Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρία Κανέλλη-Schaal: Θυμάσαι… Ιστορίες – μνήμες

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης* //

Ήρθε πρό­σφα­τα στα χέρια μου αυτό το σύντο­μο αφή­γη­μα, σε μέγε­θος μικρής νου­βέ­λας, με τον τίτλο «Θυμά­σαι… ιστο­ρί­ες-μνή­μες» Εκδό­σεις ΕΝΤΟΣ, Αθή­να 2017, σελ. 107, παρα­κι­νώ­ντας με να θυμη­θώ κι εγώ μαζί με τη συγ­γρα­φέα του. Και ανοί­γο­ντάς το, δια­βά­ζω το χαρα­κτη­ρι­στι­κό μότο που θέτει η συγ­γρα­φέ­ας του σε μια από τις πρώ­τες σελί­δες του βιβλί­ου της: «Το θάνα­το δεν τον φέρ­νουν τα γηρα­τειά, αλλά η λήθη», άπο­ψη του Γκα­μπριέλ Γκαρ­θία Μάρκες. 

Άρα, ο ανα­γνώ­στης αμέ­σως προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στο δίπο­λο μνήμη-λήθη.

Η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει παρα­κά­τω: «Λένε πως η μόνη περιου­σία μας είναι η μνή­μη».

Στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, δια­βά­ζω, και άλλες συγ­γε­νι­κές έννοιες και φρά­σεις: «νοσταλ­γία», «ιστο­ρι­κή μνή­μη», «διαρ­κής αιώ­ρη­ση από το χτες στο σήμε­ρα», «από τη ζώσα μνή­μη στην αδυ­σώ­πη­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», «εικό­νες κι αρώ­μα­τα μιας αλλο­τι­νής εποχής».

Επί­σης, στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, που είθι­σται να δια­βά­ζει ο ανα­γνώ­στης, πριν από την ανά­γνω­ση του κάθε βιβλί­ου, συνα­ντού­με ένα ιερό πρό­σω­πο όλων μας, τη μάνα. Δια­βά­ζω: «Όταν η νοσταλ­γία για την εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή της μάνας παντρεύ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή μνή­μη», «η κατά­θε­ση της Μαρί­ας Κανέλ­λη απο­τυ­πώ­νει με λεπτές, δια­κρι­τι­κές γραμ­μές την προ­σω­πο­γρα­φία της μάνας».

Απ’ ότι φαί­νε­ται ξεκά­θα­ρα σε όλο το κεί­με­νό της η κ. Κανέλ­λη εντάσ­σει τη μητέ­ρα της στο «Εικο­νο­στά­σι των Ανώ­νυ­μων Αγί­ων» του Γιάν­νη Ρίτσου, με σεβα­σμό και νοσταλγία.

Ύστε­ρα, βυθί­ζο­μαι στην ανά­γνω­ση του βιβλί­ου των 103 σελί­δων, που εξέ­δω­σαν σε μια συμπα­θη­τι­κή και καλαί­σθη­τη έκδο­ση οι εκδό­σεις ΕΝΤΟΣ, των δρα­στή­ριων αυτών εργα­τών του βιβλί­ου, της κ. Μαρί­ας και του κ. Θέμη Φασούλα.

Πρό­κει­ται για ένα αφή­γη­μα, με στρω­τή γρα­φή –κατά σημεία λογο­τε­χνι­κή και ποι­η­τι­κή– και με νοσταλ­γι­κό συγ­γρα­φι­κό ύφος μιας ευαί­σθη­της φυσιο­γνω­μί­ας, η οποία επι­διώ­κει, και το πετυ­χαί­νει, να κάνει ένα μνη­μό­συ­νο στην αγα­πη­μέ­νη της μητέ­ρα, με την κατα­γρα­φή και περι­γρα­φή ανα­μνή­σε­ων, μπλεγ­μέ­νων και ενταγ­μέ­νων στο ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι αρκε­τών δεκα­ε­τιών του 20ού αιώ­να, αλλά και μιας ηρω­ι­κής και δύσκο­λης επο­χής για την εργα­τι­κή τάξη και τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα της πατρί­δας μας (της Κατο­χής και του Εμφύ­λιου, ιδιαίτερα).

Είναι έκδη­λη η ανά­γκη της συγ­γρα­φέα να ανα­τρέ­ξει στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά της χρό­νια, ενδο­σκο­πώ­ντας, αλλά και περι­γρά­φο­ντας σκη­νές και τοπία των Μεσο­γεί­ων (της «Μεσο­γαί­ας Αττι­κής», όπως την ονο­μά­ζει) και της Αθή­νας, αρχι­κά των δεκα­ε­τιών 1940, 1950 και 1960, και στη συνέ­χεια μέχρι τα τέλη του αιώ­να που έφυ­γε, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι ο χρό­νος συμπα­ρα­σύ­ρει τα πράγ­μα­τα στη φθο­ρά και στην κατα­στρο­φή, ενώ συγ­χρό­νως μας δημιουρ­γεί έντο­να συναι­σθή­μα­τα θλί­ψης και αναπόλησης:

«Τα παν­τζού­ρια, όσα έχουν απο­μεί­νει, κρέ­μο­νται ξεκάρ­φω­τα, τα παρά­θυ­ρα, σκο­τει­νά πελώ­ρια ανοίγ­μα­τα στο κενό, χάσκουν ορθά­νοι­χτα, τα μπαλ­κό­νια ρημαγ­μέ­να, φαγω­μέ­να απ’ τη σκου­ριά, τα χρώ­μα­τα ξεθω­ρια­σμέ­να, ένα ερεί­πιο το σπί­τι που μας είχε φιλο­ξε­νή­σει σε δύσκο­λους και­ρούς. […] πάνω στους ξεφτι­σμέ­νους τοί­χους ξεχω­ρί­ζουν, διά­σπαρ­τα, κομ­μά­τια από σοβά ξεκολ­λη­μέ­να σαν από χτύ­πη­μα σφυ­ριού, θα ’λεγε κανείς σήμε­ρα, όμως στ’ αλή­θεια σημά­δια από σφαί­ρες. Πλη­γές από τη μάχη της Αθή­νας στα χρό­νια του εμφύ­λιου…»

Η δομή του βιβλί­ου παρου­σιά­ζει μια ιδιο­μορ­φία. Τα γεγο­νό­τα δεν περι­γρά­φο­νται μ’ επάλ­λη­λο τρό­πο, αλλά ανα­κό­λου­θα. Συνή­θως, όμως, η αφή­γη­ση επα­νέρ­χε­ται χρο­νο­λο­γι­κά στο πρό­τε­ρο παρελ­θόν, μπαί­νει σε μια χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, μα σε λίγο και πάλι κυριαρ­χεί η ανα­κο­λου­θία. Υπο­θέ­τω ότι αυτό συμ­βαί­νει διό­τι η ανά­κλη­ση της μνή­μης μας ακο­λου­θεί τους δικούς της φυσι­κούς νόμους. 

Το έναυ­σμα, η αφόρ­μη­ση για την παρού­σα συγ­γρα­φή στά­θη­κε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγρα­ψε την παρα­κά­τω αφιέ­ρω­ση στο ημε­ρο­λό­γιο που της χάρι­σε: «Χρό­νια πολ­λά και ευτυ­χι­σμέ­νο το 2000… για έμπνευ­ση και νέο ξεκί­νη­μα, πολι­τι­κά, αγω­νι­στι­κά, συγ­γρα­φι­κά.» κι η συγ­γρα­φέ­ας απε­φάν­θη, απευ­θυ­νό­με­νη νοε­ρά στη μητέ­ρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος μου), μέσ’ από τη δική μου μνή­μη, ψηλα­φη­τά, να σε ξανα­βρεί, να σε γνω­ρί­σει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστο­ρία.»

Και φυσι­κά αρχί­ζει ν’ ανα­πο­λεί και να γρά­φει, βια­στι­κά, όπως ομο­λο­γεί η ίδια: «να προ­λά­βω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρό­σω­πα της καθη­με­ρι­νής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να περά­σεις έτσι σιω­πη­λά και αθό­ρυ­βα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανα­σταί­νω κάθε μέρα.»

Το ενλό­γω κεί­με­νο είναι γεμά­το από περι­γρα­φές φυσι­κών περιο­χών και τοπί­ων, αστι­κών και αγρο­τι­κών περιο­χών και χώρων, ηθών και εθί­μων από το χώρο των θρη­σκευ­τι­κών γιορ­τών και των αγρο­τι­κών ασχο­λιών. Συνυ­πάρ­χει ένα ψηφι­δω­τό από τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και τις πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις  δια­φό­ρων ιστο­ρι­κών περιό­δων. Οι περι­γρα­φές είναι απέ­ριτ­τες, γλα­φυ­ρές και μεστές. Παρέ­χει πλη­ρο­φο­ρια­κά στοι­χεία στον ανα­γνώ­στη, που ίσως να μην τα γνώ­ρι­ζε. Κατορ­θώ­νει να τον κρα­τά σε εγρή­γορ­ση και με τις συνε­χείς ανα­δρο­μές στο παρελ­θόν, του εξά­πτει το ενδια­φέ­ρον, με τις αδιά­κο­πες απο­κα­λύ­ψεις της, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που του θέτει έμμε­σα, με εργα­λείο τη συναι­σθη­μα­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συνά­μα φόρ­τι­σή του. 

kanelli2

Πλα­τεία Αγ. Παντε­λε­ή­μο­να, στην Αχαρ­νών, εκεί που η συγ­γρα­φέ­ας έπαι­ζε μικρή, εκεί που το πρά­σι­νο κυριαρ­χού­σε, στο κηπά­κι με τους θάμνους, τώρα, στην Κατο­χή και μετακατοχικά 

«δε φυτρώ­νει ούτ’ ένα πρά­σι­νο φύλ­λο. Όλος ο τόπος μοιά­ζει ανα­σκαμ­μέ­νος κι όσο πλη­σιά­ζου­με, μακρό­στε­νοι σωροί από χώμα ξεχω­ρί­ζουν ο ένας πλάι στον άλλον.

Πρό­χει­ροι τάφοι δίπλα στις κού­νιες που παί­ζα­με παι­διά. Το μικρό κηπά­κι έχει γίνει κοι­μη­τή­ρι της ανά­γκης για όσους μια μοί­ρα αδέ­σπο­τη τους πήρε τη ζωή. Περ­νά­με ανά­με­σά τους. Πάνω σ’ έναν απ’ αυτούς το σώμα μιας γυναί­κας, πεσμέ­νο μπρού­μυ­τα με τα μαλ­λιά λυτά πάνω στο χώμα. Η φρί­κη… Κι όμως προ­σπερ­νά­με. Δεν είναι αδια­φο­ρία, είναι οι άγριες εικό­νες της πεί­νας στους δρό­μους και τα πεζο­δρό­μια της κατο­χι­κής Αθή­νας που έχουν παγώ­σει τις ψυχές μας.»  

Εικό­νες φρί­κης και από­γνω­σης, που εμείς οι νεό­τε­ροι και τα σημε­ρι­νά παι­διά δεν είχα­με την ατυ­χία να βιώ­σου­με. Κάτι, όμως, που δε συνέ­βη με τα παι­διά του σύγ­χρο­νου δρά­μα­τος στον πόλε­μο της Συρί­ας, του Αφγα­νι­στάν κ.ά. εμπό­λε­μων περιο­χών του πλανήτη.

Ο αφη­γη­μα­τι­κός συναι­σθη­μα­τι­κός λόγος της συγ­γρα­φέα εναλ­λάσ­σε­ται με αρκε­τές ρεα­λι­στι­κές σκη­νές, που ασφα­λώς αγγί­ζουν την ψυχρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τη λογι­κή και την αντι­κει­με­νι­κή ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Εδώ, ο αφη­γη­μα­τι­κός λυρι­σμός, ενώ συνε­χί­ζει να υπάρ­χει διά­χυ­τος στο κεί­με­νο, συγκρού­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα μ’ έναν «τοί­χο» και μ’ ένα πλή­θος θλι­βε­ρών γεγο­νό­των, οπό­τε ο ανα­γνώ­στης φορ­τί­ζε­ται περί­ερ­γα και δυσά­ρε­στα. Όμως, αυτή η σύγκρου­ση είναι η αφορ­μή για γνώ­σεις, για κοι­νω­νι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς, για ανα­γω­γές και περίσκεψη. 

Σαν κινη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία περ­νούν μπρο­στά μας ολο­ζώ­ντα­νες σκη­νές από μια ολό­κλη­ρη χρο­νι­κή περί­ο­δο με ιστο­ρι­κά στιγ­μιό­τυ­πα από την παλιά Αθή­να (η παλιά γει­το­νιά της συγ­γρα­φέα, ο Άγιος Παντε­λε­ή­μο­νας Αχαρ­νών, το κατα­φύ­γιό του, το καφε­νείο του κυρ Νίκου, και ανα­φο­ρές: στο ξενο­δο­χείο «Μέγας Αλέ­ξαν­δρος», στο Εξέλ­σιορ, στο καφε­κο­πτείο στη γωνία της Γ΄ Σεπτεμ­βρί­ου, στο εστια­τό­ριον «Η Ελλάς», στο γρα­φείο του πατέ­ρα στην Αρι­στεί­δου, στο σχο­λείο του Προ­κο­πί­δη στην Αρι­στο­τέ­λους, στα προ­σφυ­γι­κά της Λεωφ. Αλε­ξάν­δρας, στην πλα­τεία Βάθη, στην Αχαρ­νών, στους Αμπε­λό­κη­πους κ.λπ.) Σκη­νές από το Μαρ­κό­που­λο και το Πόρ­το-Ράφτη της Μεσο­γαί­ας Αττι­κής. Τρα­γι­κές σκη­νές από συγκλο­νι­στι­κά γεγο­νό­τα (από τις μάχες στην Αθή­να στα Δεκεμ­βρια­νά, στην Κατο­χή και στον Εμφύ­λιο, από τις φυλα­κί­σεις στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ της για­γιάς της, της θεί­ας Αγνής, των δύο θεί­ων της πολι­τι­κών κρα­τού­με­νων, αλλά και από την πεί­να, τα συσ­σί­τια της Κατο­χής, την εισβο­λή των Γερ­μα­νών στην Αθή­να, ενώ εκεί­νοι οικο­γε­νεια­κά βρί­σκο­νταν στο Μαρ­κό­που­λο λόγω των σχο­λι­κών δια­κο­πών του Πάσχα) Εικό­νες από κάποιες ηρω­ι­κές φυσιο­γνω­μί­ες (όπως είναι οι εκτε­λε­σμέ­νοι στο Χαϊ­δά­ρι, ο δικός τους Ναπο­λέ­ων, αντάρ­της καπε­τά­νιος της Πελο­πον­νή­σου, ο οποί­ος στα 1950, πέρα­σε από δίκη στο Ναύ­πλιο, τον οποίο ανε­ψιό του υπε­ρα­σπί­στη­κε ο δικη­γό­ρος πατέ­ρας της συγ­γρα­φέα και γλι­τώ­νο­ντας την εκτέ­λε­ση, κατα­δι­κά­στη­κε «μόνο»… σε «ισό­βια», τους δικούς τους νέους Γιάν­νη και Γιώρ­γο, οι οποί­οι αιχ­μα­λω­τί­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς και κλεί­στη­καν στο κολα­στή­ριο των φυλα­κών της Χίου κ.λπ.):

«Θα πρέ­πει να ’νιω­σες βαθιά τις αδι­κί­ες της ζωής, της δικιάς σου κι όλης σου της γενιάς: πόλε­μος, κατο­χή, εμφύ­λιος, αρρώ­στιες, ανέ­χεια. Όμως, κανείς δε σε είδε να παρα­πο­νε­θείς μήτε να δει­λιά­σεις. Πάντα γεν­ναία και γερή σε βρή­καν μπρος τους οι φουρ­τού­νες και δεν κατά­φε­ραν ποτέ ως τώρα να σε ρίξουν κάτω. Με πόσο ρεα­λι­σμό, σύνε­ση και σοφία στά­θη­κες απέ­να­ντί τους, σίγου­ρη πως θα τα ’βγα­ζες πέρα, κι έδω­σες τη μάχη κόντρα στη δυστυ­χία και την απε­ρί­γρα­πτη φτώ­χεια που την ακο­λού­θη­σε, μέσα στη γενι­κή εξα­θλί­ω­ση που βύθι­σε τη χώρα και τους ανθρώ­πους της ο πόλε­μος και τα επα­κό­λου­θά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώ­να ξόδε­ψες ό,τι θα μπο­ρού­σε να ήταν τα καλύ­τε­ρα χρό­νια της ζωής σου.»

Κι ενώ βρί­σκο­νται στο Μαρ­κό­που­λο, κι ενώ πλη­ρο­φο­ρού­νται για την εισβο­λή των Γερ­μα­νών κατα­κτη­τών στην Αθή­να, κι ενώ είναι Μ. Παρα­σκευή και ακο­λου­θεί η Ανά­στα­ση, γράφει: 

«Η Αθή­να κάτω από τις ερπύ­στριες των τανκ. Ψυχή στους δρό­μους. Τα σπί­τια σιω­πη­λά, τα παν­τζού­ρια σφα­λι­στά, σαν να δόθη­κε σύν­θη­μα που απλώ­θη­κε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθή­να πόλη νεκρή. […] Η Κατο­χή είχε αρχί­σει. Δε θυμά­μαι να γιορ­τά­στη­κε η Ανά­στα­ση εκεί­νη τη χρο­νιά…»

Δεν παρα­λεί­πει, ακό­μη ν’ ανα­φερ­θεί στο όνει­ρο της μητέ­ρας της να γίνει δασκά­λα, που δυστυ­χώς παρέ­μει­νε όνει­ρο. Στο ταξί­δι της μητέ­ρας της, τον Αύγου­στο του 1965, στο Στρα­σβούρ­γο, για να δει τον εγγο­νό της, που μόλις είχε γεννηθεί.

Χαραγ­μέ­νη έντο­να στη μνή­μη της συγ­γρα­φέα είναι και μια άλλη εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή: η για­γιά της, που ζού­σε και δημιουρ­γού­σε στο Μαρ­κό­που­λο, μέσα σ’ ένα εύπο­ρο μεγα­λο­α­γρο­τι­κό περι­βάλ­λον. Η δρά­ση της στα οικο­γε­νεια­κά, εργα­σια­κά και κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να της επο­χής και του τόπου την εντυ­πω­σιά­ζει. Ένα ολό­κλη­ρο κεφά­λαιο του βιβλί­ου αφιε­ρώ­νει στην αγα­πη­μέ­νη της γιαγιά.

Ανα­φο­ρές γίνο­νται στην εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή του συν­θέ­τη και αγω­νι­στή τότε, Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και στην παρά­στα­ση που είδαν με τη μητέ­ρα της στο θέα­τρο Καλου­τά, στην Πατη­σί­ων (Πλατ. Αμε­ρι­κής): «Το τρα­γού­δι του νεκρού αδερ­φού» με τον πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο στη σκη­νή Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, στα 1960–61 και τις λαϊ­κές συναυ­λί­ες του στην επαρ­χία, με τον «Επι­τά­φιο» επί­σης του Γιάν­νη Ρίτσου, με την Αλέ­κα Παΐ­ζη και την Ειρή­νη Παπά.

Και στα 2006, γυρί­ζο­ντας στο σπί­τι της μετά από κάμπο­σους μήνες ταξί­δι, τη σοκά­ρει η σιω­πή και το λιγο­στό φως του σπι­τιού, γυρί­ζει το δια­κό­πτη του ηλε­κτρι­κού, και αμέ­σως μετά ανοί­γει τα παρά­θυ­ρα για να μπει πιό­τε­ρο φως, ο ήλιος, στο εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού και συνε­χί­ζο­ντας την αφή­γη­σή της γράφει: 

«Κάθο­μαι στην πολυ­θρό­να σου. Ακου­μπώ τους αγκώ­νες στο σκα­λι­στό ξύλι­νο χερού­λι. Μου φαί­νε­ται πως έχει ακό­μα την αφή των χεριών σου. Αρκεί να κλεί­σω τα μάτια για ν’ ακού­σω τη φωνή σου να μας καλω­σο­ρί­ζει…»  

Μετά το τέλος της θαυ­μά­σιας αφή­γη­σής της, παρα­θέ­τει στο τέλος του κει­μέ­νου της τη συλ­λυ­πη­τή­ρια επι­στο­λή που της έστει­λε για το θάνα­το της μητέ­ρας της, από το Μπες (Besse), ο φίλος της Φραν­σουά, στα γαλ­λι­κά, αλλά και σε ελλη­νι­κή μετάφραση.

Τέλος, στο βιβλίο δημο­σιεύ­ο­νται διά­σπαρ­τα αρκε­τές οικο­γε­νεια­κές και άλλες φωτο­γρα­φί­ες, οι οποί­ες απο­τυ­πώ­νουν πιστά την επο­χή, χρή­σι­μες και για την κατα­γρα­φή της ιστο­ρι­κής πραγματικότητας.

Η μητέ­ρα της Μαρί­ας Κανέλ­λη-Schaal, έφυ­γε από τη ζωή το Φεβρουά­ριο του 1997, πλή­ρης ημε­ρών, στα 93 χρό­νια της. Ποτέ, όμως, δεν έφυ­γε από τη μνή­μη και την καρ­διά της, με απο­τέ­λε­σμα όχι μόνο να ζει ακό­μη και σήμε­ρα η αεί­μνη­στη Ελέ­νη Κανέλ­λη από το Μαρ­κό­που­λο Μεσο­γαί­ας Αττι­κής, αλλά και να τη γνω­ρί­σου­με αρκε­τά καλά κι εμείς οι ανα­γνώ­στες του βιβλί­ου της, όλη τη ζωή της και της οικο­γέ­νειάς της, κατά την προ­πο­λε­μι­κή, πολε­μι­κή, εμφυ­λια­κή και μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο, ως το τέλος του προη­γού­με­νου αιώνα. 

Σας ευχα­ρι­στού­με κ. Μαρία Κανέλ­λη γι’ αυτή την έμμε­ση, αλλά ολο­ζώ­ντα­νη  γνω­ρι­μία, καθώς και για τη γλα­φυ­ρή, συγκι­νη­τι­κή αφή­γη­ση και της δικής σας ζωής. 

Να είστε πάντο­τε καλά και να γρά­ψε­τε και άλλα κεί­με­να μ’ αυτή τη δυνα­μι­κή και συνά­μα ευαί­σθη­τη πέν­να σας.

Σας ευχα­ρι­στώ.

_________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e‑mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο