Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαριαννή, μια ρασοφορεμένη στην αντίσταση

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Η γρα­φή, εσύ το υπο­στη­ρί­ζεις, είναι ένας άλλος τρό­πος επι­κοι­νω­νί­ας και αναμ­φι­σβή­τη­τα εσω­τε­ρι­κή ανά­γκη. Και φυσι­κά δεν είναι εύκο­λο να γρά­φεις. Είναι σκλη­ρό κάποιες φορές, ιδιαί­τε­ρα όταν ξυπνάς αφύ­λα­κτες πλη­γές δικές σου ή και των άλλων. Αλλά, υπάρ­χει κάτι που σου δίνει δύνα­μη, όταν γρά­φεις οι λέξεις πετά­γο­νται σαν σπί­θες και φωτί­ζουν την άβυσ­σο και αυτό είναι ενθαρ­ρυ­ντι­κό και παρή­γο­ρο, είναι κάτι, μια αίσθη­ση που στο τέλος μυρί­ζει ολό­λευ­κο χιώ­τι­κο γιασεμί.
Γι αυτό ακου­μπάς στο παρελ­θόν, γι αυτό σ’ αρέ­σουν τα ξεχα­σμέ­να, τα λησμο­νη­μέ­να, όλα αυτά είναι οι κρυμ­μέ­νες σπί­θες σου, αυτές που γίνο­νται λέξεις. Εντά­ξει, εντά­ξει, η λέξη που σε καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…»

       Αύριο, ασύνορη βροχή οι λέξεις…

Για την ώρα όμως θα μεί­νου­με εδώ, στο φαράγ­γι ανά­με­σα στον Καθά­ριο Λάκ­κο και την Καθά­ρια Κεφά­λα.  Ας ψάξου­με στο κόσκι­νο με τ’ ανεί­πω­τα, όλο και κάτι θα βρού­με, όλο και κάτι θα θυμη­θού­με από αυτά τα ξεχα­σμέ­να, μα όχι λησμο­νη­μέ­να, του τόπου και του ανθρώπου.
«Δώστε μου λίγο χρό­νο, να βάλω τις σκέ­ψεις μου σε τάξη και τις λέξεις στη σωστή σει­ρά» , ζητά η Ευγε­νία και ύστε­ρα από λίγες μόνο στιγ­μές αρχί­ζει να ξετυ­λί­γε­ται το νήμα μιας ακό­μη ιστορίας.

Η μητέ­ρα της, η μαία Καλ­λι­στώ, ήταν εκεί­νη που μέσα στην κατο­χή, στα χρό­νια τα ταραγ­μέ­να, βοή­θη­σε μια καλό­γρια να γεν­νή­σει και στη συνέ­χεια να κρυ­φτεί με τη βοή­θεια κάποιας οικο­γέ­νειας από την περιο­χή, εδώ μέσα στο φαράγ­γι μέχρι να την φυγα­δεύ­σουν οι αντάρ­τες στα Γερα­πε­τρί­τι­κα μετό­χια. Αφή­νου­με την ίδια να μας διη­γη­θεί, έτσι όπως ξέρει καλά να το κάνει με τη γλύ­κα της παλιάς δασκάλας:
«Η μητέ­ρα μου, έλε­γε πως επρό­κει­το για συνε­σταλ­μέ­νη και τίμια κοπέ­λα, από οικο­γέ­νεια Μικρα­σια­τών προ­σφύ­γων του Ηρα­κλεί­ου, που ζού­σε στην περιο­χή της Αγί­ας Τριά­δας και είχε αμπέ­λια στη Βόνη. Μονα­χο­κό­ρη την είχα­νε και την καμα­ρώ­να­νε με τους τρεις αδερ­φούς της. Εργα­ζό­ταν στο στα­φι­δερ­γο­στά­σιο με την ονο­μα­σία “Τάλως» ως ξελι­κιά­στρα μαζί με πολ­λές άλλες εργά­τριες, από τα γύρω χωριά του Μεγά­λου Κάστρου. Όμως, μετά το βομ­βαρ­δι­σμό της πόλης από τους Γερ­μα­νούς, που ήταν αιτία  και ξεκλη­ρί­στη­κε ολό­κλη­ρη η οικο­γέ­νειά της, αυτή είχε μόνο την τύχη να επι­ζή­σει. Δεκα­ο­κτώ χρό­νων κοπέ­λα τότε, απελ­πι­σμέ­νη, για να σωθεί κατέ­φυ­γε σε κάποιο μονα­στή­ρι προς τη Βιάν­νο ντύ­θη­κε μονα­χή, και μαζί με άλλες γυναί­κες της περιο­χής, βοη­θού­σαν με όποιο τρό­πο μπο­ρού­σαν στην αντί­στα­ση, αλλά ποτέ δεν είχε πει στη μητέ­ρα μου σε ποια μονή είχε πάει.

Μα τα δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα εκεί­νης της επο­χής και τα βάσα­να των ανθρώ­πων δεν είχαν τέλος. Πίστευε πως η εκκλη­σία ήταν κατα­φύ­γιο και πως εκεί προ­στα­τευ­μέ­νη από την άνω­θεν δύνα­μη, δεν θα την έβρι­σκε άλλο κακό. Μέσα της, ήταν τόσο σίγου­ρη πως ακό­μα και οι εχθροί θα έπρε­πε να νιώ­θουν την ίδια ευλά­βεια και φόβο για τον Θεό, ώστε όταν έκλει­νε η βαριά πόρ­τα της μονής έπε­φτε να κοι­μη­θεί τις περισ­σό­τε­ρες φορές νηστι­κή, αλλά πιο ήσυχη.
Έτσι ανυ­πο­ψί­α­στη και ανέγ­γι­χτη, η νεα­ρή Μαριαν­νή βρέ­θη­κε μπρο­στά στο κακό, όπως και άλλες γυναί­κες τότε σε όλη την κατα­κτη­μέ­νη Ευρώ­πη. Λίγο και­ρό μετά τις εκτε­λέ­σεις των πενή­ντα ομή­ρων στο Ηρά­κλειο που έγι­ναν στις δεκα­τέσ­σε­ρις Ιου­νί­ου του χίλια εννια­κό­σια σαρά­ντα δύο, εκτε­λέ­σεις αντί­ποι­να, για την δρά­ση των ανταρ­τών, σε έφο­δο που έγι­νε στο μονα­στή­ρι, αρχές του φθι­νο­πώ­ρου, η Μαριαν­νή, αφού ανα­κρί­θη­κε, ξυλο­κο­πή­θη­κε άγρια και βιά­στη­κε ακό­μη πιο άγρια από δύο Γκεσταπίτες.
Οι καλό­γριες την βρή­καν μισο­πε­θα­μέ­νη με πολ­λές πλη­γές σε όλο το σώμα. Σαρά­ντα μέρες και νύχτες την φρό­ντι­ζαν με πολ­λή αγά­πη, μέχρι να κατα­φέ­ρει να ανοί­ξει τα μάτια της, να θυμη­θεί ποια ήταν και να στα­θεί και πάλι στα πόδια της.

Για κακή της τύχη όμως είχε μεί­νει έγκυος. Όταν το εκμυ­στη­ρεύ­τη­κε με λύπη και ντρο­πή στην ηγου­μέ­νη, τέσ­σε­ρις μήνες μετά, ζητώ­ντας της να την βοη­θή­σει να απαλ­λα­γεί από αυτό τον καρ­πό της βίας που την γέμι­ζε οδύ­νη, εκεί­νη, φοβού­με­νη όχι μόνο για τη ζωή της νέας μονα­χής, αλλά και για την ψυχή της, της το απα­γό­ρευ­σε ρητά επι­κα­λού­με­νη την αμαρ­τία που θα την βάραι­νε αν αφαι­ρού­σε αυτή τη ζωή, όσο κι αν ήταν άδι­κος ο τρό­πος της σύλ­λη­ψής της.
Παρά τις εντο­λές της και την παρά­κλη­ση να μεί­νει στο μονα­στή­ρι, η Μαριαν­νή, έφυ­γε μια νύχτα και γύρε­ψε από μια κομπο­γιαν­νί­τισ­σα σε ένα μετό­χι, να την διευ­κο­λύ­νει να κάνει αυτό που σκε­φτό­ταν. Ούτε και αυτή όμως τόλ­μη­σε εκτι­μώ­ντας πως ήταν προ­χω­ρη­μέ­νη η εγκυ­μο­σύ­νη, άρα και ο κίν­δυ­νος μεγαλύτερος.
Ακό­μη πιο απελ­πι­σμέ­νη ξανα­φό­ρε­σε το ράσο και αφού περι­πλα­νή­θη­κε κάμπο­σο στην ερη­μιά της περιο­χής, χει­μώ­νας πια, πήρε την από­φα­ση και ανη­φό­ρι­σε από την Έργα­νο στο Ορο­πέ­διο. Βρή­κε παρη­γο­ριά στο σπί­τι μιας χαρο­κα­μέ­νης γριάς στο Καμι­νά­κι. Οι δυο γυναί­κες σαν μάν­να και κόρη έσμι­ξαν το φόβο και τη δυστυ­χία τους. Δεν είχαν πολ­λές κου­βέ­ντες, όχι, μόνο τα δάκρυα περίσσευαν.

Όταν την συνά­ντη­σε η μητέ­ρα μου η Καλ­λι­στώ πρώ­τη φορά, έλε­γε πως τα μάτια της ήταν  βου­λιαγ­μέ­να μέσα στις κόγ­χες, από την κακου­χία και την από­γνω­ση. Παρ’ όλα αυτά, τόνι­ζε η συγ­χω­ρε­μέ­νη, όταν μιλού­σε συγκι­νη­μέ­νη από τις ανα­μνή­σεις της, σε εκεί­νες τις άσχη­μες μέρες της κατο­χής, όπως καμιά όμορ­φη ψυχή δεν είχε χάσει την πραγ­μα­τι­κή ομορ­φιά της, έτσι και η Μαριαν­νή, η ομορ­φιά ήταν ένα γαλή­νιο φως πίσω από το μελαγ­χο­λι­κό πεντα­κά­θα­ρο βλέμ­μα της.

Στις είκο­σι μία Ιου­λί­ου  του σαρά­ντα τρία, ανή­με­ρα του Προ­φή­τη Ηλία, ήταν που γέν­νη­σε ένα υγιέ­στα­το κορι­τσά­κι με τη βοή­θεια της μητέ­ρας μου, εγώ δεν είχα γεν­νη­θεί ακό­μη. Στο ημε­ρο­λό­γιο της η Καλ­λι­στώ σημεί­ω­σε πως είχε έρθει στον κόσμο ημέ­ρα Τετάρ­τη, στις πέντε το πρωί και ήταν ο τετρα­κο­σιο­στός εικο­στός πρώ­τος τοκε­τός που πραγ­μα­το­ποιού­σε. Η ίδια το βάφτι­σε δίδο­ντάς του το όνο­μα Καλ­λιό­πη που της άρε­σε πολύ. Η Μαριαν­νή κρά­τη­σε στην αγκα­λιά της την αθώα ψυχού­λα και κρέ­μα­σε τις λιγο­στές της ελπί­δες από την υπό­σχε­ση της και­νού­ριας ζωής. Έτρε­φε την πίστη πως ισχύ­ει αυτό που λένε “απ’ αγκά­θι βγαί­νει ρόδο”.
Η μητέ­ρα μου την βοή­θη­σε όσο και όπως μπό­ρε­σε. Όταν όμως το Νοέμ­βρη, οι δοσί­λο­γοι  που είχε στρα­το­λο­γή­σει ο λοχί­ας Σού­μπερτ  για το Σώμα των Κυνη­γών, με επι­κε­φα­λής  τον Γεώρ­γιο Τζου­λιά ήρθαν στο Ορο­πέ­διο όπου κακο­με­τα­χει­ρί­στη­καν πολ­λούς κατοί­κους, έκα­ναν εκτε­λέ­σεις, και τρο­μο­κρά­τη­σαν τους ανθρώ­πους  ώστε να μην προ­σφέ­ρουν βοή­θεια στις αντάρ­τι­κες ομά­δες στα Λασι­θιώ­τι­κα βου­νά, από φόβο μήπως την ανα­γνω­ρί­σουν και την εκτε­λέ­σουν, πάλι με τη βοή­θεια της Καλ­λι­στώς και μιας οικο­γέ­νειας από το Μέσα Λασί­θι, ήρθε και κρύ­φτη­κε εδώ στο Φαράγ­γι στον Καθά­ριο Λάκ­κο και από εδώ, οι αντάρ­τες την φυγά­δευ­σαν σε ασφα­λές μέρος προς τα Γεραπετρίτικα.

Μετά από αυτό το γεγο­νός, η μητέ­ρα μου, δεν θυμά­μαι ποτέ να έχει ανα­φερ­θεί σε κάτι άλλο σχε­τι­κό με αυτή την ιστο­ρία, δεν μπο­ρώ όμως να μην σας εξο­μο­λο­γη­θώ, ότι μέχρι το τέλος της ζωής της, κάθε δεκα­πε­νταύ­γου­στο, επι­σκε­πτό­ταν μόνη της, την ιστο­ρι­κή μονή Παπλι­νού στη Βαϊ­νιά της Ιεράπετρας.
Αυτό με κάνει να πιστεύω πως έτσι συνέ­δεε τη ζωή της Μαριαν­νής, με τις βαρ­βα­ρό­τη­τες του γενί­τσα­ρου Μεχ­μέτ Πιλα­βά, ο οποί­ος είχε επι­τε­θεί μαζί με τη συμ­μο­ρία του στη γυναι­κεία μονή, μετά το χίλια οκτα­κό­σια εικο­σιέ­να, και αφού βία­σαν και κακο­ποί­η­σαν ατι­μω­τι­κά τις καλό­γριες, τους έκο­ψαν τα στή­θη. Ίσως πάλι, να συνα­ντού­σε τη Μαριαν­νή και την κόρη της την Καλ­λιό­πη κάπου εκεί…»

Η Ευγε­νία απο­δει­κνύ­ει πως όταν η αγά­πη για τον άνθρω­πο και η δεξιό­τη­τα του λόγου πάνε μαζί όπως στη διή­γη­ση της ιστο­ρί­ας της Μαριαν­νής, η συγκί­νη­ση κορυ­φώ­νε­ται και οι λέξεις γίνο­νται ακρι­βό μνη­μό­συ­νο. Δια­τη­ρεί το ύφος και το ήθος της καλής δασκά­λας που υπήρ­ξε για πάρα πολ­λά χρό­νια. Μένει αφο­σιω­μέ­νη στις αξί­ες και κατα­φέρ­νει με συναρ­πα­στι­κό και συνά­μα φιλι­κό τρό­πο να μοι­ρά­ζε­ται στιγ­μές όχι μόνο τόσο δυνα­τές και αλλά και τόσο ανθρώπινες.
Η Ευγε­νία, η κόρη της Καλ­λι­στώς της μαί­ας, η δασκά­λα που συνή­θι­ζε να κάθε­ται δίπλα στα παι­διά και ποτέ απέ­να­ντί τους, δίπλα σου και ας μην είσαι πια παιδί.

Δακρύ­ζει η Σεληνιώ…
Καλά κάνει…
Κλεί­νεις τα μάτια και ταξι­δεύ­εις με συγκί­νη­ση, στη συγκί­νη­ση! Τού­τη την ώρα αισθά­νε­σαι, δεν σκέ­φτε­σαι. Αγα­πάς τα παι­χνί­δια και τα ταξί­δια της μνήμης.
Να παρα­μεί­νεις χαμη­λών τόνων, αυτό που είσαι, έως ελατ­τω­μα­τι­κού σημεί­ου και το γνω­ρί­ζεις, και δεν ντρέ­πε­σαι ευτυ­χώς να είσαι η ελατ­τω­μα­τι­κή φύση που είσαι.
Και όταν σε μαλώ­νουν να κάνεις αυτό που ξέρεις καλά, να χάνε­σαι στη ζύμη σου.

Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020

Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]γεν­νή­θη­κε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…»
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο