Επιμέλεια Αλέκος Χατζκώστας //
Αξιοποιώντας την έκδοση «Αντίλαλοι απ’ τα κάτεργα» ( Αθήνα Σεπτέμβρης 1963) παρουσιάζουμε ένα μοναδικό ντοκουμέντο ηρωισμού, τρυφερότητας, λογοτεχνικής γλαφυρότητας αλλά και αγάπης στην μάνα.
Πρόκειται για γράμμα των φυλακισμένων στο κάτεργο της Γιούρας προς τις μητέρας τους, γραμμένο στις 8 του Μάη στα 1960, που αποτελεί και μία συνόψιση των αγώνων και των διωγμών του λαού μας, της δεκαετία του ‘40. Να θυμίσουμε εδώ ότι το «θανατονήσι» λειτούργησε ως τόπος εξορίας και φυλάκισης στα διαστήματα 1947–1952, 1955–1961 και 1967–1974.
(Το άρθρο είναι αφιερωμένο στην «Γιορτή της Μητέρας» ).
«Μάνα μας
Νάμαστε πάλι σήμερα κοντά σου με τη σκέψη ολόκληρη δοσμένη στην άγια, τη βασανισμένη μορφή σου. Οπου κι αν βρίσκεσαι, στου φτωχόσπιτού μας το νοικοκυριό, στου χωραφιού το τσάπισμα, στης ξενοδουλειάς το αγκομαχητό ή στων γηρατειών και της αρρώστειας το στρώμα, ταξιδεύοντας το λογισμό μας, σ’ ανταμώνουμε και πέφτουμε στην αγκαλιά σου.
Κι αν απόστασες τι ήταν πολλά τα 15 ως τώρα χρόνια της μαρτυρικής φυλακής του παιδιού σου κι έγειρες, μάνα, το κορμί εκεί στα κυπαρίσια, γονατιστοί χύνουμε το δάκρυα μας πάνω στον ίσκιο τους.
Μάνα μας, να κουβεντιάσουμε θέλουμε πάλι μαζί σου , οι δυό μας σαν τότε που είμασταν μικροί. Θυμάσαι; Μήπως και τώρα μικροί δεν είμαστε μπροστά σου, μπροστά στη μεγάλη αγάπη σου, στη μεγάλη καρδιά σου!
Θυμάσαι όταν μας πρωτοξεκίνησες για το σχολείο; Μας φίλησες και δάκρυσες. Ύστερα μεγαλώσαμε. Όταν όμως οι οχτροί μας χύμηξαν το 40 να πατήσουν την πατρίδα μας μας μίλησες και δάκρυσες πάλι. Ω! αυτό το καταλάβαμε τότε. Ηταν το δάκρυ της Ελληνίδας μάνας, δάκρυ περηφάνειας για το γιό της τον πολεμιστή, τον αγωνιστή της τιμής και της λευτεριάς της πατρίδας.
Με το ίδιο δάκρυ στα μάτια μας αγκάλιασες και μας ξεπροβόδισες σαν πήραμε τη στράτα του βουνού, όταν οι βάρβαροι πλημμύρισαν τον τόπο μας. Και το περήφανο δάκρυ σου, μάνα λεβέντισσα, ήταν για μας φλόγα και δύναμη. εν σε ντροπιάσαμε. Τον πολεμήσαμε το Γερμανοϊταλό καταχτητή αλύπητα και το 40 κι όλα τα χρόνια της κατοχής.
Σαν διώχτηκε όμως ο εχθρός μας άρπαξαν για τη φυλακή. Γιατί λέει … Αλλά που να καταλάβεις εσύ, τα «διατί και τα διότι» του Νόμου; Εσύ μονάχα ένα ήξερες: Πώς κάνουμε ακέριο το χρέος μας στο λαό και στην πατρίδα. Κι ούτε να μας φιλήσεις τούτη τη φορά δεν πρόφτασες. Μας άρπαξαν γλήγορα – γλήγορα.
Κι από τότε τρεχάματα στα δικαστήρια, στην πόρτα της φυλακής ‚στη σκληρή δουλιά για το ψωμί της φαμελιάς και για την επιταγή και το δέμα του φυλακισμένου. Πάλεψες , πόνεσες, ξενοδούλεψες, μάνα. Κι αντιμετώπισες όλα αυτά τα χρόνια σπρωξιές και φοβέρες και πίκρες πολλές.
Αλλά κράτησες. Γέρικη και περήφανη βελανιδιά αντιμετώπισες όλους τους κακούς αγέρηδες, χωρίς ούτε στιγμή να κλονιστεί η πίστη στο σπλάχνο σου. Ώσπου με τη δύναμη της μεγάλης αγάπης σου και με την αγάπη των πολλών ανθρώπων, σκορπίστηκαν πολλά μίση κι αναμερίστηκαν πολλά σύννεφα στον ήλιο του καλοκαιριού που φθάνει.
Μάνα κουράγιο, λίγο ακόμα! Και μην κοιτάζεις τις ρυτίδες που τα βάσανα των 15 χρόνων μας χάραξαν. Ούτε και τα’ ασπρισμένα μας μαλλιά. Γιατί εμείς , νέοι και ωραίοι , θάρθούμε και σαν μικρά παιδιά θα ξαναριχτούμε στην αγκαλιά σου, σαν οι πόρτες οι βαρειές που μας κλείνουν θα πέσουν στην ειρήνης και της αγάπης το πρόσταγμα.
Κι όπως ως τώρα, κι ως πάντοτε ‚ίδια κι ως εκείνη τη μέρα η στοργή σου , η αγάπη σου, της καρδιάς σου η δύναμη θα μας είναι φρουρός παραστάτης, πίστη ασάλευτη χάδι απαλό στο σκληρό μας μαρτύριο.
Σ’ ευχαριστούμε μάνα, γι’ αυτά , που μας έδωσες, γι’ αυτά, που μας δίνεις. Στην καρδιά μας άσβυστο κρατούμε το καντήλι μπρος στη εικόνα σου, την άτιμη εικόνα της μάνας του Έλληνα πολιτικού κρατούμενου.
Σ’ ευχαριστούμε για όλα, για όλα μάνα, γλυκειά μας μανούλα.
Τα παιδιά σου απ’ το κάτεργο της Γιούρας»