Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρία Κανελλάκη: Γάντια εξ ουρανού

Τον θυμά­μαι νέο, με μαλ­λιά κατρά­μι, ψηλό ανά­στη­μα και ζωη­ρό βλέμ­μα. Μετρά­ει χρό­νια παρου­σί­ας στο κεντρι­κό φανά­ρι μιας μεγά­λης δια­σταύ­ρω­σης κι οι μέρες που έβρι­σκε ένα υπο­τυ­πώ­δες μερο­κά­μα­το σα χαμά­λης στα σπί­τια της περιο­χής, πέρα­σαν ανε­πι­στρε­πτί. Στη στε­νή νησί­δα ανά­με­σα στα δύο ρεύ­μα­τα, εκεί είναι το μόνι­μο στα­σί­δι του. Στις μεταλ­λι­κές εγκο­πές της δια­χω­ρι­στι­κής μπά­ρας κρέ­με­ται κάθε πρωί μια πλα­στι­κή σακού­λα με το βιός του. Ένα μπου­κα­λά­κι νερό και λίγα πακέ­τα χαρ­το­μά­ντη­λα. Οι κινή­σεις του στα­θε­ρές σαν καλο­κουρ­ντι­σμέ­νη μηχα­νή που κινεί­ται αστα­μά­τη­τα. Στο ένα χέρι κρα­τά­ει χαρ­το­μά­ντη­λα και με το άλλο χτυ­πά­ει ελα­φριά το μέρος της καρ­διά του. Σαν ένα βου­βό “ευχα­ρι­στώ” στους ελά­χι­στους αγο­ρα­στές της πρα­μά­τειας του, αλλά και στους υπό­λοι­πους που προ­σπερ­νούν αδιά­φο­ροι. Με τα χρό­νια άσπρι­σαν οι κρό­τα­φοί του, κύρ­τω­σε το σώμα του και τα μάτια του γινή­κα­νε δυο θολές λίμνες, κου­ρα­σμέ­νες κι απόκοσμες.

«Αλή με λένε», μας είπε χαρού­με­νος ένα κυρια­κά­τι­κο πρω­ι­νό που στα­μα­τή­σα­με για λίγο στο πόστο του και πιά­σα­με την κου­βέ­ντα. Τα λει­ψά ελλη­νι­κά του καθό­λου δεν δυσκό­λε­ψαν την επι­κοι­νω­νία μας, για­τί ξέρει να μιλά­ει άπται­στα με τα χέρια και την καρ­διά του. «Τρία παι­ντι­ιά στο πατρί­ντα, Αλή αγκα­πά­ει πολύ παι­ντιά. Εφκα­ρι­στό, εφκα­ρι­στό πολύ». Ξανα­γύ­ρι­σε στη θέση του γνέ­φο­ντας ένα ύστα­το “ευγνω­μο­νώ”, με τη παλά­μη να πάλ­λε­ται πάνω στ’ αρι­στε­ρό του στή­θος. Χαμο­γέ­λα­σε και φώτι­σε ξαφ­νι­κά η μέρα μας. Πόσο παρά­δο­ξη αυτή η σκη­νή, ν’ ανα­κα­λύ­πτεις το πιο εκφρα­στι­κό χαμό­γε­λο που υπάρ­χει, ν’ ανα­δύ­ε­ται σ’ ένα εύθραυ­στο πρό­σω­πο που έχει μαθη­τεύ­σει στη θλίψη.

Όση ώρα περι­μέ­νω να περά­σει η επό­με­νη φουρ­νιά αυτο­κι­νή­των για να πλη­σιά­σω τη γνώ­ρι­μη φιγού­ρα του, ανα­ρω­τιέ­μαι αν θα ξεπρο­βάλ­λει, σήμε­ρα, πρό­θυ­μο χέρι από κανέ­να κατε­βα­σμέ­νο παρά­θυ­ρο. “Μ’ αυτό το ψωφό­κρυο, απο­κλεί­ε­ται!” στοι­χη­μα­τί­ζω με τον εαυ­τό μου. Το δελ­τίο και­ρού στο ραδιό­φω­νο επι­κα­λύ­πτει τις ισχνές αντι­στά­σεις μου, υπεν­θυ­μί­ζο­ντάς μου αυστη­ρά πως ο φονι­κός χιο­νιάς επε­λαύ­νει απει­λη­τι­κός στη χώρα. Και πως επι­βάλ­λε­ται να είμαι επι­φυ­λα­κή, να προ­σέ­χω, να μην κυκλο­φο­ρώ ασκό­πως, να απο­φεύ­γω συνα­θροί­σεις για­τί καρα­δο­κεί μια υπο­με­τάλ­λα­ξη, της κύριας μετάλ­λα­ξης, του αρχι­κού ιού και πως καλό θα ήταν να κοι­τάω το τομά­ρι μου και μόνο, στα πλαί­σια της ατο­μι­κής ευθύ­νης. Αρχί­ζει να χιονίζει…

Επα­νέρ­χο­μαι έντρο­μη στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Προ­σπα­θώ να ξεχω­ρί­σω από μακριά τι φορά­ει σήμε­ρα, να έχει ρίξει άρα­γε κάτι ζεστό πάνω του; Το γνω­στό δια­φη­μι­στι­κό μπου­φάν που έχει γερά­σει κι αυτό μαζί του. Πρέ­πει να είναι πάντως από γερό πανί, τόσους χει­μώ­νες και τέτοιο αγιά­ζι που έχει περά­σει πάνω στο βασα­νι­σμέ­νο σκα­ρί του Αλή. Με ανα­κού­φι­ση δια­κρί­νω κι ένα σκού­φο στο κεφά­λι του. Την προ­σο­χή μου τρα­βά­νε οι μπλε πλα­στι­κές σακού­λες που έχει καλύ­ψει τα χέρια του για να τα προ­φυ­λά­ξει απ’ την παγω­νιά. Γύρω απ’ τους καρ­πούς έχει τυλί­ξει από ένα λαστι­χά­κι για να συγκρα­τεί τα αυτο­σχέ­δια “γάντια” του. Φου­σκώ­νουν και ξεφου­σκώ­νουν αυτά σε κάθε ριπή του αέρα. Υπο­κλί­νο­μαι στην ευρη­μα­τι­κό­τη­τα που γεν­νά­ει η ανά­γκη. Για να ξεπε­ρά­σω το αίσθη­μα ντρο­πής που με κατα­κλύ­ζει, ετοι­μά­ζω τα κέρ­μα­τα που θα του δώσω μόλις πλη­σιά­σω κοντά του.

Μεσο­λα­βούν αρκε­τά αυτο­κί­νη­τα ακό­μα και, προς επίρ­ρω­ση των δυσοί­ω­νων προ­βλέ­ψε­ών μου, παρα­τη­ρώ πως κανέ­να χέρι δεν ξεπρο­βάλ­λει για ν’ αγο­ρά­σει ένα πακέ­το απ’ τα χαρ­το­μά­ντη­λά του. Κανέ­να τζά­μι δεν χαμη­λώ­νει μπρο­στά του. Κανέ­να βλέμ­μα δεν κατα­δέ­χε­ται να πέσει πάνω του. Σαν να είναι διά­φα­νος. Ξάφ­νου, μια πύρι­νη ηλια­χτί­δα ξεπρο­βάλ­λει απ’ τον συν­νε­φια­σμέ­νο ουρα­νό και φωτί­ζει τη σκη­νή. Σαν προ­βο­λέ­ας από έναν επου­ρά­νιο σκη­νο­θέ­τη, αόρα­το στο γήι­νο μάτι, υπαρ­κτό ωστό­σο για όσους πιστεύ­ουν στα μικρά επί­γεια θαύματα.

Ακού­γε­ται το χει­ρό­φρε­νο από ένα αυτο­κί­νη­το στην αρχή της ουράς. Ένας άντρας βγαί­νει στο δρό­μο και κάνει νόη­μα στον Αλή να έρθει κοντά του. Του δίνει μια πλα­στι­κή σακού­λα απ’ τον κοντι­νό φούρ­νο, του αφή­νει στο χέρι ένα χαρ­το­νό­μι­σμα κι ένα χάρ­τι­νο ποτή­ρι που αχνί­ζει, και τον χαι­ρε­τά­ει ευγε­νι­κά. Πριν μπει στο αυτο­κί­νη­το, ξανα­γυρ­νά­ει σαν να ξέχα­σε κάτι. Ο Αλή γυρί­ζει προς το μέρος του παρα­ξε­νε­μέ­νος. Οι δύο άντρες δια­σταυ­ρώ­νουν τις ματιές τους. Το φανά­ρι έχει γίνει πρά­σι­νο κι απ’ τα πίσω αυτο­κί­νη­τα ακού­γο­νται κορ­να­ρί­σμα­τα. Ο άντρας βγά­ζει τα γάντια του και τα δίνει στον έκπλη­κτο Αλή. Ένα χτύ­πη­μα στον ώμο και ξανα­μπαί­νει βια­στι­κός στο αυτο­κί­νη­το. Η σκη­νή ξεπα­γώ­νει και η κίνη­ση επα­νέρ­χε­ται στους γνώ­ρι­μους ρυθ­μούς της.

Ο ουρα­νός ξανα­ντύ­νε­ται τα μου­ντά του χρώ­μα­τα κι εκεί­νη η απρό­σμε­νη ηλια­χτί­δα που εμφα­νί­στη­κε κατα­με­σής του χιο­νιά, είναι ακό­μα ριγ­μέ­νη πάνω στον Αλή. Μέχρι να ξανα­νά­ψει το επό­με­νο κόκ­κι­νο φανά­ρι, έχει το βλέμ­μα του υψω­μέ­νο σ’ αυτή την ξέφω­τη λωρί­δα που φτά­νει ως τον ουρά­νιο θόλο. Τα μάτια του είναι υγρά, κι αν δεν είχε τόση παγω­νιά, ίσως να κυλού­σαν τα δάκρυά του.

Του­λά­χι­στον έχει τα χέρια του προ­φυ­λαγ­μέ­να. Του­λά­χι­στον υπάρ­χουν ακό­μα άνθρω­ποι που ακου­μπούν το χέρι τους σ’ έναν απε­γνω­σμέ­νο ώμο. Του­λά­χι­στον υπήρ­ξαν αυτοί οι λίγοι που κρά­τη­σαν ενός λεπτού σιγή στο δρά­μα του ξερι­ζω­μέ­νου συναν­θρώ­που. Του­λά­χι­στον κρυώ­νω λιγό­τε­ρο σήμερα…

©Μαρία Κανελ­λά­κη
http://toapagio.blogspot.com/
artworks : buckhead1111

Σκλη­ρός Απρί­λης του 2020μ.Χ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο