Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ: Η ομαδική σφαγή περισσότερων από 300 φαντάρων τον Μάρτη του 1948

«Σε τού­τα τα βρά­χια του­φε­κί­στη­καν οι 300 του Α’ Τάγματος
τού­τα τα φύκια είναι μια τού­φα μαλλιά
ξεκολ­λη­μέ­να μαζί με το πετσί
απ’ το καύ­κα­λο ενός συντρό­φου που αρνή­θη­κε να υπο­γρά­ψει δήλω­ση»

Γιάν­νης Ρίτσος

Τέτοιες μέρες ήτα­νε. Τη μια μέρα ήτα­νε χει­μώ­νας, την άλλη έμπαι­νε η άνοιξη.
Οχι, όμως και στο Μακρο­νή­σι.
Εδώ, ο τρο­χός γυρ­νού­σε αντί­στρο­φα. Στη θέση ενός φωτει­νού κόσμου, του κόσμου της αντί­στα­σης και της λευ­τε­ριάς, επι­χει­ρού­νταν να στη­θεί το βασί­λειο του τρόμου.
Πεντέ­μι­σι χιλιά­δες φαντά­ροι, που η αστι­κή τάξη εκτι­μού­σε ότι είναι στο παρα­πέ­ντε να περά­σουν με το μέρος του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, είχαν κλει­στεί στο σύρ­μα της Μακρο­νή­σου, για να «ανα­μορ­φω­θούν» και να στα­λούν στο μέτω­πο να χτυ­πή­σουν τους συντρό­φους τους.
Αυτοί οι 5.500 φαντά­ροι δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Ηταν οι αμε­τα­νό­η­τοι που είχαν ξεδια­λε­χτεί από τα άλλα τάγ­μα­τα. Στο νησί εκεί­νη την περί­ο­δο υπήρ­χαν τρία τάγ­μα­τα σκα­πα­νέ­ων. Τα Α, Β και Γ. Τα Β και Γ λει­τουρ­γού­σαν ως φίλ­τρα. Οι αμε­τα­νό­η­τοι μετα­φέ­ρο­νται στο Α τάγ­μα. 5.500 ψυχές έτοι­μες για τη μεγά­λη σφαγή.
Ηταν 29 του Φλε­βά­ρη κι ερχό­ταν η 1 Μάρ­τη του 1948.

Μακρό­νη­σος στο μεσου­ρά­νη­μά της, ένα χρό­νο μετά το αιμα­το­κύ­λι­σμα των κρα­του­μέ­νων σκα­πα­νέ­ων του Α’ Τάγματος

Αυτό που γινό­ταν δεν ήταν κάτι πρω­τό­γνω­ρο. Η αστι­κή τάξη είχε ήδη απο­κτή­σει εμπει­ρία, από τον εγκλει­σμό στο «σύρ­μα» στη Μέση Ανα­το­λή και στην Αφρι­κή 15.000 αντι­φα­σι­στών Ελλή­νων στρα­τιω­τών. Είχε ήδη μέχρι τις αρχές του 1947 μαντρώ­σει 5.809 κρα­τού­με­νους στα νησιά της εξο­ρί­ας και άλλους 11.244 κρα­τού­με­νους τους είχε σε φυλα­κές και στρα­τό­πε­δα να περι­μέ­νουν την εκτό­πι­σή τους.

Είχε έρθει η ώρα για να ξεκι­νή­σει η εκκα­θά­ρι­ση του ανα­συ­γκρο­τού­με­νου αστι­κού στρα­τού. Κατά χιλιά­δες οι φαντά­ροι απο­μο­νώ­νο­νται από το κυρί­ως σώμα του αστι­κού στρα­τού και συγκρο­τού­νται τα τάγ­μα­τα σκαπανέων.

Ηταν η επο­χή που έχει ήδη ανα­κοι­νω­θεί το Σχέ­διο Μάρ­σαλ και δια­κη­ρυσ­σό­ταν το Δόγ­μα Τρού­μαν. Η επο­χή που μετά την απο­τυ­χία των ναζί να συντρί­ψουν τη Σοβιε­τι­κή Ενω­ση, ο ιμπε­ρια­λι­σμός σού­μπι­τος έβα­ζε πλώ­ρη για να αντι­με­τω­πί­σει το σοσια­λι­στι­κό σύστη­μα που είχε βγει τρο­παιού­χο από τον Β’ Παγκό­σμιο ιμπε­ρια­λι­στι­κό Πόλεμο.

Η αστι­κή τάξη στη χώρα μας γνώ­ρι­ζε πολύ καλά τι έκα­νε και πού πήγαι­νε. Ο τότε υπουρ­γός Στρα­τιω­τι­κών Π. Κανελ­λό­που­λος δήλω­νε: «Η ιστο­ρία θα γρά­ψει πως η στρο­φή της παγκο­σμί­ου κατα­στά­σε­ως εδώ άρχι­σε, στη Μακρό­νη­σο. Στο ξερο­νή­σι αυτό, υπέ­ρο­χον σχο­λεί­ον ανα­βα­πτί­σε­ως των ασώ­των υιών του έθνους, εβλά­πτι­σεν σήμε­ρον η Ελλάς ωραιο­τέ­ρα παρά ποτέ» (δήλω­ση υπουρ­γού Στρα­τιω­τι­κών Πανα­γιώ­τη Κανελ­λό­που­λου, που έδω­σε συγ­χα­ρη­τή­ρια στους επι­τε­λείς των ταγ­μά­των στη Μακρό­νη­σο, ηχη­τι­κό ντο­κου­μέ­ντο από το ντο­κι­μα­ντέρ του Λ. Βαρ­δα­ρού «Μακρό­νη­σος. Τόποι πολι­τι­κής εξο­ρί­ας και ιστο­ρι­κής μνήμης»).Ο παράνομος «Ριζοσπάστης» (12-3-1948) αποκαλύπτει τους πραγματικούς στόχους του μακελειού

Όλη η χώρα μια φυλακή

Είναι η επο­χή που στην Ελλά­δα ανα­πτύσ­σε­ται ο ένο­πλος ταξι­κός αγώ­νας και η χώρα μετα­τρέ­πε­ται από άκρη σε άκρη σε μια απέ­ρα­ντη φυλα­κή. Αντλού­με στοι­χεία από το Δοκί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ, τόμος Β2:

Απλώ­θη­καν και λει­τούρ­γη­σαν σε όλη την επι­κρά­τεια δεκά­δες φυλα­κές και τόποι εξο­ρί­ας με κρα­τού­με­νους κομ­μου­νι­στές και άλλους αγω­νι­στές της ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης. Στα τέλη του 1946 με αρχές του 1947 κατα­με­τρώ­νται σε όλη τη χώρα 49 φυλα­κές και 35 τόποι εξο­ρί­ας. Σ’ αυτά πρέ­πει να προ­στε­θούν τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης αιχ­μα­λώ­των που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο αστι­κός στρα­τός, καθώς και τα κρα­τη­τή­ρια και τμή­μα­τα που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν η Χωρο­φυ­λα­κή και η Ασφά­λεια, στα οποία κρα­τή­θη­καν και ανα­κρί­θη­καν χιλιά­δες πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι. Υπήρ­ξαν επί­σης 21 νοσο­κο­μεία στα οποία κρα­τού­νταν ασθε­νείς αγω­νι­στές, όπως το «Σωτη­ρία» και το «Αγιος Παύλος».

Ακό­μα, γι’ αυτήν την περί­ο­δο ανα­φέ­ρο­νται του­λά­χι­στον 5 κρα­τη­τή­ρια «παρα­κρα­τι­κών» συμ­μο­ριών, όπως οι στά­βλοι του Μπα­ντου­βά στο Ηρά­κλειο Κρή­της και τα κρα­τη­τή­ρια της ΕΑΟΚ στις Κρο­κε­ές Λακωνίας.

Η Μακρό­νη­σος ήταν το πλέ­ον συμ­βο­λι­κό στρα­τό­πε­δο. Εδώ οι μηχα­νι­σμοί κατα­στο­λής τελειο­ποι­ή­θη­καν, η βία συστη­μα­το­ποι­ή­θη­κε και οι πολι­τι­κά διω­κό­με­νοι γνώ­ρι­σαν τη μεγα­λύ­τε­ρη ανα­μέ­τρη­σή τους με τον ταξι­κό αντίπαλο.

Η δημιουρ­γία της Μακρο­νή­σου υπήρ­ξε οργα­νω­μέ­νο σχέ­διο των Βρε­τα­νών και Αμε­ρι­κα­νών, σε συνερ­γα­σία με το ελλη­νι­κό αστι­κό κρά­τος, για την εξου­δε­τέ­ρω­ση μιας μεγά­λης μερί­δας του λαϊ­κού κινή­μα­τος, πρω­ταρ­χι­κά με σκο­πό την εκκα­θά­ρι­ση του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού από δυνά­μεις που θα μπο­ρού­σαν να δημιουρ­γή­σουν εξε­γέρ­σεις σε μονά­δες, σε συν­δυα­σμό με την απο­στέ­ρη­ση του ΔΣΕ από πολύ­τι­μες εφε­δρεί­ες. Ταυ­τό­χρο­να, επι­διώ­χτη­κε το ηθι­κό τσά­κι­σμα των κομ­μου­νι­στών και άλλων αγω­νι­στών μέσα από την υπο­γρα­φή δηλώ­σε­ων απο­κή­ρυ­ξης του ΚΚΕ και της ιδε­ο­λο­γί­ας του, ώστε αυτό να λει­τουρ­γή­σει αρνη­τι­κά στο ηθι­κό του λαού.

Ξυλο­γρα­φία του Γ. Φαρσακίδη,1949: Μετά το μακε­λειό, ο Ιωαν­νί­δης με τους αλφα­μί­τες μπρος στα αιμό­φυρ­τα κορ­μιά, εκβιά­ζουν για δήλω­ση. «Σκύ­ψε κομ­μού­να να ιδείς, τα τίνα­ξαν οι που­τά­νες. Η σει­ρά σου τώρα, καθάριζε…»

Η ίδρυ­ση του στρα­το­πέ­δου της Μακρο­νή­σου απο­φα­σί­στη­κε στις 19 Φλε­βά­ρη 1947, ενώ ξεκί­νη­σε να λει­τουρ­γεί στις 28 Μάη 1947, με τον εκτο­πι­σμό σε αυτήν των πρώ­των 100 μόνι­μων αξιω­μα­τι­κών και 600 εφέδρων.

Το στρα­τό­πε­δο της Μακρο­νή­σου συγκρο­τή­θη­κε από: Το Α Τάγ­μα Σκα­πα­νέ­ων, που είχε μετα­φερ­θεί από τον Αγιο Νικό­λαο Κρή­της, με διοι­κη­τή τον Κων­στα­ντί­νο Κων­στα­ντό­που­λο, τον οποίο αντι­κα­τέ­στη­σε το 1948 ο ταγ­μα­τάρ­χης Αντώ­νιος Βασι­λό­που­λος. Το Β Τάγ­μα, που μετα­φέρ­θη­κε από τη Λάρι­σα στην Παια­νία και από εκεί στο Πόρ­το Ράφτη, απ’ όπου έφυ­γε για τη Μακρό­νη­σο (25 Μάη 1947), με διοι­κη­τή τον Ηλία Στο­λιό­που­λο και αργό­τε­ρα τον Γεώρ­γιο Τζα­νε­τά­το. Το Γ Τάγ­μα, που συγκρο­τή­θη­κε το 1946 στη Μίκρα Θεσ­σα­λο­νί­κης, με διοι­κη­τή τον Πανα­γιώ­τη Σκα­λού­μπα­κα. Τον Σεπτέμ­βρη του 1947 μετα­φέρ­θη­καν στο Γ Κέντρο Αξιω­μα­τι­κών Μακρο­νή­σου οι μάχι­μοι αξιω­μα­τι­κοί του ΕΛΑΣ. Διοι­κη­τής του ήταν ο Σταύ­ρος Χρι­στο­δου­λά­κης και μετά ο Νίκος Δαού­λης, που έκα­νε και χρέη διοι­κη­τή της Μακρο­νή­σου. Υπεύ­θυ­νος για τη Μακρό­νη­σο από την πλευ­ρά του ΓΕΣ ήταν ο συνταγ­μα­τάρ­χης Γεώρ­γιος Μπαϊρακτάρης.

Στα τρία Ειδι­κά Τάγ­μα­τα Οπλι­τών (ΕΤΟ), τα Α ΕΤΟ, Β ΕΤΟ και Γ ΕΤΟ, κρα­τού­νταν κομ­μου­νι­στές και άλλοι ΕΠΟ­Νί­τες φαντά­ροι, ανά­λο­γα με το βαθ­μό επι­κιν­δυ­νό­τη­τας, που προ­έ­κυ­πτε από το φάκε­λο που είχε στη διά­θε­σή του το Γρα­φείο Ασφα­λεί­ας (Α2) του νησιού. Στο Α ΕΤΟ, το λεγό­με­νο και «Κόκ­κι­νο Τάγ­μα», κρα­τού­νταν οι πιο επι­κίν­δυ­νοι οπλί­τες, στο Β ΕΤΟ οι «συμπα­θού­ντες» και στο Γ ΕΤΟ οι «ύπο­πτοι».

Εκτός από τα παρα­πά­νω τάγ­μα­τα, υπήρ­χαν και χώρος κρά­τη­σης πολι­τών και ορι­σμέ­νες μικρές μονά­δες υπο­στη­ρι­κτι­κών υπηρεσιών.
Στο νησί αρχι­κά λει­τούρ­γη­σαν οι Στρα­τιω­τι­κές Φυλα­κές Αθη­νών (ΣΦΑ), στις οποί­ες κρα­τού­νταν «επι­κίν­δυ­νοι πολί­τες» (υπό­δι­κοι στρα­το­δι­κεί­ων) και οι οποί­ες μετο­νο­μά­στη­καν το 1949 σε Ειδι­κό Σώμα Ανα­μόρ­φω­σης Ιδιω­τών (Α και Β ΕΤΟ-ΕΣΑΙ), που αργό­τε­ρα ονο­μά­στη­κε Δ ΕΤΟ.
Συνο­λι­κά στο νησί κρα­τή­θη­καν, κατά μια εκδο­χή, πάνω από 100.000 άτο­μα, πολί­τες ή στρα­τιω­τι­κοί. Ανά­με­σά τους και 300 ανή­λι­κα παιδιά.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣΗ βία και τα ψυχο­λο­γι­κά και σωμα­τι­κά βασα­νι­στή­ρια υπήρ­ξαν καθη­με­ρι­νό φαι­νό­με­νο στη Μακρό­νη­σο. Ηδη με την άφι­ξή τους στο νησί, οι εξό­ρι­στοι ξυλο­κο­πού­νταν από άντρες της Αστυ­νο­μί­ας Μονά­δας (ΑΜ) και όσοι δεν υπέ­γρα­φαν δηλώ­σεις απο­κή­ρυ­ξης στέλ­νο­νταν στο Γρα­φείο Α2 για περαι­τέ­ρω βασα­νι­στή­ρια και ανα­κρί­σεις. Οι εξό­ρι­στοι που δεν υπέ­γρα­φαν συνή­θως απο­μο­νώ­νο­νταν και βασα­νί­ζο­νταν αδιά­κο­πα, ενώ οι υπο­γρά­φο­ντες δήλω­ση τοπο­θε­τού­νταν σε ξεχω­ρι­στούς κλω­βούς, όπου η μετα­χεί­ρι­σή τους ήταν σχε­τι­κά ήπια.

Βασα­νι­στή­ρια όπως το ξύλο με σύρ­μα­τα, καδρό­νια και ξύλα μπα­μπού, η φάλαγ­γα, η ψυχρο­λου­σία, η έκθε­ση στον ήλιο και το κρύο και το κάψι­μο με πυρω­μέ­να σίδε­ρα και τσι­γά­ρα, συν­δυά­ζο­νταν με ώρες καψο­νιών όπως η ορθο­στα­σία, το κου­βά­λη­μα βρά­χων και η ακι­νη­σία, προ­κει­μέ­νου να απο­σπα­στούν δηλώ­σεις. Παράλ­λη­λα, εφαρ­μό­ζο­νταν ψυχο­λο­γι­κές μέθο­δοι βασα­νι­σμού, όπως η άσκο­πη εργα­σία, ο δημό­σιος εξευ­τε­λι­σμός και τα πολύ­ω­ρα «μαθή­μα­τα» εθνι­κής δια­παι­δα­γώ­γη­σης (μετα­δί­δο­νταν από τα μεγά­φω­να του στρα­το­πέ­δου εθνι­κι­στι­κοί ύμνοι και ανα­κοι­νώ­σεις 24 ώρες το 24ωρο).

🔻🔻🔻

Κολο­φώ­να της βίας στη Μακρό­νη­σο απο­τέ­λε­σε η ομα­δι­κή σφα­γή στο Α ΕΤΟ περισ­σό­τε­ρων από 300 φαντά­ρων (29 Φλε­βά­ρη 1948 — 1 Μάρ­τη 1948).
Το έγκλη­μα χαρα­κτη­ρί­στη­κε από το ΓΕΣ και τον αστι­κό Τύπο ως «στά­ση» των φαντά­ρων και πολ­λοί από τους επι­ζή­σα­ντες δικά­στη­καν και κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το ως «στα­σια­στές». Τους νεκρούς του Α ΕΤΟ τους έρι­ξαν στη θάλασ­σα με άκρα μυστι­κό­τη­τα, στη βρα­χο­νη­σί­δα Σαν Τζιόρ­τζιο, μέσα σε συρ­μά­τι­να δίχτυα. Εως σήμε­ρα δεν έχει εξα­κρι­βω­θεί και προ­σω­πο­ποι­η­θεί ο ακρι­βής αριθ­μός τους. Ο καπε­τά­νιος του καϊ­κιού που μετέ­φε­ρε τα πτώ­μα­τα στο Σαν Τζιόρ­τζιο έχει δηλώ­σει πως κατα­μέ­τρη­σε ο ίδιος 350 νεκρούς. Παράλ­λη­λα, όμως, έχουν κατα­γρα­φεί πολ­λές μαρ­τυ­ρί­ες για ομα­δι­κούς τάφους στο Λαύ­ριο και πέρα απ’ αυτό.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΟΜΟΙ 3 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ 960 224 908 0

Αφηγήσεις για τη μεγάλη σφαγή σε πρώτο πρόσωπο

Για τη μεγά­λη σφα­γή στη Μακρό­νη­σο στο τρί­το­μο έργο με τίτλο «Μακρό­νη­σος — Ιστο­ρι­κός Τόπος», που εκδό­θη­κε από το ΚΚΕ (εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή») έχουν συγκε­ντρω­θεί από πολ­λές πηγές δεκά­δες μαρ­τυ­ρί­ες. Παρα­θέ­του­με σήμε­ρα απο­σπά­σμα­τα από ορι­σμέ­νες από αυτές.

Η πρώτη μέρα της σφαγής

Ο Νίκος Παπαν­δρέ­ου ανα­φέ­ρει: «Πρω­ι­νή ανα­φο­ρά πήρε ο υπα­σπι­στής του Τάγ­μα­τος υπο­λο­χα­γός Καστρί­τσης. Αμέ­σως μετά διέ­τα­ξε το Τάγ­μα να κατευ­θυν­θεί συντε­ταγ­μέ­νο προς το αμφι­θέ­α­τρο. Ανά­με­σά μας τρι­γυ­ρί­ζει ο ανθυ­πο­λο­χα­γός Καρ­δά­ρας που έλε­γε: “Σήμε­ρα θα μιλή­σει ο Χρι­στός με το πιστό­λι”. Ολοι βάλα­με τα γέλια, για­τί όλοι ξέρα­με πως ο άνθρω­πος αυτός είχε κάποια σημά­δια παρα­νό­η­σης. Επει­δή, όμως, ήταν Κυρια­κή δεν απο­κλεί­σα­με να έρθει κάποιος παπάς από το Λαύ­ριο ή την Αθή­να για λει­τουρ­γία και κήρυγ­μα, όπως είπε και κάποια άλλη φορά. Μετά το μακε­λειό, ο Ιωαν­νί­δης με τους αλφα­μί­τες μπρος στα αιμό­φυρ­τα κορ­μιά εκβιά­ζουν για δήλω­ση: “Σκύ­ψε κομ­μού­να να ιδείς, τα τίνα­ξαν οι που­τά­νες. Σει­ρά σου τώρα, καθάριζε…”».

Ο Νίκος Μαν­δρά­κος: «Το ντου­φε­κί­δι κρά­τη­σε δευ­τε­ρό­λε­πτα. Δημιουρ­γή­θη­κε παν­δαι­μό­νιο (…) Η μικρό­τε­ρη μάζα, γύρω στους δύο χιλιά­δες άνδρες, που βρέ­θη­καν στην πλα­γιά του θεά­τρου, δέχτη­κε τα πυρά. Είδε να σωριά­ζο­νται αιμό­φυρ­τα παλι­κά­ρια δίπλα της και συνει­δη­το­ποί­η­σε από την πρώ­τη στιγ­μή πως πρό­κει­ται για δολοφονία.

Εξαλ­λοι και ανα­στα­τω­μέ­νοι σηκώ­θη­καν όρθιοι κι άρχι­σαν να φωνά­ζουν: “Αίσχος… Ντρο­πή σας… Δολο­φό­νοι… εγκλη­μα­τί­ες… δειλοί…”.

Μερι­κοί, ενερ­γώ­ντας αμή­χα­να, σύρ­θη­καν προς το βάθος της χαρά­δρας. Οι περισ­σό­τε­ροι, όμως, αντι­με­τώ­πι­σαν το απαί­σιο έγκλη­μα με ψυχραι­μία και απο­φα­σι­στι­κά. Στά­θη­καν όρθιοι και βλέ­πο­ντας τους δολο­φό­νους (περί­που εκα­τό μέτρα τους χώρι­ζαν), το Λόχο Ασφα­λεί­ας, φώνα­ζαν τις λέξεις που προ­α­να­φέ­ρα­με (…) Οι κρα­τού­με­νοι που ήταν στο θέα­τρο σχη­μά­τι­σαν με τις παλά­μες τους (αρι­στε­ρά — δεξιά) φορεία. Τοπο­θέ­τη­σαν ευλα­βι­κά τα θύμα­τα και σιγά σιγά κατη­φό­ρι­σαν στο γήπε­δο. Πέντε νεκροί και πολ­λοί τραυ­μα­τί­ες. Ολοι με πυρο­βό­λα και όπλα. Από τους τραυ­μα­τί­ες καμιά εικο­σα­ριά βαριά. Αλλοι με τραύ­μα­τα στο θώρα­κα, στο κεφά­λι, στα χέρια, στα πόδια. Το αίμα έτρε­χε αστείρευτο».

Η δεύτερη μέρα της σφαγής

Γρά­φει ο Διο­νύ­σης Γεωρ­γά­τος:

«Η ώρα είναι περί­που 11. Από τα μεγά­φω­να του περι­πο­λι­κού, που πλέ­ει δίπλα στους βρά­χους, ακού­με: “Προ­σο­χή — Προ­σο­χή”. Και ύστε­ρα από δύο με τρία λεπτά: “Προ­σο­χή — Προ­σο­χή. Στρα­τιώ­ται του Α’ Τάγ­μα­τος. Σας ομι­λεί ο συνταγ­μα­τάρ­χης Μπαϊρακτάρης”.
Το πολε­μι­κό προ­χω­ρεί, περ­νούν πάλι δύο — τρία λεπτά. Σφυ­ρί­ζει και τα μεγά­φω­να επα­να­λαμ­βά­νουν και συνε­χί­ζουν: “Στρα­τιώ­ται του Α’ Τάγ­μα­τος, εκά­μα­τε μιαν απε­ρι­σκε­ψία. Ολί­γα καθάρ­μα­τα κομ­μου­νι­σταί σάς παρέ­συ­ραν σε στά­σιν κατά της πατρί­δος. Οσοι από εσάς δεν συμ­φω­νούν με τους δολο­φό­νους, οι οποί­οι εδη­μιούρ­γη­σαν τα χθε­σι­νά γεγο­νό­τα, δια­χω­ρί­στε τας ευθύ­νας σας και συγκε­ντρω­θεί­τε εις τον 7ον Λόχον. Το κρά­τος δεν μπο­ρεί να υποχωρήσει”.
Ολοι σχε­δόν οι στρα­τιώ­τες, από όλους τους λόχους του στρα­το­πέ­δου, βγή­καν έξω απ’ τις σκη­νές τους. Μερι­κοί ρωτούν, τι είπε το μεγά­φω­νο; “Δεν άκου­σες συνά­δελ­φε. Εμείς, λέει, κάνα­με στά­ση, εμείς είμα­στε δολο­φό­νοι”. Οσοι ήταν έξω απ’ τις σκη­νές φωνά­ζουν: “Αίσχος. Αίσχος. Δολο­φό­νοι. Φασί­στες”. Σηκώ­νουν τα χέρια και ομα­δι­κά μουν­τζώ­νουν με κατεύ­θυν­ση το πολεμικό (…)
Το περι­πο­λι­κό, κατά μικρά δια­στή­μα­τα, απο­μα­κρύ­νε­ται από την ακτή, για να επα­νέλ­θει με νέες οδη­γί­ες και συμ­βου­λές. “Στρα­τιώ­ται, το κρά­τος δεν μπο­ρεί να υπο­χω­ρή­σει. Θα επι­βά­λει τον νόμον. Θα τιμω­ρή­σει διά την στά­σιν τους υπαί­τιους. Εγκα­τα­λεί­ψε­τε τους κομ­μου­νι­στάς και μετα­με­λη­θεί­τε. Η πατρίς θα σας συγχωρέσει…”.
Αυτή η δρα­στη­ριό­τη­τα για κάμπο­ση ώρα του πολε­μι­κού είναι για να μας τσα­κί­σει τα νεύ­ρα και να δημιουρ­γή­σει μέσα στους συνα­δέλ­φους μας το κλί­μα της υπο­τα­γής και της ντρο­πής, να περά­σου­με τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή, να εγκα­τα­λεί­ψου­με και να απαρ­νη­θού­με τους νεκρούς μας, που τιμη­τι­κά περι­φρου­ρού­σα­με στη σκη­νή τους, να πάμε στη χαρά­δρα του 7ου Λόχου, δίπλα από το Λόχο Διοί­κη­σης και να υπο­γρά­ψου­με εκεί τις δηλώ­σεις μετα­νοί­ας, επει­δή πολε­μή­σα­με στην Αντί­στα­ση τους κατα­κτη­τές και επει­δή από “απε­ρι­σκε­ψία” χθες κάνα­με τάχα στά­ση στο στρατόπεδο.
Ολο το Τάγ­μα διαι­σθά­νε­ται τι πρό­κει­ται από στιγ­μή σε στιγ­μή να ξεσπά­σει. Ακού­ει από τα μεγά­φω­να του πολε­μι­κού, βλέ­πει τις πολε­μι­κές προ­ε­τοι­μα­σί­ες που γίνο­νται στο γήπε­δο, οσμί­ζε­ται τη θύελ­λα που έρχε­ται. Με σφιγ­μέ­νη όμως την καρ­διά και καθα­ρή τη συνεί­δη­σή του στέ­κει όρθιο και περι­μέ­νει. Δε λυγί­ζει (…) Κανείς δεν κινεί­ται προς τον 7ο Λόχο. Το Α’ Τάγ­μα αυτο­πει­θαρ­χη­μέ­νο, μετρά τις πιο κρί­σι­μες στιγ­μές της ζωής του”».

Ο Τάκης Παπα­νι­κο­λά­ου: «Εκδη­λώ­θη­κε επί­θε­ση με όπλα ενα­ντί­ον μας. Είχα­νε φέρει από το Γ’ Τάγ­μα επί­λε­κτους και μας χτυ­πού­σαν. Κόλα­ση πυρός. Σειό­ταν το νησί. Οι φαντά­ροι αντί­κρι­ζαν το χάρο και μέσα στην ανα­στά­τω­σή τους κατευ­θύ­νο­νταν προς τα μαγει­ρεία. Μπρο­στά μου κι όξω από το γρα­φείο του 1ου Λόχου έπε­σαν τραυ­μα­τι­σμέ­νοι θανά­σι­μα δύο φαντά­ροι. Ταραγ­μέ­νος προ­σπά­θη­σα να τους προ­σφέ­ρω κάποια βοή­θεια, μα ξεψύ­χη­σαν στα χέρια μου».

Ο Δημή­τρης Δια­μα­ντής: «Βλέ­πω ξαφ­νι­κά το φίλο μου τον κιθα­ρί­στα το Θεσ­σα­λο­νι­κιό, τον Αμυ­ρά­λη Βενι­ζέ­λο, μέσα σε κεί­νο το καμί­νι να στέ­κε­ται όρθιος. Ηταν μπλεγ­μέ­νος ανά­με­σα σε δυο σκη­νές και γρα­δω­μέ­νος σε κάτι τρι­χιές. Βάζω δυνα­τή φωνή: “Βενι­ζέ­λο, σκύ­ψε θα σε βρει βόλι”. Μα ο Βενι­ζέ­λος δεν απο­κρί­θη­κε, έμει­νε ολόρ­θος, έτσι όπως σ’ άλλες επο­χές, όταν έπαι­ζε κιθά­ρα και μας τρα­γου­δού­σε. Με τρό­πο τον ζύγω­σα. Πάγω­σα. Ηταν νεκρός κι απ’ το λαρύγ­γι του έτρε­χε αίμα».

Ο Χρυ­σό­στο­μος Μαυ­ρί­δης: «Μέσα σε κεί­νη την κόλα­ση της φωτιάς μαζί με δυο άλλους στρα­τιώ­τες κου­βα­λού­σα­με στο ιατρείο του στρα­το­πέ­δου έναν τραυ­μα­τία με σπα­σμέ­να από ριπή πόδια (…) Ενας εθνο­φρου­ρός από την Κοκ­κι­νιά ξαπλω­μέ­νος στο χώμα σπαρ­τα­ρού­σε σαν ψάρι. Μπρο­στά μου ένας σκο­τω­μέ­νος, που η σφαί­ρα τον βρή­κε στο κεφά­λι και του είχε σπά­σει το κρα­νίο. Τα μυα­λά του είχαν χυθεί απέ­ξω, όπως το αυγό, που σπά­ει στο βρά­σι­μο και είχαν ανα­κα­τω­θεί με αίμα και χώμα. Πόσους τραυ­μα­τί­ες κου­βα­λή­σα­με; Πόσους σκο­τω­μέ­νους; Πόσα αυτο­κί­νη­τα φορ­τώ­σα­με; Μέσα μου όλα ήταν ανά­κα­τα, μηχα­νι­κά φόρ­τω­να τ’ αυτο­κί­νη­τα, που γιό­μι­ζαν νεκρούς».

Οι νεκροί

Η μαρ­τυ­ρία του για­τρού Λεω­νί­δα Γεωρ­γι­λά­κου είναι αποκαλυπτική:

«Την άλλη μέρα, Δευ­τέ­ρα 1η Μάρ­τη, εκεί στο Γ’ Τάγ­μα ακού­γα­με τις συνε­χείς ομο­βρο­ντί­ες όπλων και οπλο­πο­λυ­βό­λων, κλει­σμέ­νοι μέσα στις σκη­νές. Ολοι μας, και οι στρα­τιώ­τες, που ήσαν κοντά μας, σκε­φτό­μα­σταν και συζη­τού­σα­με για το σκο­τω­μό των παι­διών που γινό­ταν στο Α΄ Τάγμα.
Την Τρί­τη το πρωί πήγα στο Α΄ Τάγ­μα. Ο διοι­κη­τής Βασι­λό­που­λος μαζί με τον ανθυ­πο­λο­χα­γό της Στρα­το­λο­γί­ας Αλι­μπρά­ντη μάς κάλε­σε και έδω­σε εντο­λή να πάμε στο Γ’ Τάγ­μα, στο διοι­κη­τή Σκα­λού­μπα­κα, να δια­πι­στώ­σου­με το θάνα­το στρα­τιω­τών και να συντά­ξου­με και υπο­γρά­ψου­με το πρω­τό­κολ­λο θανά­του τους. Μας ζήτη­σε άκρα εχε­μύ­θεια, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας και τονί­ζο­ντας σε μας αυτή την υποχρέωση.
Στο Γ’ Τάγ­μα ο Σκα­λού­μπα­κας μας διέ­θε­σε Αλφα­μί­τες που μας οδή­γη­σαν στο καΐ­κι, στο οποίο ήταν στοι­βαγ­μέ­να πτώ­μα­τα στρα­τιω­τών. Ηταν ένα τρο­με­ρό θέαμα.
Οι Αλφα­μί­τες μας φέρ­να­νε έναν έναν τους νεκρούς και δια­πι­στώ­να­με το θάνα­τό τους και την ταυ­τό­τη­τά τους. Σε συνέ­χεια μας έφε­ραν νεκρούς, που είχαν σε μεγά­λες σκη­νές. Κατα­με­τρή­σα­με 180 νεκρούς στρατιώτες.
Μετά την κατα­μέ­τρη­ση οι Αλφα­μί­τες παίρ­να­νε τα πτώ­μα­τα και τα τοπο­θε­τού­σαν στοι­βαγ­μέ­να στο καΐ­κι. Ο Σκα­λού­μπα­κας συνε­χώς παρα­κο­λου­θού­σε από κοντά όλη αυτή τη διαδικασία.
Φτιά­ξα­με την κατά­στα­ση — πρω­τό­κολ­λο θανά­του των στρα­τιω­τών, το υπο­γρά­ψα­με και το από­γευ­μα, που γυρί­σα­με στο Α΄ Τάγ­μα, το παρα­δώ­σα­με στο διοι­κη­τή μας Βασι­λό­που­λο. Αυτή είναι σε γενι­κές γραμ­μές η προ­σω­πι­κή μου οδυ­νη­ρή εμπει­ρία για τη σφα­γή στο ΑΕΤΟ».

🔻🔻🔻

Πολύ­τι­μη είναι η μαρ­τυ­ρία του Μίμη Βρο­ντα­μί­τη, καπε­τά­νιου του καϊ­κιού που μετέ­φε­ρε τους νεκρούς:

«Εζη­σα όλα τα δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα της Μακρο­νή­σου το 1948. Ο στρα­τός μας με είχε επι­ταγ­μέ­νο με το καΐ­κι μου “Αγιος Νικό­λα­ος”, επί μισθώ, οκτώ χιλιά­δες δραχ­μές το μήνα. Κου­βα­λού­σα από το Λαύ­ριο πέρα στη Μακρό­νη­σο φαντά­ρους, πολι­τι­κούς υπό­δι­κους, νερό σε βαρέ­λια και άλλα.
Στο φοβε­ρό του­φε­κί­δι του Μάρ­τη 1948 ο Σκα­λού­μπα­κας μου κόλ­λη­σε το πιστό­λι στο κεφά­λι και με απει­λές με διέ­τα­ξε να κου­βα­λάω σκο­τω­μέ­νους φαντά­ρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντό­ρο, στο ξερό­νη­σο Σαν Τζιόρ­τζιο. Στο Γ’ Τάγ­μα φόρ­τω­να τους νεκρούς φαντά­ρους, που τους εξέ­τα­ζε ο για­τρός Μαλά­μης, κι έγρα­φε στο πιστο­ποι­η­τι­κό θανά­του τη λέξη “νεκρός”. Ητα­νε δίπλα στον για­τρό Μαλά­μη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκο­τω­μέ­νους φαντά­ρους τους τακτο­ποιού­σα­νε στρι­μω­χτά στο αμπά­ρι οι Αλφα­μί­τες Χού­μης και Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρο­μο­λό­γιο φορ­τώ­σα­με 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκα­λού­μπα­κα: “Το καΐ­κι δεν σηκώ­νει τόσο πρά­μα, είναι πολύ το πρά­μα, θα μπα­τά­ρει το καΐ­κι”. Αυτός κου­βέ­ντα δεν έπαιρ­νε, με το πιστό­λι με διέ­τα­ξε. Τι να ‘κανα; Το πιστό­λι σε παγώνει…
Ανοι­γό­μα­σταν τη νύχτα στον Κάβο Ντό­ρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρ­τζιο περί­με­νε καρά­βι πολεμικό.
Οι ναύ­τες παίρ­να­νε τους σκο­τω­μέ­νους φαντά­ρους και τους χώνα­νε μέσα σε συρ­μά­τι­να δίχτυα με βαρί­δια και τους φου­ντά­ρα­νε στο βυθό της θάλασ­σας. Αυτό ξανά­γι­νε. Οι νεκροί όλοι — όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτρα­γα έναν — έναν και ήταν 350 φαντά­ροι νεκροί.
Αυτή ήταν η πιο τρα­γι­κή περι­πέ­τεια που έζη­σα στη ζωή μου».

100χρονα Ο «Προμηθέας» Μακρόνησος Η «Ρωγμή» Γυάρος

 

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο