Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαριάννα Γιαννουράκου: «Πατρίδα είναι εκεί που θάβουμε τους νεκρούς μας»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Πέντε ποι­ή­μα­τα της Μαριάν­νας Γιαν­νου­ρά­κου για την προ­σφυ­γιά και την μετα­νά­στευ­ση δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα στο Ατέ­χνως. Η ίδια η δημιουρ­γός σε σημεί­ω­μα που έστει­λε στο Ατέ­χνως σχε­τι­κά με τα ποι­ή­μα­τά της, ανα­φέ­ρει ότι δεν έχει βρει τον τρό­πο να γρά­ψει για όλα αυτά, δίχως να αισθά­νε­ται ότι σκυ­λεύ­ει ανθρώ­πους και κατα­στά­σεις. Αλλά ως μετα­νά­στρια και η ίδια, άσχε­τα εάν δεν έχει θαλασ­σο­πνι­γεί, άσχε­τα εάν έχει όλα τα χαρ­τιά της και ερχό­με­νη με πολύ καλή αντι­με­τώ­πι­ση στην χώρα δια­μο­νής της, νιώ­θει ότι δεν μπο­ρεί να γίνει αλλιώς. Πρέ­πει να γρά­ψει για όλα αυτά, είναι μια βαθειά ανά­γκη της — ίσως να το αντι­λαμ­βά­νε­ται και ως καθή­κον, ποιός ξέρει.

Η ποι­ή­τρια έχει την εμπει­ρία, έχει την οξυ­δέρ­κεια να ανα­γνω­ρί­ζει τις κατα­στά­σεις και να τις φέρ­νει μπρο­στά μας ανα­πλά­θο­ντας τις με όλη τους την τρα­γι­κό­τη­τα. Δεί­χνο­ντας σε όποιον αδια­φο­ρεί ή εθε­λο­τυ­φλεί ή ακό­μα και σε όποιον στη­ρί­ζει αυτές τις εγκλη­μα­τι­κές πολι­τι­κές, ότι οι ποι­η­τές και οι απλοί, καθη­με­ρι­νοί άνθρω­ποι μπο­ρούν να δια­βά­ζουν πίσω από τις λέξεις και να εκφρά­ζουν την αλλη­λεγ­γύη τους στα διω­κό­με­να αδέλ­φια τους από τις άλλες χώρες χωρίς να ανα­πα­ρά­γουν τις ρατσι­στι­κές και ξενο­φο­βι­κές ιδέες.

Κλο­νί­ζε­ται η δημιουρ­γός όταν δια­βά­ζει, ακού­ει και βλέ­πει για αυτά τα ζητή­μα­τα και γι’ αυτό σηκώ­νει φωνή τολ­μη­ρή και αιχ­μη­ρή για να καταγ­γεί­λει τα συγκε­κρι­μέ­να έγκλη­μα­τα. Γνω­ρί­ζει προ­σω­πι­κά μετα­νά­στες και πρό­σφυ­γες που δεν ζουν ή που δεν έζη­σαν καλά. Αυτά μπο­ρεί να γρά­ψει, όπως δηλώ­νει και η ίδια, αυτά γρά­φει. Αλλά αν από τη μια πλευ­ρά, δια­κα­τέ­χει την ποι­ή­τρια ένα δημιουρ­γι­κό και κοι­νω­νι­κό άγχος ότι τα ποι­ή­μα­τά της μπο­ρούν να εκφρά­σουν αυτές τις κατα­στά­σεις και τις εικό­νες, εμείς από την πλευ­ρά μας, αντι­πα­ρα­θέ­του­με ότι όσο καλά κάνει και ανη­συ­χεί — για­τί κρα­τά­ει με αυτό τον τρό­πο την αντί­λη­ψή της και την ποι­η­τι­κή πνοή της σε ετοι­μό­τη­τα, άλλο τόσο πετυ­χαί­νει να εκφρά­σει σε μεγά­λο βαθ­μό την αλή­θεια όπως ακρι­βώς είναι. Βρώ­μι­κη, λασπω­μέ­νη, με δάκρυα στα μάτια και με οργι­σμέ­νες φωνές που ζητούν βοήθεια.

Στα ποι­ή­μα­τα που ακο­λου­θούν συνυ­πάρ­χουν οι φοβι­σμέ­νοι πρό­σφυ­γες που φεύ­γουν με διά­φο­ρους τρό­πους για να απο­φύ­γουν τον πόλε­μο και τη βαρ­βα­ρό­τη­τα, πέφτο­ντας θύμα­τα δου­λε­μπό­ρων και γνω­ρί­ζο­ντας πως ίσως και να μην γυρί­σουν ποτέ στο σπί­τι τους, μαζί με τους μεγα­λό­σχη­μους οικο­νο­μι­κούς παρά­γο­ντες που προ­σβλέ­πουν σε μελ­λο­ντι­κές απο­δό­σεις πάνω στα πτώ­μα­τα των προ­σφύ­γων αλλά και για να κατα­φέ­ρουν να βρουν λύση στο δικά τους προ­βλή­μα­τα, δηλα­δή την καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση, ρίχνο­ντας τα βάρη και τις ευθύ­νες στους φτω­χούς και τους αδύναμους.

Η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί η Μαριάν­να Γιαν­νου­ρά­κου στα ποι­ή­μα­τα της, είναι απλή, λιτή, όπως οι θρή­νοι των προ­σφύ­γων. Είναι μαχαί­ρι κοφτε­ρό και ταξι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νο. Έτσι κι αλλιώς, και πάντα κατά τη γνώ­μη μας, δεν χρειά­ζο­νται περισ­σό­τε­ρα λόγια για να εκφρά­σεις και να παρου­σιά­σεις στο κοι­νό το δρά­μα των προ­σφύ­γων. Τώρα βρι­σκό­μα­στε στην επο­χή όπου τα έργα των έντι­μων ανθρώ­πων πρέ­πει να έχουν λόγο. Και η ποι­ή­τρια συμ­βάλ­λει σε αυτό με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο κι ευχό­μα­στε να συνε­χί­σει έτσι.

Σχε­τι­κά με την ποι­ή­τρια θα βρεί­τε εδώ αλλά και εδώ.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Νόστος 

Δεν είναι η φυγή δύσκολη.
Η επι­στρο­φή είναι αδύνατη.

Ο κόσμος που θυμά­σαι δεν υπάρχει.

Μετε­ω­ρί­ζε­σαι.
Άχρονος,
αβα­ρής και
απών.

Πατρί­δες Ι 

Ριζώ­νει ο τόπος μέσα μας,
όπως ριζώ­νου­νε οι φίλοι
στα εύφο­ρα της ψυχής μας χώματα
και είναι πάντα εκεί,
κι ας λείπουν.

Ριζώ­νει ο τόπος μέσα μας,
οι άνθρω­ποι κι οι έγνοιες τους,
μπλέ­κο­νται οι ρίζες μας.

Χάνο­νται τα ανθρώ­πι­να όρια,
παρα­με­ρί­ζο­νται σαν το χθε­σι­νό χιόνι,
άχρη­στα σύνορα.

Πατρί­δες ΙΙ 

Δώσε μου το χέρι σου
να σφί­ξω στο δικό μου
να μιλήσουμε.

Άλλο χρώ­μα,
άλλο φύλλο,
άλλη ηλικία.

Ίδια μάτια όπου κοιτάζω,
ίδια χείλη.

Διά­φα­να τα δάκρυα όλων,
διά­φα­να τα χαμόγελα.

Δώσε μου το χέρι σου
να σφί­ξω στο δικό μου
να μιλήσουμε.

Πατρί­δες ΙΙΙ

Πατρί­δα είναι εκεί που
θάβου­με τους νεκρούς μας.

Εμπό­ριο 

Στα διε­θνή χρη­μα­τι­στή­ρια αξιών παζαρεύονται
τα κορ­μιά των προσφύγων.
Οι ψυχές τους έχουν ήδη ενεχυριαστεί
προ­σβλέ­πο­ντας σε μελ­λο­ντι­κές αποδόσεις.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο