Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρίκα Νίνου — Μια “παράξενη κοπέλα” που χάθηκε στα 35 της…

Γυναι­κεί­ες φωνές ασπρό­μαυ­ρες, θηλυ­κές φιγού­ρες τόλ­μη­σαν –στις αρχές της 10ετίας του ΄50 να σπά­σουν τις συμ­βα­τι­κό­τη­τες ενός αυστη­ρά ανδρο­κρα­τού­με­νου χώρου και ανέ­βη­καν στο πάλ­κο με μόνο όπλο τη φωνή τους, συμ­βά­λο­ντας απο­φα­σι­στι­κά στη δια­μόρ­φω­ση της φυσιο­γνω­μί­ας του ρεμπέ­τι­κου τραγουδιού.
«Γεν­νή­θη­κα για να πονώ…»
Η Σωτη­ρία Μπέλ­λου δια­κί­νη­σε «Ριζο­σπά­στη» και δε δίστα­σε να βρε­θεί στα οδο­φράγ­μα­τα του Δεκέμ­βρη με τ’ όπλο στο χέρι… «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύ­μα…».
Κου­βά­λη­σαν στη φωνή τους την προ­σφυ­γιά και την εσω­τε­ρι­κή μετα­νά­στευ­ση, η Ρίτα Αμπα­τζή από τη Σμύρ­νη ως το Αιγά­λεω, η Ρόζα Εσκε­νά­ζυ από την Πόλη ως την Κόριν­θο, η Στέλ­λα Χασκίλ από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, η Μαρί­κα Κανα­ρο­πού­λου από την Πρού­σα ως την Αθή­να, η Σοφία Καρί­βα­λη από τη Σμύρ­νη ως την Κοκ­κι­νιά, η Αγγε­λί­τσα Παπά­ζο­γλου, τυφλή από το ’29 από τη Σμύρ­νη ως την Κοκ­κι­νιά και αυτή, η άλλη Μαρί­κα η Παπα­γκί­κα ήρθε από την Κω, η Ιωάν­να Γεωρ­γα­κο­πού­λου από τη Ζαχά­ρω και εξέ­χου­σα μετα­ξύ αυτών η Αρμέ­νισ­σα Μαρί­κα Νίνου, αυτή που μας τρα­γού­δη­σε την ταπει­νο­σύ­νη και τη βυζα­ντι­νή παρακ­μή
Φωνές που τρα­γού­δη­σαν «αυστη­ρά», χωρίς να έχουν ανά­γκη τη «σκη­νι­κή παρου­σία» για να επι­βάλ­λουν το σεβα­σμό και να κερ­δί­σουν την εκτίμηση.
Φωνές που «ξεχά­στη­καν» στ’ αυλά­κια των δίσκων… Ομως είναι εδώ… «Παίρ­νουν» το τελευ­ταίο βρα­δι­νό λεω­φο­ρείο για τις λαϊ­κές γει­το­νιές, «περι­μέ­νουν» υπο­μο­νε­τι­κά στη στά­ση, και καμιά φορά το βλέμ­μα καρ­φώ­νε­ται στο νυχτε­ρι­νό ουρα­νό, καθώς σπρώ­χνουν με μια κου­ρα­σμέ­νη κίνη­ση μια τού­φα μαλ­λιά πίσω απ’ τ’ αυτί…
Φωνές που είναι εδώ… Μπο­ρεί να μην τις βλέ­που­με.

Μαρίκα Νίνου — Γεννήθηκα για να πονώ

Επα­νά­στα­ση στο λαϊ­κό πάλ­κο και γενι­κό­τε­ρα στη λαϊ­κή μας μου­σι­κή έφε­ρε στις αρχές της περιό­δου του 1950 η Μαρί­κα Νίνου (Μαρί­κα ή Ευαγ­γε­λία Νικολαΐδου).
Ο Πάνος Γερα­μά­νης, ανα­φέ­ρει στο σημεί­ω­μα της συλ­λο­γής «Μαρί­κα Νίνου – τα μεγά­λα πορ­τρέ­τα» ότι γεν­νή­θη­κε 1η-Ιαν-1918 στον Καύκασο.
Ο Κώστας Χατζη­δου­λής στο βιβλίο του «Βασί­λης Τσι­τσά­νης – η ζωή μου, το έργο μου», ανα­φέ­ρει ως τόπο γέν­νη­σης την Κωνσταντινούπολη.
Ο Πάνος Σαβ­βό­που­λος, σε σημεί­ω­μά του ανα­φέ­ρει ότι η Μαρί­κα Νίνου, αρμε­νι­κής κατα­γω­γής, γεν­νή­θη­κε το 1922 πάνω στο καρά­βι «Ευαγ­γε­λί­στρια» που έφερ­νε τη μάνα της και την οικο­γέ­νειά της από τη Σμύρ­νη στον Πει­ραιά και γι αυτό και της έδω­σαν το όνο­μα Ευαγγελία.

Μαρίκα Νίνου πάλκοΟ πατέ­ρας της Οβα­νές (Γιάν­νης) και η μητέ­ρα της Γκιού­λα (Τρια­ντα­φυλ­λιά) Ατα­μιάν γλί­τω­σαν από τη σφα­γή του 1922 και ξεκί­νη­σαν ξανά τη ζωή τους στην Κοκ­κι­νιά του Πει­ραιά- Οδός Μεγά­ρων 50, όπου πέρα­σαν πολύ δύσκο­λα χρόνια.
Στο ντο­κι­μα­ντέρ Μαρίκα Νίνου –ΕΡΤ1 (Παρασκήνιο), η Νού­νια Γερα­μιάν, μιλά «για το κορι­τσά­κι που έψελ­νε κάθε μεγά­λη εβδο­μά­δα» για τους συμπα­τριώ­τες της στην Αρμέ­νι­κη εκκλη­σία τους στην Κοκ­κι­νιά, κερ­δί­ζο­ντας από τότε τον θαυ­μα­σμό της κοινότητας.
Το 1939 παντρεύ­τη­κε τον συμπα­τριώ­τη της Μεσ­ρο­πιάν και το 1940 γεν­νιέ­ται ο πρώ­τος της γιος Οβα­νές. Χώρι­σαν αργό­τε­ρα και παντρεύ­τη­κε με τον ακρο­βά­τη Νίνο Νικο­λα­ΐ­δη, η μητέ­ρα του οποί­ου, θεα­τρί­να κι αυτή, της κόλ­λη­σε το όνο­μα Μαρί­κα για να θυμί­ζει την Κοτοπούλη.
Έκα­ναν μαζί παρα­στά­σεις ακρο­βα­τι­κών με το όνο­μα «Ντούο Νίνο» ενώ όταν μπή­κε και ο Οβα­νές στο σχή­μα αυτό μετο­νο­μά­στη­κε σε «Δυό­μι­σι Νίνο».

Σε κάποια εμφά­νι­σή τους στο Ναύ­σταθ­μο Σαλα­μί­νας την ανα­κά­λυ­ψε ο Πέτρος Κυρια­κός και την γνώ­ρι­σε στο Μανώ­λη Χιώ­τη. Την πρώ­τη ηχο­γρά­φη­ση την έκα­νε τον Ιού­νη το 1948 με δύο τρα­γού­δια του Χιώ­τη: «Ώρες σε κρυ­φο­κοι­τά­ζω» και «Θα σου πω το μυστι­κό μου».

Τσιτσάνης-Μαρίκα

Λέγε­ται ότι η Νίνου είναι η πρώ­τη γυναί­κα που τρα­γού­δη­σε όρθια στο πάλ­κο γύρω στο 1951.
Η πρώ­τη της δου­λειά σε πάλ­κο στη «Φλο­ρί­δα» στο Πεδίο του Άρε­ως, του Πανα­γιώ­τη Μελι­τά, μαζί με τους Μιχά­λη Γενί­τσα­ρη, Λεμο­νό­που­λο, Ανέ­στο Αθα­να­σί­ου, Βού­λα Δερέ­μπεη, ενώ μετά ήρθαν και οι Από­στο­λος Χατζη­χρή­στος και Γιώρ­γος Λαύκας.
Το 1949 την βλέ­πει ο Τσι­τσά­νης και όπως λέει ο ίδιος στη βιο­γρα­φία του στον Χατζη­δου­λή «Την άκου­σα και δεν άργη­σα να κατα­λά­βω το ταλέ­ντο της. Κατά­λα­βα πως με δου­λειά θ’ άφη­νε επο­χή. Είχε μια ξεχω­ρι­στή ερμη­νευ­τι­κή ικα­νό­τη­τα, είχε το κάτι άλλο (…). Γίνα­με ντου­έ­το και κάθε βρά­δυ στου «Τζί­μη» γινό­ταν χαλα­σμός κόσμου (…). Η Μαρί­κα στο πάλ­κο ήταν ασυ­να­γώ­νι­στη, οι κινή­σεις της ήταν κάτι το συγκλο­νι­στι­κό. Όταν τρα­γου­δού­σε είχε τέτοια εκφρα­στι­κό­τη­τα και τέτοια μετα­δο­τι­κό­τη­τα στο κοι­νό, που δεν πρό­κει­ται να γεν­νη­θεί άλλη (…). Το κέφι που δημιουρ­γού­σε η Νίνου στο πάλ­κο έφτια­χνε μια ατμό­σφαι­ρα που μπο­ρού­σε να χαλά­σει ο κόσμος στο μαγα­ζί. Αυτό ήταν έμφυ­το. Ήταν γεν­νη­μέ­νη για το πάλ­κο».

Μαρίκα+Τσιτάνης ninou-tsitsanis

Η μεγά­λη της επι­τυ­χία, γίνε­ται αιτία να της δώσουν κι άλλοι συν­θέ­τες σπου­δαία τρα­γού­δια, όπως ο Μητσά­κης, «Στα μπου­ζού­κια να με πας», «Βαλε­ντί­να», «Παλα­μά­κια» ‑ο Χιώ­της, «Παρά­ξε­νη κοπέ­λα», «Έχα­σα τα μάτια τα ωραία» ‑ο Χατζη­χρή­στος, «Η μικρή του καμη­λιέ­ρη», οι Ριτσιάρ­δης-Τραϊ­φό­ρος «Η ταμπα­κιέ­ρα», ο Στέ­λιος Κηρο­μύ­της «Πες μου για­τί άλλα­ξες», ο Γιάν­νης Τατα­σό­που­λος «Το δέκα το καλό”, ο Σταύ­ρος Τζουα­νά­κος «Φτά­νει που θα μ’ αγα­πά­ει», ο Μιχά­λης Σογιούλ «Ο μήνας έχει εννιά» κλπ. κλπ.

Ο Τσι­τσά­νης συνε­χί­ζει να της γρά­φει τρα­γού­δια που γίνο­νται μεγά­λες επι­τυ­χί­ες όπως …«Σεράχ», «Είμαι μια δυστυ­χι­σμέ­νη», «Τα καβου­ρά­κια», «Ζαΐ­ρα», «Από­ψε κάνεις μπαμ», «Παίξ­τε μπου­ζού­κια», «Στο Τού­νε­ζι, στη Μπαρ­μπα­ριά», «Γεια σου καΐ­κι μου Άη Νικό­λα», το συγκλο­νι­στι­κό σε στί­χους Κώστα Βίρ­βου, «Γεν­νή­θη­κα για να πονώ» το «Τι σήμε­ρα, τι αύριο, τι τώρα» και άλλα πολλά.

Στην Αμερική

Μαρίκα-Νίνου Με υπο­ψία καρ­κί­νου, πρώ­το ταξί­δι το ’54 — θα δου­λέ­ψει στο «Νέο Βυζά­ντιο» στη Νέα Υόρ­κη, γυρί­ζει στην Ελλά­δα σε άσχη­μη κατά­στα­ση, ξανα­πη­γαί­νει στου «Τζί­μη», ενώ ηχο­γρα­φεί το «Αγά­πη που έγι­νες δίκο­πο μαχαί­ρι», ταξι­δεύ­ει πάλι Αμε­ρι­κή, όπου την υπο­στή­ρι­ξαν ο Κώστας Καπλά­νης και η Ρένα Ντάλ­λια, η οποία μαζί με την Εύα Στυλ έκα­ναν κάθε βρά­δυ έρα­νο μετα­ξύ των θαμώ­νων στα κέντρα «Μπρι­τά­νια» και «Βυζά­ντιο» για τα έξο­δα του νοσοκομείου.
Κατα­βε­βλη­μέ­νη γυρί­ζει στην Ελλά­δα και ανα­γκά­ζε­ται να δου­λέ­ψει στου «Τζί­μη» για να «ξεχρε­ώ­σει» οφειλή.
Πεθαί­νει στις 23 Φλε­βά­ρη του 1957, ημέ­ρα Σάβ­βα­το, στα 35 της μόλις χρό­νια.

Για τη (δια­προ­σω­πι­κή) σχέ­ση Τσι­τσά­νη-Νίνου (κλπ. ζητή­μα­τα «κλει­δα­ρό­τρυ­πας» θέμα­τα που δεν μας αφο­ρούν σαν «Ατέ­χνως» ‑αντί­θε­τα…)  πολ­λά γρά­φη­καν, μετα­ξύ άλλων από τον (ολί­γον; «κου­τσο­μπό­λη») Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λο «γύρι­σε άρρω­στη (σσ. Από την Αμε­ρι­κή) -ο Τσι­τσά­νης δεν της ξανα­μί­λη­σε. Δεν πήγε να τη δει στο νοσο­κο­μείο. Ούτε στην κηδεία της πήγε…» (no comment)

Ο Μάνος Χατζι­δά­κις της αφιέ­ρω­σε το δίσκο του «Τα πέριξ» (1974), με ερμη­νεύ­τρια τη Βού­λα Σαβ­βί­δη, με τα λόγια: «Όλη η εργα­σία αυτή χαρί­ζε­ται στη μνή­μη της ανε­πα­νά­λη­πτης Μαρί­κας Νίνου, που δίχως να το ξέρει, με το μαχαί­ρι της φωνής της, χάρα­ξε μέσα μας βαθιά τα ονό­μα­τα των θεών της ταπει­νο­σύ­νης και της βυζα­ντι­νής παρακ­μής».

Το πέρα­σμά της σύντο­μο και φλο­γε­ρό από το πάλ­κο, από τη δισκο­γρα­φία και από τη ζωή.
Ο μύθος της αξε­πέ­ρα­στος μέχρι σήμερα.

Μαρίκα-Νίνου

Κάποιοι την είπαν “παρά­ξε­νη” …

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο