Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαίρη Μπαχτσετζή: Ψυχές ασυνόδευτες

Όταν φού­ντω­σε το κακό στη Συρία και ξεκλη­ρί­στη­κε ο κόσμος από τους βομ­βαρ­δι­σμούς, ένα καρά­βι γεμά­το πρό­σφυ­γες έφτα­σε και στην πόλη μου. Περα­στι­κοί για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη κι από κει στην Ειδο­μέ­νη κι από κει ποιος ξέρει για που. Αρχές Νοέμ­βρη ήταν θυμά­μαι. Η θάλασ­σα κακιά, τους ταλαι­πώ­ρη­σε από τη στιγ­μή που επι­βι­βά­στη­καν από τη Μυτι­λή­νη, μέχρι το τέλος. Μόνο λίγο έξω από το λιμά­νι έκο­ψε ο και­ρός και μπό­ρε­σε το πλοίο να πλευ­ρί­σει με ασφάλεια.

Εκεί­νο το βρά­δυ που τους περι­μέ­να­με, όλοι οι δρό­μοι που οδη­γού­σαν στο λιμά­νι ήταν γεμά­τοι από κόσμο που άλλοι οργα­νω­μέ­να κι άλλοι από μόνοι τους, πηγαί­να­με να τους υπο­δε­χτού­με. Όλοι φορ­τω­μέ­νοι με δεμα­τά­κια που φτιά­ξα­με με είδη πρώ­της ανά­γκης, νερά, σάντουιτς, φάρ­μα­κα, ενώ τα αυτο­κί­νη­τα και τα βαν ήταν γεμά­τα με πιο βαριά πράγ­μα­τα, κου­βέρ­τες, γάλα­τα, τρό­φι­μα, ο, τι νομί­ζα­με ότι χρειά­ζο­νται και μπο­ρού­σα­με να τους το προσφέρουμε.

Γύρω στις εννιά, κοντά στο λιμά­νι δεν έπε­φτε καρφίτσα.

Στην είσο­δο του λιμα­νιού παρα­τε­ταγ­μέ­νη και η αστυ­νο­μία σε πλή­ρη ανά­πτυ­ξη, να προ­στα­τέ­ψει ποιον από ποιον άρα­γε; Μπή­καν μπρο­στά μας και δεν μας άφη­ναν με τίπο­τα να πλη­σιά­σου­με στην προ­βλή­τα. Το πλοίο δεν είχε φτά­σει ακό­μα. Κάποια στιγ­μή, μετά από μια ώρα καθυ­στέ­ρη­ση, τα δυνα­τά του φώτα φάνη­καν στον ορί­ζο­ντα. Όταν έδε­σε κι άνοι­ξε την μπου­κα­πόρ­τα, όλοι ορμή­σα­με προς τα κει.

Η αστυ­νο­μία μας έφρα­ζε το δρόμο

- Μην πλη­σιά­ζε­τε, απαγορεύεται.

Έσπρω­χνε ο κόσμος, έσπρω­χναν οι αστυνομικοί.

Άρχι­σαν να βγαί­νουν οι πρώ­τοι πρό­σφυ­γες. Μανά­δες με μωρά στην αγκα­λιά και παι­διά να τις τρα­βούν από τα ρού­χα, ηλι­κιω­μέ­νοι κου­κου­λω­μέ­νοι με κου­βέρ­τες, άντρες φορ­τω­μέ­νοι με μπόγους.

Οι αστυ­νο­μι­κοί τους κρα­τού­σαν εκεί, δεν τους άφη­ναν να προ­χω­ρή­σουν. Οι πρό­σφυ­γες μας κοί­τα­ζαν που μαλώ­να­με με τους αστυ­νο­μι­κούς και δεν ήξε­ραν αν πήγα­με να τους βοη­θή­σου­με ή να τους διώ­ξου­με. Το βλέμ­μα τους διστα­κτι­κό, επιφυλακτικό.

Με τις φίλες μου από το Σύλ­λο­γο Γυναι­κών σκε­φτή­κα­με να πάμε πίσω στα λεω­φο­ρεία, να τους δώσου­με εκεί τα πράγματα.
Βγαί­νου­με από τον κλοιό, αφού πατή­σα­με και μας πάτη­σαν, τρέ­χου­με, άλλες φορ­τω­μέ­νες κι άλλες με τα αυτο­κί­νη­τα και πάμε πίσω στα λεω­φο­ρεία που περί­με­ναν τους πρό­σφυ­γες να τους μετα­φέ­ρουν στη Θεσσαλονίκη.

Κι εκεί αστυνομία.

- Αφή­στε κάτω τα πράγ­μα­τα και φύγε­τε. Θα τους τα δώσου­με εμείς, μας λένε.

- Θέλου­με να τους μιλή­σου­με. Να τους ρωτή­σου­με μήπως χρειά­ζο­νται κάτι.

- Ο, τι χρειά­ζο­νται θα το δώσου­με εμείς. Εσείς πηγαί­νε­τε παραπέρα.

Τρα­βιό­μα­στε πιο πέρα και μαζί με τον κόσμο που μας ακο­λού­θη­σε σχη­μα­τί­ζου­με μια μακριά ανθρώ­πι­νη γραμ­μή, που έπια­σε όλη την ευθεία από το λιμά­νι μέχρι τα λεωφορεία.

Μπρο­στά μας και οι αστυ­νο­μι­κοί, σε αραιή παρά­τα­ξη, «για την προ­στα­σία μας». Αφή­νουν τους πρό­σφυ­γες να προ­χω­ρή­σουν σιγά- σιγά. Οι στιγ­μές φορ­τι­σμέ­νες από συγκί­νη­ση. Ένας λαός ξερι­ζω­μέ­νος, ταλαι­πω­ρη­μέ­νος, αφού πέρα­σε τρεις χώρες κι έκα­νε χιλιά­δες χιλιό­με­τρα σε στε­ριά και θάλασ­σα, περ­νού­σε με αξιο­πρέ­πεια από μπρο­στά μας, αμί­λη­τος, σκυ­θρω­πός, χωρίς να μας ζητά­ει το παρα­μι­κρό, χωρίς να μας κοι­τά­ζει καν.

Κάποια στιγ­μή πέρα­σαν από μπρο­στά μας καμιά δεκα­ριά παι­διά, άλλα μικρού­λια κι άλλα λίγο μεγα­λύ­τε­ρα, θα ήταν από πέντε μέχρι δεκα­πέ­ντε χρονών.

- Τα ασυ­νό­δευ­τα, φώνα­ξε κάποιος, τα ασυνόδευτα.

Κοί­τα­ζα τα ασυ­νό­δευ­τα που πιά­νο­νταν χερά­κι – χερά­κι μη χαθούν και βάδι­ζαν το ένα δίπλα στο άλλο και δεν μπο­ρού­σα να στα­μα­τή­σω τα δάκρυά μου.

Σηκώ­νω το δεμα­τά­κι που κρα­τού­σα, ψηλά, να το δουν, σηκώ­νο­μαι κι εγώ στις μύτες των ποδιών κι αρχί­ζω και φωνάζω

- For you, for you! για να τους δώσω τα λίγα πράγ­μα­τα που είχα.

Δίπλα μου κατα­φτά­νουν οι δημο­σιο­γρά­φοι από τα τοπι­κά κανά­λια. Οι αστυ­νο­μι­κοί που μάλ­λον πήραν εντο­λή να μη μας εμπο­δί­σουν άλλο, άνοι­ξαν τον κλοιό και μπο­ρέ­σα­με να πλησιάσουμε.

Τρέ­χω στα παι­δά­κια ανοί­γω τη σακού­λα να πάρουν ο, τι θέλουν από μέσα. Ένα μικρού­λι απλώ­νει το χερά­κι του και παίρ­νει μόνο το νερό, διψού­σε το καη­μέ­νο. «Πάρ­τε τα όλα» τους λέω και τους δίνω τη σακού­λα. Ήρθε κι ο κόσμος κι άρχι­σαν να μοι­ρά­ζουν τα ρού­χα και τα τρό­φι­μα. Προ­χω­ρού­σα πλάι — πλάι με τα ασυ­νό­δευ­τα, που τώρα πιά­νο­νταν ακό­μα πιο σφι­χτά μη χωρι­στούν από τον τόσο κόσμο. Ξαφ­νι­κά νιώ­θω ένα χερά­κι να πιά­νει το δικό μου και να με σφίγ­γει δυνα­τά. Κοι­τά­ζω, ένα παι­δά­κι, γύρω στα πέντε, τρο­μαγ­μέ­νο, από τη φασα­ρία και τις φωνές, απο­κομ­μέ­νο από τα άλλα, με κοί­τα­ζε με τα μεγά­λα σκού­ρα του μάτια, έτοι­μο να βάλει τα κλά­μα­τα. Του χαμο­γέ­λα­σα να το καθη­συ­χά­σω και το πήρα στην αγκα­λιά μου. Το πήγα μέχρι τα λεω­φο­ρεία όπου ήταν και τα άλλα παι­δά­κια. Όπως το άφη­σα κάτω, κατά­λα­βα ότι κρύ­ω­νε. Ήταν Νοέμ­βρης μήνας κι αυτό χωρίς μπου­φάν, μόνο με μια ζακε­τού­λα. Δεν ήξε­ρα τι να κάνω, βγά­ζω το μπου­φάν μου και του το φοράω. Του ήρθε μακρύ σαν παλ­του­δά­κι, θα το κρα­τού­σε όμως ζεστό. «Παρ’ το ψυχή μου, του λέω να σε ζεσταί­νει, να μη νιώ­θεις ασυνόδευτο».

Τα λεω­φο­ρεία ξεκί­νη­σαν κι εμείς μεί­να­με να τα κοι­τά­ζου­με μέχρι που απο­μα­κρύν­θη­καν και χάθη­καν. Φεύ­γο­ντας, μέσα στο αυτο­κί­νη­το της φίλης μου, ήμα­σταν πέντε γυναί­κες, όλες βαθιά συγκι­νη­μέ­νες αλλά και χαρού­με­νες συγ­χρό­νως που μπο­ρέ­σα­με να δώσου­με τα πράγ­μα­τα που είχα­με ετοι­μά­σει στους πρό­σφυ­γες και που τόσος κόσμος είχε μαζευ­τεί για να τους βοη­θή­σει όπως μπορούσε.

Μέσα στη φόρ­τι­ση της νύχτας μου ήρθαν στο νου θύμη­σες από τα παι­δι­κά μου καλο­καί­ρια στην παλιά μου γει­το­νιά στα «Προ­σφυ­γι­κά», όπου τα βρά­δια μαζεύ­ο­νταν οι γυναί­κες στα στε­νά δρο­μά­κια και τις αυτο­σχέ­διες αυλές, άλλες καθι­σμέ­νες σε καρέ­κλες, άλλες σε σκα­μνά­κια, άλλες κάτω στα σκα­λο­πά­τια, με τα εργό­χει­ρά τους και λέγα­νε ιστο­ρί­ες από την πατρίδα.

Θυμό­νταν τους τούρ­κους γεί­το­νες, τα παι­δι­κά τους χρό­νια κι έλε­γαν, έλε­γαν και γελού­σαν, όμως σαν ηρε­μού­σε το γέλιο, ερχό­ταν πάντα η συγκί­νη­ση και τα μάτια βούρ­κω­ναν από τις αναμνήσεις.

Η τουρ­κά­λα φίλη της για­γιάς μου που την έκρυ­ψε στο σπί­τι της να τη σώσει από τους εξα­γριω­μέ­νους στρα­τιώ­τες, ο μικρός Αλή που έπαι­ζε με τις κόρες της κυρά Φανής, ο άγριος διωγ­μός στη Σμύρ­νη, οι μεγά­λες φωτιές που λαμπά­δια­ζαν τα σπί­τια, ο κόσμος που έπε­φτε στη θάλασ­σα να σωθεί, τα πλοία που φτά­ναν στην Ελλά­δα γεμά­τα ξερι­ζω­μέ­νους, έγι­ναν με τον και­ρό και δικές μου θύμη­σες. Το τούρ­κι­κο λυπη­τε­ρό τρα­γού­δι της για­γιάς μου που σαν λυγ­μός έβγαι­νε από τα χεί­λη της «Μπε­κλε­ντίμ ντα γκελ­με­ντίν, σεβ­ντι­γκί­μι μπιλ­με­ντίν….» ακό­μα και τώρα το ακούω σιγα­νά μέσα στη νύχτα και γεμί­ζει το σκο­τά­δι βουρ­κω­μέ­να μάτια και νοσταλγία.
…………
Έτσι σα λυγ­μό, όπως το’ λεγε η για­γιά μου, άρχι­σα να το σιγο­ψι­θυ­ρί­ζω κι εκεί­νο το βρά­δυ «Μπε­κλε­ντίμ ντα γκελ­με­ντίν, σεβ­ντι­γκί­μι μπιλμεντίν….»

Μαί­ρη Μπαχτσετζή

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο