Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μακρόνησος: Πέτρα και Σκιές (ΦΩΤΟ) — του Στέλιου Κανάκη

«Είμα­στε οι νικη­τές, είστε οι ηττη­μέ­νοι» ούρ­λια­ζαν τα μεγά­φω­να. Και τα καρά­βια έφτα­ναν γεμά­τα. Κι από­πλε­αν άδεια. Τα μεγά­φω­να συνέ­χι­ζαν να ουρ­λιά­ζουν: «Είμα­στε οι νικη­τές, είστε οι ηττη­μέ­νοι». Οι “νικη­τές” ήταν οι Άγγλοι του Σκό­μπυ. Οι Αμε­ρι­κα­νοί του Βαν Φλιτ. “Στρα­τη­γέ, ιδού ο στρα­τός σας” παρου­σιά­ζο­νταν μπρο­στά του. Οι ναπάλμ του Τρού­μαν. Έτσι “νίκη­σαν”.

Κι έχτι­σαν το δικό τους Ντα­χά­ου. Το κολα­στή­ριο που ονό­μα­σαν “Νέο Παρθενώνα”.

Και τα μεγά­φω­να ούρ­λια­ζαν: «Είμα­στε οι νικη­τές, είστε οι ηττημένοι».

Πολ­λές φορές ούρ­λια­ζαν και οι κρα­τού­με­νοι. Έπει­τα σιω­πού­σαν. Κάποιοι για πάντα. Κι άλλοι τρα­βού­σαν σιω­πη­λοί και χαμο­γε­λα­στοί για την Αθα­να­σία. Όπως ο Αλέξης:

«Τι ήσυ­χος που ήσουν, Αλέξη
νύχτα νύχτα σε ξύπνη­σαν, σύντροφε,
δεν πρό­φτα­σες καλά-καλά να δέσεις τον μπό­γο σου,
δεν πρό­φτα­σες να δέσεις τις αρβύ­λες σου. Προσέξαμε
σα δρα­σκε­λού­σες την πόρ­τα του αντίσκηνου,
τόνα κορ­δό­νι σου λυμέ­νο σέρ­νο­νταν στο χώμα
Φοβη­θή­κα­με μη και σκο­ντά­ψεις, σύντρο­φε. Κατάλαβες
και χαμο­γέ­λα­σες. Χαμογελάσαμε.»

Φαντά­ζει απί­στευ­το πόσο μπο­ρεί να απο­κτη­νω­θεί ο άνθρωπος.

Άλλους τους ανέ­συ­ραν από τη θάλασ­σα κατα­σπα­ραγ­μέ­νους απ’ τις γάτες μέσα σε σακιά. Όπως ο Μανώλης.

Και στοί­βα­ζαν στα καΐ­κια δολο­φο­νη­μέ­νους από σφαί­ρες – τρια­κό­σιους με τη μια, από βασα­νι­στή­ρια, τρε­λα­μέ­νους, κουτσούς.

Γέμι­σε ο τόπος σκιές. Σκιές που πλα­νώ­νται πάνω από τις πέτρες της Μακρο­νή­σου, πάνω απ’ την Ιστο­ρία. Σκιές ευγε­νι­κών ανθρώ­πων που ονει­ρεύ­τη­καν, που τους καθα­γί­α­σε η θυσία τους κι έγι­ναν σύμ­βο­λα της Νίκης των “ηττη­μέ­νων”.

Σήμε­ρα οι σκιές αυτές στέ­κουν μπρο­στά μας. Ανα­δύ­ο­νται από τις μήτρες του γλύ­πτη Μάρ­κου Γεωρ­γι­λά­κη που είναι θαμ­μέ­νες κάτω απ’ το μνη­μείο. Βρί­σκο­νται ανά­με­σά μας.

«Κοι­τά­νε πέρα την αντι­φεγ­γιά της Αθήνας,
κοι­τά­νε τον ποτα­μό του Ιορδάνη,
σφίγ­γο­ντας μια πέτρα στη χωμα­τέ­νια φού­χτα τους,
σφίγ­γο­ντας μες στα μάτια τους τα σκά­για των άστρων,
σφίγ­γο­ντας μες στο φυλ­λο­κάρ­δι τους μια δυνα­τή σιωπή,
εκεί­νη τη σιω­πή που γίνε­ται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.»

Κοι­τά­νε πέρα τις μανά­δες που πόνε­σαν, τα παι­διά που άφη­σαν, που πεί­να­σαν και λοι­δο­ρή­θη­καν. Για να ζήσουν όλα τα παι­διά του κόσμου. Για να χαμο­γε­λά­νε οι μανάδες.

Κάθε μια απ’ τις σκιές έχει στους ώμους της

«Την κού­ρα­ση δώδε­κα ωρών από πέτρα
Την δίψα δώδε­κα ωρών από ήλιο
Τον πόνο τόσων χρόνων
Την από­φα­ση μιας ολό­κλη­ρης ζωής».

Θα περά­σουν χρό­νια. Το ίδιο το μνη­μείο θα έχει γίνει Ιστο­ρία ανά­με­σα στις Σκιές που ανα­πα­ρι­στά. Οι επι­σκέ­πτες θα περι­δια­βαί­νουν τις Σκιές, θα αφου­γκρά­ζο­νται τους ψιθύ­ρους τους, «θα ακου­μπά­νε πάνω τους όπως ακου­μπά­με στις πιο βαθιές ανα­μνή­σεις μας», θα ονει­ρεύ­ο­νται μαζί τους εκεί­νον τον καλύ­τε­ρο κόσμο που στο όνο­μά του ανα­δύ­θη­καν κι υπάρ­χουν ανά­με­σά μας.

Ήμα­σταν κι εμείς εκεί. Όταν οι μορ­φές του Μάρ­κου Γεωρ­γι­λά­κη, οι ψυχές των ηρω­ι­κών Μακρο­νη­σιω­τών στή­θη­καν πάνω στις πέτρες του βρά­χου της θυσί­ας και κοί­τα­ξαν για πρώ­τη φορά τις ακτο­γραμ­μές της Λαυ­ρε­ω­τι­κής. Εκεί που πρώ­τοι ακού­σα­με τη σιω­πη­λή κραυ­γή τους:

-Εμείς είμα­στε οι νικη­τές! Οι ιδέ­ες, οι αξί­ες, τα ιδα­νι­κά μας!

«Είναι σκλη­ρός ο αγώ­νας μητέρα
Μα είναι πολ­λά τα αδέρ­φια μας
Είναι πολ­λά τα παι­διά σου μητέρα
Μη πικραίνεσαι
Με τις μεγά­λες πέτρες στον ώμο μητέρα
Ανη­φο­ρί­ζο­ντας τον θάνατο».

1.0

???????????????????????????????????? ?????????????????????

1.1

????????????????????????????????????

1.2

????????????????????????????????????

1.3

1.4 1 1.5 1

1.6 1.7 1.8 1.9 1.10 1.11

1.12

????????????????????????????????????

1.13

????????????????????????????????????

1.14

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο