Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρία Κουντερζίκοβα — Το τελευταίο γράμμα μιας μελλοθάνατης, 26 Μάρτη 1943

(…) Σας αφή­νω, σας χαι­ρε­τώ, σας αγα­πώ. Μην κλαί­τε, δεν κλαίω ούτε ‘γω. Φεύ­γω χωρίς παρά­πο­νο, χωρίς να τρέ­μω από φόβο και χωρίς πόνο, καθώς πλη­σιά­ζει κεί­νο που θα πρε­πε νάρ­θει μόνο στο τέλος της ζωής και δεν είναι σωστό να με βρί­σκει στη μέση. Η φευ­γά­λα μου από κοντά σας κι ακό­μη η από­λυ­τη αρμο­νία κι ενό­τη­τά μας. Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω παρά πολύ λίγη από την αγά­πη μου — μονά­χα τη δια­βε­βαί­ω­ση ότι είναι ειλι­κρι­νής, βαθιά και φλο­γε­ρή. Σήμε­ρα, στις 26 Μάρ­τη 1943, στις 6.30 το πρωί, δυο μέρες μετά τη συμπλή­ρω­ση των 22 μου χρό­νων, θα πάρω την τελευ­ταία μου ανά­σα. Είχα πάντα το κου­ρά­γιο να ζω και δεν θα το χάσω ακό­μη και μπρο­στά σ’ αυτό που, στην ανθρώ­πι­νη γλώσ­σα, λέγε­ται θάνατος.

Δεν φοβά­μαι αυτό που θάρ­θει αν και ταπει­νώ­θη­κα και πλη­γώ­θη­κα, πάντο­τε αισθα­νό­μου­να υπο­χρέ­ω­ση για τα ωραία, τα ευγε­νι­κά και ανθρώ­πι­να πράγ­μα­τα. Ολά­κε­ρη η ζωή μου ήταν όμορ­φη. Φλο­γε­ρή, πιστή, αγω­νι­στι­κή, γεμά­τη κατα­κτή­σεις. Στο δρό­μο μου προς την τελειο­ποί­η­ση του εαυ­τού μου συχνά παρα­πλα­νή­θη­κα, αλλά στην καρ­διά μου μέσα υπήρ­χε πάντα πίστη.

Το κάθε τι είναι ήσυ­χο και σιω­πη­λό αυτή την απο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή που πλη­σιά­ζει. Εγρα­φα όλο τ’ από­γευ­μα. Μη με λυπη­θεί­τε, μην κλά­ψε­τε. Η ζωή μου όλη ήταν, ως τώρα, δου­λιά, μόνο δου­λιά. Και τώρα, απλού­στα­τα, δέχο­μαι τις ανα­πό­φευ­κτες συνέ­πειες αυτής της αναγκαιότητας.

Ο φύλα­κας ήρθε κι έρρι­ξε μια ματιά. Σας αγα­πώ, φεύ­γω γεμά­τη πίστη, ακλό­νη­τη πίστη.

Η αγα­πη­μέ­να σας κόρη

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΝΤΕΡ[Ζ]ΙΚΟΒΑ

Χαι­ρε­τι­σμούς σ’ όλους. Συγ­χώ­ρε­σέ με. Φεύ­γω χωρίς φόβο. Εδε­σα ψηλά τα μαλ­λιά μου. Θα τα βρή­τε μαζί με τα πράγ­μα­τά μου. Ζητή­στε τα.

Η Μαρία Κου­ντερ­ζί­κο­βα γεν­νή­θη­κε στις 24 Μάρ­τη 1921 στο χωριό Σλο­βά­τσκο στη Μορα­βία της Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας, από πατέ­ρα σιδη­ρο­δρο­μι­κό και μητέ­ρα νοι­κο­κυ­ρά, που στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο της ζωγρά­φι­ζε. Τελεί­ω­σε το Λύκειο στην πόλη Στράζ­νι­τσε, όπου απο­φοί­τη­σε όταν ξεκί­νη­σε ο Β’ Παγκό­σμιος Πόλεμος.

Στα μαθη­τι­κά της χρό­νια ήρθε σε επα­φή με τους πρώ­τους πυρή­νες της Ενω­σης Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας και την επα­να­στα­τι­κή θεω­ρία του Μαρ­ξι­σμού — Λενι­νι­σμού. Δού­λε­ψε σε εργο­στά­σιο στην περιο­χή της Βεβερ­σκά Μπι­τί­σκα και μπή­κε στην αντί­στα­ση κατά της ναζι­στι­κής κατο­χής. Εγρα­φε προ­κη­ρύ­ξεις και συνέ­βα­λε στην αφύ­πνι­ση του λαού. Οταν η δρά­ση της δυσκό­λε­ψε εκεί, έφυ­γε για το Μπρ­νο, την πρω­τεύ­ου­σα της περι­φέ­ρειας της Μορα­βί­ας, όπου ως στέ­λε­χος της Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας βοή­θη­σε στην ανά­πτυ­ξη της οργά­νω­σης και του αγώ­να της αντίστασης.

Η Μαρία Κου­ντερ­ζί­κο­βα συνε­λή­φθη τον Δεκέμ­βρη του 1941 από την Γκε­στά­πο και κρα­τή­θη­κε στο Μπρ­νο και στη συνέ­χεια στην Πρά­γα. Από εκεί, μαζί με άλλες συντρό­φισ­σές της, στάλ­θη­κε στη φυλα­κή του Μπρε­σλά­ου, στην κατε­χό­με­νη Πολω­νία. Μαζί με δύο συντρό­φισ­σές της, από τον ηγε­τι­κό πυρή­να της Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας, κλεί­στη­κε στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης για γυναί­κες και στις 16 Νοέμ­βρη 1942 κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το. Στο κελί των ετοι­μο­θά­να­των ήταν μαζί με άλλη μια συμπα­τριώ­τισ­σά της, την 17χρονη Γιου­λίν­κα, που είχε συλ­λη­φθεί από τα 15 της. Εκτε­λέ­στη­κε στις 26 Μάρ­τη του 1943.

Το βιβλίο της «Σκέ­ψεις και στιγ­μιό­τυ­πα ζωής», που γρά­φτη­κε στο κελί που κρα­τού­ταν, απο­τε­λεί μια κατά­θε­ση ψυχής, που δεί­χνει την εξέ­λι­ξη και το μεγα­λείο του αγω­νι­στή, που αψη­φά τον θάνα­το για­τί αγω­νί­ζε­ται για τα ανώ­τε­ρα ιδα­νι­κά του σοσια­λι­σμού — κομ­μου­νι­σμού. Η νεα­ρή κομ­μου­νί­στρια — ανά­με­σα σε άλλα — ανα­φέ­ρε­ται και στο πώς αμφι­σβή­τη­σε το έντο­νο θρη­σκευ­τι­κό υπό­βα­θρο της οικο­γέ­νειάς της, πώς άρχι­σε να βλέ­πει την αδι­κία του καπι­τα­λι­σμού και πώς η ίδια απο­φά­σι­σε να παλέ­ψει για τα συμ­φέ­ρο­ντα του λαϊ­κού κόσμου.

Το βιβλίο δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά το 1960, μαζί με τα γράμ­μα­τα που έστει­λε η πρω­το­πό­ρα κομ­μου­νί­στρια στους γονείς, στα αδέλ­φια της και τις συντρό­φισ­σές της. Στο βιβλίο της, που ξεχω­ρί­ζει για τον λυρι­κό και απλό λόγο του, γίνε­ται μια ανα­δρο­μή στα βασι­κά γεγο­νό­τα της πλού­σιας, αν και σύντο­μης ζωής της, μόλις 22 χρό­νων. Το γράμ­μα (από­σπα­σμα) που δημο­σί­ευ­σε ο «Ριζο­σπά­στης» στις 8 Ιού­νη 1975 περιέ­χε­ται σε αυτό το βιβλίο.

Η Μαρία έπε­σε μαχό­με­νη, όπως και τόσοι άλλοι κομ­μου­νι­στές στην Τσε­χο­σλο­βα­κία. Στα 1941–1942 χτυ­πή­θη­καν και δια­λύ­θη­καν δύο παρά­νο­μες Κεντρι­κές Επι­τρο­πές του ΚΚ Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας και τρεις παρά­νο­μες ΚΕ του ΚΚ Σλο­βα­κί­ας, εκτε­λέ­στη­καν πολ­λά μέλη της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής, συντά­κτες της παρά­νο­μης εφη­με­ρί­δας «Ρού­ντε Πρά­βο» και άλλοι αγω­νι­στές. Ανά­με­σα στους συλ­λη­φθέ­ντες ήταν και ο Γιού­λιους Φού­τσικ, δημο­σιο­γρά­φος — μέλος της ΚΕ του ΚΚ Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας και συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου «Γραμ­μέ­νο με την θηλειά στο λαι­μό»* που εκτε­λέ­στη­κε στο Βερο­λί­νο τον Σεπτέμ­βρη του 1943 σε ηλι­κία 40 ετών.

* Στα Ελλη­νι­κά το βιβλίο κυκλο­φο­ρεί απ’ τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» με τίτλο «Ρεπορ­τάζ κάτω απ’ την κρε­μά­λα».

Βλ. περισ­σό­τε­ρα: Δοκί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ 1939–1949, τόμ. Β1, εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2018, σελ. 38.

902.gr

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο