Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μαθήματα σφαγής για να βρίσκουν αρτηρίες» έκαναν οι Χρυσαυγίτες!!! (Κατάθεση προστατευόμενου μάρτυρα στη Δίκη Χρυσής Αυγής)

Όπλα, εξα­σκή­σεις σφα­γών σε αμνο­ε­ρί­φια για να μάθουν να «βρί­σκουν αρτη­ρί­ες», νυχτε­ρι­νές αναρ­ρι­χή­σεις, δήθεν «αγα­να­κτι­σμέ­νοι πολί­τες» και ξυλο­δαρ­μοί σε όποιο μέλος θέλη­σε να φύγει από την οργά­νω­ση, είναι η εμπει­ρία από την παρα­μο­νή της στην Χρυ­σή Αυγή επί έξι χρό­νια, σύμ­φω­να με όσα κατέ­θε­σε στο δικα­στή­ριο η «μάρ­τυ­ρας Ε».

Η προ­στα­τευό­με­νη μάρ­τυ­ρας κατέ­θε­σε για όσα αντι­λή­φθη­κε, από το 2004 που ξεκί­νη­σε να πηγαί­νει στα κεντρι­κά της Χρυ­σής Αυγής, μέχρι και το 2010, οπό­τε «εξα­φα­νί­στη­κε» από το ιδιό­κτη­το σπί­τι της και την δου­λειά της για να μην την εντο­πί­σουν μέλη της οργά­νω­σης, καθώς, όπως είπε στο δικα­στή­ριο, κιν­δύ­νευε με άγριο ξυλοδαρμό.

Όπως είπε το πρώ­ην μέλος της Χρυ­σής Αυγής, η βίαιη συμπε­ρι­φο­ρά των μελών απέ­να­ντι σε ξένους και όποιον δια­φω­νού­σε μαζί τους ήταν στα­δια­κά κλι­μα­κού­με­νη, από το 2006 και μετά, ενώ όπως ανέ­φε­ρε χαρα­κτη­ρι­στι­κά, «από το 2010 άρχι­σαν να τρα­βά­νε επι­σή­μως μαχαίρια».

Η «μάρ­τυ­ρας Ε» κατέ­θε­σε επί­σης, πως άκου­γε για εκπαι­δεύ­σεις με νυχτε­ρι­νές πεζο­πο­ρί­ες γύρω από την Αθή­να, αναρ­ρι­χή­σεις και «μαθή­μα­τα σφα­γής και εξου­δε­τέ­ρω­σης του εχθρού». Η ίδια, όπως ανέ­φε­ρε στο δικα­στή­ριο, δεν συμ­με­τεί­χε σε όλα αυτά, «λόγω της φύσης μου», εξη­γώ­ντας πως είχε ρωτή­σει για­τί δεν λάμ­βα­νε μέρος στις δρα­στη­ριό­τη­τες αυτές και της είχαν απα­ντή­σει ότι η «ιδε­ο­λο­γία του εθνι­κο­σο­σια­λι­σμού δεν το επιτρέπει».

Είπε επί­σης, πως ήταν παρού­σα στα γρα­φεία της οργά­νω­σης «όταν ο Μίχος ακύ­ρω­σε ένα μάθη­μα σφα­γής, όπου θα τους έδει­χνε πώς θα χρη­σι­μο­ποιούν μαχαί­ρια για να βρί­σκουν και να χτυ­πούν αρτηρίες».

Κατέ­θε­σε επί­σης, πως οι ανώ­τε­ροί τους στην οργά­νω­ση, τους έλε­γαν ότι πρέ­πει να έχουν όπλα για­τί «κιν­δυ­νεύ­ουν» και ότι αυτό εντά­θη­κε μετά από «μία βόμ­βα που είχε βρε­θεί, τάχα, στα γρα­φεία της Χρυ­σής Αυγής».

Κατέ­θε­σε μάλι­στα, πως ο κατη­γο­ρού­με­νος βου­λευ­τής, Νίκος Μίχος, της είχε προ­τεί­νει να της που­λή­σει όπλο και σφαί­ρες. Τόνι­σε επί­σης πως όλοι οι «μεγα­λο­σχή­μο­νες» της οργά­νω­σης κου­βα­λού­σαν πάνω τους όπλα.

Στην κατά­θε­σή της «μάρ­τυ­ρας Ε» έκα­νε μνεία στα επει­σό­δια που είχαν γίνει το 2009 στο παλιό Εφε­τείο στην οδό Σωκρά­τους, όταν χρυ­σαυ­γί­τες, με την ιδιό­τη­τα των «αγα­να­κτι­σμέ­νων κατοί­κων» είχαν επι­χει­ρή­σει να εισβά­λουν βίαια στο εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο κτί­ριο και να το εκκε­νώ­σουν από τους μετα­νά­στες που έμε­ναν εκεί, τραυ­μα­τί­ζο­ντας κάποιους από αυτούς. Η γυναί­κα ήταν παρού­σα σε όσα έγι­ναν και τόνι­σε πως όλη η ηγε­σία της Χρυ­σής Αυγής επι­κρο­τού­σε την βία σε αλλοδαπούς.

Σε ερω­τή­σεις της Έδρας, αν δέχθη­κε απει­λές όταν άρχι­σε να απο­στα­σιο­ποιεί­ται από την Χρυ­σή Αυγή, η μάρ­τυ­ρας ανα­φέρ­θη­κε σε «εντο­λή ξυλο­δαρ­μού» που είχε βγει ενα­ντί­ον της, στην παρου­σία του αδελ­φού του κατη­γο­ρού­με­νου βου­λευ­τή, Ηλία Κασι­διά­ρη, έξω από το σπί­τι της, «να με κοι­τά­ει με σταυ­ρω­μέ­να χέρια» και σε «επι­τη­ρή­τρια» που της επέ­βα­λαν, στην οποία «έπρε­πε να δίνω λογα­ρια­σμό για τα πάντα».

Όπως μάλι­στα ανέ­φε­ρε η γυναί­κα: «Η εντο­λή (σσ ξυλο­δαρ­μού) δεν φεύ­γει. Οποιοσ­δή­πο­τε μικρό­τε­ρος ξέρει, πως όπου με βρει θα πρέ­πει να μου σπά­σει τα πόδια». Ανα­φέρ­θη­κε επί­σης σε αντι­συ­γκέ­ντρω­ση της Χρυ­σής Αυγής στην «βίλ­λα Αμα­λία» στην οποία πήγε η ίδια μετά από τηλε­φώ­νη­μα του κατη­γο­ρού­με­νου Ηλία Κασι­διά­ρη. Εκεί βρή­κε τον βου­λευ­τή με περί­που 15 νεα­ρούς που απο­χω­ρού­σαν, ενώ η συγκέ­ντρω­ση αντιε­ξου­σια­στών αριθ­μού­σε 5.000.

Η μάρ­τυ­ρας κατέ­θε­σε πως της έδω­σαν ρόλο επι­κε­φα­λής ομά­δας, με μέλη έναν ανή­λι­κο και έναν μεγα­λύ­τε­ρο και αφού τους έδω­σαν κρά­νη και ρόπα­λα τους ανέ­θε­σαν να «βαστή­ξου­με ένα στε­νό». Όπως κατέ­θε­σε, «εκεί κατά­λα­βα πως ήταν τρό­πος να με φάνε. Όταν συνει­δη­το­ποί­η­σα πως ήμουν με δύο μικρούς απο­φά­σι­σα να εξα­φα­νι­στώ. Τους διέ­τα­ξα να πετά­ξουν τα ρόπα­λα, βάλα­με τον μικρό σε ένα ταξί να φύγει και με τον άλλον κάνα­με το ζευ­γά­ρι και φιλιό­μα­σταν για να μπο­ρέ­σου­με να περά­σου­με ανά­με­σα από τους αναρχικούς».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο