Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Μαίρη Μπαχτσετζή: ΒΑΡΕΘΗΚΑ…

Τα φώτα στους δρό­μους της  πόλης σβή­νουν μονο­μιάς. Είναι η ώρα που χαρά­ζει και οι μαύ­ροι ίσκιοι της νύχτας ξανα­παίρ­νουν τη γνώ­ρι­μη καθη­με­ρι­νή τους μορ­φή. Το μικρό κατα­πρά­σι­νο πάρ­κο απο­κτά και πάλι ζωή.

Ο Γιώρ­γος, πέρα­σε κι αυτό το βρά­δυ  κου­λου­ρια­σμέ­νος σ’ ένα από­με­ρο παγκά­κι, σχε­δόν κρυμ­μέ­νος, με το κεφά­λι του ακου­μπι­σμέ­νο στο παλιό του ταλαι­πω­ρη­μέ­νο σακί­διο και το μπου­φάν κου­μπω­μέ­νο μέχρι το λαι­μό  για­τί είναι και προ­χω­ρη­μέ­νος Οκτώ­βρης και η πρω­ι­νή ψύχρα δεν είναι καθό­λου ευχάριστη.

Είναι ένας μήνας τώρα, που διωγ­μέ­νος από τον πατέ­ρα του, έκα­νε σπί­τι του το πάρ­κο και κρε­βά­τι του αυτό το παλιό ξύλι­νο παγκά­κι με τα σιδε­ρέ­νια στη­ρίγ­μα­τα. Τα λιγο­στά χρή­μα­τα που του είχαν απο­μεί­νει, τα έδω­σε για τη δόση του και τώρα πια ελπί­ζει στη λύπη­ση των περα­στι­κών του πάρκου.

……………………

Ο τελευ­ταί­ος καβγάς με τον πατέ­ρα του ήταν τόσο άγριος που δεν του αφή­νει κανέ­να περι­θώ­ριο ούτε για συγνώ­μες, ούτε για νέες ευκαι­ρί­ες. Όσο για τη μάνα του ντρε­πό­ταν και να την κοι­τά­ξει στα μάτια. Εφτά χρό­νια στη χρή­ση, από 15 χρο­νών, είχε σπα­τα­λή­σει όλες τις ευκαι­ρί­ες που του είχαν  δοθεί, είχε δώσει χιλιά­δες υπο­σχέ­σεις που, ήθε­λε όσο τίπο­τα να τηρή­σει, αλλά δεν τα κατά­φε­ρε, είχε κατα­κλέ­ψει γονείς, φίλους συγ­γε­νείς, είπε αμέ­τρη­τα ψέμα­τα, όμως τα σημά­δια στο σώμα του που όλο πλή­θαι­ναν μαρ­τυ­ρού­σαν την φρι­κτή αλήθεια.

-Μέχρι εκεί έφτα­σες ρε αλή­τη; φώνα­ζε έξαλ­λος ο πατέ­ρας του τη μέρα που τον έδιω­ξε. Σήκω­σες χέρι στη μάνα σου;  Τίπο­τα δε σέβε­σαι πια; Το επό­με­νο βήμα ποιο είναι να μας σκο­τώ­σεις; Να σκο­τώ­σεις κάποιον άνθρω­πο εκεί έξω για να τον ληστέ­ψεις; Με τον δρό­μο που τρα­βάς το επό­με­νο βήμα είναι η φυλα­κή. Εκεί θέλεις να κατα­λή­ξεις; Τόσα χρό­νια προ­σπα­θού­με να σε βοη­θή­σου­με κι εσύ πας όλο και πιο κάτω. Δεν το βλέ­πεις ότι καταστρέφεσαι;

Η μάνα του, που αν την έκο­βες, αίμα δεν θα’ στα­ζε από την πίκρα, μάζε­ψε όλες τις δυνά­μεις που της είχαν απο­μεί­νει, για να μπο­ρέ­σει να στα­θεί στα πόδια της και να ξεστο­μί­σει την από­φα­ση που είχε πάρει, χωρίς να κομπιά­ζει και χωρίς να δεί­ξει αδυ­να­μία. Δεν ήταν ώρα ούτε για κλά­μα­τα ούτε για ενο­χές. Αυτά τα είχε κάνει χρό­νια τώρα. Αμέ­τρη­τες νύχτες έκλαι­γε κι ανα­ρω­τιό­ταν τα για­τί, τι έφται­ξε, τι λάθη κάνα­νε με το παι­δί τους. Και σε ψυχο­λό­γους πήγαν, και σε προ­γράμ­μα­τα μεθα­δό­νης και σε κλει­στά προ­γράμ­μα­τα απε­ξάρ­τη­σης και τι δεν έκα­ναν για να τον σώσουν. Πάντα η ίδια κατά­λη­ξη, τα παρα­τού­σε κι έπε­φτε στη χρή­ση. Τον παρα­κα­λού­σε εκεί­νη, έκλαι­γε «αγό­ρι μου κάνε πάλι μια προ­σπά­θεια, μη το βάζεις κάτω, σκέ­ψου τη ζωή σου» Εφτά χρό­νια τώρα έκλα­ψε τόσο πολύ που πια στε­ρέ­ψα­νε τα δάκρυα και  ήρθε η σιω­πή. Ο βου­βός πόνος. Αμί­λη­τη τρι­γυρ­νού­σε μέσα στο σπί­τι, αφρό­ντι­στη, αχτέ­νι­στη σαν αλλο­παρ­μέ­νη. Δεν μιλού­σε πια στο γιο της και στον άντρα της, μόνο τα τυπικά.

- Γιε μου, του λέει με φωνή ήρε­μη και στα­θε­ρή, ήρθε η ώρα να φύγεις από το σπί­τι. Μάζε­ψε τώρα  ο,τι χρειά­ζε­σαι και να φύγεις……

Ο άντρας της την κοί­τα­ξε έκπλη­κτος, τρο­μαγ­μέ­νος από την σκέ­ψη ότι θα μενε το παι­δί τους έρη­μο στους πέντε δρό­μους και πήγε κάτι να πει.

- Όποιος δεν συμ­φω­νεί, να πάει μαζί του. Αν επι­μεί­νε­τε θα λάβω τα μέτρα μου…..

Όταν ακού­στη­κε το δυνα­τό μπαμ από το κλεί­σι­μο της εξώ­πορ­τας, η μάνα δεν άντε­ξε, σωριά­στη­κε κάτω.

……………………

Θορυ­βη­μέ­νος από το πρω­ι­νό βου­η­τό, ο Γιώρ­γος, ανοί­γει τα μάτια του και προ­σπα­θεί να σηκω­θεί. Όλο του το κορ­μί είναι πια­σμέ­νο και πονά­ει. Τα χέρια του μαυ­ρι­σμέ­να από τα σημά­δια της χρή­σης, άρχι­σε τώρα και στα πόδια. Το άλλο­τε όμορ­φο παλι­κά­ρι με τα κατα­πρά­σι­να μάτια είναι πια ένα κλα­ρά­κι γεμά­το μελα­νιές και ξερα­μέ­να αίμα­τα, τόσο αδύ­να­το που με το ζόρι στέ­κε­ται στα πόδια του. Τα ρού­χα του πλέ­ουν πάνω του, το παντε­λό­νι προ­σπα­θεί να το συγκρα­τή­σει με μια παρα­μά­να, αλλά δεν τα κατα­φέρ­νει πάντα. Κάθε­ται καμπου­ρια­στός στο παγκά­κι, με το κεφά­λι ανά­με­σα στα χέρια του,  να σκε­φτεί τι θα κάνει. Πίσω του ακρι­βώς στην ξύλι­νη πλά­τη του «κρε­βα­τιού του» προ­βά­λει με μαύ­ρα γράμ­μα­τα το σύν­θη­μα «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΝΑ ΠΟΝΑΣ Ή ΝΑ ΜΗ ΝΙΩΘΕΙΣ?»

Οι επι­λο­γές του μετρη­μέ­νες, η εξής μία: να βγει στους δρό­μους της πόλης να ζητια­νέ­ψει. Κανέ­νας, εδώ και και­ρό,  δεν τον έπαιρ­νε στη δου­λειά. Οι απα­ντή­σεις πάντα ίδιες:

  • Δεν χρεια­ζό­μα­στε υπάλ­λη­λο. Είμα­στε πλή­ρεις. Άσε το τηλέ­φω­νό σου και θα σε ειδο­ποι­ή­σου­με αν χρεια­στού­με κι άλλο άτομο.
  • Δυστυ­χώς, η θέση καλύφθηκε.

Αυτά και άλλα τέτοια του λέγα­νε οι κατα­στη­μα­τάρ­χες που τον κοι­τού­σαν επι­φυ­λα­κτι­κά, όταν έμπαι­νε στο μαγα­ζί τους και παίρ­ναν τα μέτρα τους μήπως και τους κλέψει.

Οι φίλοι του, οι εκτός χρή­σης, του είχαν γυρί­σει την πλά­τη, δεν μπο­ρού­σαν να του έχουν καμία εμπι­στο­σύ­νη, ούτε να τον κατα­λά­βουν ούτε να μοι­ρα­στούν μαζί του τις αγω­νί­ες του κι όσο γι’ αυτούς που απέ­κτη­σε μετά τη χρή­ση, τους απέ­φευ­γε ο ίδιος για­τί κατα­λά­βαι­νε ότι τον έσπρω­χναν στον πάτο.

Μη βρί­σκο­ντας άλλη λύση,  απο­φα­σί­ζει να πιά­σει μια γωνιά σε ένα κεντρι­κό δρό­μο της πόλης, όμως η ντρο­πή του είναι τόση που δεν ξέρει πώς να στα­θεί, θέλει να κρύ­ψει το πρό­σω­πό του, να το σκε­πά­σει να μη βλέ­πει κανέ­ναν και κανέ­νας να μην ξέρει ποιος είναι. Κάθε­ται κάτω, στο πεζο­δρό­μιο, με την πλά­τη ακου­μπι­σμέ­νη στο μαρ­μά­ρι­νο  τοί­χο της Μεγά­λης Τρά­πε­ζας. Βγά­ζει το μαύ­ρο μαντή­λι από το λαι­μό του και το απλώ­νει σα πια­τά­κι στο δρό­μο. Με χωμέ­νο το κεφά­λι του μέσα στο μπου­φάν κι ανά­με­σα στα γόνα­τα, τα μάτια σφι­χτά κλει­στά, ακού­ει τα βήμα­τα των περα­στι­κών και τον ήχο των πρώ­των κερμάτων.

Αυτό έγι­νε και τις επό­με­νες  μέρες. Με τα λίγα χρή­μα­τα που μάζευε έτρω­γε κάτι, ίσα που να μη λιπο­θυ­μή­σει από την πεί­να και με τα υπό­λοι­πα έπαιρ­νε ο,τι μπο­ρού­σε να βρει σε ναρ­κω­τι­κό, ο, τι να’ ναι, ο, τι μπο­ρού­σε να στα­μα­τή­σει για λίγο τους πόνους του κορ­μιού και της ψυχής του.

Καθι­σμέ­νος στη γνω­στή στά­ση, στο δρό­μο, ο Γιώρ­γος, με το κεφά­λι σκυμ­μέ­νο και τα μάτια κλει­στά, είχε αρχί­σει να κατα­λα­βαί­νει λίγο-λίγο, από τον ήχο των κερ­μά­των πόσα περί­που έχει μαζέ­ψει. Κάποια μέρα, όμως,  έτσι σκυ­φτός, αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι  τα πράγ­μα­τα δεν πήγαι­ναν καλά.  Αυτό που συνέ­βαι­νε εδώ και λίγη ώρα του φαι­νό­ταν περί­ερ­γο. Δεν άκου­γε τίπο­τα, ούτε κέρ­μα­τα, ούτε βήμα­τα. «Τι γίνε­ται σήμε­ρα;» ανα­ρω­τιό­ταν. «Κανείς, τίπο­τα, ούτε ένα κέρ­μα;» Δει­λά- δει­λά σηκώ­νει το κεφά­λι, κι ανοί­γει τα μάτια. Έκπλη­κτος, αντι­κρί­ζει το τρυ­φε­ρό βλέμ­μα του πατέ­ρα του, που όλη αυτή την ώρα στε­κό­ταν γονα­τι­σμέ­νος μπρο­στά του, θέλο­ντας να φωνά­ξει από απελ­πι­σία, από θυμό για τον εαυ­τό του που άφη­σε να συμ­βεί αυτό, θυμό για όλους αυτούς που δεν κάνουν τίπο­τα κι αφή­νουν εξαρ­τη­μέ­νους ανθρώ­πους να κατα­λή­γουν στη ζητια­νιά, όμως η φωνή του πνι­γό­ταν από τον κόμπο στο λαι­μό του.

Ο Γιώρ­γος τα’ χασε. Έκα­νε να σηκω­θεί να φύγει, ο πατέ­ρας του όμως δεν τον άφη­σε. Τον τρά­βη­ξε στην αγκα­λιά του, τον έσφι­ξε πάνω του και τον  σκέ­πα­σε με τα χέρια του θέλο­ντας να τον προ­στα­τέ­ψει από όλους κι από όλα.

-Πάμε να φύγου­με από’ δω παι­δί μου …

…………………………

Ξανά πάλι  ο Γιώρ­γος, να παρα­κο­λου­θεί κλει­στό πρό­γραμ­μα  θερα­πεί­ας, με νέες υπο­σχέ­σεις από αυτόν και κρυ­φές ελπί­δες από τους γονείς πως ίσως αυτή τη φορά τα κατα­φέ­ρει. Και να που επι­τέ­λους οι ελπί­δες δικαιώ­θη­καν! Η προ­σαρ­μο­γή του δεν ήταν καθό­λου εύκο­λη, πέρα­σε νύχτες στέ­ρη­σης, με πόνους δυνα­τούς, παλιν­δρο­μή­σεις στις σκέ­ψεις του, αβά­στα­χτη επι­θυ­μία για ουσί­ες, όμως στο τέλος βγή­κε νικη­τής! Σημα­ντι­κή βοή­θεια στην  επι­τυ­χία του η γνω­ρι­μία με την Κατε­ρί­να που εξε­λί­χθη­κε σε δυνα­τό έρω­τα και του έδω­σε νέα διά­θε­ση για ζωή, τόσο που άρχι­σε να κάνει και όνει­ρα για τη ζωή τους μετά από κει.

Το Κατε­ρι­νά­κι, όπως τη φώνα­ζε,  είχε φτά­σει λίγο διά­στη­μα πριν τον Γιώρ­γο στην ίδια Κοι­νό­τη­τα, σε κακά χάλια επί­σης, απο­φα­σι­σμέ­νη όμως να ξεφύ­γει από τα ναρ­κω­τι­κά, αφού η τελευ­ταία δόση που πήρε την έστει­λε για πάνω από ένα μήνα στο Νοσο­κο­μείο. Μόνη, στο λευ­κό δωμά­τιο, χωρίς  τους δικούς της που είχε τρία χρό­νια να τους δει και χωρίς καμιά βοή­θεια από κανέ­ναν παρά μόνο ενός ψυχιά­τρου του Νοσο­κο­μεί­ου, που την επι­σκε­πτό­ταν τακτι­κά, συνει­δη­το­ποί­η­σε ότι καθη­με­ρι­νά έπαι­ζε ρώσι­κη ρου­λέ­τα με το θάνα­το κι αν συνέ­χι­ζε έτσι, η μοι­ραία δόση ήταν θέμα χρό­νου. Άκου­σε λοι­πόν τη συμ­βου­λή του ψυχιά­τρου που  της πρό­τει­νε την παρα­κο­λού­θη­ση κλει­στού προ­γράμ­μα­τος σε θερα­πευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα και του ζήτη­σε να ρυθ­μί­σει αυτός  όλες τις τυπι­κές δια­δι­κα­σί­ες ώστε να εισαχθεί.

…………………

Όταν  πρώ­τη φορά συνά­ντη­σε το Γιώρ­γο, να κάθε­ται μόνος του, παρά­με­ρα, μ’ εκεί­νο το από­μα­κρο ύφος του, η καρ­διά της σκίρ­τη­σε.  Τον ερω­τεύ­τη­κε αμέ­σως. Το θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα του, τα κατα­πρά­σι­να μάτια του, η ευγέ­νεια του προ­σώ­που του, την έκα­ναν να τον σκέ­φτε­ται συνέ­χεια και μετά από λίγες μέρες τον πλη­σί­α­σε να του μιλή­σει. Κι εκεί­νος όμως κεραυ­νο­βο­λή­θη­κε με την πρώ­τη ματιά. Ένα γλυ­κό τρέ­μου­λο τον δια­πέ­ρα­σε ολό­κλη­ρο, σαν στά­θη­κε μπρο­στά του και η σιλου­έ­τα της του έκρυ­ψε τον ήλιο. Ερω­τεύ­θη­κε τα πάντα πάνω της, τα μαλ­λιά της το χαμό­γε­λό της, το σώμα της κι όταν τη γνώ­ρι­σε καλύ­τε­ρα την αγά­πη­σε με όλη  τη δύνα­μη της ψυχής του. Τα δύο παι­διά βοή­θη­σαν το ένα το άλλο, αλλη­λο­στη­ρί­χτη­καν, στα δύσκο­λα, πανη­γύ­ρι­σαν μαζί τις μεγά­λες τους επιτυχίες.

– Στα­μά­τα Γιώρ­γο μου, ζαλί­στη­κα, θα πέσου­με κι οι δυο κάτω, του φώνα­ζε ευτυ­χι­σμέ­νη, τη μέρα που φεύ­γαν από την Κοι­νό­τη­τα, καθώς την είχε σηκώ­σει ψηλά και της έκα­νε σβού­ρες από τη χαρά του και τον ενθου­σια­σμό που τα κατά­φε­ραν και θα έκα­ναν μαζί μια νέα αρχή.

– Μη φοβά­σαι Κατε­ρι­νά­κι, σε κρα­τάω φώνα­ζε εκεί­νος δυνα­τά ν’ ακου­στεί ως τα πέρα­τα η χαρά του. Άνοι­ξε τα φτε­ρά σου Κατε­ρι­νά­κι και πέτα! Σ’ αγα­πάω! Και δωσ΄του να τη σηκώ­νει πιο ψηλά και να τη στροβιλίζει.

– Σ’ αγα­πάω, φώνα­ζε δυνα­τά και το Κατε­ρι­νά­κι με τα χέρια ορθά­νοι­χτα κι ήθε­λε ν’ αγκα­λιά­σει όλο τον κόσμο από τη χαρά της.

……………………… .

Οι δυο μαζί, πια­σμέ­νοι χέρι-χέρι,  φτά­σα­νε στο σπί­τι του Γιώρ­γου, να δού­νε  τους δικούς του κι από κει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, που ήταν η πόλη της Κατε­ρί­νας κι εκεί είχε κάποιες άκρες για δου­λειά. Οι γονείς του με συγκρα­τη­μέ­νη χαρά, και ενδό­μυ­χο φόβο ότι ίσως πάλι κάτι στρα­βώ­σει,  τους βοή­θη­σαν  όσο μπο­ρού­σαν στο νέο τους ξεκί­νη­μα. Η μάνα του που όλα του τα’ χε συγ­χω­ρέ­σει, αλλά δεν τα είχε ξεχά­σει, τον συμ­βού­λευε  μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή, μέχρι που τον τρά­βη­ξε η Κατε­ρί­να από το χέρι για­τί θα έχα­ναν το λεω­φο­ρείο του ΚΤΕΛ.

- Πρό­σε­χε παι­δί μου, τα μάτια σου δεκα­τέσ­σε­ρα. Όλη η ζωή είναι μπρο­στά σου, μη τη χαρα­μί­σεις. Ζήσε!

-Μικρέ, πάτα γερά στα πόδια σου, έλε­γε ο πατέ­ρας του με ύφος σοβα­ρό, κρύ­βο­ντας τη συγκί­νη­σή του. Και μη μας ξεχνάς, θα σου τηλε­φω­νού­με καθημερινά.

Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη έφτα­σαν στις αρχές του 2010. Η οικο­νο­μι­κή κρί­ση είχε ξεκι­νή­σει για τα καλά στη χώρα, οι επι­χει­ρή­σεις έκλει­ναν η μία μετά την άλλη. Νοί­κια­σαν ένα μικρό σπί­τι στη Χαρι­λά­ου κι άρχι­σε πάλι ένας νέος Γολ­γο­θάς, αυτός της ανα­ζή­τη­σης εργα­σί­ας. Οι απορ­ρί­ψεις έρχο­νταν απα­νω­τά από παντού. Οι πόρ­τες όλες κλει­στές γι΄ αυτά τα παι­διά που έκα­ναν τόσο σκλη­ρό αγώ­να να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Πάνω από δυο μήνες δε στέ­ριω­ναν σε δου­λειά κι ερχό­ταν η ειδο­ποί­η­ση της από­λυ­σης λόγω μεί­ω­σης προ­σω­πι­κού. Τα νοί­κια χρω­στού­με­να, οι λογα­ρια­σμοί απλή­ρω­τοι. Οι γονείς του έστελ­ναν κάτι λίγα χρή­μα­τα για τις πρώ­τες ανά­γκες, αλλά κι αυτοί πλέ­ον τα’ βγα­ζαν πέρα με μεγά­λη δυσκολία.

– Θα τα κατα­φέ­ρου­με Γιώρ­γο μου, του’ λεγε η Κατε­ρί­να. Περά­σα­με πολύ χει­ρό­τε­ρα κι αντέξαμε.

– Θα κάνω τα πάντα κορι­τσά­κι μου, θα δου­λέ­ψω όπου βρω, ο, τι να’ναι, αρκεί να έχω ένα μερο­κά­μα­το, της απα­ντού­σε, μη μου στε­να­χω­ριέ­σαι, όλα θα πάνε καλά.

…………………

Τρία χρό­νια μετά, είχαν φτά­σει σε από­λυ­τη εξα­θλί­ω­ση.  «Καρ­φά­κι δεν τους καί­γε­ται για μας Κατε­ρι­νά­κι» έλε­γε απο­γοη­τευ­μέ­νος ο Γιώρ­γος, που μετά την τελευ­ταία του από­λυ­ση  δεν άντε­ξε, ξανά­πε­σε στη χρή­ση. Όμως το φιλό­τι­μό του και οι φρι­κια­στι­κές ανα­μνή­σεις από αυτά που πέρα­σε, ο φόβος γι’ αυτά που έρχο­νται, τον οδή­γη­σαν αυτή τη φορά να πάρει μια ορι­στι­κή από­φα­ση. Δεν θα ξανα­περ­νού­σε τα ίδια, δεν άντε­χε να ξανα­ντι­κρί­σει τον πατέ­ρα του, δεν θα παρέ­σερ­νε την αγα­πη­μέ­νη του μαζί του στο βούρ­κο. Όχι, η Κατε­ρί­να έπρε­πε να σωθεί, να μη ξανα­κυ­λή­σει στις ουσί­ες, να ζήσει μια καλή ζωή κι όχι να ντα­ντεύ­ει ένα άρρω­στο άτομο.

Όλη η ζωή του, η αγω­νία του, η ταλαι­πω­ρία του, τα αδιέ­ξο­δά του, οι γκρε­μι­σμέ­νες ελπί­δες του, τα χαμέ­να του όνει­ρα, το κατη­γο­ρώ του στην κοι­νω­νία, συμπυ­κνω­μέ­να σ’ ένα μικρό λευ­κό χαρ­τί : «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ  ΒΑΡΕΘΗΚΑ  ΑΗΔΙΑΣΑ     Γιώρ­γος» κι από κάτω σαν υστε­ρό­γρα­φο  «Άνοι­ξε τα φτε­ρά σου Κατε­ρι­νά­κι και πέτα, σ΄αγαπάω ….»

Η είδη­ση περ­νά με τη μορ­φή τρέι­λερ στα πρω­ι­νά δελ­τία ειδή­σε­ων: «Νέος, 28 ετών, βρέ­θη­κε νεκρός στην οικία του από υπερ­βο­λι­κή χρή­ση ναρ­κω­τι­κών ουσιών, αφή­νο­ντας ένα σημεί­ω­μα στους δικούς του. Τα αίτια της αυτο­κτο­νί­ας δεν έγι­ναν γνω­στά. Εικά­ζε­ται ότι είχε οικο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα. Περισ­σό­τε­ρα, στο κεντρι­κό δελ­τίο ειδή­σε­ων του σταθ­μού μας.»

____________________________________ 

Η φρά­ση ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ, ΒΑΡΕΘΗΚΑ, ΑΗΔΙΑΣΑ, βρέ­θη­κε σε σημεί­ω­μα που άφη­σε 21χρονος, σπου­δα­στής Τεχνι­κών Σχο­λών, ο οποί­ος αυτο­κτό­νη­σε, το 1983.

Στο 3ο συνέ­δριο της ΚΝΕ (12–17/12/1983), στην ομι­λία του ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης ανα­φέρ­θη­κε σ’ αυτό με τα εξής λόγια: «…..Είναι πράγ­μα­τι τρο­μα­κτι­κό για ένα νέο άνθρω­πο στα καλύ­τε­ρα, στα πιο δημιουρ­γι­κά και ζωντα­νά χρό­νια του  αυτές οι φρά­σεις. Μπο­ρεί η ενέρ­γεια του σπου­δα­στή να είναι ακραία  αλλά τα αισθή­μα­τα της πρό­ω­ρης κού­ρα­σης και της αηδί­ας απέ­να­ντι σ’ εκεί­να που αντι­με­τω­πί­ζουν, δυστυ­χώς δεν απο­τε­λούν εξαι­ρέ­σεις μέσα στη νεο­λαία. Δεν υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη καταγ­γε­λία για το σημε­ρι­νό κοι­νω­νι­κό σύστη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης και της αδι­κί­ας από τα αδιέ­ξο­δα που υψώ­νει στη ζωή και το μέλ­λον της νέας γενιάς ……» Από τα ντο­κου­μέ­ντα του 3ου Συνε­δρί­ου της ΚΝΕ (site 21 aristera)

Μαί­ρη Μπαχτσετζή
Νοέμ­βριος 2020

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο