Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαργιώρα, η πανώρια συγγένισσα τ’ Αγουστίνι

(Πώς είναι τ’ άγου­ρο φιλί στα χεί­λη και στα μάτια)

Ο Αντο­νάι, δεν είναι μόνο καλο­δια­βα­σμέ­νος και συνε­τός, είναι σίγου­ρα και ο άνθρω­πος που νοιά­ζε­ται πραγ­μα­τι­κά για τον άνθρω­πο, ο δικός σου καλός φίλος, ο αθε­ρά­πευ­τα ρομα­ντι­κός, λόγιος για­τρός, ένας πραγ­μα­τι­κά ξεχω­ρι­στός λει­τουρ­γός της επι­στή­μης, που ξέρει να λέει τις πιο ωραί­ες ιστο­ρί­ες, ιστο­ρί­ες της καρ­διάς, για­τί όπως πιστεύ­ει και ο ίδιος, ό,τι μακραί­νει από εμάς είναι αυτό που αύριο ακο­λου­θώ­ντας τα ίδια χνά­ρια και σημά­δια επι­στρέ­φει, για να πιά­σου­με το παρα­μύ­θι από την αρχή.

Στην χτε­σι­νή ανά­βα­ση στην Τσί­βη, όταν είδε εκεί­νες τις φλού­μπες που είχες πετά­ξει στα χέρια και στο πρό­σω­πο, ανα­στα­τω­μέ­νος, σου τόνι­ζε να μην υπο­τι­μάς τα τσι­μπή­μα­τα, ούτε και αυτό του ψύλ­λου. Αυτό έδω­σε την αφορ­μή, να σου μιλή­σει για  την πανού­κλα, την φοβε­ρή ασθέ­νεια, που απο­τέ­λε­σε ίσως την αιτία της μεγα­λύ­τε­ρης κατα­στρο­φής στην ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας, όταν στην περί­ο­δο του Μεσαί­ω­να, ο Πάπας Γρη­γό­ριος ο ένα­τος, ενο­χο­ποί­η­σε τις γάτες για τη λατρεία του Σατα­νά, με απο­τέ­λε­σμα να ακο­λου­θή­σει σφο­δρό κύμα μαζι­κής εξό­ντω­σης κάθε κακό­μοι­ρης γάτας και έτσι να πολ­λα­πλα­σια­στούν οι αρου­ραί­οι ανεξέλεγκτα.

Κοι­τά­ζεις τις κοκ­κι­νί­λες στο δέρ­μα σου. Δεν ανη­συ­χείς. Του χαμο­γε­λάς, μα δεν τον καθη­συ­χά­ζεις. Όχι πως σκέ­φτε­ται ότι έχεις πανού­κλα, όχι, μα γίνε­ται υπερ­προ­στα­τευ­τι­κός, από αγά­πη και ενδιαφέρον.

Εσύ ξέρεις πως κάθε φορά που πηγαί­νεις στο νεκρο­τα­φείο στο Τζερ­μιά­δων, αυτό παθαί­νεις. Ανά­βεις κεριά και καντή­λια, συλ­λα­βί­ζεις ονό­μα­τα, μα μέσα σου δεν αντέ­χεις τόσες απου­σί­ες… Δεν του λες τίπο­τα όσο κοι­τά­ζει εξε­τα­στι­κά τού­τα τα δικά σου σημά­δια. Ένα ποντί­κι φεύ­γει από την κρυ­ψώ­να του πανι­κό­βλη­το. Αφορ­μή για να επι­στρέ­ψεις στη διή­γη­σή του.

«Και μετά ρωτάς;»  Και περι­μέ­νεις με ενδια­φέ­ρον τη συνέχεια.

«Στον άνθρω­πο μετα­δό­θη­κε από το τσί­μπη­μα των ψύλ­λων που παρα­σι­τού­σαν στους αρου­ραί­ους και δεν έπια­σαν τόπο ούτε οι προ­σευ­χές ούτε και οι λιτα­νεί­ες» , συνε­χί­ζει μα όχι για να σε τρομάξει.

Μετά θα σου μιλή­σει για κάτι που έχεις και εσύ ακου­στά από τη για­γιά Γαρυ­φαλ­λιά, μα θέλεις να θυμη­θείς ξανά από την αρχή την ιστο­ρία, σαν να συμ­με­τέ­χεις σε μνημόσυνο.

Μαργιώρα, η πανώρια συγγένισσα τ’ Αγουστίνι

Η πανού­κλα είχε θερί­σει πολ­λές φορές και την Κρή­τη, και σε μια απ’ αυτές κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα το χίλια επτα­κό­σια ογδό­ντα εννιά, έγι­νε η αιτία που ξεκλη­ρί­στη­κε και ερη­μώ­θη­κε μέσα σε ένα μόλις χρό­νο  ένα ολό­κλη­ρο χωριό στο Λασί­θι. Ακό­μη και σήμε­ρα λένε το χαρα­κτη­ρι­στι­κό δίστιχο:

«Αγου­στί χωριό, πόρ­τες ενε­νή­ντα δυο
πάνω στο χρό­νο κύρης και γιός»,
για το χωριό, που όφει­λε την ονο­μα­σία του στον πρώ­το οικι­στή του τον Αγου­στί­νι και μετά από αυτή τη θανα­τη­φό­ρα επι­δη­μία, υπάρ­χει μόνο στις σελί­δες της μνή­μης και της ιστο­ρί­ας τώρα πια…

Συγκι­νεί­σαι με την αγά­πη που δεί­χνει για εσέ­να και τον τόπο σου. Η φιλία και η εξι­δα­νί­κευ­ση της ανθρώ­πι­νης συνεί­δη­σης σε όλο της το μεγα­λείο. Τον κοι­τά­ζεις με πλά­γιο βλέμ­μα. Τώρα στη λεη­λα­τη­μέ­νη νιό­τη του, με απα­ντη­μέ­να όλα τα διλήμ­μα­τα, το φως συν­δαυ­λί­ζει μέσα σου την αίσθη­ση της κοι­νής κατα­γω­γής της ψυχής.  Συλ­λο­γί­ζε­σαι τον υψη­λό πυρε­τό, την σκο­το­δί­νη και τους αφό­ρη­τους πόνους εκεί­νων των ψυχών, μα πιο πολύ την οδύ­νη της αφί­λη­της Μαργιώρας.

Τώρα ήρθε η σει­ρά σου να του εμπι­στευ­τείς το σημειω­μα­τά­ριό σου, ή να του διη­γη­θείς την ιστο­ρία της, εκεί­νης της πανώ­ριας μακρι­νής συγ­γέ­νισ­σας του Αγου­στί­νι, με το ολό­λευ­κο δέρ­μα, τα πυρό­ξαν­θα μαλ­λιά και τα γαλά­ζια μάτια, αυτή που την βρή­κε ο θάνα­τος ξυπό­λη­τη στον αμπε­λώ­να του Βενέ­ρη, μα δεν την άγγιξε.

Σ’ εκεί­νο το μέρος, το Κλή­μα του Βενέ­ρη, τα περισ­σό­τε­ρα δέντρα από σεβα­σμό στη μνή­μη ρίχνουν τα φύλ­λα τους πριν έρθει το φθι­νό­πω­ρο, έχουν σκλη­ρά εξο­γκώ­μα­τα στα κλα­διά και βαθιές πλη­γές, για να θυμού­νται. Μέσα από τη ζωή αυτών των δέντρων συνε­χί­ζει τη δική της ζωή η πανώ­ρια Μαρ­γιώ­ρα και μόνο μια φορά τον χρό­νο μπο­ρεί και ξανα­ντύ­νε­ται τη σάρ­κα της και παρα­λο­γι­σμέ­νη να γυρί­ζει από πόρ­τα σε πόρ­τα κι από χωριό σε χωριό και να ρωτά πώς είναι τ’ άγου­ρο φιλί, στα μάτια και στα χείλη.

Η Μαρ­γιώ­ρα ήταν η τελευ­ταία, που αφού χτύ­πη­σε όλες τις πόρ­τες του χωριού και δεν πήρε από­κρι­ση από καμιά, κλεί­δω­σε τη δική της, στο πατρι­κό σπί­τι και δεν γύρι­σε ποτέ να την ξεμα­ντα­λώ­σει. Είχε αφή­σει απά­νω στο σοφρά την κανά­τα με το νερό, ένα κρα­σό­μη­λο, δυο πικρα­μύ­γδα­λα, ένα κομ­μά­τι ξερό ψωμί και στη μεσα­κή κάμα­ρα την παρα­στιά αναμμένη.

Στο χαλ­κω­μα­τέ­νιο έβρα­ζε χαμο­μή­λι και μαν­τζου­ρά­να να λου­στεί. Ακό­μη λένε, πως χοχλά­ζει το νερό κι όσο κι αν δεν το βλέ­πεις, το κατα­λα­βαί­νεις από τη μυρω­διά, ακό­μη γροι­κά­ται, θαρ­ρείς και βγαί­νει από τα θεμέ­λια της εκκλη­σιάς που βρί­σκε­ται χτι­σμέ­νη εκεί, στην ίδια θέση που ήταν άλλο­τε το Μετό­χι του Αγουστίνι.

Την ώρα που γύρι­ζε το σιδε­ρέ­νιο κλει­δί δεύ­τε­ρη φορά στην κλει­δω­νιά, άκου­σε τη φωτιά που μάλω­νε με τα ξύλα και τα κάρβουνα:
«Μια φορά μόνο περ­νώ από ό,τι είναι να κάψω και ποτέ δεύ­τε­ρη, εγώ κι ο Χάρος…»

Στ’ άκου­σμα της τελευ­ταί­ας λέξης, ως έκα­νε να γυρί­σει τα μάτια της κατά τα χάμπα­σα στην πέρα ρίζα  του χωριού, εφα­ντά­χτη­κε, δεν εφα­ντά­χτη­κε, κακή περα­σά, κακή ώρα, αυτή και μονα­χή της…

Εφτα­φά­νε­ρη την είχε δει την Πανώ­γλα, μέρα μεση­μέ­ρι, να κατε­βαί­νει τσι Ώχρες, μαυ­ρο­κί­τρι­νη και σκε­λε­τω­μέ­νη εσή­κω­νε τσι χοχλα­κιές κι ανα­πο­δο­γύ­ρι­ζε τσι πασπα­ρό­πλα­κες στο διά­βα τζης και να ξερ­νά σε κάθε δρα­σκε­λιά, θανα­τι­κό κι αίματα.
Όπως γύρι­ζε το κλει­δί, εβλε­φά­ρι­σε  άκρα – άκρα το δεξί της χέρι και είδε τα πρώ­τα σημά­δια ανά­με­σα στα δάχτυ­λα. Με το ζερ­βό σήκω­σε τη φού­στα και το μεσο­φό­ρι και πρό­σε­ξε το μαυ­ρι­σμέ­νο δέρ­μα στην κοι­λιά και τ’ άλλα γρο­μπά­δια πιο μεγά­λα, πρη­σμέ­να χαμη­λά στα πόδια. Άνα­ψε μονο­μιάς ολό­κλη­ρη. Από τη μια να καί­ει και από την άλλη να την τινά­ζει ρίγος και να τουρ­του­ρί­ζει σύγκορμη.
Έσυ­ρε φωνή, στο θεό, στον ουρα­νό, ποιος ξέρει πού, κι έτσι, με σαλε­μέ­νο το μυα­λό άρχι­σε να τρέ­χει ξυπό­λη­τη και να ρωτά τον άνε­μο, αν είναι δίκιο να φύγει και να μην έχει γνω­ρί­σει τ’ άγου­ρο φιλί στα χεί­λη και στα μάτια…

Ο άνε­μος τη λυπή­θη­κε. Πήρε το αχ και το παρά­πο­νο και πέρα­σε ξυστά μια γύρα το Λασί­θι κι ύστε­ρα αφού φύση­ξε τα ξέπλε­κα μαλ­λιά της, τη σκόρ­πι­σε παντού, για να μην τη βρει ο θάνα­τος. Μετά συνέ­χι­σε τον δρό­μο μονα­χός του…

Καμιά φορά, την βλέ­πουν να χορεύ­ει μέρα μεση­μέ­ρι στη μέση του κατα­πρά­σι­νου κάμπου. Στο κάδρο του συν­νε­φια­σμέ­νου Λασι­θιού, μέσα στην αφού­ρα λικνί­ζει το σώμα της, και μαζί της  λυγί­ζουν και τα δέντρα τα κλα­διά τους με σεβασμό.
Άλλες φορές πλη­σιά­ζει ψυχές αλα­φρο­ΐ­σκιω­τες, την βλέ­πουν ν’ ανοί­γει τις παλά­μες της σαν να υπάρ­χει μπρο­στά της ένα τζά­μι, σαν να κρυ­φο­κοι­τά­ζει τον κόσμο που δεν γνώ­ρι­σε, σαν να ρωτά πώς είναι τ’ άγου­ρο φιλί στα χεί­λη και στα μάτια.

Η Μαρ­γιώ­ρα, ότι και να γίνει, σε κάθε και­ρό,  δεν θέλει να ξεκό­ψει από τον κόσμο της. Θέλει να θυμά­ται το πέρα­σμά της, τον εαυ­τό της και όλους τους άλλους, χορεύ­ο­ντας, τρα­γου­δώ­ντας, ρωτώ­ντας ακό­μη πώς είναι τ’ άγου­ρο φιλί στα χεί­λη και στα μάτια. Αν σε ρωτή­σει μην της απα­ντή­σεις. Δεν ρωτά για να μάθει, ρωτά για να υπάρχει.

«Ύστε­ρα και από αυτό, Ζωή μου, ειλι­κρι­νά παντο­τι­νά δικός σας, αλλά ας δού­με εκεί­νες τις κόκ­κι­νες φλού­μπες», θα ψιθυ­ρί­σει με πολ­λή αγά­πη και συγκί­νη­ση ο Αντονάι.
Είναι που πρέ­πει να γυρί­σει ο τρο­χός της μνή­μης, να περι­σώ­σεις ό,τι σώζε­ται, περα­σμέ­νες και τωρι­νές στιγ­μές, είναι συναρ­πα­στι­κό να γυρί­ζου­με μαζί τις κιτρι­νι­σμέ­νες σελί­δες στου κύκλου τα γυρί­σμα­τα, εδώ στου Λασι­θιού το απά­νω δώμα.


Από­σπα­σμα από το βιβλίο
«Λασί­θι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης

Ζωή Δικταί­ου
Κέρ­κυ­ρα, Μάης του 2020


H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]  γεν­νή­θη­κε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρ­κυ­ρα. Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ. Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκο­τά­δι. Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…»

Βιβλία:  «Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια», εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι, «Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο», εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι, «Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια», εκδό­σεις Έψιλον.
Δημο­σιευ­μέ­να ποι­ή­μα­τα και διη­γή­μα­τα με το ψευ­δώ­νυ­μο Ζωή Δικταί­ου.  Δισκο­γρα­φι­κή συνερ­γα­σία με Γιάν­νη Νικο­λά­ου και Νίκο Ανδρουλάκη.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο