Η ώρα του αποχωρισμού τους είχε φτάσει.
Λίγα λεπτά έμεναν μέχρι να πούνε οριστικά αντίο.
Στο μυαλό του εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, μνήμες είχαν στήσει έναν τρελό χορό μην αφήνοντας τον να συγκεντρωθεί.
Το τέλος πλησίαζε και γνώριζε πολύ καλά ότι ήταν οριστικό και αμετάκλητο.
Ακόμη και η υστεροφημία του, για να δώσει ένα τέλος αντάξιο της σχέσης τους, έκανε πίσω μπροστά στον φόβο της απώλειας.
Όταν γνωρίστηκαν και έκαναν τα πρώτα δειλά βήματα μαζί, τότε στα τέλη του ’60, όταν στα αυτιά του ακουγόταν οι φωνές από τη διάσημη ραδιοφωνική σειρά «Μείνε κοντά μου αγαπημένη», γνώριζε ότι θα ήταν η μετέπειτα μεγάλη αγάπη της ζωής του.
Το πάθος του, που θα τον συνόδευε όλα τα επόμενα χρόνια της ζωής του, μη γνωρίζοντας τόπους, χρώματα, πρόσωπα.
Ξεκίνησε σαν σπίθα από την αρχή και κάθε χρονιά αντί να σβήνει μεγάλωνε και τον έκαιγε ολόκληρο. Όταν την σκεφτόταν παρατούσε τα πάντα και έτρεχε κοντά της με τον φόβο μήπως την χάσει.
Μα και όταν πήγε για σπουδές στην πρωτεύουσα έκανε τα αδύνατα δυνατά κάθε Σαββατοκύριακο να περνά μαζί της. Και εκείνα τα τραίνα του ΟΣΕ, τότε, πάνω από 10 ώρες κάνανε…
Η σχέση τους πέρασε από σαράντα κύματα.
Θυμόταν τα μαλώματα από τους γονείς του που δεν την ήθελαν, λέγοντας του ότι παρατούσε για χάρη της τα μαθήματα.
Αλλά και αργότερα τις παρατηρήσεις, όταν έπαιρνε άδειες από τις συνεδριάσεις για να κερδίσει λίγα δευτερόλεπτα κοντά της.
Η πρώτη κρίση στη σχέση τους δεν έγινε με δική τους ευθύνη. Οι δικοί της τον απαγόρευσαν δια βίου να την χαίρεται όπως παλιά. Η ιδεολογία και η δράση του ήταν αυτή που μέτρησε κυρίως. «Ήταν μακριά και δεν θα μπορούσε» ήταν η επίσημη δικαιολογία τους.
Βρήκε άλλα ενδιαφέροντα, άλλες αγκαλιές. Όμως ποτέ δεν ξέχασε την παιδική του αγάπη.
Το τέλος των σπουδών και της στρατιωτικής θητείας, τους έφερε και πάλι κοντά. Όχι όπως θα ήθελε. Όμως «στην ξέρα καλό και το χαλάζι».
Το πήρε απόφαση ότι θα βλέπονται για ένα δίμηνο κάθε καλοκαίρι. Σε εκείνες τις συναντήσεις των «παλιών συμμαθητών». Ποιο χαλαροί ποια, μια και όπως τόνιζε «δεν είχε τίποτε να αποδείξει πλέον» σχετικά με την αγάπη του.
Η απόκτηση από μέρους του οικογένειας, δεν τον εμπόδιζε να την βλέπει, να ζει έστω και λίγες ώρες μαζί της, αν και τα χρόνια περνούσαν. Η γκρίνια της γυναίκας του μόνιμη, αν και δεν του έβαζε εμπόδια.
45 χρόνια μετά, αυτή εμφανισιακά «κρατιόταν» ουσιαστικά ανέπαφη. Μόνο οι προσταγές της μόδας άλλαζαν την εμφάνιση της και κυρίως τους χρωματισμούς της, ενώ οι διαστάσεις της ή καλύτερα οι καμπύλες της, παρέμεναν τόσα χρόνια σταθερές, θελκτικές.
Αυτός έβλεπε με φόβο τα μαλλιά να αραιώνουν, την κοιλιά του να μεγαλώνει και κυρίως να βαραίνει, να χάνει εκείνη τη σπιρτάδα του.
Αποφάσισε να δοκιμάσει για μία τελευταία φορά –μετά από τρία χρόνια απουσίας- να βρεθεί μαζί της. Τα κατάφερε. Ενθουσιάστηκε. Για ένα ολόκληρο μήνα, έστω και για μία φορά, σχεδόν την εβδομάδα συναντιόταν μαζί της. Μετρούσε κυριολεκτικά τα δευτερόλεπτα που έμενε πλάι της, έστω και αν πολλά ήταν τα μάτια που τους έβλεπαν…
Ταυτόχρονα όμως το σαράκι των «τίτλων του τέλους» τον έτρωγε τα βράδια.
Το άγχος για την τελευταία παράσταση, για το τελευταίο τους ραντεβού τον έκανε σκεφτικό και κυρίως φοβισμένο.
Ευτυχώς όλα κύλησαν ομαλά. Οι εξομολογήσεις τους , οι επαφές τους ήταν ευχάριστες. Ήξερε ότι θα παρέμενε η μεγάλη του αγάπη και στο μέλλον, άσχετα αν αναγνώριζε ότι δεν θα την είχε όπως πριν…
Η τελετή που στήθηκε προς τιμή του στο ημίχρονο του αγώνα- χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει- ήταν συγκινητική. Η μουσική του κλειστού σταδίου έπαιζε το «Κοντσέρτο του Αράνχουεθ» που ήταν και το μουσικό σήμα της ραδιοφωνικής σειράς «Μείνε κοντά μου αγαπημένη»
Φίλαθλοι, παράγοντες και συμπαίκτες τον αγκάλιασαν και του πρόσφεραν μια πλακέτα σε σχήμα μπάλας μπάσκετ που έγραφε : «Στον θρύλο του μπάσκετ του νομού μας για τα 45 χρόνια αγωνιστικής συμμετοχής του»
* Το «Μείνε κοντά μου αγαπημένη», μια ερωτική ραδιοφωνική σειρά με το Concierto de Aranjuez (Κοντσέρτο του Αράνχουεθ) σαν μουσικό της σήμα. Ακουγόταν κάθε μέρα εκτός Σαββάτου και Κυριακής στις 09.45 το πρωί από την ΥΕΝΕΔ. Κρατούσε 10 λεπτά και μαζί με τις διαφημίσεις έφτανε στο τέταρτο. Το ραδιοφωνικό σήριαλ που κράτησε από το 1966 μέχρι το 1969 έγραφε η μετέπειτα γνωστή σεναριογράφος Ελένη Μαβίλη.