Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρία Πολυδούρη, αγάπησε τη ζωή με πάθος και αντιστάθηκε στα κοινωνικά πρέπει της εποχής της

Η Μαρία Πολυ­δού­ρη έζη­σε τα νεα­νι­κά της χρό­νια στο Γύθειο, στα Φιλια­τρά και την Καλα­μά­τα, ακο­λου­θώ­ντας τις μετα­θέ­σεις του γυμνα­σιάρ­χη πατέ­ρα της. Εκα­νε την πρώ­τη της εμφά­νι­ση ως ποι­ή­τρια, το 1916, στο περιο­δι­κό «Οικο­γε­νεια­κός αστήρ».

Η Μαρία Πολυ­δού­ρη , από τις χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρες παρου­σί­ες της μεσο­πο­λε­μι­κής μας ποί­η­σης, η γυναί­κα που αγά­πη­σε τη ζωή με πάθος και αντι­στά­θη­κε στα κοι­νω­νι­κά πρέ­πει της επο­χής της.

Ο Απρί­λης είναι ο μήνας της. Ο μήνας που γεν­νή­θη­κε, ο μήνας που πέθα­νε. «θα πεθά­νω μιαν αυγού­λα μελαγ­χο­λι­κή του Απρί­λη» θα νιώ­σει στο ποί­η­μά της «Σαν πεθά­νω». Τον Απρί­λη συνα­ντά­με και στο ημε­ρο­λό­γιό της: «… Ο Απρί­λης πεθαί­νει μα μέσα μου δεν εννο­εί να πεθά­νει τίπο­τε!…»… «Ο μήνας που μου έδω­κε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπη μου παίρ­νει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγ­χο­λία χωρίς όρια με πνίγει»…

Γεν­νή­θη­κε στην Καλα­μά­τα την 1η Απρί­λη 1902, κόρη φιλό­λο­γου Γυμνα­σιάρ­χη ακο­λου­θεί τις μετα­θέ­σεις του πατέ­ρα της. Το 1918 τελεί­ω­σε το Γυμνά­σιο και διο­ρί­στη­κε στη Νομαρ­χία Μεσσηνίας.
Ενδια­φέ­ρε­ται για την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, για το γυναι­κείο ζήτη­μα και τη χει­ρα­φέ­τη­ση της γυναί­κας. Δυο χρό­νια αργό­τε­ρα χάνει μέσα σε λίγες ημέ­ρες τον πατέ­ρα και τη μητέ­ρα της. Οι απώ­λεια των δικών της την ωθούν να ζητή­σει μετά­θε­ση για να αλλά­ξει περι­βάλ­λον. Το 1922 ήρθε στην Αθή­να για να σπου­δά­σει νομι­κά, παίρ­νο­ντας, παράλ­λη­λα, μετά­θε­ση στη Νομαρ­χία Αττι­κής, όπου και γνω­ρί­στη­κε με τον Κώστα Καρυω­τά­κη, Η πολυ­κύ­μα­ντη σχέ­ση τους θα διαρ­κέ­σει ένα χρό­νο, ενώ πριν το χωρι­σμό τους η Μαρία του έκα­νε πρό­τα­ση γάμου, την οποία ο Καρυω­τά­κης απέρ­ρι­ψε. Ο έρω­τας αυτός φαί­νε­ται πως σφρά­γι­σε τόσο τη ζωή όσο και την ποί­η­σή της.

Το 1922 θα δημο­σιεύ­σει ποι­ή­μα­τά της στα περιο­δι­κά «Εσπε­ρος» της Σύρου, «Ελλη­νι­κή Επι­θε­ώ­ρη­σις», «Παν­δώ­ρα», «Παι­δι­κή Χαρά» και «Εύα». Τον ίδιο και­ρό παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα σε δρα­μα­τι­κή σχο­λή και λαμ­βά­νει μέρος σερ παρα­στά­σεις. Αρρα­βω­νιά­ζε­ται με τον Αρι­στο­τέ­λη Γεωρ­γί­ου, ενώ το 1925 εγκα­τα­λεί­πει το Πανε­πι­στή­μιο. Το 1926 ξαφ­νιά­ζο­ντας τους πάντες φεύ­γει για το Παρί­σι, όπου θα προ­σβλη­θεί από φυμα­τί­ω­ση. Το 1928 επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα και νοση­λεύ­ε­ται στο «Σωτη­ρία». Από εκεί εκδί­δει τη συλ­λο­γή της «Τρί­λιες που σβή­νουν». Μαθαί­νει για την αυτο­κτο­νία του Κώστα Καρυω­τά­κη. Αυτή ήταν η καθο­ρι­στι­κή βολή για την κλο­νι­σμέ­νη της υγεία. Αψη­φώ­ντας τις συστά­σεις των για­τρών επι­δεί­νω­σε από τότε την κατά­στα­ση της υγεί­ας της, με κρυ­φές εξό­δους από το σανα­τό­ριο κι ασυλ­λό­γι­στες νυχτε­ρι­νές εξορ­μή­σεις, ώσπου η αρρώ­στια την καθή­λω­σε στο κρε­βά­τι. Το 1929 εκδί­δει τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή της «Ηχώ στο Χάος». Το Φλε­βά­ρη του 1930 η Μαρία Πολυ­δού­ρη μετα­φέ­ρε­ται στην κλι­νι­κή Καρα­μά­νη στα Πατή­σια με πρω­το­βου­λία του Αγγε­λου Σικε­λια­νού και μερι­κών άλλων φίλων που δεν άντε­χαν να τη βλέ­πουν να αργο­πε­θαί­νει πάμ­πτω­χη. «Εφυ­γε» τα ξημε­ρώ­μα­τα της 29ης Απρί­λη του 1930, περι­στοι­χι­σμέ­νη από λογο­τέ­χνες και φίλους.

Η Πολυ­δού­ρη έγρα­φε ποι­ή­μα­τα από 14 χρο­νών. Κι έως το τέλος δεν έπα­ψε να ασχο­λεί­ται με την ποί­η­ση. Έχει γρά­ψει επί­σης, εκτός από το ατο­μι­κό ημε­ρο­λό­γιο, κι ένα ανέκ­δο­το διή­γη­μα (με την οποία ανε­λέ­η­τα σαρ­κά­ζει το συντη­ρη­τι­σμό και την υπο­κρι­σία της επο­χής της) και έκα­νε και μερι­κές ποι­η­τι­κές μετα­φρά­σεις από τα γαλλικά.

Η παρου­σία της στη νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία έχει αξιο­λο­γη­θεί ως επί το πλεί­στον, με εξω­λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια. Ωστό­σο, πέρα από τη μυθο­ποί­η­ση και δια­στρέ­βλω­σή του, το έργο της Πολυ­δού­ρη , του­λά­χι­στον στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του, απο­τε­λεί την άμε­ση έκφρα­ση των συναι­σθη­μα­τι­κών της καταστάσεων.

«Πλη­θω­ρι­κή από την αρχή σε συναι­σθη­μα­τι­σμούς, σε τρυ­φε­ρό­τη­τα και γυναι­κεία ευαι­σθη­σία, φτά­νει να αγγί­ζει στο τέλος κάποιες δρα­μα­τι­κές νότες και να μετριά­σει στις καλύ­τε­ρες στιγ­μές της τις πολ­λές ρομα­ντι­κές κοι­νο­το­πί­ες, τον μελο­δρα­μα­τι­σμό και την κλαυθ­μη­ρή διά­θε­ση, που τη χαρα­κτη­ρί­ζουν κατά ένα μεγά­λο μέρος, για να περιο­ρι­στεί οξύ­τε­ρα στο ατο­μι­κό της δρά­μα. Με χαλα­ρή συνή­θως και κάπο­τε αδέ­ξια τεχνι­κή, αλλά με αυτο­σχε­δια­στι­κή ευχέ­ρεια, νοση­ρά ρομα­ντι­κή και ψυχο­λο­γι­κά επη­ρε­α­σμέ­νη από τα οικο­γε­νεια­κά της ατυ­χή­μα­τα, το επαρ­χια­κό περι­βάλ­λον της πατρί­δας της, τα μανιά­τι­κα μοι­ρο­λό­για που άκου­γε μικρή και τα αισθη­μα­τι­κά ανα­γνώ­σμα­τα των λαϊ­κών μεσο­πο­λε­μι­κών περιο­δι­κών, εξε­λίσ­σει βαθ­μιαία την ποί­η­σή της σε μια γεμά­τη ερω­τι­κή περι­πά­θεια και τύψη ελε­γεία θανά­του, εξου­δε­τε­ρώ­νο­ντας τα μειο­νε­κτή­μα­τά της με το πάθος και τον παλ­μό της φωνής της. Για­τί πέρα σπ’ τις κοι­νό­το­πες συνια­σθη­μα­τι­κές δια­χύ­σεις, η Πολυ­δού­ρη έχει κατά βάθος κάτι το δαι­μο­νι­κά ανυ­πο­χώ­ρη­το. Παρό­μοια με τον Καρυω­τά­κη , θηρεύ­ει κι εκεί­νη με τον τρό­πο της το από­λυ­το, που γίνε­ται μάλι­στα στην περί­πτω­σή της πιο τελε­σί­δι­κα ανέ­φι­κτο, καθώς ο ασί­γα­στος ερω­τι­σμός της τη σπρώ­χνει τελι­κά να το εντο­πί­σει στη μορ­φή του αυτό­χει­ρα ποι­η­τή, όταν ο θάνα­τος τον έχει κάνει απλη­σί­α­στο, ώσπου δεν της μένει πια παρά «στου έρω­τα την άγρια καται­γί­δα να ιδεί να μετρη­θούν γι’ αυτήν θάνα­τος και ζωή» (Η Ελλη­νι­κή Ποί­η­ση — Εκδό­σεις ΣΟΚΟΛΗ).

Το 1961 παρου­σιά­στη­κε μια έκδο­ση των «Απά­ντων» της (αν και δε συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται όλα), με επι­μέ­λεια της Λιλής Ζωγρά­φου, που περι­λάμ­βα­νε, εκτός από τις δύο συλ­λο­γές, αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τά της και σελί­δες από το ημε­ρο­λό­γιό της.

Τα «Άπα­ντα» της Μαρί­ας Πολυ­δού­ρη κυκλο­φο­ρούν από τις εκδό­σεις «Αστάρ­τη», σε επι­μέ­λεια Τάκη Μεν­δρά­κου. Ο συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής Κωστής Γκι­μο­σού­λης έγρα­ψε μία μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία της Μαρί­ας Πολυ­δού­ρη, που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Βρέ­χει Φως». Ποι­ή­μα­τά της έχουν μελο­ποι­ή­σει έλλη­νες συν­θέ­τες «κλα­σι­κοί», «έντε­χνοι» και «ροκ». Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρου­με τους Μενέ­λαο Παλ­λά­ντιο, Κωστή Κρι­τσω­τά­κη, Νίκο Μαμα­γκά­κη, Γιάν­νη Σπα­νό, Νότη Μαυ­ρου­δή, Δημή­τρη Παπα­δη­μη­τρί­ου, Μιχά­λη Κου­μπιό, Στέ­λιο Μπο­τω­νά­κη και το συγκρό­τη­μα «Πλην­θέ­τες».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο