Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαουτχάουζεν: Κομμουνιστές και Εβραίοι «βράχο στη ράχη κουβαλούν βράχο σταυρό θανάτου»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

«Μνημείο Μαουτχάουχεν» προς τιμήν των κρατουμένων και των θυμάτων. Το φιλοτέχνησε το 1959 και βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο του πρώην στρατοπέδου

«Μνη­μείο Μαουτ­χά­ου­χεν» προς τιμήν των κρα­του­μέ­νων και των θυμά­των. Το φιλο­τέ­χνη­σε το 1959 και βρί­σκε­ται στον περι­βάλ­λο­ντα χώρο του πρώ­ην στρατοπέδου

Σαν σήμε­ρα 8 Αυγού­στου 1938 άνοι­ξε τις πύλες του το ναζι­στι­κό στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης του Μαουτ­χά­ου­ζεν στην Αυστρία. Συνώ­νυ­μο του θανά­του και τόπος μαρ­τυ­ρί­ου για περισ­σό­τε­ρους από 200.000 κρα­τού­με­νους κομ­μου­νι­στές και Εβραί­ους από όλες σχε­δόν τις χώρες της Ευρώ­πης. 122.797 από αυτούς, ανά­με­σά τους και 3.700 Ελλη­νες, άφη­σαν την τελευ­ταία τους πνοή στα κρε­μα­τό­ρια του Μαουτ­χά­ου­ζεν. Οι επι­ζή­σα­ντες απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν στις 5 Μάη 1945.

Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη «Μαουτ­χά­ου­ζεν». Ο Ιάκω­βος Καμπα­νέλ­λης ήταν κρα­τού­με­νος στο στρα­τό­πε­δο απ’ το καλο­καί­ρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου:

Τον και­ρό εκεί­νο, κάθε Κυρια­κή που δε δου­λεύ­α­με στέ­κα­με ώρες ολό­κλη­ρες και κοι­τά­ζα­με τις γυναί­κες που και κεί­νες βγαί­ναν απ’ τ’ αντί­σκη­να και μας κοι­τά­ζα­νε. Η από­στα­ση που μας χώρι­ζε ήταν μεγά­λη. Είναι ζήτη­μα αν θα μπο­ρού­σα­με να συνεν­νοη­θού­με κι αν ακό­μη φωνά­ζα­με. Κάτι τέτοιο φυσι­κά κανείς δεν ξεθάρ­ρευε να το δοκι­μά­σει. Ούτε χρεια­ζό­ταν. Αυτό το σιω­πη­λό αλλη­λο­κοί­ταγ­μα που περ­νού­σε δυο φρά­χτες από συρ­μα­τό­πλεγ­μα δεν είχε ανά­γκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρω­τα στο Μαουτχάουζεν.

Όμως σκέ­ψου… Αυτές οι γυναί­κες κι αυτοί οι άντρες που αλλη­λο­κοι­τά­ζο­νταν σιω­πη­λά επί ώρες ατε­λεί­ω­τες ήταν ντυ­μέ­νοι με τα ίδια ριγω­τά, ξεθω­ρια­σμέ­να, χιλιο­φο­ρε­μέ­να ρού­χα του κάτερ­γου. Τα σώμα­τά τους ήταν πετσί και κόκα­λο, τα μαγου­λά τους ρου­φηγ­μέ­να και μαλ­λια­ρά απ’ την αβι­τα­μί­νω­ση. Τα μαλ­λιά κου­ρε­μέ­να με μια λου­ρί­δα ξυρι­σμέ­νη στη μέση, απ’ το κού­τε­λο ως το σβέρ­κο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγά­λα και πιο βαθιά από άλλο­τε για να χωρά­ει ο φόβος.

Το ηλε­κτρο­φό­ρο με το ρεύ­μα υψη­λής τάσης και το συρ­μα­τό­πλεγ­μα με τις σκο­πιές δεν ήταν μια απλή τεχνι­κή εγκα­τά­στα­ση, ένας αδιά­βα­τος φρά­χτης. Εδώ μια δια­τα­γή όρι­ζε να χωρι­στεί τελε­σί­δι­κα τ’ αρσε­νι­κό απ’ το θηλυ­κό. Μια δια­τα­γή σε μέγε­θος μοί­ρας. Μια διά­σπα­ση του αιω­νί­ου ζεύ­γους. Ένα παρα­φύ­ση κόψι­μο των από ουρα­νό και γη ταγ­μέ­νων να «έσο­νται εις σάρ­καν μίαν».

Ο Αντώ­νης
(Ιάκω­βος καμπανέλλης)

Εκεί στη σκά­λα την πλατιά
στη σκά­λα των δακρύων
στο Βίνερ Γκρά­μπεν το βαθύ
το λατο­μείο των θρήνων

Εβραί­οι κι αντάρ­τες περπατούν
Εβραί­οι κι αντάρ­τες πέφτουν,
βρά­χο στη ράχη κουβαλούν
βρά­χο σταυ­ρό θανάτου.

Εκεί ο Αντώ­νης τη φωνή
φωνή, φωνή ακούει
ω καμα­ράντ, ω καμαράντ
βόη­θα ν’ ανέ­βω τη σκάλα.

Μα κει στη σκά­λα την πλατιά
και των δακρύ­ων τη σκάλα
τέτοια βοή­θεια είναι βρισιά
τέτοια σπλα­χνιά είν’ κατάρα.

Ο Εβραί­ος πέφτει στο σκαλί
και κοκ­κι­νί­ζει η σκάλα
κι εσύ λεβέ­ντη μου έλα εδώ
βρά­χο διπλό κουβάλα.

Παίρ­νω διπλό, παίρ­νω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρ­μα­ρέ­νιο αλώνι.

 

Ο δρα­πέ­της
(Ιάκω­βος καμπανέλλης)

Ο Γιάν­νος Μπερ απ’ το βοριά
το σύρ­μα δεν αντέχει.
Κάνει καρ­διά, κάνει φτερά,
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει.

“Δώσε, κυρά, λίγο ψωμί
και ρού­χα για ν’ αλλάξω.
Δρό­μο να κάνω έχω μακρύ,
πάν’ από λίμνες να πετάξω.”

Όπου δια­βεί κι όπου σταθεί
φόβος και τρό­μος πέφτει.
Και μια φωνή, φρι­χτή φωνή
“κρυ­φτεί­τε απ’ τον δραπέτη”.

“Φονιάς δεν είμαι, χριστιανοί,
θεριό για να σας φάω.
Έφυ­γα από τη φυλακή
στο σπί­τι μου να πάω.”

Α, τι θανά­σι­μη ερημιά
στου Μπέρ­τολτ Μπρεχτ τη χώρα.
Δίνουν το Γιάν­νο στους Ες Ες,
για σκό­τω­μα τον πάνε τώρα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο