Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρτσέλο Μαστρογιάνι: Τα είχε όλα

Τα είχε όλα! Ήταν ένας από τους πιο γοη­τευ­τι­κούς άνδρες, ο ορι­σμός του ιδα­νι­κού λατί­νου ερα­στή, που δεν χρεια­ζό­ταν να κάνει τίπο­τα για να σκλα­βώ­σει από ερω­τι­κό πάθος μια καρ­διά, πέρα από μία ματιά, πάνω από μία εφη­με­ρί­δα ή ένα φλι­τζά­νι καφέ. Και συνά­μα μοντέ­λο καλαι­σθη­σί­ας, αλλά και περι­φρό­νη­σης της ματαιο­δο­ξί­ας, παρό­τι ένας εκ των κορυ­φαί­ων Ευρω­παί­ων ηθο­ποιών, που τα κατά­φε­ρε με το πηγαίο υπο­κρι­τι­κό του ταλέ­ντο. Έγι­νε είδω­λο, μέτρο σύγκρι­σης και φυσι­κά επη­ρέ­α­σε όσο λίγοι τον όρο “ζεν πρε­μιέ”, κατα­φέρ­νο­ντας να τον κάνει κομ­μά­τια και να τον ανα­συν­θέ­σει με τον δικό του ξεχω­ρι­στό ευφυή τρό­πο. Ο αθε­ό­φο­βος, μπή­κε στην αρέ­να, έπαι­ξε μόνος του απέ­να­ντι στο θηρίο του Χόλι­γουντ και το έκα­νε να ψάχνει έστω και απο­μι­μή­σεις του. Και όσο το Χόλι­γουντ έβρι­σκε απο­μι­μή­σεις, αυτός υπο­νό­μευε το είδω­λο του λατί­νου ερα­στή, όπως στο “Μπελ Αντό­νιο” και έβγαι­νε ακό­μη πιο δυνα­τός, ακό­μη πιο ελκυστικός…

Ναι, δεν θα μπο­ρού­σε να είναι άλλος από τον αξέ­χα­στο Μαρ­τσέ­λο Μαστρο­γιά­νι, που χάσα­με πριν 25 χρό­νια (19 Δεκεμ­βρί­ου 1996), τον τερά­στιο ηθο­ποιό, που έπαι­ξε πραγ­μα­τι­κά τα πάντα, εκτός από γου­έ­στερν, συνερ­γά­στη­κε με όλα τα θηρία της σκη­νο­θε­σί­ας στην Ιτα­λία και την Ευρώ­πη, γυρί­ζο­ντας περί­που 150 ται­νί­ες, ένα ρεκόρ για πρω­τα­γω­νι­στή του δικού του μεγέ­θους. Ήταν, όμως, για πολ­λούς και το άλτερ έγκο του Φεντε­ρί­κο Φελί­νι, που του προ­σέ­φε­ρε εμβλη­μα­τι­κούς ρόλους στη μεγά­λη οθό­νη, αλλά και ο ηθο­ποιός που μπο­ρού­σε να προ­σαρ­μο­στεί σε οποιεσ­δή­πο­τε απαι­τή­σεις, συν­θή­κες και ιδιο­μορ­φί­ες ρόλων, που σε συν­δυα­σμό με το δικό του έμφυ­το ταλέ­ντο, έβα­λε τη δική του σφρα­γί­δα στον κινηματογράφο.

Από το ναζιστικό στρατόπεδο στο σανίδι

Όλα ξεκί­νη­σαν λίγο έξω από τη Ρώμη, στο χωριό Φοντά­να Λίρι, στις 28 Σεπτεμ­βρί­ου του 1924, όταν η Ίντα και ο Οτό­νε Μαστρο­γιά­νι, ξυλουρ­γός στο επάγ­γελ­μα, απέ­κτη­σαν το πρώ­το παι­δί τους, τον Μαρ­τσέ­λο Βιν­τσέν­τσο Ντο­μέ­νι­κο, που είχε θείο τον γνω­στό γλύ­πτη Ουμπέρ­το Μαστρο­γιάν­νι. Τα μαύ­ρα εκεί­να χρό­νια με τον Μου­σο­λί­νι να σέρ­νει την Ιτα­λία στον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, ο Μαστρο­γιά­νι, θα τα βρει δύσκο­λα και θα συλ­λη­φθεί από τους ναζί, ως κρα­τού­με­νος σε ένα γερ­μα­νι­κό στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης, όταν η Ιτα­λία προ­σχώ­ρη­σε στις συμ­μα­χι­κές δυνά­μεις. Θα δρα­πε­τεύ­σει και θα κρυ­φτεί στη Βενε­τία. Μετά τον Πόλε­μο, θα γρα­φτεί στο Πανε­πι­στή­μιο της Ρώμης, ξεκι­νώ­ντας παράλ­λη­λα να παί­ζει ερα­σι­τε­χνι­κά στο θέα­τρο, ενώ το 1948 θα μπει για τα καλά στο χώρο του θεά­μα­τος, παί­ζο­ντας σε επαγ­γελ­μα­τι­κούς θιάσους.

Πρωταγωνιστής

Ο Μαστρο­γιά­νι, που το 1948 πρω­τα­γω­νί­στη­σε στο θέα­τρο, δίπλα, μάλι­στα, στη σύζυ­γο του Φελί­νι, Τζου­λιέ­τα Μαζί­να, στο έργο “Αντζέ­λι­κα”, θα εμφα­νι­στεί για πρώ­τη φορά ως ηθο­ποιός στο σινε­μά στην ται­νία του Ρικάρ­ντο Φρέ­ντα “Οι Άθλιοι”, ενώ στη συνέ­χεια θα του δοθούν αρκε­τοί μικροί ρόλοι σε αρκε­τές ται­νί­ες μέχρι το 1956. Για­τί εκεί­νο το διά­στη­μα τον ανα­κα­λύ­πτει ένας βοη­θός του Λου­κί­νο Βισκό­ντι, ο οποί­ος θα του δώσει τη μεγά­λη του ευκαι­ρία να πρω­τα­γω­νι­στή­σει στις “Λευ­κές Νύχτες”, ένα έργο βασι­σμέ­νο στο ομώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκι, έχο­ντας δίπλα του την Μαρία Σελ και τον φημι­σμέ­νο γόη Ζαν Μαρέ.

Κλέψας του Κλέψαντος

Αμέ­σως καθιε­ρώ­νε­ται ως αδιαμ­φι­σβή­τη­τος πρω­τα­γω­νι­στής και τον επό­με­νο χρό­νο θα έρθει και η τερά­στια επι­τυ­χία, η αθά­να­τη κλα­σι­κή κωμω­δία του Μάριο Μονι­τσέ­λι “Ο Κλέ­ψας, του Κλέ­ψα­ντος”, εντασ­σό­με­νος σε μία αθά­να­τη “συμ­μο­ρία” κωμι­κών, κερ­δί­ζο­ντας το στοί­χη­μα της απαι­τη­τι­κής κωμω­δί­ας. Για οποιον­δή­πο­τε ηθο­ποιό θα ήταν κατόρ­θω­μα, καθώς είχε να συνα­γω­νι­στεί ιερά τέρα­τα όπως ο Τοτό, ο Βιτό­ριο Γκά­σμαν, ο Ρενά­το Σαλ­βα­τό­ρι, αλλά και τους όχι τόσο γνω­στούς, αλλά αξιο­θαύ­μα­στους καρα­τε­ρί­στες όπως οι Μέμο Καρο­τε­νού­το, Κάρ­λο Πισα­κά­νε και Τιμπέ­ριο Μούρτζα.

Γλυκιά Ζωή

Η δεκα­ε­τία του ’60 θα ξεκι­νή­σει θριαμ­βευ­τι­κά. Θα γίνει παγκό­σμια γνω­στός, καθώς θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στο περί­φη­μο “Dolce Vita” του Φεντε­ρί­κο Φελί­νι. Μαζί όμως θα αρχί­σει και μια μεγά­λη φιλία, που θα συνε­χι­στεί κι εκτός των κινη­μα­το­γρα­φι­κών πλα­τό και θα τον κατα­στή­σει ως τον εμβλη­μα­τι­κό πρω­τα­γω­νι­στή του maestro. Ο Φελί­νι είχε πει: «Είχα ανά­γκη από έναν Ιτα­λό, από έναν φίλο που να δέχε­ται σεμνά και ταπει­νά να είναι η σκιά μου, που να μη φυτρώ­νει εκεί που δεν τον σπέρ­νουν. Έτσι πήρα τον Μαστρο­γιά­νι, τον ήξε­ρα ήδη, ήταν κατα­πλη­κτι­κός: αφαι­ρε­τι­κός, δια­κρι­τι­κός, συμπα­θής, αντι­πα­θής, τρυ­φε­ρός, αλα­ζό­νας. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τέλειος». Στη “Γλυ­κιά Ζωή”, μια μυθι­κή ται­νία για την αθά­να­τη γοη­τεία της Ρώμης, αλλά και για την προ­φη­τι­κή ικα­νό­τη­τα του Φελί­νι να απο­τυ­πώ­σει, με άψο­γη βιτριο­λι­κή κομ­ψό­τη­τα, την αβά­στα­χτη λάμ­ψη της μπουρ­ζουα­ζί­ας, ο Μαστρο­γιά­νι, στον ρόλο του ξενα­γού, πνιγ­μέ­νου στις κατα­χρή­σεις, είναι ο ορι­σμός μιας γλυ­κιάς μελαγ­χο­λί­ας, παρα­τη­ρώ­ντας έναν κόσμο που δεν κοι­τά παρά μόνο την επιφάνεια.

Περιζήτητος

Με τον Μαστρο­γιά­νι, ο Φελί­νι θα συνερ­γα­στεί σε αρκε­τά φιλμ, με σημα­ντι­κό­τε­ρο σίγου­ρα το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό “8 1/2 “, όπου ο maestro αυτο­ψυ­χα­να­λύ­ε­ται με τον πιο ιδιο­φυή και σπα­ρα­κτι­κό τρό­πο, μέσα από τη μορ­φή του πρω­τα­γω­νι­στή του. Μετά από αυτόν τον ρόλο, το όνο­μα του Μαστρο­γιά­νι δένει συνειρ­μι­κά με εκεί­νο του Φελί­νι και το αντί­θε­το. Έτσι, ο Μαστρο­γιά­νι, ο πιο «ωραί­ος άνδρας της Ιτα­λί­ας», καθί­στα­ται και ο πιο περι­ζή­τη­τος ηθο­ποιός του σινεμά.

Παγκόσμια αναγνώριση

Για­τί ο Μαστρο­γιά­νι, παρά την τερά­στια επι­τυ­χία του με τον Φελί­νι και την παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­σή του, θα συνε­χί­ζει να δου­λεύ­ει πυρε­τω­δώς με πολ­λούς σημα­ντι­κούς Ιτα­λούς και Ευρω­παί­ους σκη­νο­θέ­τες, παρά την εμφα­νή έμφυ­τη οκνη­ρία του. Σε αυτό οφεί­λε­ται ίσως και η αδυ­να­μία του να αρνη­θεί δου­λειές, αλλά και στα χρή­μα­τα που θα του έδι­ναν την ευκαι­ρία να ζει τη ζωή του. Θα κάνει σπου­δαί­ες ται­νί­ες με μέγι­στους Ιτα­λούς σκη­νο­θέ­τες όπως οι Βιτό­ριο ντε Σίκα, Λου­κί­νο Βισκό­ντι, Μάριο Μονι­τσέ­λι, Ντί­νο Ρίζι, Μάου­ρο Μπο­λο­νί­νι, Ετό­ρε Σκό­λα, Μικε­λάν­τζε­λο Αντο­νιό­νι, Μάρ­κο Φερέ­ρι, Πιέ­τρο Τζέρ­μι, αδελ­φούς Ταβιά­νι και πολ­λούς άλλους. Με τους Γάλ­λους Λουί Μαλ, Ζακ Ντε­μί, Ανιές Βαρ­ντά και ακό­μη τους Ρομάν Πολάν­σκι, Ζιλ Ντα­σέν, Τζον Μπούρ­μαν, Νικί­τα Μιχάλ­κοφ, Ρόμπερτ Άλτμαν, Θόδω­ρο Αγγελόπουλο.

Χθες, Σήμερα, Αύριο, για… πάντα

Ο κατά­λο­γος δύσκο­λα κλεί­νει, όπως και οι αθά­να­τες επι­τυ­χί­ες του σε ται­νί­ες όπως “Χθες, Σήμε­ρα, Αύριο”, ιδα­νι­κό ζευ­γά­ρι σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρί­ες με τη Σοφία Λόρεν, “Μια Ξεχω­ρι­στή Μέρα”, υπο­δυό­με­νος τον ομο­φυ­λό­φι­λο επί Μου­σο­λί­νι και πάλι με τη εκπλη­κτι­κή Σοφία, “Μπελ Αντό­νιο”, με την Κλά­ου­ντια Καρ­ντι­νά­λε, “Οι Σύντρο­φοι”, “Η Νύχτα”, με την Ζαν Μορό, “Δρά­μα Ζηλο­τυ­πί­ας”, με την Μόνι­κα Βίτι, “Δια­ζύ­γιο αλά Ιτα­λι­κά”, με την Στε­φα­νία Σαντρέ­λι, “Η Ταρά­τσα”, με τους Βιτό­ριο Γκά­σμαν, Ούγκο Τονιά­τσι, Ζαν Λουί Τρε­ντι­νιάν, “Η Εκρη­κτι­κή Λοπο­δύ­τρια”, με την Σοφία Λόρεν, “Το Μεγά­λο Φαγο­πό­τι” με την πιο αυτο­κτο­νι­κή γκουρ­μέ παρέα των Μισέλ Πικο­λί, Ούγκο Τονιά­τσι, Φιλίπ Νουα­ρέ, “Τα Μαύ­ρα Μάτια”, “Είναι Όλοι τους Καλά”, “Το Δέρ­μα” με Μπαρτ Λάν­κα­στερ και Καρ­ντι­νά­λε, “Αλλο­ζαν­φάν”

Σύγχρονος Καζανόβα

Ο Μαρ­τσέ­λο Μαστρο­γιά­νι, παρά ταύ­τα, έβρι­σκε πάντα χρό­νο για ερω­τι­κές περι­πέ­τειες, αν και παντρε­μέ­νος από το 1950 με την ηθο­ποιό Φλό­ρα Καρα­μπέ­λα, με την οποία απέ­κτη­σε την πρώ­τη του κόρη Μπάρ­μπα­ρα. Η Καρα­μπέ­λα δεν του έδω­σε ποτέ δια­ζύ­γιο, παρό­τι πέρα από τις εφή­με­ρες ερω­τι­κές του σχέ­σεις, θα έχει και μεγά­λους και σοβα­ρούς δεσμούς, όπως με την Φέι Ντά­να­γου­εϊ, η οποία τον εγκα­τέ­λει­ψε μετά από τρία χρό­νια, περι­μέ­νο­ντας ματαί­ως να πάρει δια­ζύ­γιο από τη σύζυ­γό του. Όπως συνέ­βη και με την Κατρίν Ντε­νέβ, με την οποία απέ­κτη­σαν την, μετέ­πει­τα ηθο­ποιό, Κιά­ρα Μαστρο­γιά­νι. Επί­σης, ορι­σμέ­νες από τις ερω­τι­κές του περι­πέ­τειες που τρο­φο­δό­τη­σαν τις “κοσμι­κές σελί­δες” και έδω­σαν καλό μερο­κά­μα­το στους αγα­πη­μέ­νους του παπα­ρά­τσι ήταν με τις διά­ση­μες και πανέ­μορ­φες Κλά­ου­ντια Καρ­ντι­νά­λε, Ανούκ Εμέ, Ούρ­σου­λα Άντρες, Λόρεν Χάτον, ενώ στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’70 συν­δέ­θη­κε με την βρε­τα­νί­δα σκη­νο­θέ­τι­δα Άννα Μαρία Τατό, με την οποία έζη­σε μαζί της μέχρι το θάνα­τό του.

Ο θάνα­τός θα έρθει στις 19 Δεκεμ­βρί­ου του 1996, ενώ ζει πλέ­ον στο Παρί­σι. Ο καρ­κί­νος στο πάγκρε­ας θα τον χτυ­πή­σει, αλλά, μέχρι να τον κερ­δί­σει ολο­κλη­ρω­τι­κά, αυτός θα συνε­χί­σει να δου­λεύ­ει κανο­νι­κά. Ίσως για­τί πάντα πίστευε ότι «το επάγ­γελ­μα του ηθο­ποιού, είναι το επάγ­γελ­μα ενός ψεύ­τη, το οποίο σου επι­τρέ­πει να εξα­κο­λου­θείς να παρα­μέ­νεις παι­δί σε όλη σου τη ζωή». Αυτό άλλω­στε ήταν ο Μαρ­τσέ­λο Μαστρο­γιά­νι σε όλη του τη ζωή. Ένα παι­δί, ευαί­σθη­το, γεν­ναιό­δω­ρο, χαρι­σμα­τι­κό, που ήταν πανέ­μορ­φο και εσω­τε­ρι­κά, του άρε­σε το αλή­τι­κο, οι γυναί­κες, τα ωραία ψέμα­τα, η ντόλ­τσε βίτα…

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Βαρ­διά­νος στα σπόρ­κα, Αλέ­ξαν­δρος Παπαδιαμάντης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο