ­χώς, ο Φωτό­που­λος ήταν απ’ αυτούς που επέ­στρε­ψαν από την κόλαση.

Το μπουλούκι της επανεκκίνησης

Παρό­λα αυτά θα βρει το κου­ρά­γιο να πιά­σει και πάλι από την αρχή το νήμα που θα τον έκα­νε ίσως τον πιο αγα­πη­τό ηθο­ποιό στη χώρα. Προ­πο­λε­μι­κά είχε πάρει το βάπτι­σμα του πυρός, σε ηλι­κία 19 χρό­νων στην παρά­στα­ση “Λοκα­ντιέ­ρα” με το θία­σο Κου­νε­λά­κη, ενώ δυο χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1934 θα ξεκι­νή­σει την πρώ­τη του περιο­δεία με το “μπου­λού­κι” τού Θεμι­στο­κλή Νέζερ.

Θέατρο Τέχνης και Δον Καμίλο

Μετά την επι­στρο­φή του, θα ‘χει την τύχη να συνερ­γα­στεί με το πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο Θέα­τρο Τέχνης, με έργα όπως “Βυσ­σι­νό­κη­πος”, του Τσέ­χοφ, “Αγριό­πα­πιες” του Ίψεν, “Όνει­ρο Καλο­και­ρι­νής Νύχτας” του Σαίξ­πηρ, και με το θέα­τρο του Βασι­λι­κού Κήπου. Η επι­τυ­χία του τερά­στια και το 1952 θα δημιουρ­γή­σει τον δικό του θία­σο, με τον οποίο περιό­δευ­σε σε πολ­λές χώρες του εξω­τε­ρι­κού, ακό­μη και στην Αμε­ρι­κή. Κάπου εκεί ήρθε και το θεα­μα­τι­κό του μπά­σι­μο στη βιο­τε­χνία του ελλη­νι­κού σινε­μά, παρό­τι το θέα­τρο δεν το εγκα­τέ­λει­ψε ποτέ, κάνο­ντας τερά­στιες επι­τυ­χί­ες, πολ­λές φορές μαζί με τον φίλο του Ντί­νο Ηλιό­που­λο, αλλά και σε πολ­λές άλλες παρα­στά­σεις, όπως στον περί­φη­μο “Δον Καμί­λο” που μετέ­φε­ρε και στην τηλεόραση.

Αξιαγάπητο σοφεράκι

Το 1948 θα πρω­το­εμ­φα­νι­στεί στη μεγά­λη οθό­νη, με την “Μαντάμ Σου­σού”, θα παί­ξει και θα ξεχω­ρί­σει στην πασί­γνω­στη κωμι­κή σάτι­ρα “Οι Γερ­μα­νοί Ξανάρ­χο­νται”, στην απο­λαυ­στι­κή κωμω­δία “Έλα στον Θείο”, δίπλα στον Νίκο Σταυ­ρί­δη και στο εξαι­ρε­τι­κό μελό­δρα­μα “Ο Γρου­σού­ζης” με τον Ορέ­στη Μακρή. Η πρώ­τη του τερά­στια επι­τυ­χία θα έρθει με την κλα­σι­κή ρομα­ντι­κή κωμω­δία “Το Σοφε­ρά­κι” του Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα, όπου θα ενσαρ­κώ­σει με μονα­δι­κό τρό­πο τον αυτο­κι­νη­τι­στή, τον γλεν­τζέ μάγκα, που θα του βάλει μυα­λό, ο έρω­τάς του με την Σμα­ρού­λα Γιούλη.

