Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρξιστές και τραγωδία

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Το παρα­κά­τω άρθρο το «αλιεύ­σα­με»  από τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ  (7/8/1977) και περιέ­χει σημα­ντι­κές επι­ση­μάν­σεις για το όλο ζήτη­μα, δηλα­δή το πώς αντι­με­τω­πί­ζει ο  ιστο­ρι­κός υλι­σμός το τρα­γι­κό και ευρύ­τε­ρα ο Μαρ­ξι­σμός την αρχαία  τρα­γω­δία, με πολ­λές ανα­φο­ρές στην πρό­σλη­ψη της τρα­γω­δί­ας από τον Μ. Μπρεχτ, καθώς και ανα­φο­ρές για το σοσια­λι­στι­κό θέα­τρο. Πρό­κει­ται στην ουσία για την ομι­λία που πραγ­μα­το­ποί­η­σε σε Διε­θνές Συνέ­δριο που έγι­νε στην Αθή­να ο γνω­στός μαρ­ξι­στής Θεα­τρο­λό­γος Ερνστ Σουμάχερ *.

« Οι μαρ­ξι­στές δεν αγα­πούν το τρα­γι­κό και σαν παρά­γω­γο αυτού την τρα­γω­δία στα βαθ­μό που δημιουρ­γεί την εντύ­πω­ση ότι η απο­τυ­χία του ανθρώ­που είναι μία αιώ­νια κατη­γο­ρία της ύπαρξης.

Δεν πιστεύ­ουν ότι το τρα­γι­κό ήρθε στον κόσμο μαζί με τον άνθρω­πο και ο άνθρω­πος θα μπο­ρέ­σει ν’ απαλ­λά­ξει τον κόσμο απ’ αυτό. Έτσι θεω­ρούν το τρα­γι­κό σαν μία ιστο­ρι­κή κατη­γο­ρία και όχι συνυ­φα­σμέ­νο με την ανθρώ­πι­νη φύση.

Το τρα­γι­κό σύμ­φω­να με τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό ‚απορ­ρέ­ει από την λίγο ανε­πτυγ­μέ­νη ή καθυ­στε­ρη­μέ­νη κατά­στα­ση της κοι­νω­νι­κής ύπαρ­ξης. Η «τρα­γι­κή ματαιό­τη­τα» είναι η ανε­παρ­κής γνώ­ση των ανθρώ­πων πάνω στις σχέ­σεις που συνά­πτουν ανα­γκα­στι­κά με τη φύση και μετα­ξύ τους. Η ΑΝΑΓΚΗ  της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας είναι η ακα­τα­νό­η­τη  από τον άνθρω­πο ανα­γκαιό­τη­τα στις σχέ­σεις με τους ίσους του και τη φύση.  Η τρα­γω­δία παρου­σιά­ζε­ται λοι­πόν σαν μία αλλο­τρί­ω­ση μη απο­φα­σι­στι­κή. Μέσα από την τρα­γω­δία ο άνθρω­πος για πρώ­τη φορά και με πλή­ρη συναί­σθη­ση της αιτιό­τη­τας εισ­δύ­ει σο «Βασί­λειο της ανα­γκαιό­τη­τας». Η θυσία  και τα σφά­για μόνο του επέ­τρε­παν να περά­σει στο «Βασί­λειο της ελευθερίας».Αυτή είναι η τιμή της «αυτο­δη­μιουρ­γί­ας του ανθρώπου».Η δρά­ση είναι τόσο υπε­ράν­θρω­πη που, στην κλασ­σι­κή τρα­γω­δία, παρα­χω­ρεί­ται μόνο  στους ήρω­ες, στους ημί­θε­ους .Ο Προ­μη­θέ­ας είναι η υπέ­ρο­χη προ­σω­πο­ποί­η­ση αυτού του υπε­ράν­θρω­που κατορθώματος.

Αυτός όμως ο προσ­διο­ρι­σμός της τρα­γω­δί­ας είναι ταυ­τό­χρο­να και η πρώ­τη πρά­ξη του ξεπε­ρά­σμα­τος της. Οι αλυ­σί­δες του Προ­μη­θέα συμ­βο­λί­ζουν  την υπο­τα­γή του ανθρώ­που στη φύση, την οποία δεν έχει ακό­μα δαμά­σει και στους νόμους της ανθρώ­πι­νης συνύ­παρ­ξης. Από το αλυ­σο­δέ­σι­μο προη­γή­θη­κε όμως μια ενέρ­γεια, έκλε­ψε τη φωτιά  από τους θεούς κι αυτή η ενέρ­γεια είναι πια ανα­πό­τρε­πτη. Συμ­βο­λί­ζει  τη δύνα­μη του ανθρώ­που να αυτο­πραγ­μα­τω­θεί μέσα στην ιστο­ρία. Σ’ αυτό το  στά­διο της ανά­πτυ­ξης  η απο­τυ­χία του ήρωα είναι ανα­πό­φευ­κτη, αλλά από το γεγο­νός αυτό είναι ιστο­ρι­κά τελειω­μέ­νη, όχι αιώ­νια. Η «τρα­γι­κή ενέρ­γεια» είναι ταυ­τό­χρο­να η «ενέρ­γεια που δημιουρ­γεί την ευτυχία».Το κλει­δί της κατα­νό­η­σης αυτής της δια­λε­κτι­κής βρί­σκε­ται στη θέση του Μάρξ που λέει ότι οι  άνθρω­ποι δεν ανα­λα­βαί­νουν ούτε μπο­ρούν ν’ ανα­λά­βουν στό­χους άλλους από αυτούς που είναι ικα­νοί να εκπληρώσουν.

Οι θεω­ρη­τι­κοί της τρα­γω­δί­ας από τον Αρι­στο­τέ­λη ως τον Χέγκελ ομό­φω­να προσ­διο­ρί­ζουν ένα μόνο στοι­χείο τρα­γι­κής βάσης, δηλα­δή  ένα άτο­μο ή μια κοι­νό­τη­τα ανθρώ­πων που με τις πρά­ξεις και τις κινή­σεις τους, δεί­χνουν ότι σκέ­πτο­νται να κάνουν καλό, αλλά που επι­μέ­νο­ντας σ’ αυτό ξεπερ­νούν τον εαυ­τό τους στην κυριο­λε­ξία. Παρ’ όλα αυτά από την άπο­ψη του ιστο­ρι­κού υλι­σμού θα ανα­ζη­τή­σου­με την τρα­γι­κή βάση περισ­σό­τε­ρο στον ήρωα ή τους ήρω­ες που, ενερ­γώ­ντας έχουν την πρό­θε­ση να επι­βά­λουν ένα νέο τρό­πο ανθρώ­πι­νης συνύ­παρ­ξης αλλά που παρα­γνω­ρί­ζο­ντας τις δυνα­τό­τη­τες, ενερ­γούν πολύ νωρίς ή ωθού­νται να το κάνουν χωρίς να έχουν τις επαρ­κείς δυνά­μεις γι’ αυτό ούτε να βοη­θιού­νται από τις δυνά­μεις που ιστο­ρι­κά, καλού­νται να επε­νερ­γή­σουν στην επό­με­νη φάση της αυτο­α­πε­λευ­θέ­ρω­σης. Μ’  αυτή τη λογι­κή οι Μαρξ και Ενγκελς αρχί­ζο­ντας τη συζή­τη­ση με τον Φερ­τι­νάν φον Λασάλ για τηνι­στο­ρι­κή τρα­γω­δία του «Φρανς φον Ζίκιγκεν»,το 1859 θα προ­τι­μού­σαν να είχε κάνει ήρωα ο Λασάλ,στην τρα­γω­δία του, τον Τόμας Μουν­στερ, επα­να­στά­τη που έφτα­σε πολύ νωρίς στη θέση του ιππό­τη  Ζίκιν­γκεν, που έφτα­σε πολύ αργά.

Αλλά η τρα­γω­δία του επα­να­στά­τη που ήρθε πολύ νωρίς και που έχει τον Προ­μη­θέα σαναρ­χέ­τυ­πο, είναι στο βάθος μια πρά­ξη «απο­τρα­γω­ποί­η­σης» της ιστο­ρί­ας. Η «αισιό­δο­ξη τρα­γω­δία» που γρά­φτη­κε από τον Βισ­νέφ­σκι το  1932 και «ανέ­βη­κε» στη Μόσχα το 1933 παίρ­νει μια γενι­κευ­μέ­νη αξία η θυσία των ναυ­τών ‚ο θάνα­τος της επι­θε­ω­ρή­τριας, είναι στη δοσμέ­νη επο­χή ανα­πό­φευ­κτα αλλά επι­τρέ­πουν την οικο­δό­μη­ση μιας κοι­νω­νί­ας που δεν θα γνω­ρί­σει πια πολέ­μους αμυ­ντι­κούς ή επι­θε­τι­κούς και όπου η θυσία της ζωής, ατο­μι­κά ή συλ­λο­γι­κά δεν είναι πια ανα­γκαία. Πέφτο­ντας στη μάχη η επι­θε­ω­ρή­τρια μετα­μόρ­φω­σε άρι­στα  το αρχέ­τυ­πο του ανθρώ­που που απο­τυ­χαί­νει, σε πρό­τυ­πο του ανθρώ­που που θριαμ­βεύ­ει. Η κατάρ­γη­ση των τάξε­ων που πραγ­μα­το­ποιεί­ται με την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, με τη χει­ρα­γώ­γη­ση των δυνά­με­ων της  φύσης και τη δημιουρ­γία μιας κοι­νω­νί­ας ελεύ­θε­ρης, δηλα­δή η εγκα­θί­δρυ­ση του κομ­μου­νι­σμού θα κάνει να εξα­φα­νι­στούν ορι­στι­κά οι μοι­ραί­ες απο­τυ­χί­ες, οι  κατα­στρο­φι­κές περι­πέ­τειες που πλήτ­τουν το άτο­μο όπως και τα σύνο­λα είτε πρό­κει­ται για τάξεις, είτε για λαούς. Η «εξαν­θρώ­πι­ση του ανθρώ­που» που διε­νερ­γεί­ται μέσα στην πάλη των τάξε­ων ‚αφαι­ρεί τον τίτλο της αιω­νιό­τη­τας ‚από την «τρα­γι­κή ιδέα» του Λασάλ. Μιλώ­ντας ιστο­ρι­κά ο άνθρω­πος είναι πολύ κοντά στην ώρα όπου ο τρα­γι­κός ήρω­ας της κλασ­σι­κής έκφρα­σης δεν θα έχει πια λόγο  ύπαρ­ξης. Ήδη από σήμε­ρα, ένας αντι­πρό­σω­πος του παλιού καθε­στώ­τος- ο  καπι­τα­λι­σμός που ξοφλά­ει- δεν γνω­ρί­ζει πια  τρα­γι­κή ερμη­νεία πάνω στη σκη­νή. Δεν εμφα­νί­ζε­ται ‚παρά σαν κωμι­κό ή γκρο­τέ­σκο πρό­σω­πο: ακό­μα κι αν θεω­ρεί τον εαυ­τό του πάντα ανα­ντι­κα­τά­στα­το, δεν απο­τε­λεί πια τρα­γι­κή φυσιο­γνω­μία. Δεν υπάρ­χει πια ούτε η επι­θε­ω­ρή­τρια που θυσιά­ζε­ται για­τί η αντι­κα­τά­στα­ση του παλιού από το νέο – δια­δι­κα­σία που χαρα­κτη­ρί­ζει την κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία – θα μπο­ρεί να γίνε­ται χωρίς θύμα­τα ούτε ανθρώ­πι­νες θυσί­ες. Το σύμ­βο­λο της σπεί­ρας θα πάρει τη θέση του  συμ­βό­λου του τρα­γι­κού τροχού…

Σύμ­φω­να με τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό η λει­τουρ­γία της τρα­γω­δί­ας δεν μπο­ρεί καθό­λου να περιο­ρί­ζε­ται στη λει­τουρ­γία της κάθαρ­σης, όπως ο Αρι­στο­τέ­λης έκρι­νε χρή­σι­μο για την ελλη­νι­κή δου­λο­φρο­σύ­νη να προ­κα­λεί τον οίκτο   και το  φόβο για τον εξα­γνι­σμό  από αυτές ή εκεί­νες τις συγκι­νή­σεις. Η δια­λε­κτι­κή υπέρ­βα­ση περιέ­χε­ται σ’ αυτή τη σκέ­ψη του Μπρεχτ: «Για τους αρχαί­ους ο σκο­πός της τρα­γω­δί­ας ήταν να προ­κα­λέ­σει τον τρό­μο και τον οίκτο. Θα εξα­κο­λου­θού­σε να είναι ένας καλός σκο­πός μόνο αν με τον τρό­μο εννο­ού­σε τον τρό­μο των ανθρώ­πων και με τον οίκτο, τον οίκτο για τους ανθρώ­πους και ότι το  σοβα­ρό θέα­τρο βοη­θά­ει να καταρ­γη­θούν οι κατα­στά­σεις ανά­με­σα στους ανθρώ­πους που χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από τον αμοι­βαίο τρό­μο και τον οίκτο που έχουν ο ένας για τον άλλο».

Η μέθο­δος αφο­μοί­ω­σης για το σοσια­λι­στι­κό θέα­τρο, ανθρω­πι­στι­κό με την πλα­τιά έννοια, δίνει την προ­τε­ραιό­τη­τα στις κλασ­σι­κές τρα­γω­δί­ες που παρου­σιά­ζουν τον ήρωα ακό­μα κι όταν απο­τυ­χαί­νει, έτοι­μο να δρά­σει, να ενερ­γή­σει, δηλα­δή την αυτο­α­πε­λευ­θέ­ρω­ση, την αυτο­πραγ­μά­τω­ση. Είναι λογι­κό που η Αντι­γό­νη γίνε­ται αρχέ­τυ­πο του δημιουρ­γού νόμων και ηθών πιο ανθρώ­πι­νων,  η Ιφι­γέ­νεια την ακο­λου­θεί. Είναι εξί­σου λογι­κό ότι το φεμι­νι­στι­κό κίνη­μα πετύ­χαι­νε πρό­σφα­τα να ανε­βά­σει στη σκη­νή τα φυσιο­γνω­μία της Μήδειας, χωρίς όμως να κατορ­θώ­σει να βγά­λει απ’ αυτή τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από μιά αυτο­ε­πι­βε­βαί­ω­ση της αναρ­χι­κής ‚βίαι­ης αυτο­α­πε­λευ­θέ­ρω­σης. Απ όλους τους μύθους ‚πάντως, που έχουν γίνει θεα­τρι­κά έργα, ο μύθος του Προ­μη­θέα απο­τε­λεί την πιο δυνα­τή έκφρα­ση της ορμη­τι­κό­τη­τας που χαρα­κτη­ρί­ζει τη θέλη­ση του ανθρώ­που να απε­λευ­θε­ρω­θεί απ’ όλες τις μετα­φυ­σι­κές θεω­ρί­ες και την κυριαρ­χία του ανθρώ­που πάνω στον άνθρωπο.

Στην αφο­μοί­ω­ση της πλειο­ψη­φί­ας των τρα­γι­κών μύθων, θα κατα­φεύ­γου­με παρό­λα αυτά στην ίδια δια­δι­κα­σία με τους Έλλη­νες κλασ­σι­κούς ‚τον Αισχύ­λο, το Σοφο­κλή και τον Ευριππίδη,να τους δόσου­με μια νέα ερμη­νεία, να «ανα­κυ­κλώ­σου­με» την πνευ­μα­τι­κή τους κατεύ­θυν­ση, να δημιουρ­γή­σου­με και­νούρ­για «παρα­δείγ­μα­τα» ξεκι­νώ­ντας από τα «αρχέ­τυ­πα». Είναι η μέθο­δος της «προ­σαρ­μο­γής» που στη Γερ­μα­νι­κή Λαο­κρα­τι­κή Γερ­μα­νία εφαρ­μό­στη­κε με επι­τυ­χία μάλι­στα από τους δρα­μα­τουρ­γούς Χάι­νερ Μύλ­λερ και Πέτρε Χανκς. Μ’αυτή την έννοια οι μύθοι δεν είναι πια ιεροί από την κοι­νω­νι­κή τους χρη­σι­μό­τη­τα για την κατα­νό­η­ση των συγ­χρό­νων μας. Υπήρ­χε βέβαια το πρό­βλη­μα της «ακρί­βειας» της παρα­δειγ­μα­τι­κής ερμη­νεί­ας για­τί τα κλασ­σι­κά πρό­σω­πα έχουν στο μέγι­στο βαθ­μό την αφαί­ρε­ση, την τυπο­ποί­η­ση, την «αντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα» που τα δια­χω­ρί­ζουν από τους συγχρόνους.

Το γεγο­νός ότι οι παλιοί μύθοι μπο­ρούν να απο­κτή­σουν ειδι­κή επι­και­ρό­τη­τα εφαρ­μό­ζο­ντας την απλή δια­δι­κα­σία του προ­λό­γου και του επι­λό­γου, απο­δεί­χτη­κε από το Μπρεχτ με τον πρό­λο­γό του στην Αντι­γό­νη , όπου η συμπε­ρι­φο­ρά της Αντι­γό­νης και της Ισμή­νης απέ­να­ντι στον σκο­τω­μέ­νο αδελ­φό τους τοπο­θε­τεί­ται χρο­νι­κά στις τελευ­ταί­ες μέρες της μάχης του Βερο­λί­νου το 1945.Αποφασιστικότερη σημα­σία είχε το ότι ο Μπρεχτ στο  κεί­με­νο του, παρου­σιά­ζει τον πόλε­μο του Κρέ­ο­ντα ως πόλε­μο επι­θε­τι­κό, βίαιη ενέρ­γεια, ανα­πό­φευ­κτη συνέ­πεια ενός αντι­δρα­στι­κού καθε­στώ­τος σε κρί­ση και η Αντι­γό­νη σπρωγ­μέ­νη από τη πιο βαθιά ανθρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια ‚δεν διστά­ζει ‚αντι­στε­κό­με­νη ανοι­χτά ‚να απο­τρέ­ψει το λαό της, από τον κίν­δυ­νο να ηττη­θεί σ’ έναν  πόλε­μο επιθετικό.

«Δεν απαι­τού­με αρκε­τά αν δεν ζητά­με από το θέα­τρο παρά γνώ­σεις, έννοιες, απο­κα­λυ­πτι­κές εικό­νες της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Το θέα­τρο μας πρέ­πει να προ­κα­λεί την επι­θυ­μία της γνώ­σης, να οργα­νώ­νει την ευχα­ρί­στη­ση των αλλα­γών της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Οι θεα­τές μας δεν πρέ­πει μόνο να ακούν την πρά­ξη της απε­λευ­θέ­ρω­σης του δεσμώ­τη Προ­μη­θέα αλλά πρέ­πει εξί­σου να παρα­σύ­ρο­νται στην επι­θυ­μία να τον απε­λευ­θε­ρώ­σουν.    Όλες τις επι­θυ­μί­ες και τις ικα­νο­ποι­ή­σεις των εφευ­ρε­τών και εξε­ρευ­νη­τών ‚τους θριάμ­βους των απε­λευ­θε­ρω­τών, το θέα­τρο μας πρέ­πει να τις διδάσκει».

Αυτή τη λει­τουρ­γία του σύγ­χρο­νου σοσια­λι­στι­κού θεά­τρου καθο­ρί­ζει ο Μπρεχτ στην «Πολι­τι­κή πάνω στη σκηνή».

Τέτοιες ικα­νο­ποι­ή­σεις , επι­θυ­μί­ες, θριάμ­βους ‚ακό­μα και «αισιό­δο­ξες τρα­γω­δί­ες» δεν μπο­ρούν να τις προ­κα­λέ­σουν παρά δύσκο­λα, χωρίς να μιλά­με για τις άλλες, όπου η απο­τυ­χία του ανθρώ­που παρου­σιά­ζε­ται σαν μοι­ραία, ανα­πό­φευ­κτη, αιώ­νια. Αυτά τα αισθή­μα­τα προ­κα­λεί περισ­σό­τε­ρο η κωμω­δία. Οι ήρω­ές της είναι οι άνθρω­ποι ταπει­νής κατα­γω­γής, οι «κοι­νοί θνη­τοί» ‚οι μάζες που σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση απο­φα­σί­ζουν για την πορεία της ιστορίας…

Ασφα­λώς η κωμω­δία δεν είναι ο μόνος δρό­μος που δεί­χνει τον κόσμο ‚την ιστο­ρία, την ανθρώ­πι­νη δρά­ση. Εξί­σου όμως γεγο­νός είναι ότι οι μαρ­ξι­στές δεν αγα­πούν το τρα­γι­κό και την τρα­γω­δία. Τη θεω­ρούν σαν έκφρα­ση του μάταιου, που προ­ε­τοι­μά­ζουν μόνοι τους οι άνθρω­ποι όσο ζουν σε μια κατά­στα­ση απο­ξέ­νω­σης. Δεν πιστεύ­ου­με στην ανα­γκαιό­τη­τα της. Και οι μαρ­ξι­στές το απο­δεί­χνουν αυτό μετα­σχη­μα­τί­ζο­ντας πραγ­μα­τι­κό  την κοι­νω­νία. εσείς είστε λένε στους ανθρώ­πους ‚που ετοι­μά­ζε­ται μόνοι σας το μέλ­λον σας. Είστε ο Προ­μη­θέ­ας, δημιουρ­γός της ίδιας της απελευθέρωσης.»

 

* Ο Ερνστ Σου­μά­χερ (1921–2012) γεν­νή­θη­κε στη Βαυα­ρία. Υπήρ­ξε καθη­γη­τής της Θεα­τρο­λο­γί­ας  στο πανε­πι­στή­μιο Χού­μπολτ (Βερο­λί­νο) της Γερ­μα­νι­κής Λαο­κρα­τι­κής Δημο­κρα­τί­ας. Ήταν ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους μαρ­ξι­στής μελε­τη­τής του Μπρεχτ. Υπήρ­ξε μέλος του Διε­θνούς Ινστι­τού­του Θεά­τρου της ΓΛΔ. Έγρα­ψε πέρα από πολυά­ριθ­μες μελέ­τες και δοκί­μια, μια σει­ρά από αφη­γή­μα­τα, ποι­ή­μα­τα και θεα­τρι­κά έργα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο