Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαν. Αναγνωστάκης: «Είμαι ερωτικός και πολιτικός ποιητής μαζί. Είναι η εποχή που συνδύαζε αυτά τα δύο»

Σαν σήμε­ρα, στις 23 Ιού­νη του 2005,  έφυ­γε από τη ζωή ο ποι­η­τής Μανό­λης Αναγνωστάκης.

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Γεν­νή­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το 1925. Η κατα­γω­γή του πατέ­ρα του ήταν από την Κρή­τη. Κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής συμ­με­τεί­χε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση από τις γραμ­μές της ΕΠΟΝ. Με έντο­νη πολι­τι­κή δρά­ση ως φοι­τη­τής (σπού­δα­σε ιατρι­κή) το 1949 κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το από στρα­το­δι­κείο και αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος το 1951 με τη γενι­κή αμνη­στία. Εργά­στη­κε ως για­τρός ακτινολόγος.

Το ναυά­γιο

Θα μεί­νω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστε­ρα απ’ το φρι­χτό ναυά­γιο και το χαμό
Το πλοίο βου­λιά­ζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρ­κες; ποιοί γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρού­με κάπο­τε μια ξέρα
Ένα νησί ερη­μι­κό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτί­σου­με τα σπί­τια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγά­λη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρε­μά­σου­με μέσα τη φωτογραφία
Του καπε­τά­νιου μας που χάθη­κε —ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμη­λά του δεύ­τε­ρου, πιο χαμη­λά του τρίτου
Θ’ αλλά­ξου­με τις γυναί­κες μας και θα κάνου­με πολ­λά παιδιά
Κι ύστε­ρα θα καλα­φα­τί­σου­με ένα μεγά­λο καράβι
Και­νού­ριο, ολο­καί­νου­ριο και θα το ρίξου­με στη θάλασσα.

Θα ’χου­με γερά­σει μα θα μας γνωρίσουνε.

Μόνο τα παι­διά μας δε θα μοιά­ζου­νε μ’ εμάς.

anagnostakis

Υπήρ­ξε ένας από τους κορυ­φαί­ους ποι­η­τές της μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς. Έχει βρα­βευ­τεί για το έργο του, ενώ το 1997 ανα­κη­ρύ­χθη­κε επί­τι­μος διδά­κτωρ του Πανε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πολ­λά ποι­ή­μα­τά του έγι­ναν γνω­στά τρα­γού­δια, μελο­ποι­η­μέ­να από συν­θέ­τες όπως ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, ο Θάνος Μικρού­τσι­κος, ο Δημή­τρης Παπα­δη­μη­τρί­ου κ.ά. Έργα του έχουν μετα­φρα­στεί σε διά­φο­ρες ξένες γλώσσες.

«Αξιώ­θη­κε να μετου­σιώ­σει τις πλη­γές του σε μια μονα­δι­κή και εξαί­σια Ποί­η­ση που έγι­νε φάρος και οδη­γός για όσους ακο­λού­θη­σαν και που είχαν μέσα τους την ψυχι­κή ευγέ­νεια και την πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη να την εκτιμήσουν».
Μίκης Θεο­δω­ρά­κης

«Στο συρ­τά­ρι μου δεν θα βρει κανείς ποι­ή­μα­τα μισο­τε­λειω­μέ­να ή ατε­λεί­ω­τα, δεν θα βρει τίπο­τε». Ο Μαν. Ανα­γνω­στά­κης ήταν ολι­γο­γρά­φος ποι­η­τής. Ο ίδιος εξο­μο­λο­γεί­ται: «Έκο­ψα με την ποί­η­ση, στα­μά­τη­σα πολύ νωρίς διό­τι, όταν έρχε­ται η εμπει­ρία, όταν έρχο­νται οι ρυτί­δες, η φλέ­βα, η ποι­η­τι­κή φλέ­βα στο­μώ­νει, στεγνώνει».

Όλα έχουν αποδελτιωθεί

“Τώρα μπο­ρεί ο καθέ­νας να μιλά και κυρί­ως να γράφει
για την αγω­νία της επο­χής το αδιέξοδο
την απαν­θρω­πία του αιώνα
τη χρε­ω­κο­πία των ιδε­ο­λο­γιών τη βαρ­βα­ρό­τη­τα της μηχανής
για δίκες για ρήγ­μα­τα για φράγματα
για ενο­χές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί”…

(Τα λόγια του ποι­η­τή από το βιβλίο Είμαι Αρι­στε­ρό­χειρ Ουσια­στι­κά. Μονό­λο­γος του Μανό­λη Ανα­γνω­στά­κη, Εκδό­σεις Πατά­κη, σε επι­μέ­λεια-επί­με­τρο Μισέλ Φάις και πρό­λο­γο του Παντε­λή Μπουκάλα.)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο