Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ: “Γιατρός” του λαού και των Γραμμάτων

Πέρα­σαν κιό­λας 46 χρό­νια από τη μέρα, που το παρά­νο­μο τότε ΚΚΕ, η γενιά της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, η προ­ο­δευ­τι­κή δια­νό­η­ση, η ελλη­νι­κή και ξένη λογο­τε­χνία έχα­σαν έναν αφο­σιω­μέ­νο “θερά­πο­ντά” τους.

Μάρκος Αυγέρης

Ο σπου­δαί­ος πνευ­μα­τι­κός “καθο­δη­γη­τής”, του οποί­ου, έστω και ένα ελά­χι­στο ανά­λο­γο εκλεί­πει στις μέρες μας… Και είναι αυτός ένας επι­πλέ­ον λόγος, με την ευκαι­ρία της μεθαυ­ρια­νής επε­τεί­ου του θανά­του του, να μνη­μο­νεύ­σου­με την τρια­ντά­χρο­νη απου­σία του Μ. Αυγέ­ρη, εκτός από τον κύριο που είναι: να παρα­κι­νη­θούν, έστω και λίγο από το σημεί­ω­μά μας, οι νεο­λαί­οι να δια­βά­σουν το έργο του, το λογο­τε­χνι­κό και οπωσ­δή­πο­τε το θεω­ρη­τι­κό — κρι­τι­κό περί λογο­τε­χνί­ας, για­τί μ’ αυτό θα μάθουν να ξεχω­ρί­ζουν την αλη­θι­νή λογο­τε­χνία από τα, πλε­ο­νά­ζο­ντα σήμε­ρα,… απο­νέ­ρια της.Δια­βά­ζο­ντας το έργο του θα αφου­γκρα­στούν το, τόσο επί­και­ρο σήμε­ρα, μήνυ­μά του:

Σ’ αυτό τον τόπο, που η φωνή
πνί­γε­ται μέσα στο λαρύγγι,
τη λέξη θέλω, ζητάω τη λέξη σάλπιγγα
που ρίχνει τα τεί­χη της Ιεριχώς
και ξυπνά­ει τους κεκοι­μη­μέ­νους (… ) ”
Μέσα στις ύπου­λες ενέ­δρες των καιρών
έτοι­μος πάντα νάσαι
γι’ αντί­στα­ση κι άγριον αγώνα.
Κι αν τόχει η μοί­ρα σου να πέσεις
βάστα ακό­μα,
μην πεις ποτέ, ψυχή μου παρα­δώ­σου ” (… ).

“Νέστο­ρα” των Ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των τον είπαν τον Μάρ­κο Αυγέρη.
Το μυθι­κό όνο­μα δόθη­κε στον Αυγέ­ρη, για­τί εκεί­νος υπήρ­ξε σύμ­βο­λο και ορό­ση­μο των Γραμ­μά­των και της ελλη­νι­κής προ­ο­δευ­τι­κής σκέ­ψης στον αιώ­να μας. Ηταν, εξάλ­λου, αρχαιο­μα­θής, γλωσ­σο­μα­θής, εξαί­ρε­τος ποι­η­τής, αλλά και πρω­το­πό­ρος — και ιδιο­φυ­ής — (όπως χαρα­κτη­ρί­στη­κε) θεω­ρη­τι­κός και κρι­τι­κός της ελλη­νι­κής και ξένης λογο­τε­χνί­ας, ο “μαθη­τεύ­σας” με το πνεύ­μα του “θεμε­λιω­τή” της θεω­ρί­ας και της κρι­τι­κής της λογο­τε­χνί­ας Μπε­λίν­σκι.

“Ζει” λάμποντας

Ο Αυγέ­ρης, γιος φαρ­μα­κο­ποιού στην Καρί­τσα της Ηπεί­ρου, γεν­νή­θη­κε στις 14/2/1884. Γεώρ­γιος Παπα­δό­που­λος το όνο­μά του στα επί­ση­μα χαρ­τιά, αλλά ως Μάρ­κος Αυγέ­ρης θα “ζει” στα Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, στην αγω­νι­στι­κή ιστο­ρία του λαού μας και στα τιμη­τι­κά “κατά­στι­χα” του κόμ­μα­τός του, του ΚΚΕ. Και θα “ζει” όπως ποι­η­τι­κά “προ­φή­τευ­σε”:

Μέσα στους αγνώ­στους αδελ­φούς που έρχονται
θα ζήσω λάμπο­ντας κι όλο λάμποντας,
μέσα στις γενιές θα πορεύομαι
και θα υψώ­νω ολο­έ­να το ανά­στη­μά μου”.

Ο Αυγέ­ρης μετά τις γυμνα­σια­κές σπου­δές του στη φημι­σμέ­νη Ζωσι­μαία Σχο­λή,έρχε­ται το 1901 στην Αθή­να και εισά­γε­ται στην Ιατρι­κή Σχο­λή του Καπο­δι­στρια­κού Πανε­πι­στη­μί­ου. Αμέ­σως μετά την απο­φοί­τη­σή του, το 1907, εργά­ζε­ται στην Πολυ­κλι­νι­κή και παράλ­λη­λα σε ιδιω­τι­κή κλι­νι­κή. Στη διάρ­κεια των πολέ­μων (1912 — 1922) υπη­ρέ­τη­σε ως έφε­δρος γιατρός.

Ο “για­τρός”, όπως τον απο­κα­λού­σαν μέχρι τέλους οι σύντρο­φοι και φίλοι του, από νέος “θερά­πευε” και τα Γράμ­μα­τα. Φοι­τη­τής ακό­μα δημο­σιεύ­ει στο “Νου­μά” ποι­ή­μα­τά του, μετα­ξύ των οποί­ων και το περί­φη­μο “Η βάβω η Τασιά”.Ενα ποί­η­μα όλο τρυ­φε­ρό­τη­τα, χάρη και ρυθ­μό, που “ανα­βί­ω­σε” θαυ­μα­στά το δημο­τι­κό τρα­γού­δι. Ομως, η πρώ­ι­μα ριζο­σπα­στι­κή και αργό­τε­ρα μεγα­λειώ­δης, πολύ­πλευ­ρη, στρα­τευ­μέ­νη για την πρό­ο­δο του λαού, πνευ­μα­τι­κή δημιουρ­γία του“προοιωνίζεται”, το 1904, το δίπρα­κτο δρά­μα του “Μπρο­στά στους ανθρώ­πους”,το οποίο ανε­βά­ζει η “Νέα Σκη­νή” του επί­σης πρω­το­πό­ρου, ριζο­σπά­στη σκη­νο­θέ­τη και συγ­γρα­φέα Κων­στα­ντί­νου Χρη­στο­μά­νου.Το δρά­μα αυτό, που δυστυ­χώς χάθη­κε, υμνή­θη­κε, μετα­ξύ άλλων, από τον “πατριάρ­χη” του θεά­τρου, τον Γρη­γό­ριο Ξενό­που­λο.

Επιθεώρηση Τέχνης

Στην πρώ­τη δεκα­ε­τία του αιώ­να μας ο Αυγέ­ρης δημο­σιεύ­ει ποι­ή­μα­τα και άλλα κεί­με­νά του στα περιο­δι­κά “Ακρί­τας” και “Πανα­θή­ναια”.Στα 1907 αρχί­ζει η συνερ­γα­σία του με το περί­φη­μο περιο­δι­κό “Ηγη­σώς”,“ψυχή” του οποί­ου υπήρ­ξε όλος ο τότε “ανθός” των Γραμ­μά­των: Γρυ­πά­ρης, Βάρ­να­λης, Καρ­βού­νης, Λαπα­θιώ­της, Κου­μα­ρια­νός, Γιώρ­γος και Φώτος Πολί­της, Φιλύ­ρας κ.ά.

Ο Μ. Αυγέ­ρης, σ’ όλη τη ζωή του, συνερ­γά­στη­κε με πλή­θος σπου­δαί­ων λογο­τε­χνι­κών περιο­δι­κών, μετα­ξύ των οποί­ων τα “Νεο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα”,τα ΕΑΜι­κά “Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα”,η “Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης” κ.ά., αλλά και με εφη­με­ρί­δες, μετα­ξύ των οποί­ων ο παρά­νο­μος κατο­χι­κός “Ριζο­σπά­στης”,ο νόμι­μος μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση “Ρίζος της Δευ­τέ­ρας” και αργό­τε­ρα η “Αυγή”.

Ο θεωρητικός της λογοτεχνίας

Από τα 1910 αρχί­ζει να ερευ­νά, να μελε­τά και να θέτει συστη­μα­τι­κά κοι­νω­νι­κά κρι­τή­ρια για το ρόλο της λογο­τε­χνί­ας, αλλά και της κρι­τι­κής της, γρά­φο­ντας δια­χρο­νι­κής αξί­ας θεω­ρη­τι­κά έργα γύρω από την ξένη και την ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία. Ταυ­τό­χρο­να, μετα­φρά­ζει Αρι­στο­φά­νη, Σοφο­κλή, Ευρι­πί­δη, Γκαί­τε, Ιψεν, Λάτσκο, Ουγκώ, Μαί­τερ­λιγκ. Συνα­να­στρε­φό­με­νος, από την πρώ­τη δεκα­ε­τία του αιώ­να μας, τους πρω­το­πό­ρους σοσια­λι­στές δια­νο­ού­με­νους στο φιλο­λο­γι­κό καφε­νε­δά­κι της “Δεξα­με­νής”, όπου γνω­ρί­ζε­ται και με την Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη (με την οποία παντρεύ­τη­κε μετά το δια­ζύ­γιό της με τον Νίκο Καζαν­τζά­κη,με κου­μπά­ρα την αδελ­φή της Γαλά­τειας, την Ελλη Αλε­ξί­ου) συνε­παίρ­νε­ται ολο­κλη­ρω­τι­κά με την Οκτω­βρια­νή Επανάσταση.

Μετά τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή υπη­ρε­τεί στο υπουρ­γείο Παι­δεί­ας ως επό­πτης των εκδό­σε­ων των σχο­λι­κών βιβλί­ων και ο μέγι­στος “δάσκα­λος” του λαού μας Δημή­τρης Γλη­νός τού ανα­θέ­τει την επι­μέ­λεια των πρώ­των διδα­κτι­κών βιβλί­ων της δημο­τι­κής γλώσ­σας.

Αυτή τη δεκα­ε­τία μεγε­θύ­νε­ται παράλ­λη­λα και το ιατρι­κό του κύρος, με σπου­δές Υγιει­νής της Εργα­σί­ας στο Παρί­σι, εξ ου και διο­ρί­ζε­ται Επι­θε­ω­ρη­τής Υγιει­νής της Εργα­σί­ας στο υπουρ­γείο Εργα­σί­ας (1926–1947). Με μελέ­τες στη Γερ­μα­νία για το θεσμό της Κοι­νω­νι­κής Ασφά­λι­σης, εξ ου και η ειση­γη­τι­κή συμ­με­το­χή του στις προ­πα­ρα­σκευα­στι­κές εργα­σί­ες του υπουρ­γείο Εργα­σί­ας για τη θεσμο­θέ­τη­ση της Κοι­νω­νι­κής Ασφά­λι­σης. Με το εκτε­νές βιβλίο του “Η Κοι­νω­νι­κή Ασφά­λι­σις και η Δημό­σια Υγεία”,το οποίο επί­σης συνέ­βα­λε τα μέγι­στα στη θεμε­λί­ω­ση του θεσμού στην Ελλά­δα. Με την πολυ­ε­τή ιδιό­τη­τα του μονί­μου συνέ­δρου του Τμή­μα­τος Εργα­σί­ας της “Κοι­νω­νί­ας των Εθνών”.

Και μόνο η παρά­θε­ση των τίτλων του τερά­στιου — και σε όγκο — ποι­η­τι­κού, θεω­ρη­τι­κού — αισθη­τι­κού, πεζο­γρα­φι­κού έργου του θα απαι­τού­σε αρκε­τές σελί­δες. Πολ­λές σελί­δες θα απαι­τού­σαν και η ιδρυ­τι­κή συμ­βο­λή του στην Εται­ρεία Ελλή­νων Λογο­τε­χνών,η αγω­νι­στι­κή και πολύ­τρο­πη πνευ­μα­τι­κή δρά­ση του, η ζωή του μέσα στη συγ­γρα­φι­κή οικο­γέ­νεια των Αλε­ξί­ου και με τη γυναί­κα του,Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη, (την πρω­το­κό­ρη του Στυ­λια­νού Αλε­ξί­ου) που πέθα­νε το 1962, βυθί­ζο­ντας σε μέγα πέν­θος τον Αυγέ­ρη. Ευτυ­χώς δίπλα του, μέχρι τη στερ­νή του ώρα, στά­θη­κε στορ­γι­κή σε όλα του τα βάσα­να, η Ελλη Αλε­ξί­ου.

Διδαχή το ήθος του

Ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης “ζυμω­μέ­νος” θεω­ρη­τι­κά από πολύ νωρίς με τις μαρ­ξι­στι­κές ιδέ­ες, “γιγά­ντω­σε” τη μαρ­ξι­στι­κή του συνεί­δη­ση με τη στρα­το­λό­γη­σή του — από τον Κώστα Καρα­γιώρ­γη — πρώ­τα στο ΕΑΜ, του οποί­ου δια­τέ­λε­σε Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας μετά την “έξο­δο” του Νίκου Καρ­βού­νη στο Βου­νό, και μετά στο ΚΚΕ. Στο ΚΚΕ εντά­χθη­κε το 1944 (σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρία της Ελλης Αλε­ξί­ου), στο οποίο παρέ­μει­νε πιστός μέχρι το θάνα­τό του.

Υπο­δειγ­μα­τι­κά σεμνός αυτός ο μέγας δια­νο­ού­με­νος, μας διδά­σκει με τις παρα­κά­τω αυτο­βιο­γρα­φι­κές — και αυτο­κρι­τι­κές — του μνήμες:

“Κάτω από την τερά­στια εντύ­πω­ση της μεγά­λης Ρωσι­κής Επα­νά­στα­σης από τη μια μεριά κι ύστε­ρα κάτω από τις συνέ­πειες της μικρα­σια­τι­κής κατα­στρο­φής πολ­λοί δια­νο­ού­με­νοι — κι εγώ μαζί τους — ένιω­σαν βαθιά πως οι εθνι­κοί σοβι­νι­σμοί και το κατα­χτη­τι­κό πνεύ­μα με τους πολέ­μους ήταν ολέ­θρια για τον πολι­τι­σμό, για τις ανθρώ­πι­νες αξί­ες και ιδιαί­τε­ρα για τους μικρούς λαούς, όπως η Ελλά­δα, που μπο­ρού­σαν να γίνουν βορά των ισχυ­ρών και να εξα­φα­νι­στούν σαν ελεύ­θε­ροι λαοί. Και μόνο αν στε­ρέ­ω­νε ο σοσια­λι­σμός, που ήταν κατά των πολέ­μων και του κατα­κτη­τι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, θα μπο­ρού­σαν όλοι να ζήσουν ήσυ­χα και δημιουρ­γι­κά. Με το εργα­τι­κό ελλη­νι­κό κίνη­μα και το σοσια­λι­σμό άλλα­ξε και στον τόπο μας η κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή ατμό­σφαι­ρα. Θεω­ρη­τι­κά είχα από τότε προ­σχω­ρή­σει στο μαρ­ξι­σμό και μ’ αχόρ­τα­γη περιέρ­γεια έπε­σα στη μελέ­τη της μαρ­ξι­στι­κής φιλο­σο­φί­ας. Ομως, δεν πήγα πέρα από τον Παπα­να­στά­ση. Αργο­πό­ρη­σα πολύ να βγά­λω από πάνω μου τις ιδε­α­λι­στι­κές επι­δρά­σεις. Μόνο με τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά ένιω­σα πως έπρε­πε να μπω ξανά στη σχο­λή του λαού και να λάβω μέρος στους αγώ­νες του (… ) Δεν υπήρ­χε πια περι­θώ­ριο για καμιά άλλη κοι­νω­νι­κή τοποθέτηση”.

Μπή­κα στις αγω­νι­ζό­με­νες τάξεις του λαού.
Έτσι συντό­νι­σα το βήμα μου με το βήμα της ιστορίας.
Μέσα στις τάξεις του λαού γνώ­ρι­σα την ψυχι­κή του έξαρ­ση και την ηθι­κή του μέθη.
Σ’ αυτόν τον αγώ­να πήρα περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα έδωσα.
Η ζωή μου σαν πνευ­μα­τι­κού ανθρώ­που δικαιώ­θη­κε και από­κτη­σε νόημα.
Βέβαια, εγώ δεν είχα στο ενερ­γη­τι­κό μου κανέ­να πνευ­μα­τι­κό κεφά­λαιο, όμως, θα μπο­ρού­σα να καυ­χη­θώ, όπως ο Αισχύ­λος, πως πολέ­μη­σα στο Μαρα­θώ­να κι είναι αυτό η μόνη μεγά­λη μου αρετή.
Έτσι, θα μπο­ρού­σε και για μένα να γρα­φτεί στον τάφο μουΠήρε μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­σηκαι αυτό θα ‘ταν αρκε­τό για την ευθα­να­σία ενός ανθρώ­που”.

Τη σεμνή, γεμάτη κομμουνιστικό και πατριωτικό ήθος, επιθυμία του εκπλήρωσε η Ελλη Αλεξίου, γράφοντας στο μνήμα του, τη λιτή επιγραφή

“Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση”


πηγή Ριζο­σπά­στης <|


(από τα Άπα­ντα)  Δημο­κρα­τία και  Ελευθερία

Είναι η μεγά­λη συζή­τη­ση της επο­χής μας. Όλα τα σημε­ρι­νά κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα στρέ­φο­νται γύρω από τις έννοιες Δημο­κρα­τία, Ελευ­θε­ρία, Πρό­ο­δο. Πολύ επι­κίν­δυ­νες θεό­τη­τες. Διψούν, πει­νούν, ζητούν όλο και περισ­σό­τε­ρα και δε θα ησυ­χά­σουν αν δεν ικα­νο­ποι­η­θούν. Δεν εννο­ούν την κοι­νω­νι­κή αδι­κία, την κοι­νω­νι­κή ανι­σό­τη­τα, την υπε­ρο­χή των ολί­γων και των οικο­νο­μι­κά και πολι­τι­κά ισχυ­ρών. Δεν εννο­ούν την κοι­νω­νι­κή στασιμότητα.

Από την άπο­ψη αυτή, οι έννοιες αυτές δεν απαλ­λά­χτη­καν ποτέ ολό­τε­λα από τον επα­να­στα­τι­κό χαρα­κτή­ρα τους. Βγαλ­μέ­νες μέσα από τούς προ­αιώ­νιους αγώ­νες των λαών δια­τη­ρούν πάντα τα σημά­δια της επα­να­στα­τι­κής τους κατα­γω­γής.

0ι έννοιες αυτές παρου­σιά­ζο­νται σήμε­ρα τόσο συγ­χυ­σμέ­νες, πού χρη­σι­μο­ποιού­νται ίσια – ίσια σαν τα κυριώ­τε­ρα όπλα για να χτυ­πούν την ίδια τη δημο­κρα­τία, την ελευ­θε­ρία και την πρό­ο­δο. Κι’ αν έχα­σαν ολό­τε­λα τη σημα­σία τους οι λέξεις αυτές, είναι για­τί κρύ­βουν πάντα μέσα τους ένα πνεύ­μα εχθρι­κό κατά των «κυρί­ων», κατά όλων αυτών που υπε­ρέ­χουν σε δύνα­μη, σε πλού­το, σε προ­νό­μια κ’ εξαι­ρέ­σεις, κατά των ολι­γαρ­χιών που θέλουν να κυβερ­νούν σύμ­φω­να με τα δικά τους στε­νά συμφέροντα.[…] 

Δια­τα­ρα­χή, κακο­δαι­μο­νία του κόσμου, πόλε­μος των ανθρώ­πων και ιδε­ών, διωγ­μοί κ’  εξο­ντώ­σεις αντι­φρο­νού­ντων, βία κ’ επι­θε­τι­κό­τη­τα στις σημε­ρι­νές σχέ­σεις των κρα­τών, κύμα βαρ­βα­ρό­τη­τας σκε­πά­ζει την καθη­με­ρι­νή ζωή μας.

Μα τί είναι δημο­κρα­τία κ’ ελευ­θε­ρία; τί είναι πρό­ο­δος;[…]

Δεν υπάρ­χει ίδια ελευ­θε­ρία για όλους χωρίς σχε­τι­κή οικο­νο­μι­κή ισό­τη­τα για όλους, χωρίς κατα­νο­μή των αγα­θών σχε­τι­κά ισό­με­ρη για όλους.

Οι μεγά­λες οικο­νο­μι­κές δια­φο­ρές δημιουρ­γούν μεγά­λες δια­φο­ρές, στις κοι­νω­νι­κές κατα­στά­σεις και στην ελευ­θε­ρία των κοι­νω­νι­κών μελών. Οι οικο­νο­μι­κά αδύ­να­τοι δεν έχουν την ελευ­θε­ρία, ούτε να τρα­φούν, ούτε να ντυ­θούν, ούτε να κινη­θούν σύμ­φω­να με τις ανά­γκες τους. Δεν έχουν την ελευ­θε­ρία να μορ­φώ­σουν τα παι­διά τους όπως θέλουν, να βρουν την περί­θαλ­ψη που χρειά­ζο­νται στην αρρώ­στεια τους, να ’χουν την κατοι­κία που πρέ­πει, να ’χουν ό,τι χρειά­ζο­νται στα γερα­τειά τους, κλπ. Δεν έχουν την ελευ­θε­ρία να ’χουv πάντα δου­λειά κ’ επο­μέ­νως να ’χουv  πάντα ψωμί.[…] 

Όταν δεν υπάρ­χει η ίδια ελευ­θε­ρία για όλους δεν υπάρ­χει ισό­τη­τα. Καμιά ισό­τη­τα, ούτε κοι­νω­νι­κή, ούτε πολι­τι­κή, ούτε οικο­νο­μι­κή κι’ ούτε νομι­κή μπο­ρεί να υπάρ­ξει ανά­με­σα στους οικο­νο­μι­κά και πολι­τι­κά αδύ­να­τους και τούς ισχυρούς.

Κι’ όπου δεν υπάρ­χει ισό­τη­τα, δεν υπάρ­χει και καμιά αδελ­φό­τη­τα. Δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει αδελ­φό­τη­τα ανά­με­σα στον οικο­νο­μι­κά υπό­δου­λο και στον οικο­νο­μι­κά κύριο, ανά­με­σα στον εκμε­ταλ­λευ­τή και στον εκμεταλλευόμενο.

Πρό­ο­δο στις δημο­κρα­τι­κές μορ­φές τής ζωής είναι όταν γίνε­ται πρά­ξη το περιε­χό­με­νο αυτής της δημο­κρα­τί­ας, όταν βασι­λεύ­ει ο δημο­κρα­τι­κός ουμα­νι­σμός ανά­με­σα στα κοι­νω­νι­κά μέλη, η κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη, το υπε­ρα­το­μι­κό πνεύ­μα της κοι­νό­τη­τας, η αγά­πη στον άνθρω­πο κ’ η καλ­λιέρ­γεια της ανθρω­πιάς ανά­με­σα στις σχέ­σεις των ατό­μων και των λαών.[…] 


Ατέχνως click

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο