Όταν φούντωσε το κακό στη Συρία και ξεκληρίστηκε ο κόσμος από τους βομβαρδισμούς, ένα καράβι γεμάτο πρόσφυγες έφτασε και στην πόλη μου. Περαστικοί για τη Θεσσαλονίκη κι από κει στην Ειδομένη κι από κει ποιος ξέρει για που. Αρχές Νοέμβρη ήταν θυμάμαι. Η θάλασσα κακιά, τους ταλαιπώρησε από τη στιγμή που επιβιβάστηκαν από τη Μυτιλήνη, μέχρι το τέλος. Μόνο λίγο έξω από το λιμάνι έκοψε ο καιρός και μπόρεσε το πλοίο να πλευρίσει με ασφάλεια.
Εκείνο το βράδυ που τους περιμέναμε, όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στο λιμάνι ήταν γεμάτοι από κόσμο που άλλοι οργανωμένα κι άλλοι από μόνοι τους, πηγαίναμε να τους υποδεχτούμε. Όλοι φορτωμένοι με δεματάκια που φτιάξαμε με είδη πρώτης ανάγκης, νερά, σάντουιτς, φάρμακα, ενώ τα αυτοκίνητα και τα βαν ήταν γεμάτα με πιο βαριά πράγματα, κουβέρτες, γάλατα, τρόφιμα, ο, τι νομίζαμε ότι χρειάζονται και μπορούσαμε να τους το προσφέρουμε.
Γύρω στις εννιά, κοντά στο λιμάνι δεν έπεφτε καρφίτσα.
Στην είσοδο του λιμανιού παρατεταγμένη και η αστυνομία σε πλήρη ανάπτυξη, να προστατέψει ποιον από ποιον άραγε; Μπήκαν μπροστά μας και δεν μας άφηναν με τίποτα να πλησιάσουμε στην προβλήτα. Το πλοίο δεν είχε φτάσει ακόμα. Κάποια στιγμή, μετά από μια ώρα καθυστέρηση, τα δυνατά του φώτα φάνηκαν στον ορίζοντα. Όταν έδεσε κι άνοιξε την μπουκαπόρτα, όλοι ορμήσαμε προς τα κει.
Η αστυνομία μας έφραζε το δρόμο
- Μην πλησιάζετε, απαγορεύεται.
Έσπρωχνε ο κόσμος, έσπρωχναν οι αστυνομικοί.
Άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτοι πρόσφυγες. Μανάδες με μωρά στην αγκαλιά και παιδιά να τις τραβούν από τα ρούχα, ηλικιωμένοι κουκουλωμένοι με κουβέρτες, άντρες φορτωμένοι με μπόγους.
Οι αστυνομικοί τους κρατούσαν εκεί, δεν τους άφηναν να προχωρήσουν. Οι πρόσφυγες μας κοίταζαν που μαλώναμε με τους αστυνομικούς και δεν ήξεραν αν πήγαμε να τους βοηθήσουμε ή να τους διώξουμε. Το βλέμμα τους διστακτικό, επιφυλακτικό.
Με τις φίλες μου από το Σύλλογο Γυναικών σκεφτήκαμε να πάμε πίσω στα λεωφορεία, να τους δώσουμε εκεί τα πράγματα.
Βγαίνουμε από τον κλοιό, αφού πατήσαμε και μας πάτησαν, τρέχουμε, άλλες φορτωμένες κι άλλες με τα αυτοκίνητα και πάμε πίσω στα λεωφορεία που περίμεναν τους πρόσφυγες να τους μεταφέρουν στη Θεσσαλονίκη.
Κι εκεί αστυνομία.
- Αφήστε κάτω τα πράγματα και φύγετε. Θα τους τα δώσουμε εμείς, μας λένε.
- Θέλουμε να τους μιλήσουμε. Να τους ρωτήσουμε μήπως χρειάζονται κάτι.
- Ο, τι χρειάζονται θα το δώσουμε εμείς. Εσείς πηγαίνετε παραπέρα.
Τραβιόμαστε πιο πέρα και μαζί με τον κόσμο που μας ακολούθησε σχηματίζουμε μια μακριά ανθρώπινη γραμμή, που έπιασε όλη την ευθεία από το λιμάνι μέχρι τα λεωφορεία.
Μπροστά μας και οι αστυνομικοί, σε αραιή παράταξη, «για την προστασία μας». Αφήνουν τους πρόσφυγες να προχωρήσουν σιγά- σιγά. Οι στιγμές φορτισμένες από συγκίνηση. Ένας λαός ξεριζωμένος, ταλαιπωρημένος, αφού πέρασε τρεις χώρες κι έκανε χιλιάδες χιλιόμετρα σε στεριά και θάλασσα, περνούσε με αξιοπρέπεια από μπροστά μας, αμίλητος, σκυθρωπός, χωρίς να μας ζητάει το παραμικρό, χωρίς να μας κοιτάζει καν.
Κάποια στιγμή πέρασαν από μπροστά μας καμιά δεκαριά παιδιά, άλλα μικρούλια κι άλλα λίγο μεγαλύτερα, θα ήταν από πέντε μέχρι δεκαπέντε χρονών.
- Τα ασυνόδευτα, φώναξε κάποιος, τα ασυνόδευτα.
Κοίταζα τα ασυνόδευτα που πιάνονταν χεράκι – χεράκι μη χαθούν και βάδιζαν το ένα δίπλα στο άλλο και δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυά μου.
Σηκώνω το δεματάκι που κρατούσα, ψηλά, να το δουν, σηκώνομαι κι εγώ στις μύτες των ποδιών κι αρχίζω και φωνάζω
- For you, for you! για να τους δώσω τα λίγα πράγματα που είχα.
Δίπλα μου καταφτάνουν οι δημοσιογράφοι από τα τοπικά κανάλια. Οι αστυνομικοί που μάλλον πήραν εντολή να μη μας εμποδίσουν άλλο, άνοιξαν τον κλοιό και μπορέσαμε να πλησιάσουμε.
Τρέχω στα παιδάκια ανοίγω τη σακούλα να πάρουν ο, τι θέλουν από μέσα. Ένα μικρούλι απλώνει το χεράκι του και παίρνει μόνο το νερό, διψούσε το καημένο. «Πάρτε τα όλα» τους λέω και τους δίνω τη σακούλα. Ήρθε κι ο κόσμος κι άρχισαν να μοιράζουν τα ρούχα και τα τρόφιμα. Προχωρούσα πλάι — πλάι με τα ασυνόδευτα, που τώρα πιάνονταν ακόμα πιο σφιχτά μη χωριστούν από τον τόσο κόσμο. Ξαφνικά νιώθω ένα χεράκι να πιάνει το δικό μου και να με σφίγγει δυνατά. Κοιτάζω, ένα παιδάκι, γύρω στα πέντε, τρομαγμένο, από τη φασαρία και τις φωνές, αποκομμένο από τα άλλα, με κοίταζε με τα μεγάλα σκούρα του μάτια, έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Του χαμογέλασα να το καθησυχάσω και το πήρα στην αγκαλιά μου. Το πήγα μέχρι τα λεωφορεία όπου ήταν και τα άλλα παιδάκια. Όπως το άφησα κάτω, κατάλαβα ότι κρύωνε. Ήταν Νοέμβρης μήνας κι αυτό χωρίς μπουφάν, μόνο με μια ζακετούλα. Δεν ήξερα τι να κάνω, βγάζω το μπουφάν μου και του το φοράω. Του ήρθε μακρύ σαν παλτουδάκι, θα το κρατούσε όμως ζεστό. «Παρ’ το ψυχή μου, του λέω να σε ζεσταίνει, να μη νιώθεις ασυνόδευτο».
Τα λεωφορεία ξεκίνησαν κι εμείς μείναμε να τα κοιτάζουμε μέχρι που απομακρύνθηκαν και χάθηκαν. Φεύγοντας, μέσα στο αυτοκίνητο της φίλης μου, ήμασταν πέντε γυναίκες, όλες βαθιά συγκινημένες αλλά και χαρούμενες συγχρόνως που μπορέσαμε να δώσουμε τα πράγματα που είχαμε ετοιμάσει στους πρόσφυγες και που τόσος κόσμος είχε μαζευτεί για να τους βοηθήσει όπως μπορούσε.
Μέσα στη φόρτιση της νύχτας μου ήρθαν στο νου θύμησες από τα παιδικά μου καλοκαίρια στην παλιά μου γειτονιά στα «Προσφυγικά», όπου τα βράδια μαζεύονταν οι γυναίκες στα στενά δρομάκια και τις αυτοσχέδιες αυλές, άλλες καθισμένες σε καρέκλες, άλλες σε σκαμνάκια, άλλες κάτω στα σκαλοπάτια, με τα εργόχειρά τους και λέγανε ιστορίες από την πατρίδα.
Θυμόνταν τους τούρκους γείτονες, τα παιδικά τους χρόνια κι έλεγαν, έλεγαν και γελούσαν, όμως σαν ηρεμούσε το γέλιο, ερχόταν πάντα η συγκίνηση και τα μάτια βούρκωναν από τις αναμνήσεις.
Η τουρκάλα φίλη της γιαγιάς μου που την έκρυψε στο σπίτι της να τη σώσει από τους εξαγριωμένους στρατιώτες, ο μικρός Αλή που έπαιζε με τις κόρες της κυρά Φανής, ο άγριος διωγμός στη Σμύρνη, οι μεγάλες φωτιές που λαμπάδιαζαν τα σπίτια, ο κόσμος που έπεφτε στη θάλασσα να σωθεί, τα πλοία που φτάναν στην Ελλάδα γεμάτα ξεριζωμένους, έγιναν με τον καιρό και δικές μου θύμησες. Το τούρκικο λυπητερό τραγούδι της γιαγιάς μου που σαν λυγμός έβγαινε από τα χείλη της «Μπεκλεντίμ ντα γκελμεντίν, σεβντιγκίμι μπιλμεντίν….» ακόμα και τώρα το ακούω σιγανά μέσα στη νύχτα και γεμίζει το σκοτάδι βουρκωμένα μάτια και νοσταλγία.
…………
Έτσι σα λυγμό, όπως το’ λεγε η γιαγιά μου, άρχισα να το σιγοψιθυρίζω κι εκείνο το βράδυ «Μπεκλεντίμ ντα γκελμεντίν, σεβντιγκίμι μπιλμεντίν….»