Κάλπικη Λίρα, Βασιλειάδου και Φιλότιμο

Το 1954 θα έρθει η ώρα για την “Ωραία των Αθη­νών” που δίνει τα ρέστα του ως προι­κο­θή­ρας της Γεωρ­γί­ας Βασι­λειά­δου, έχο­ντας και πάλι δίπλα του τον Νίκο Σταυ­ρί­δη. Λίγο μετά θα παί­ξει στην “Κάλ­πι­κη Λίρα”, στον αξέ­χα­στο ρόλο του δήθεν τυφλού ζητιά­νου που έχει κόντρα με την “κοκό­τα” Σπε­ράν­τζα Βρα­νά. Και το 1955 θα έρθει ο εμβλη­μα­τι­κός του ρόλος στην αθά­να­τη κωμω­δία “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Φιλό­τι­μο” του Σακελ­λά­ριου. Παρό­τι ο Βασί­λης Αυλω­νί­της θα κάνει την ερμη­νεία της ζωής του, ο Φωτό­που­λος είναι εξί­σου απο­λαυ­στι­κός και το κυριό­τε­ρο, θα κρα­τή­σει το μέτρο, θα ανα­δεί­ξει το δια­κρι­τι­κό κοι­νω­νι­κό σχό­λιο για μια κοι­νω­νία που δεν ζει στον παρά­δει­σο και φυσι­κά τα συγκι­νη­τι­κά στοι­χεία της ται­νί­ας. Το ίδιο θα κάνει και στο ‑εκ των ελα­χί­στων σίκου­ελ στον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο- “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Γαρύ­φαλ­λο” και πάλι με το ίδιο καστ. Το 1956 θα παί­ξει στην αξέ­χα­στη ρομα­ντι­κή κωμω­δία “Η Καφε­τζού”, δίπλα στην εκπλη­κτι­κή Γεωρ­γία Βασι­λειά­δου, στον ρόλο του φτω­χού καφε­τζή, με πτυ­χίο οδοντίατρου.

Από τη λάμψη στην παρακμή

Για πέντε έξι χρό­νια θα συνε­χι­στούν οι τερά­στιες επι­τυ­χί­ες στο σινε­μά, καθώς πρω­τα­γω­νι­στεί και συμ­με­τέ­χει σε αγα­πη­μέ­νες ται­νί­ες, μερι­κές απ’ τις οποί­ες έχουν και καλ­λι­τε­χνι­κή αξία. Ενδει­κτι­κά κάποιες απ’ αυτές ήταν “Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά” με Λογο­θε­τί­δη, “Ο Φανού­ρης και το Σόι του”, “Τα Κίτρι­να Γάντια” και πάλι με Λογο­θε­τί­δη, “Φτω­χα­δά­κια και Λεφτά­δες”, με Σταυ­ρί­δη και φυσι­κά η τελευ­ταία μεγά­λη του προ­σω­πι­κή επι­τυ­χία “Ο Θόδω­ρος και το Δίκαν­νο”. Η συνέ­χεια δεν ήταν η ανα­με­νό­με­νη, καθώς ο παλιός εμπο­ρι­κός κινη­μα­το­γρά­φος είχε αρχί­σει από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’60 να παρακ­μά­ζει, ενώ με τη χού­ντα έφτα­σε σχε­δόν στην πλή­ρη κατάρρευση.

Η… μαυρίλα και το κολάζ

Τη μαύ­ρη επτα­ε­τία ο Φωτό­που­λος, που είχε μεί­νει μόνος του με τις δυο κόρες του, καθώς η γυναί­κα του Μαρ­γα­ρί­τα Τσά­λα είχε εξο­ρι­στεί στη Γυά­ρο, βρή­κε διέ­ξο­δο στη ζωγρα­φι­κή, ανα­δει­κνύ­ο­ντας ακό­μη ένα ταλέ­ντο του, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την τεχνι­κή του κολάζ με γραμ­μα­τό­ση­μα και κάνο­ντας συνο­λι­κά δέκα εκθέ­σεις έργων. Ακό­μη, πάντα έβρι­σκε χρό­νο για να γρά­ψει ποί­η­ση (τέσ­σε­ρις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές), ασχο­λή­θη­κε και με τον συν­δι­κα­λι­σμό, στον δύσκο­λο χώρο του θεά­μα­τος, ως μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ και μέλος της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Ελεύ­θε­ρου Θεά­τρου, ενώ υπήρ­ξε και πρό­ε­δρος του πρω­το­πο­ρια­κού κινη­τού θεά­τρου Άρμα Θέσπιδος.

Ο Μίμης Φωτό­που­λος, που μας άφη­σε την αγα­πη­μέ­νη του μορ­φή σε πάνω από 100 ται­νί­ες, θα “φύγει” ξαφ­νι­κά από ανα­κο­πή καρ­διάς στις 29 Οκτω­βρί­ου του 1986, προ­κα­λώ­ντας ρίγη συγκί­νη­σης σε όλους τους Έλλη­νες- ακό­μη και στους ιδε­ο­λο­γι­κούς του αντι­πά­λους. Άλλω­στε, ο “θεί­ος Μίμης” ήταν απ’ αυτούς που η ύπαρ­ξή του ένω­νε τον ελλη­νι­κό λαό.

Πηγή: Χάρης Αναγνωστάκης

vivlio mpelogiannis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο