Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μεγάλοι μπαλαδόροι στο Μέτωπο και άξιοι μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ

Εξαι­ρε­τι­κά στοι­χεία για την άγνω­στη και ματω­βαμ­μέ­νη πολ­λές φορές προ­σφο­ρά του ποδο­σφαί­ρου και γενι­κό­τε­ρα του αθλη­τι­σμού στον πόλε­μο του 1940, στην Κατο­χή, στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, το Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό Ελλά­δας και τις φυλα­κές παρου­σί­α­σαν οι δημο­σιο­γρά­φοι Γιάν­νης Γεωρ­γά­κης και Νάσος Μπρά­τσος σε εκδή­λω­ση στον Πειραιά.

Η εκδή­λω­ση με θέμα «Ποδό­σφαι­ρο και Εθνι­κή Αντί­στα­ση» έγι­νε στην Πινα­κο­θή­κη του δήμου Πει­ραιά στις 22.11.2018 και ήταν στα πλαί­σια της διορ­γά­νω­σης «12 Οκτω­βρί­ου 1944. Η Αθή­να ελεύ­θε­ρη» με συντο­νι­στή το Νίκο Μάλ­λια­ρη, βετε­ρά­νο ποδο­σφαι­ρι­στή και εκ των πρω­τα­γω­νι­στών στον Πανελ­λή­νιο Σύν­δε­σμο Αμει­βο­μέ­νων Ποδο­σφαι­ρι­στών (ΠΣΑΠ).

Ο δημο­σιο­γρά­φος Γιώρ­γος Γιου­κά­κης άνοι­ξε την εκδή­λω­ση και απηύ­θυ­νε χαι­ρε­τι­σμό ο Αντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χης Πει­ραιά Γιώρ­γος Γαβρίλης.

Ακο­λού­θη­σαν η εισή­γη­ση του δημο­σιο­γρά­φου Γιάν­νη Γεωρ­γά­κη και η προ­βο­λή ενός συγκλο­νι­στι­κού ντο­κι­μα­ντέρ για το Νίκο Γόδα, ποδο­σφαι­ρι­στή του Ολυ­μπια­κού που εκτε­λέ­στη­κε στο Λαζα­ρέ­το της Κέρ­κυ­ρας στις 19 Νοεμ­βρί­ου το 1948. Το ντο­κυ­μα­ντέρ έχει φτιά­ξει ο εγγο­νός του αδελ­φού του, Χρή­στος Γόδας. 

Ο Νίκος Μάλ­λια­ρης διά­βα­σε μία συγκλο­νι­στι­κή επι­στο­λή του Μίμη Πιερ­ρά­κου (ΠΑΟ) από το μέτω­πο λίγες μέρες πριν σκο­τω­θεί. Ακο­λού­θως έκα­νε εισή­γη­ση ο δημο­σιο­γρά­φος Νάσος Μπρά­τσος.

Η συγ­γρα­φέ­ας Ανα­στα­σία Βούλ­γα­ρη διά­βα­σε από­σπα­σμα από βιβλίο του Στα­μά­τη Σκούρ­τη, που ήταν συγκρα­τού­με­νος του Νίκου Γόδα. Στο βιβλίο περι­γρά­φο­νται με λεπτο­μέ­ρειες οι συγκλο­νι­στι­κές στιγ­μές πρίν την εκτέ­λε­ση, όπου Νίκος Γόδας φόρε­σε τη στο­λή του Ολυ­μπια­κού με την οποία και οδη­γή­θη­κε στο απόσπασμα.

Μίλησαν ακόμα ο Κώστας Μανταίος, πρόεδρος του Συλλόγου Εξορισθέντων — Φυλακισθέντων ’67-’74, η Ειρήνη Νταίφά αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Πειραιά και ο Κώστας Τσεφαλάς γενικός γραμματέας του Δήμου Νίκαιας — Αγίου Ιωάννη Ρέντη.

GEORGAKIS

.Γ. Γεωργάκης: Το ποδόσφαιρο στην κατεχόμενη Ευρώπη

Με τους στί­χους του Κ. Παλα­μά «Η μεγα­λο­σύ­νη των λαών δεν μετριέ­ται με το στρέμ­μα  με της καρ­διάς το πύρω­μα μετριέ­ται και με το αίμα» τιτλο­φό­ρη­σε την ομι­λία του ο Γιάν­νης Γεωργάκης.

Και στη συνέ­χεια είπε: Την  11η Νοεμ­βρί­ου 2018, συγκε­ντρώ­θη­καν στο Παρί­σι , εχθροί και σύμ­μα­χοι,  για να εορ­τά­σουν τα εκα­τό χρό­νια από το τέλος του Μεγά­λου Πολέ­μου και να απο­τί­σουν  φόρο τιμής στους χιλιά­δες στρα­τιώ­τες  που έπε­σαν στα πεδία των μαχών. 

Κάθε έθνος, σε ετή­σια βάση τιμά­ει τους δικούς του νεκρούς, τους ήρω­ες που θυσιά­στη­καν για τα ιδα­νι­κά την πατρί­δα και την ελευ­θε­ρία. Η Ελλά­δα εκά­στη 28η Οκτω­βρί­ου τιμά­ει με  στρα­τιω­τι­κή παρέ­λα­ση τους ήρω­ες του αλβα­νι­κού μετώ­που. Οι Ρώσοι στις 9 Μαί­ου εορ­τά­ζουν την ημέ­ρα της νίκης ενά­ντια στις δυνά­μεις του άξο­να και το τέλος του δευ­τέ­ρου παγκο­σμί­ου πολέμου. 

Οι Αγγλοι ετη­σί­ως τιμούν τους νεκρούς τους, από τον Μεγά­λο Πόλε­μο και ένθεν, με  εκδη­λώ­σεις που λαμ­βά­νουν χώρα, κυρί­ως, στα ποδο­σφαι­ρι­κά γήπε­δα. Θα έχε­τε προ­σέ­ξει ότι κάθε Νοέμ­βριο οι αγγλι­κές ομά­δες ενδύ­ο­νται τη φανέ­λα με την παπα­ρού­να, σύμ­βο­λο μνή­μης — επει­δή οι παπα­ρού­νες φύτρω­ναν κατά χιλιά­δες στη Φλα­μαν­δία όπου διε­ξή­χθη­σαν οι φονι­κό­τε­ρες μάχες του Μεγά­λου Πολέ­μου, συγκε­ντρώ­νο­ντας παράλ­λη­λα χρή­μα­τα για φιλαν­θρω­πι­κά ιδρύ­μα­τα που ασχο­λού­νται με τους πεσό­ντες και τους τραυ­μα­τί­ες των πολέμων. 

Οι Αγγλοι δεν επέ­λε­ξαν τυχαία το ποδό­σφαι­ρο για να τιμή­σουν τους νεκρούς τους. Επί της ουσί­ας επέ­λε­ξαν το μαζι­κό­τε­ρο των αθλη­μά­των για να απο­τί­σουν φόρο τιμής και κυρί­ως να στεί­λουν μήνυ­μα πατριω­τι­κής δια­παι­δα­γώ­γη­σης στα εκα­τομ­μύ­ρια νέους που παθιά­ζο­νται με τον αθλη­τι­σμό και το ποδό­σφαι­ρο. Ποιο κοι­νω­νι­κό κίνη­μα ή πολι­τι­στι­κή εκδή­λω­ση μπο­ρεί να συγκε­ντρώ­σει σήμε­ρα πενή­ντα χιλιά­δες κόσμο σε ένα γήπε­δο, ένα εκα­τομ­μύ­ριο φιλά­θλους σε είκο­σι γήπε­δα την ίδια μέρα και δεκά­δες εκα­τομ­μύ­ρια μπρο­στά από την τηλε­ό­ρα­ση; Αυτή τη δυνα­τό­τη­τα έχει μόνο το ποδόσφαιρο. 

Στη χώρα μας, η 28η Οκτω­βρί­ου έπε­σε φέτος Κυρια­κή, ημέ­ρα κατά την οποία λαμ­βά­νει χώρα η λεγό­με­νη ποδο­σφαι­ρι­κή γιορ­τή των πρω­τα­θλη­μά­των στης Σού­περ Λίγκας και της Φού­τμπολ Λιγκ. Ουδείς από τους ιθύ­νο­ντες, πολι­τι­κούς και αθλη­τι­κούς παρά­γο­ντες, σκέ­φθη­κε να τιμή­σει , όχι συνο­λι­κά τους ήρω­ες του αλβα­νι­κού μετώ­που, έστω τους αθλη­τές, τους ποδο­σφαι­ρι­στές ειδι­κό­τε­ρα,  οι οποί­οι άφη­σαν  τα κόκα­λά τους στα βου­νά της Αλβα­νί­ας ή τους πολί­τες οι οποί­οι με το όπλο στο χέρι αντι­στά­θη­καν στον γερ­μα­νό κατα­κτη­τή και έχυ­σαν το αίμα τους για την ελευ­θε­ρία της πατρί­δας. Όχι μόνο ο εθνι­κός ύμνος δεν ακού­στη­κε στα γήπε­δα  προς τιμήν τους, όχι μόνο δεν κρα­τή­θη­κε ενός λεπτού σιγή, αλλά και το ντέρ­μπι της αγω­νι­στι­κής εκεί­νης Αρης – ΠΑΟΚ ανα­βλή­θη­κε για την επο­μέ­νη, επει­δή η αστυ­νο­μία δεν μπο­ρού­σε να εγγυ­η­θεί την ασφα­λή διε­ξα­γω­γή του.

Βλέ­πο­ντας τους αμε­ρι­κα­νούς, τους Ρώσους, τους Κανα­δούς, να ξεκι­νούν τους αγώ­νες των πρω­τα­θλη­μά­των ποδο­σφαί­ρου, μπά­σκετ, χόκεϊ, με την ανά­κρου­ση του εθνι­κού ύμνου της χώρας τους, πρέ­πει να ανα­ρω­τη­θού­με άπα­ντες και πρω­τί­στως οι κατέ­χο­ντες πολι­τι­κή και αθλη­τι­κή εξου­σία, για­τί ένας αγώ­νας μετα­ξύ εκα­τομ­μυ­ριού­χων επαγ­γελ­μα­τιών αθλη­τών ξεκι­νά­ει με την ανά­κρου­ση του εθνι­κού ύμνου και τί μηνύ­μα­τα θέλουν να στεί­λουν οι υπεύ­θυ­νοι για τον αθλη­τι­σμό των συγκε­κρι­μέ­νων χωρών, στην κοι­νω­νία τους και κυρί­ως στη νεο­λαία η οποία πηγαί­νει ως επί το πλεί­στον στα γήπεδα. 

Η σημε­ρι­νή εκδή­λω­ση δεν οργα­νώ­θη­κε με απο­κλει­στι­κό σκο­πό,  να απο­τί­σου­με, εμείς οι λιγο­στοί, φόρο τιμής στους έλλη­νες αθλη­τές που πολέ­μη­σαν το φασι­σμό και  θυσιά­στη­καν για την πατρί­δα, τον συνάν­θρω­πο και την ελευ­θε­ρία κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής. Γίνε­ται κυρί­ως για να θυμη­θού­με ξεχα­σμέ­νες στιγ­μές και πρό­σω­πα που θυσί­α­σαν το εγώ για το εμείς και να αντλή­σου­με δυνά­μεις και ερεί­σμα­τα, προ­κει­μέ­νου η χώρα που γέν­νη­σε τα αθλη­τι­κά ιδε­ώ­δη να απο­κτή­σει σύγ­χρο­νη, προ­ο­δευ­τι­κή, πατριω­τι­κή αθλη­τι­κή κουλ­τού­ρα και να  συνε­χί­σου­με ως λαός, ως άτο­μα να  αγα­πά­με τον αθλη­τι­σμό και μέσω αυτού να καλ­λιερ­γή­σου­με αξί­ες,  ώστε  όπο­τε και άμα χρεια­στεί, να είμα­στε ψυχο­λο­γι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά έτοι­μοι να υπε­ρα­σπί­σου­με την ειρή­νη, την ελευ­θε­ρία, την ανε­ξαρ­τη­σία της πατρί­δας και τις παναν­θρώ­πι­νες αξί­ες του αθλητισμού. 

Ο αθλη­τι­σμός και το ποδό­σφαι­ρο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν από τους Ναζί για ιδε­ο­λο­γι­κούς και προ­πα­γαν­δι­στι­κούς σκο­πούς και δει­νο­πά­θη­σαν στο διά­στη­μα που ο φασι­σμός είχε το πάνω χέρι στα πεδία των μαχών. Ο εθνι­κι­σμός, για να μιλή­σου­με με ποδο­σφαι­ρι­κούς όρους, ως ιδε­ο­λο­γία είναι επι­θε­τι­κός και εχθρι­κός προς τους άλλους λαούς. Ο πατριω­τι­σμός αντί­θε­τα είναι αμυ­ντι­κός. Βασι­κές του αρχές έχει την ειρη­νι­κή συνύ­παρ­ξη, τον σεβα­σμό και την αλλη­λεγ­γύη. Ο πόλε­μος που επι­βλή­θη­κε από τις δυνά­μεις του άξο­να, δεν χαρί­στη­κε ούτε στους αθλη­τές των συγκε­κρι­μέ­νων χωρών, χιλιά­δες από τους οποί­ους, είτε με τη θέλη­σή τους είτε χωρίς αυτή, έπε­σαν εκτός συνό­ρων στα πεδία των μαχών και επι­τρέψ­τε μου να πω, πήγαν σαν τα σκυ­λιά, δεν τους έκλα­ψε ούτε η μάν­να τους. 

Μέχρι το 1933 που οι Ναζί ήρθαν στην εξου­σία, το γερ­μα­νι­κό ποδό­σφαι­ρο ήταν ανε­ξάρ­τη­το. Υπήρ­χαν επαγ­γελ­μα­τι­κές, ερα­σι­τε­χνι­κές, συν­δι­κα­λι­στές, κομ­μα­τι­κές και θρη­σκευ­τι­κές ποδο­σφαι­ρι­κές ενώ­σεις. Το χει­μώ­να του 1933 οι εργα­τι­κές, πολι­τι­κές και συν­δι­κα­λι­στι­κές οργα­νώ­σεις απα­γο­ρεύ­τη­καν. Στην γερ­μα­νι­κή ποδο­σφαι­ρι­κή ομο­σπον­δία εντάσ­σο­νταν μόνο οι ομά­δες που δήλω­ναν υπο­τα­γή στο Γ΄ Ράιχ. Το ποδό­σφαι­ρο στη Γερ­μα­νία χωρί­στη­κε σε 16 περι­φέ­ρειες, γκα­ου­λί­γκα όπως τις έλε­γαν, οι οποί­ες το 1938 με την προ­σάρ­τη­ση της Αυστρί­ας έγι­ναν δέκα επτά. Η πολι­τι­κή των Ναζί για το ποδό­σφαι­ρο, συνο­ψί­ζο­νταν σε δύο συν­θή­μα­τα που κυριαρ­χού­σαν στα γήπε­δα. Το πρώ­το έλε­γε: «Ο καλός ποδο­σφαι­ρι­στής είναι και καλός στρα­τιώ­της» Το δεύ­τε­ρο ήταν ακό­μη πιο φασι­στι­κό. «Το ποδό­σφαι­ρο πρέ­πει να υπη­ρε­τεί το Γ΄ Ράιχ» έγρα­φε. Η ιδε­ο­λο­γία αυτή επε­κτά­θη­κε σε όλες τις χώρες που κυβερ­νού­νταν τότε δικτατορικά. 

Τα πρω­τα­θλή­μα­τα στη ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία ουδέ­πο­τε δια­κό­πη­καν κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου. Το τελευ­ταίο παι­χνί­δι στο Γ΄ Ράιχ έγι­νε στις 23 Απρι­λί­ου 1945. Δύο εβδο­μά­δες πριν την παρά­δο­ση, κι ενώ τα συμ­μα­χι­κά στρα­τεύ­μα­τα ήταν προ των πυλών του Βερο­λί­νου, η Μπά­γερν Μονά­χου παρου­σία  25.000 θεα­τών, νίκη­σε τον Γυμνα­στι­κό και Αθλη­τι­κό Σύλ­λο­γο 1860 με 3–2.  Αντί­θε­τα, ο αγώ­νας της εθνι­κής Γερ­μα­νί­ας τον Σεπτέμ­βριο του 1942  με την Σου­η­δία, ήταν ο τελευ­ταί­ος εντός έδρας για το Γ΄ Ράιχ. Η ήττα με 3–2 υπο­χρέ­ω­σε τον Γκέ­μπελς που ήταν παρών στην ανα­μέ­τρη­ση, να απα­γο­ρεύ­σει τους εντός έδρας αγώ­νες της Εθνι­κής. Όπως ειπώ­θη­κε  επί­ση­μα «ο προ­πο­νη­τής δεν μπο­ρεί να εγγυ­η­θεί τη νίκη και οι ήττες δια­τα­ράσ­σουν το ηθι­κό πνεύ­μα του έθνους». Αργό­τε­ρα, όταν βρέ­θη­κε το ημε­ρο­λό­γιο του Γκέ­μπελς, ο υπουρ­γός προ­πα­γάν­δας των Ναζί είχε γρά­ψει για το συγκε­κρι­μέ­νο παι­χνί­δι:  «Εκα­τό χιλιά­δες απο­γοη­τευ­μέ­νοι θεα­τές έφυ­γαν από το στά­διο. Αν κερ­δί­ζα­με σε αυτό το παι­χνί­δι, θα ήταν για το ηθι­κό τους πολυ­τι­μό­τε­ρο, από την κατά­λη­ψη οποιασ­δή­πο­τε πόλης στην ανα­το­λή».

Εκτός έδρας η εθνι­κή Γερ­μα­νί­ας συνέ­χι­ζε να αγω­νί­ζε­ται  έως το τέλος του 1942 αντι­με­τω­πί­ζο­ντας τις αντί­στοι­χες ομά­δες των χωρών του άξο­να, τη Σλο­βα­κία, τη Βουλ­γα­ρία, την Ουγ­γα­ρία, την Ιτα­λία, την Κρο­α­τία και τις ουδέ­τε­ρες Ελβε­τία και Σουηδία. 

Παρά τις προ­σπά­θειες του ομο­σπον­δια­κού προ­πο­νη­τή της Γερ­μα­νί­ας Ζεπ Γκερ­μπέρ­γκερ να κρα­τή­σει τους διε­θνείς ποδο­σφαι­ρι­στές μακριά από το μέτω­πο, οι ανθρώ­πι­νες απώ­λειες των Ναζί σε αθλη­τι­κό και ποδο­σφαι­ρι­κό προ­σω­πι­κό ήταν τερά­στιες. Οι ίδιοι οι Γερ­μα­νοί υπο­λό­γι­σαν ότι σκο­τώ­θη­καν κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου 48 διε­θνείς  ποδο­σφαι­ρι­στές τους. Αιχ­μά­λω­τος στη Ρου­μα­νία από τα σοβιε­τι­κά στρα­τεύ­μα­τα συνε­λή­φθη  ο αρχη­γός της Γερ­μα­νί­ας και παγκό­σμιος πρω­τα­θλη­τής το 1954 Φριτς Βάλ­τερ. Αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος και δεν οδη­γή­θη­κε σε στρα­τό­πε­δο αιχ­μα­λώ­των, όταν έγι­νε γνω­στή η ποδο­σφαι­ρι­κή του ιδιότητα. 

Ο Χίτλερ πήγε δύο φορές σε αγώ­να της εθνι­κής ομά­δας του Γ΄ Ράιχ. Το 1936 παρα­κο­λού­θη­σε την ήττα της Γερ­μα­νί­ας από την Νορ­βη­γία με 2–0 και τον  απο­κλει­σμό της από τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες. Ο προ­πο­νη­τής της Νορ­βη­γί­ας Ασμπορν Χάλ­βορ­σεν μετά την κατά­λη­ψη της χώρας του από τα στρα­τεύ­μα­τα των Ναζί, εντά­χθη­κε στην αντί­στα­ση.  Συνε­λή­φθη και στάλ­θη­κε σε στρα­τό­πε­δο συγκέντρωσης. 

Ο Χίτλερ το 1938 παρα­κο­λού­θη­σε επί­σης την εντός έδρας συντρι­βή της Γερ­μα­νί­ας από την Αγγλία με 6–3. Για να διε­ξα­χθεί ο συγκε­κρι­μέ­νος αγώ­νας απέ­τι­σε να χαι­ρε­τί­σουν φασι­στι­κά οι άγγλοι διε­θνείς. Οι τελευ­ταί­οι αρνή­θη­καν, όχι όμως και η ομο­σπον­δία της χώρας τους, η οποία έστω και χωρίς μεγά­λη θέλη­ση, παρα­κι­νού­με­νη από τη γενι­κό­τε­ρη πολι­τι­κή των Βρε­τα­νών που πίστευαν ακό­μη τότε ότι μπο­ρούν να συνυ­πάρ­ξουν ειρη­νι­κά με τον Χίτλερ, απαί­τη­σε από τους παί­κτες να τηρη­θεί το πρωτόκολλο. 

Αυτός ήταν ο Χίτλερ, τον οποίο κάποιοι θαυ­μά­ζουν ακό­μη και σήμε­ρα στη χώρα μας και κυρί­ως μετα­φέ­ρουν τις ιδέ­ες του στις εξέ­δρες των φανα­τι­κών, όπου βρί­σκουν πρό­σφο­ρο έδα­φος. Ενας πολε­μο­χα­ρής ρατσι­στής ηγέ­της ενός λαού, που για να δικαιο­λο­γή­σει την ήττα των αθλη­τών της  «Αριας φυλής» και να εξη­γή­σει για­τί ο μαύ­ρος Τζέ­σε Οου­ενς  κατέ­κτη­σε τέσ­σε­ρα χρυ­σά μετάλ­λια  το 1936 στους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες του Βερο­λί­νου,  είχε δηλώ­σει: «Οι άνθρω­ποι των οποί­ων οι πρό­γο­νοι βγή­καν από τη ζού­γκλα είναι πρω­τό­γο­νοι και ως προς τη φυσι­κή κατά­στα­ση είναι ισχυ­ρό­τε­ροι από τους πολι­τι­σμέ­νους λευ­κούς, γι αυτό και πρέ­πει να απο­κλεί­ο­νται από τους επό­με­νους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες».

Οι Ναζί αφαί­ρε­σαν από την παγκό­σμια αθλη­τι­κή οικο­γέ­νεια  δύο Ολυ­μπιά­δες και δύο ποδο­σφαι­ρι­κά Μου­ντιάλ. Στέ­ρη­σαν επί­σης από πολ­λές χώρες τα εθνι­κά τους πρω­τα­θλή­μα­τα. Στις 22 Ιου­νί­ου 1941 διε­ξή­χθη ο τελι­κός του γερ­μα­νι­κού πρω­τα­θλή­μα­τος ανά­με­σα στην Σάλ­κε που ήταν η αγα­πη­μέ­νη ομά­δα του Χίτλερ και τη Ραπίντ Βιέν­νης παρου­σία 95.000 θεα­τών.  Την ίδια μέρα θα γίνο­νταν στο Κίε­βο τα εγκαί­νια του Ολυ­μπια­κού Στα­δί­ου με την ανα­μέ­τρη­ση της τοπι­κής Ντι­να­μό με την ΤΣ.ΝΤ.Κ.Α. Μόσχας. Την ημέ­ρα εκεί­νη η Βέρ­μαχτ εισέ­βα­λε στη  Σοβιε­τι­κή Ενω­ση. Ο αγώ­νας και τα εγκαί­νια ανα­βλή­θη­καν για τρία χρό­νια, όσα χρειά­στη­κε ο κόκ­κι­νος στρα­τός για να στεί­λει τους φρί­τσι­δες σπί­τι τους. 

Τα πρω­τα­θλή­μα­τα Αγγλί­ας, Σκω­τί­ας, Βόρειας Ιρλαν­δί­ας διε­κό­πη­σαν όταν οι πρώ­τες βόμ­βες των Ναζί  έπε­σαν στο νησί. Συνε­χί­στη­καν όμως οι αγώ­νες μετα­ξύ των εθνι­κών ομά­δων των τριών χωρών. Μέσα από τα παι­χνί­δια οι άγγλοι εργα­ζό­με­νοι αντλού­σαν δύνα­μη και υπο­μο­νή.  Εν μέσω πολέ­μου, τον αγώ­να Σκω­τία – Αγγλία στη Γλα­σκώ­βη παρα­κο­λού­θη­σαν 130.000 θεατές. 

Στις 27 Αυγού­στου 1939 η Πολω­νία αντι­με­τώ­πι­σε την Ουγ­γα­ρία η οποία θεω­ρού­νταν ποδο­σφαι­ρι­κή υπερ­δύ­να­μη για την επο­χή. Η εφη­με­ρί­δα «Ψέγκλοντ Σπορ­τό­βι» βλέ­πο­ντας να έχουν υψω­θεί πάνω από την Ευρώ­πη σύν­νε­φα πολέ­μου, προ­α­νήγ­γει­λε τον αγώ­να με τον συμ­βο­λι­κό τίτλο: «έχου­με λίγες ελπί­δες, αλλά ετοι­μα­ζό­μα­στε να πολε­μή­σου­με». Τέσ­σε­ρις μέρες μετά, την 1η Σεπτεμ­βρί­ου 1939, τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα εισέ­βα­λαν στην Πολωνία. 

Στην Ιτα­λία τα πρω­τα­θλή­μα­τα διε­ξά­γο­νταν κανο­νι­κά για όσο διά­στη­μα τα στρα­τεύ­μα­τα του Μου­σο­λί­νι βρί­σκο­νταν στην επί­θε­ση. Το ίδιο συνέ­βαι­νε και στην Ισπα­νία όπου ο δικτά­το­ρας Φράν­κο απο­λάμ­βα­νε τη φιλία του με τα φασι­στι­κά καθεστώτα.

Στην Ελλά­δα τα τοπι­κά πρω­τα­θλή­μα­τα διε­κό­πη­σαν μετά την επί­θε­ση των Ιτα­λών στην Ήπει­ρο. Οι ηλι­κί­ες που ασχο­λού­νταν ενερ­γά με τον αθλη­τι­σμό, γεύ­ο­νταν πρώ­τες τα δει­νά του πολέ­μου. Δέκα χρό­νια δρά­σης έχα­σε η εθνι­κή Ελλά­δας. Εδω­σε τον τελευ­ταίο της αγώ­να  στις 25 Μαρ­τί­ου 1938 στην Βου­δα­πέ­στη με την Ουγ­γα­ρία για τα προ­κρι­μα­τι­κά του παγκο­σμί­ου κυπέλ­λου. Ο επό­με­νος αγώ­νας διε­ξή­χθη στις 23 Απρι­λί­ου 1948 στο γήπε­δο της λεω­φό­ρου Αλε­ξάν­δρας με αντί­πα­λο την Τουρ­κία. Επέ­ζη­σαν του πολέ­μου — αγω­νι­στι­κά και σωμα­τι­κά και έπαι­ξαν και στα δύο παι­χνί­δια, τρεις ποδο­σφαι­ρι­στές. Ο Κλε­άν­θης Βικε­λί­δης του Αρη Θεσ­σα­λο­νί­κης, ο Κλε­άν­θης Μαρό­που­λος της ΑΕΚ και ο Γιάν­νης Βάζος του Ολυμπιακού. 

Κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου διε­ξή­χθη­σαν ουκ ολί­γα ηρω­ι­κά παι­χνί­δια, με αντι­πά­λους ομά­δες των γερ­μα­νι­κών στρα­τευ­μά­των. Οι Ναζί  έβλε­παν στο ποδό­σφαι­ρο μία διέ­ξο­δο προ­κει­μέ­νου να απο­κτή­σουν συμπά­θειες και να βελ­τιώ­σουν  τη θέση τους απέ­να­ντι στους λαούς των κατε­χό­με­νων χωρών και κυρί­ως για να δια­τη­ρή­σουν την ψυχι­κή ηρε­μία των στρα­τιω­τών τους. 

Στις 9 Αυγού­στου 1942 διε­ξή­χθη στο Κίε­βο ο αγώ­νας που έμει­νε στην ιστο­ρία ως «ματς του θανά­του». Αντί­πα­λοι, η  ομά­δα Σταρτ, που απο­τε­λού­νταν κυρί­ως από ποδο­σφαι­ρι­στές της τοπι­κής Ντι­να­μό, με ομά­δα στρα­τιω­τών και αξιω­μα­τι­κών της Βέρ­μαχτ με την επω­νυ­μία Φλάι­κελφ.  Είχε προη­γη­θεί τρεις μέρες νωρί­τε­ρα αγώ­νας των δύο ομά­δων που βρή­κε νική­τρια τη Σταρτ με 5–1. Οι γερ­μα­νοί ζήτη­σαν ρεβάνς και  η ιστο­ρία λέει ότι απεί­λη­σαν τους αντι­πά­λους τους ότι αν νικού­σαν θα τους σκό­τω­ναν. Ηττή­θη­καν και στον δεύ­τε­ρο αγώ­να με 5–3.  Οι ποδο­σφαι­ρι­στές της Ντι­να­μό δεν πτο­ή­θη­καν. Η σοβιε­τι­κή ιστο­ρία έγρα­ψε ότι μετά τον αγώ­να οι Γερ­μα­νοί σκό­τω­σαν τέσ­σε­ρις ποδο­σφαι­ρι­στές. Εξω από το γήπε­δο της Ντι­να­μό στή­θη­κε μνη­μείο για να θυμί­ζει στους νεό­τε­ρους την επο­ποι­ία των ποδο­σφαι­ρι­στών, με την επι­γρα­φή: «η δόξα σας δεν θα ξεθω­ριά­σει στους αιώ­νες». Οι Ουκρα­νοί σήμε­ρα ισχυ­ρί­ζο­νται ότι οι τέσ­σε­ρις ποδο­σφαι­ρι­στές συμ­με­τεί­χαν στην αντί­στα­ση και συνε­λή­φθη­σαν τέσ­σε­ρις μέρες μετά τον αγώ­να στο εργο­στά­σιο αρτο­ποι­ί­ας που εργά­ζο­νταν και εκτε­λέ­στη­καν. Και στη μία και στην άλλη εκδο­χή, σημα­σία έχει ότι από τη νίκη των παι­κτών της Σταρτ επί των Ναζί, οι αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις αντλού­σαν δύνα­μη και θάρ­ρος,   μειώ­νο­ντας κατά πολύ τις μέρες του πολέ­μου και της φασι­στι­κής θηριωδίας. 

Η ελλη­νι­κή νεο­λαία και κατ’ επέ­κτα­ση οι αθλη­τές, έμε­λε να γρά­ψουν μία από τις λαμπρό­τε­ρες ιστο­ρί­ες της χώρας, κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου στην Αλβα­νία και την Κατο­χή. Την 28η Οκτω­βρί­ου με την κήρυ­ξη του πολέ­μου από την Ιτα­λία, όλες οι αθλη­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες στα­μά­τη­σαν. Οι αθλη­τές στο σύνο­λό τους επι­στρα­τεύ­τη­καν. Στα βου­νά της Αλβα­νί­ας πολέ­μη­σαν ηρω­ι­κά. Δίπλα – δίπλα ο επι­θε­τι­κός του Πανα­θη­ναϊ­κού Μίμης Πιερ­ρά­κος και ο τερ­μα­το­φύ­λα­κας του Ολυ­μπια­κού Αχιλ­λέ­ας Γραμ­μα­τι­κό­που­λος. Ο τερ­μα­το­φύ­λα­κας του ΠΑΟΚ Νίκος Σωτη­ριά­δης και ο συμπαί­κτης του Γιώρ­γος Βατί­κης. Ο οπι­σθο­φύ­λα­κας του Εθνι­κού Μήτσος Αϊντού­κο­βιτς. Εκτός του Γραμ­μα­τι­κό­που­λου οι υπό­λοι­ποι δεν επέ­στρε­ψαν από το μέτω­πο. Ο Ηρα­κλής έχα­σε τον Ιβά­νοφ ο οποί­ος υπήρ­ξε ένας εκ των κορυ­φαί­ων σαμπο­τέρ του πολέ­μου και τον αμυ­ντι­κό Χατζη­τσί­ρο. Ο Ολυ­μπια­κός τους Νίκο Μαλα­βέ­τα, Φάνη Σωτη­ρί­ου, Κυριά­κο Μαυ­ραν­τζού­λη. Η Κέρ­κυ­ρα τον Κάντα­ρο, η Θήβα τους Αφρά­τη, Καθε­νιώ­τη, Παπα­δη­μη­τρί­ου, η Προ­πο­ντί­δα τους Μπουρ­νο­βα­λή, Βερ­νέ­ζο, ο Παναι­τω­λι­κός τους Καμ­ζέ­λη, Αλε­ξά. Δεκά­δες άλλοι ποδο­σφαι­ρι­στές επέ­στρε­ψαν τραυ­μα­τί­ες από το μέτω­πο ή επέ­ζη­σαν στην Κατο­χή από χτυ­πή­μα­τα του εχθρού. Ο Γιάν­νης Παπα­ντω­νί­ου του Πανα­θη­ναϊ­κού και οι συμπαί­κτες του Ξένος, Απο­στο­λί­δης, Κοντο­γιάν­νης, ο Καζαν­τζό­γλου του Αττι­κού, ο Μακρά­κης του Εθνι­κού, ο Βαβά­νης της ΑΕΚ που τραυ­μα­τί­στη­κε στο Πόγρα­δετς, ο συμπαί­κτης του Χατζη­σταυ­ρί­δης που τραυ­μα­τί­στη­κε στο Τεπε­λέ­νι, ο  Γρη­γο­ρά­τος του Ολυ­μπια­κού που τραυ­μα­τί­στη­κε στην Κλει­σού­ρα. Ο Λεω­νί­δας Ανδρια­νό­που­λος κιν­δύ­νε­ψε να πεθά­νει από κρυοπαγήματα. 

Ατε­λεί­ω­τος ο κατά­λο­γος των αθλη­τών που έδω­σαν τη ζωή και την ψυχή τους για την πατρί­δα, όπως οι αθλη­τές του Ορφέα Ξάν­θης Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, του Πανελ­λη­νί­ου Λιά­σος Λια­σί­δης, του Ηρα­κλή Χρή­στος Νού­κας, του Πανελ­λη­νί­ου Αντώ­νης Μάγ­γος, της Λάρι­σας Στέ­λιος Δου­βής, Οι κολυμ­βη­τές Κατρο­δαύ­λης, Κου­ρα­χά­νης, Χαρί­τος, ο παλαι­στής Βαρ­θο­λο­μαί­ος, ο τενί­στας Σιφ­ναί­ος, ο Γυμνα­στής Ντι­νό­που­λος, ο πυγ­μά­χος Βενιέρης.

Ακό­μη χει­ρό­τε­ρα ήταν τα δει­νά για τους έλλη­νες αθλη­τές τον πρώ­το χρό­νο της Γερ­μα­νι­κής κατο­χής. Οι Ναζί κατά­σχε­σαν όλα τα δια­θέ­σι­μα ζωτι­κής σημα­σί­ας εμπο­ρεύ­μα­τα και βιο­μη­χα­νι­κά προ­ϊ­ό­ντα προ­κει­μέ­νου να τα στεί­λουν στη Γερ­μα­νία. Οι συνέ­πειες υπήρ­ξαν τρο­με­ρές κυρί­ως για τον πλη­θυ­σμό των μεγά­λων  πόλε­ων. Πολ­λά τα θύμα­τα μετα­ξύ των στρα­τιω­τών που επέ­στρε­ψαν από το  αλβα­νι­κό μέτωπο. 

Η έλλει­ψη ειδών πρώ­της ανά­γκης είχε ως απο­τέ­λε­σμα το ξέσπα­σμα λιμού τον χει­μώ­να του 1941–42, οπό­τε και υπο­λο­γί­ζε­ται πως 300.000 άνθρω­ποι έχα­σαν τη ζωή τους.  Το γεγο­νός αυτό υπήρ­ξε μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες ανθρω­πι­στι­κές τρα­γω­δί­ες κατά τη διάρ­κεια του Β΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Οι αντί­πα­λοι συνα­σπι­σμοί αντι­με­τώ­πι­σαν την τρα­γω­δία με αλλη­λο­κα­τη­γο­ρί­ες. Για τους Άγγλους υπαί­τιοι  ήταν οι Γερ­μα­νοί  που λεη­λά­τη­σαν τη χώρα, ενώ για τους Γερ­μα­νούς υπαί­τιοι ήταν οι Άγγλοι που εφάρ­μο­σαν στρα­τη­γι­κή απο­κλει­σμού εμπο­δί­ζο­ντας την ανθρω­πι­στι­κή βοή­θεια να φτά­σει στην Ελλάδα.

Να πως περι­γρά­φει στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του ο Σου­η­δός διπλω­μά­της και μέλος του Ερυ­θρού Σταυ­ρού στην Ελλά­δα, Πολ Μον, τη ζωή στην Αθή­να το Χει­μώ­να του 1941–1942:

«Η πόλη παρου­σί­α­ζε θέα­μα απελ­πι­στι­κό. Άντρες πει­να­σμέ­νοι, με τα μάγου­λα ρου­φηγ­μέ­να, σέρ­νο­νταν στους δρό­μους. Παι­διά, με όψη στα­χτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αρά­χνης, μάχο­νταν με τα σκυ­λιά γύρω στους σωρούς των σκου­πι­διών. Όταν το φθι­νό­πω­ρο του 1941 άρχι­σε το κρύο, οι άνθρω­ποι έπε­φταν στους δρό­μους από εξά­ντλη­ση. Τους μήνες εκεί­νου του χει­μώ­να σκό­ντα­φτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώ­μα­τα. Σε διά­φο­ρες συνοι­κί­ες της Αθή­νας οργα­νώ­θη­καν νεκρο­φυ­λά­κεια. Τα καμιό­νια της δημαρ­χί­ας έκα­ναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύ­ουν τους πεθα­μέ­νους. Στα νεκρο­τα­φεία τους σώρια­ζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβα­σμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζω­μέ­νος στους Έλλη­νες, είχε στομωθεί».

Τραυ­μα­τί­ες και ασθε­νείς αφέ­θη­καν στην τύχη τους. Στη Σωτη­ρία αργο­πέ­θαι­ναν τα καλύ­τε­ρα παι­διά της Ελλά­δας. Αθλη­τές έβγα­ζαν στο σφυ­ρί τα έπα­θλά τους για ένα κομ­μά­τι ψωμί. Η ΕΠΟ και ο ΣΕΓΑΣ που ασχο­λού­νταν τότε με το σύνο­λο των υπο­λοί­πων αθλη­μά­των, στα­μά­τη­σαν κάθε δρα­στη­ριό­τη­τα. Κι εκεί που η επί­ση­μη κρα­τι­κή πολι­τι­κή ήταν «ο σώζων εαυ­τόν σωθή­τω», ήρθε μια ομά­δα νεα­ρών πατριω­τών αθλη­τών να κάνει πρά­ξη αυτό που ο νομπε­λί­στας ποι­η­τής Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της περιέ­γρα­ψε παρα­στα­τι­κά στο «Αξιον Εστί» χρό­νια αργότερα: 

« Τις ημέ­ρες εκεί­νες έκα­ναν σύνα­ξη μυστικ τα παι­διά και λάβα­νε την από­φα­ση,  επειδ τα κακά μαντά­τα πλή­θαι­ναν στην πρω­τεύ­ου­σα, να βγουν έξω σε δρό­μους και σε πλα­τεί­ες, με το μόνο πρά­μα που τους είχε απο­μεί­νει: μια παλά­μη τόπο κάτω από τ’ ανοι­χτό που­κά­μι­σο, με τις μαύ­ρες τρί­χες και το σταυ­ρου­δά­κι του ήλιου. Όπου είχε κρά­τος κι εξου­σία Άνοιξη».

Στις δύσκο­λες εκεί­νες μέρες, όπου όλα τα έσκια­ζε η φοβέ­ρα και τα πλά­κω­νε η σκλα­βιά, μια ομά­δα αθλη­τών ίδρυ­σε την ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ η οποία ανέ­λα­βε την ευθύ­νη να σώσει τους αθλη­τές από την πεί­να και να ανε­βά­ζει τη διά­θε­ση του λαού για ζωή και αγώ­να. Είχε προη­γη­θεί η ίδρυ­ση του αθλη­τι­κού τμή­μα­τος του ΕΑΜ  νέων το οποίο απο­τε­λού­σαν ο δρο­μέ­ας αντο­χής Νίκος Νίτσας, ο πρω­τα­θλη­τής των 400 μ. Ηλί­ας Μισαη­λί­δης, ο δισκο­βό­λος και έκτος στους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες  Νίκος Σύλ­λας, ο μπα­σκε­τι­κός Νότης Μαστρο­γιάν­νης, ο επί­σης αθλη­τής του στί­βου Γρη­γό­ρης Βέλης, ο βαλ­κα­νιο­νί­κης στο άλμα εις μήκος Γιώρ­γος Ελευ­θε­ριά­δης, ο πέντε φορές βαλ­κα­νιο­νί­κης στο κοντά­ρι Γιώρ­γος Θάνος, ο επί­σης βαλ­κα­νιο­νί­κης Γιώρ­γος Καραγιώργος. 

Ας δού­με πως περι­γρά­φει ο αεί­μνη­στος αθλη­τής του Πανιω­νί­ου και επί πολ­λά χρό­νια πρό­ε­δρος του ΣΕΓΑΣ Ηλί­ας Μισαη­λί­δης την ίδρυ­ση της Ενω­σης Ελλή­νων Αθλη­τών, η οποία μέχρι και εφη­με­ρί­δα εξέ­δω­σε τα «Αθλη­τι­κά Νέα» με υπεύ­θυ­νο τον αθλη­τή Γιάν­νη Σκιαδά:

«Μετά την κατάρ­ρευ­ση του Μετώ­που, όλα στον τόπο μας ήταν μαύ­ρα. Πεί­να, φτώ­χεια, διώ­ξεις, εκτε­λέ­σεις ήταν η εικό­να που παρου­σί­α­ζε η χώρα μας. Ολες οι ομο­σπον­δί­ες έκλει­σαν, η αθλη­τι­κή κίνη­ση νέκρω­σε, αθλη­τές μας όπως ο Βερ­γί­νης πεθαί­νουν στη Σωτηρία. 

Κάποιοι έπρε­πε να ανα­λά­βου­με την πρω­το­βου­λία για να ζωντα­νέ­ψει η αθλη­τι­κή κίνη­ση της χώρας. Γίνε­ται ένα προ­σκλη­τή­ριο από τους αθλη­τές όλων των αγω­νι­σμά­των και ρίχνε­ται η ιδέα να ιδρυ­θεί ένα όργα­νο που θα αγκα­λιά­σει όλα τα αθλή­μα­τα και θα ανα­ζω­ο­γο­νού­σε τον αθλη­τι­σμό στη χώρα μας. Ετσι συστή­θη­κε τον Απρί­λιο του 1942 η ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ  που ήτα­νε και ο πρό­δρο­μος για την ίδρυ­ση μετέ­πει­τα της Γενι­κής Γραμ­μα­τεί­ας Αθλη­τι­σμού. Το Δ.Σ. απαρ­τί­ζα­νε οι Ρένος Φρα­γκού­δης (πρό­ε­δρος), Γρη­γό­ρης Λαμπρά­κης (αντι­πρό­ε­δρος), Ηλί­ας Μισαη­λί­δης (γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας) και μέλη οι Γ. Θάνου, Γ. Παλα­μιώ­της, Σ. Βελ­κό­που­λος, Γ. Μαρι­νά­κης, Β. Μαυ­ρα­πό­στο­λος, Ε. Χέλ­μης και Δαλιά­νης. Κοντά μας πλαι­σιώ­θη­καν σε διά­φο­ες επι­τρο­πές οι: Συμε­ω­νί­δης, Χατζη­σταυ­ρί­δης, Μαρό­που­λος, Τζα­νε­τής, Ζερ­βί­νης, Στε­φα­νά­κης, Τερ­ζό­που­λος, Μπί­ρης, Πετμε­ζάς, Καμπα­φλής, Στα­μα­τό­που­λος, Μαστρο­γιάν­νης, Οικο­νό­μου, Κρη­τι­κός, Ελευ­θε­ριά­δης, Λυμπε­ρό­που­λος κ.α.

Η πρώ­τη συνε­δρί­α­ση της ΕΕΑ έγι­νε στο Πανα­θη­ναϊ­κό Στά­διο. Στη συνέ­χεια φιλο­ξε­νη­θή­κα­νε στα σπί­τια του Γεωρ­γί­ου Μαρι­νά­κη και Ηλία Μισαη­λί­δη και τελι­κά φιλο­ξε­νη­θή­κα­νε στο ζαχα­ρο­πλα­στείο του Αντώ­νη Σκυ­λο­γιάν­νη (Μπε­νά­κη και Σόλω­νος γωνία). Μέσα σε αυτό το μαγα­ζί γρά­φτη­κε η ιστο­ρία της δρά­σης της ΕΕΑ μέχρι την απελευθέρωση. 

Ητα­νε το στέ­κι όλου του αθλη­τι­κού κόσμου, ποδο­σφαι­ρι­στών, αθλη­τών πάλης, άρσης βαρών, στί­βου, μπά­σκετ, πυγ­μα­χί­ας, βόλεϊ, ποδηλασίας. 

Το Δ.Σ. είχε να αντι­με­τω­πί­σει σοβα­ρό­τα­τα προ­βλή­μα­τα και μάλι­στα σε τρο­με­ρές συν­θή­κες. Για τη συγκέ­ντρω­ση χρη­μά­των πραγ­μα­το­ποιού­νται συναυ­λί­ες, ομι­λί­ες, θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις με Εθνι­κό περιε­χό­με­νο και με καλ­λι­τέ­χνες που συμ­με­τεί­χαν πρό­θυ­μα και με ενθου­σια­σμό στην προ­σπά­θειά μας όπως η Σοφία Βέμπο, η Νέζερμ, η Βασι­λειά­δου, ο Κου­να­ρί­δης, ο Τραϊ­φό­ρος, ο τενό­ρος Γιάν­νης Καμπά­νης, ο Του­φε­ξής, ο Κων­στα­ντά­ρας, η Ρένα Ντορ, ο Αυλω­νί­της, ο Κυρια­κός. Συναυ­λί­ες δόθη­καν στο ΠΑΛΛΑΣ και στο Αττι­κό, δωρεά από τον Σκού­ρα καθώς και εκδή­λω­ση στη Λυρι­κή Σκη­νή με τη μεγά­λη Μαρία Χαι­ρο­γιώρ­γου στο πιά­νο και ομι­λία της Σοφί­ας Σπα­νού­δη. Πάνω από 1.500 θεα­τές χει­ρο­κρό­τη­σαν τους καλ­λι­τέ­χνες. Όλα δε τα ποσά δια­θέ­το­νταν για την ενί­σχυ­ση των αθλητών».

Χέρι – χέρι οι άνθρω­ποι του αθλη­τι­σμού και του πολι­τι­σμού παρέ­δω­σαν τότε μαθή­μα­τα ανθρω­πιάς και ηρω­ι­σμού, αντι­κα­θι­στώ­ντας τα επί­ση­μα αθλη­τι­κά όργα­να, που είτε σίγη­σαν ή κι ακό­μη συνερ­γά­στη­καν με τον κατα­κτη­τή. Η δημιουρ­γία της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ και το έργο που επι­τέ­λε­σε για τη σωτη­ρία των αθλη­τών και την  ενθάρ­ρυν­ση του λαού στην αντί­στα­ση κατά του κατα­κτη­τή, απο­τε­λεί το σημα­ντι­κό­τε­ρο γεγο­νός στην ιστο­ρία του ελλη­νι­κού αθλη­τι­σμού. Ολες οι ενέρ­γειες της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ εξέ­φρα­ζαν στην πρά­ξη το νόη­μα των στί­χων του ποι­η­τή Κωστή Παλα­μά «η μεγα­λο­σύ­νη των λαών δεν μετριέ­ται με το στρέμ­μα, με της καρ­διάς το πύρω­μα μετριέ­ται και με το αίμα». 

Καθο­ρι­στι­κό ρόλο στην ίδρυ­ση της Ενω­σης έπαι­ξε ο σφαι­ρο­βό­λος Ηλί­ας Βερ­γί­νης ο οποί­ος ήταν άρρω­στος στη Σωτη­ρία με φυμα­τί­ω­ση όπως  οι Παντε­λέ­σκος, Φυκιώ­της, Λου­κό­που­λος, Τραυ­λός και πολ­λοί άλλοι. Ο Βερ­γί­νης ενη­μέ­ρω­σε την επι­τρο­πή νέων του ΕΑΜ που τον επι­σκέ­φτη­καν ότι είχε ιδρύ­σει από το 1930 την Ενω­ση Ελλή­νων Αθλη­τών στί­βου και μπο­ρού­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν το κατα­στα­τι­κό της. Το κατα­στα­τι­κό ανε­βρέ­θη­κε στο Πρω­το­δι­κείο, αφαι­ρέ­θη­κε η λέξη στί­βος για να εκφρά­ζει το σύνο­λο των αθλη­τών και η δρά­ση άρχι­σε: Ένα από τα ιδρυ­τι­κά μέλη της Ενω­σης Ελλή­νων Αθλη­τών, κεί­με­νο του οποί­ου έχου­με στα χέρια μας, δυστυ­χώς όμως χωρίς το όνο­μά του, έγρα­ψε χρό­νια αργότερα: 

«Αρχί­σα­με δει­λά — δει­λά να πηγαί­νου­με στο Πανα­θη­ναϊ­κό Στά­διο, φορού­σα­με τις αθλη­τι­κές μας στο­λές  και κάνα­με ελα­φρές προ­πο­νή­σεις. Φτιά­ξα­με επι­τρο­πές και ανα­πτύ­ξα­με μεγά­λη δρα­στη­ριό­τη­τα στον τομέα του επι­σι­τι­σμού. Δεν άργη­σε να έρθει κι η πρώ­τη μας επι­τυ­χία. Η στα­φί­δα. Ο καθέ­νας μας έπαιρ­νε μια ποσό­τη­τα και η μοι­ρα­σιά γινό­ταν στο σπί­τι του Νότη Μαστρο­γιάν­νη στο Παγκρά­τι, κάτω από τον Αγιο Σπυ­ρί­δω­να. Η επι­τυ­χία αυτή έγι­νε η αιτία να αρχί­σουν όλοι οι αθλη­τές στί­βου να συσπει­ρώ­νο­νται γύρω μας. Οι εμφα­νί­σεις μας στο Στά­διο συνε­χί­στη­καν λίγο πιο ζωη­ρές και με πλη­θώ­ρα αθλη­τών. Ο κόσμος μας έβλε­πε να προ­πο­νού­μα­στε και έλε­γε ή σκε­φτό­τα­νε. «η Ελλά­δα αναπνέει». 

Οι προ­σπά­θειές μας συνε­χί­στη­καν προς τις ντό­πιες και ξένες αρχές και σε λίγο κατα­φέ­ρα­με μεγά­λη νίκη. Συσ­σί­τιο. Μας προ­σκόλ­λη­σαν σε διά­φο­ρα συσ­σί­τια. Θυμά­μαι ότι μπο­ρέ­σα­με να βάλου­με σε συσ­σί­τια και τον κ. Κλε­άν­θη Παλαιο­λό­γο   κορυ­φαίο θεω­ρη­τι­κό του κλα­σι­κού αθλη­τι­σμού και του ολυ­μπι­σμού ο οποί­ος πει­νού­σε όπως όλοι οι τίμιοι έλλη­νες. Τώρα αρχί­σα­με να οργα­νώ­νου­με και αγώ­νες στί­βου, πάντα στο Καλ­λι­μάρ­μα­ρο. Ο κόσμος μας έβλε­πε να κάνου­με αγώ­νες και έλε­γε ή σκε­φτό­τα­νε: «Η Ελλά­δα μας ζει». Το γαλα­κτο­πω­λείο του Σκυ­λο­γιάν­νη είχε μετα­τρα­πεί σε κυψέ­λη δου­λειάς, ζυμώ­σε­ων, συσκέ­ψε­ων και απο­φά­σε­ων. Σε κάποια στιγ­μή μας πλη­σί­α­σαν οι ποδο­σφαι­ρι­στές. Η στα­φί­δα και το συσ­σί­τιο απο­τε­λού­σε μεγά­λο πόλο έλξης. Και πρώ­τα – πρώ­τα οι ποδο­σφαι­ρι­στές της ΑΕΚ με τον Τρύ­φω­να Τζα­νε­τή, και τον Κλε­άν­θη Μαρό­που­λο και από κοντά  ο Ξένος, ο Μάγει­ρας, ο Σέλ­τσι­κας, ο Παπα­δό­που­λος, ο Κρη­τι­κός του Παναθηναϊκού. 

Με βάση αυτούς τους παί­κτες προ­χω­ρή­σα­με στη συσπεί­ρω­ση των ποδο­σφαι­ρι­στών και άρχι­σαν ζυμώ­σεις για την οργά­νω­ση μιας ποδο­σφαι­ρι­κής συνά­ντη­σης Πανα­θη­ναϊ­κός – ΑΕΚ. Οι παρά­γο­ντες του αθλη­τι­σμού, οι διοι­κή­σεις των ομο­σπον­διών, της Ε.Ο.Α., είχαν εξα­φα­νι­στεί. Σε όλη αυτή την πορεία κανέ­νας παρά­γο­ντας δεν βρέ­θη­κε στο δρό­μο μας, ούτε για να μας βοη­θή­σει, ούτε να μας εμπο­δί­σει. Όταν άρχι­σε να γίνε­ται κου­βέ­ντα για ποδο­σφαι­ρι­κή συνά­ντη­ση ΠΑΟ – ΑΕΚ , ανη­συ­χή­σα­νε. Μαζεύ­τη­καν, τα κου­βέ­ντια­σαν και φυσι­κά απο­ρή­σα­νε «ποια είναι αυτή η Ενω­ση Ελλή­νων Αθλη­τών;». «Τι ζητά­ει στα χωρά­φια μας;». Ήτα­νε όμως αργά. Οι ποδο­σφαι­ρι­στές είχαν ενω­θεί μαζί μας, παίρ­να­νε στα­φί­δα, συσ­σί­τιο και οι πιο πολ­λοί είχαν εντα­χθεί στις γραμ­μές της ΕΠΟΝ. Ελά­τε κύριοι παρά­γο­ντες να τους πάρε­τε».

Ας δού­με πως περι­γρά­φει ο Κλε­άν­θης Μαρό­που­λος τον αγώ­να Πανα­θη­ναϊ­κός – ΑΕΚ ο οποί­ος εξε­λί­χθη­κε σε διαδήλωση:

«Απο­φα­σί­σα­με να γίνει αυτός ο αγώ­νας από τη μια για να μαζι­κο­ποι­ή­σου­με την Ενω­ση Ελλή­νων Αθλη­τών κι από την άλλη για να ενι­σχύ­σου­με με τις εισπρά­ξεις τούς φυμα­τι­κούς συνα­θλη­τές μας που έλιω­ναν στο Νοσο­κο­μείο ‘Σωτη­ρία’. O κόσμος, που είχε χρό­νια να δει ποδό­σφαι­ρο, γέμι­σε ασφυ­κτι­κά το γήπε­δο της Λεω­φό­ρου. Πάνω από 15.000 ήταν μέσα στο γήπε­δο, ενώ πολ­λοί έμει­ναν απ’ έξω. Οι δύο ομά­δες θα έπαι­ζαν με πλή­ρεις συν­θέ­σεις. Λίγο πριν τον αγώ­να, όπως είχα­με συμ­φω­νή­σει, φτιά­ξα­με μια επι­τρο­πή από ποδο­σφαι­ρι­στές και πήγα­με στο γρα­φείο του Από­στο­λο Νικο­λα­ΐ­δη, του πρό­ε­δρου του ΠΑΟ. Στην επι­τρο­πή ήταν ο Κρη­τι­κός από τον Πανα­θη­ναϊ­κό, ο Τζα­νε­τής κι εγώ. Ζητή­σα­με από τον Νικο­λα­ΐ­δη να μας δώσει ένα μέρος από τις εισπρά­ξεις, για να ενι­σχύ­σου­με τους φυμα­τι­κούς. Μας απά­ντη­σε ότι δεν ήταν δια­τε­θει­μέ­νος να κάνει κάτι τέτοιο και μάλι­στα μας ανα­κοί­νω­σε ότι διαι­τη­τής στον αγώ­να θα έπαι­ζε ένας Αυστρια­κός, αξιω­μα­τι­κός των δυνά­με­ων Κατο­χής. Μετά από την απά­ντη­ση εκεί­νη, εμείς απο­φα­σί­σα­με να μην παί­ξου­με. Αν το κάνα­με, θα ήταν σαν να συμ­φω­νού­σα­με με τους κατακτητές.
Βγή­κα­με στον αγω­νι­στι­κό χώρο και οι δύο ομά­δες μαζί, χαι­ρε­τί­σα­με τους φιλά­θλους, κι αντί ν’ αρχί­σου­με τον αγώ­να, ανε­βή­κα­με στις εξέ­δρες κι αρχί­σα­με να εξη­γού­με στον κόσμο τι ακρι­βώς είχε γίνει. Ο κόσμος δέχτη­κε τις εξη­γή­σεις μας. Αυτό που επα­κο­λού­θη­σε δεν μπο­ρού­σα­με να το φαντα­στού­με. Αγα­να­κτι­σμέ­νοι οι φίλα­θλοι όρμη­σαν στον αγω­νι­στι­κό χώρο και κυριο­λε­κτι­κά δεν άφη­σαν τίπο­τε όρθιο. Οι ξύλι­νες εξέ­δρες ξηλώ­θη­καν, τα δοκά­ρια ξερι­ζώ­θη­καν, συν­θή­μα­τα υπέρ των ποδο­σφαι­ρι­στών και κατά του Από­στο­λου Νικο­λα­ΐ­δη αλλά και της διοί­κη­σης του ΠΑΟ ακού­γο­νταν. Τα επει­σό­δια πήραν έκτα­ση και γρή­γο­ρα σχη­μα­τί­στη­κε αντι­φα­σι­στι­κή δια­δή­λω­ση, που έφτα­σε μέχρι την Ομό­νοια. Οι φίλα­θλοι-δια­δη­λω­τές δια­λύ­θη­καν μόνο με την εμφά­νι­ση των γερ­μα­νι­κών δυνά­με­ων Κατοχής…».

PODOSFAIRO

Την παρά­στα­ση και το ενδια­φέ­ρον των αθη­ναί­ων στην περί­ο­δο της Κατο­χής είχε κλέ­ψει μια ανε­ξάρ­τη­τη ομά­δα τα Πρά­σι­να Που­λιά, την οποία με πρω­το­βου­λία της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ είχαν δημιουρ­γή­σει γνω­στοί ποδο­σφαι­ρι­στές της επο­χής που είχαν απο­χω­ρή­σει από τις ομά­δες τους. Εδρα της είχε το γήπε­δο του Πανελ­λη­νί­ου και όταν αγω­νι­ζό­ταν γίνο­νταν το αδιαχώρητο. 

Οι έλλη­νες αθλη­τές μεθυ­σμέ­νοι με το αθά­να­το κρα­σί του εικο­σιέ­να, έγρα­ψαν σελί­δες δόξας και έδω­σαν δεκά­δες θύμα­τα στον αγώ­να ενά­ντια στον κατα­κτη­τή.  Ο Σπύ­ρος Κοντού­λης που επέ­στρε­ψε τραυ­μα­τί­ας από το αλβα­νι­κό μέτω­πο, γέν­νη­μα θρέμ­μα Κοκ­κι­νιώ­της και σέντερ χαφ της ΑΕΚ η οποία κατέ­κτη­σε τα δύο τελευ­ταία προ­πο­λε­μι­κά πρω­τα­θλή­μα­τα το 1939 και 1940, γαζώ­θη­κε από τους γερ­μα­νούς όταν πήδη­ξε από το καμιό­νι που τον πήγαι­νε στο θυσια­στή­ριο της Και­σα­ρια­νής. Ο   Σπύ­ρος Υπο­φά­ντης του Πανα­θη­ναϊ­κού έχα­σε το αρι­στε­ρό του πόδι από όλμο ο οποί­ος σκό­τω­σε την αδελ­φή του, τον γαμπρό του και το παι­δί τους, ο Ανα­μα­τε­ρός του Ολυ­μπια­κού σκο­τώ­θη­κε τον Δεκέμ­βρη του 44 όπως και οι ποδο­σφαι­ρι­στές του Εθνι­κού Αστέ­ρα Μανώ­λης Ψού­νης, Νίκος Κεχα­γιάς, Μιχά­λης Μεσά­δος, ο ποδο­σφαι­ρι­στής του Παναι­τω­λι­κού Κώστας Τάκος, ο δημο­σιο­γρά­φος και ποδο­σφαι­ρι­στής του ΟΦΗ Νικό­λα­ος Κατε­χά­κης και οι συμπαί­κτες του Νίκος Μαλ­τε­ζά­κης, Παντε­λής Παρα­σκευάς, ενώ σε στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης στη Γερ­μα­νία πέθα­νε ο αθλη­τής του ΟΦΗ Αγγε­λος Καμπά­νης.  Νεκρός στον πρώ­το βομ­βαρ­δι­σμό της Θεσ­σα­λο­νί­κης από τους γερ­μα­νούς έπε­σε επί­σης ο πρό­ε­δρος του Αρη Μάν­θος Ματ­θαί­ου, πατέ­ρας του αεί­μνη­στου μπα­σκε­τμπο­λί­στα Φαί­δω­να Ματ­θαί­ου, ενώ από ιτα­λι­κές βόμ­βες στην Πάτρα σκο­τώ­θη­καν οι ποδο­σφαι­ρι­στές της Πανα­χαϊ­κής Δημή­τρης Νιά­ρος και Ιωάν­νης Πυλαρινός. 

Προ­σπά­θεια της ΕΠΟ το 1943 να ανα­βιώ­σει τα πρω­τα­θλή­μα­τα στέ­φθη­κε με απο­τυ­χία. Αντί­θε­τα λαμ­βά­νουν χώρα μεμο­νω­μέ­νες ανα­με­τρή­σεις σε Αθή­να, Πει­ραιά, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Καλα­μά­τα και άλλες πόλεις. Τον Μάιο του 1943 διε­ξή­χθη στον Πει­ραιά το «Κύπελ­λο του Δημάρ­χου» με αντι­πά­λους στον τελι­κό τον Ολυ­μπια­κό και τον Πανα­θη­ναϊ­κό. Οι δύο ομά­δες ανα­με­τρή­θη­καν και στον τελι­κό των Χρι­στου­γέν­νων στο τέλος της ίδιας χρονιάς. 

Το 1943 διε­ξή­χθη κι ένας αγώ­νας ανά­με­σα στην ΕΠΟΝ Πει­ραιά και Αθή­νας στην οποία συμ­με­τεί­χαν κορυ­φαί­οι ποδο­σφαι­ρι­στές όπως ο Ανδρέ­ας Μου­ρά­της, ο Νίκος Γόδας του Ολυ­μπια­κού, ο Γαβρή­λος Γαζής του Πανα­θη­ναϊ­κού, ο Διο­νύ­σης Γεωρ­γά­τος του Ολυ­μπια­κού, ο Βασί­λης Πατι­νιώ­της του Εθνι­κού, ο Γιάν­νης Φερ­λέ­μης, ο Γιώρ­γος Κασί­κο­γλου, ο Δημή­τρης Καλί­τσης, ο Ηλί­ας Παπα­γε­ωρ­γί­ου και ο Γιάν­νης Καψής της ΑΕΚ, ο Αρι­στεί­δης Τσο­λα­κί­δης του Ατρόμητου. 

Ο Γόδας και ο Μου­ρά­της ήταν μετα­ξύ των μαχη­τών του ΕΛΑΣ Πει­ραιά στη μάχη της Ηλε­κτρι­κής στο Κερα­τσί­νι όπου με το όπλο στο χέρι δεν επέ­τρε­ψαν στους κατα­κτη­τές να ανα­τι­νά­ξουν το εργο­στά­σιο.   Εντε­κα ΕΛΑ­σί­τες έδω­σαν τη ζωή τους για να μην μεί­νουν η Αθή­να κι ο Πει­ραιάς στο σκο­τά­δι.  Ο Γόδας πιστός στις ιδέ­ες του εκτε­λέ­στη­κε το 1948 στο Λαζα­ρέ­το της Κέρ­κυ­ρας, ζητώ­ντας να φορέ­σει κατά την εκτέ­λε­ση τη φανέ­λα του Ολυ­μπια­κού. Δεν τον ενδιέ­φε­ρε ποιοι διοι­κού­σαν τότε τον Ολυ­μπια­κό και οι ιδέ­ες τις οποί­ες υπη­ρε­τού­σαν. Για εκεί­νον ιδέα ήταν η ομά­δα του. Ο Μου­ρά­της όταν το 1945 μετα­γρά­φη­κε από την Προ­ο­δευ­τι­κή στον Ολυ­μπια­κό, δεν απαί­τη­σε χρη­μα­τι­κά ανταλ­λάγ­μα­τα. Ζήτη­σε να κατα­στρέ­ψουν το φάκε­λό του. Ζήτη­σε εν ολί­γοις να ζήσει ελεύ­θε­ρος. Κι όπως είπε κάπο­τε ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, «άμα δεν έχεις δου­λειά  υπο­φέ­ρεις, αν όμως δεν έχεις ελευ­θε­ρία δεν λογί­ζε­σαι άνθρωπος». 

Ο Ανδρέ­ας Μου­ρά­της δεν έμα­θε γράμ­μα­τα. Εβγα­λε όμως το πανε­πι­στή­μιο της ζωής. Στο γήπε­δο κατέ­θε­τε ψυχή. Διώ­χθη­κε ως υπαί­τιος εξέ­γερ­σης των διε­θνών το 1953 επει­δή ως αρχη­γός της εθνι­κής ομά­δας απαί­τη­σε από την ΕΠΟ να εισπρά­ξουν οι παί­κτες τα οδοι­πο­ρι­κά τους. Δοξά­στη­κε ως ποδο­σφαι­ρι­στής, πέθα­νε φτω­χός. Εμει­νε όμως στην ιστο­ρία. Κι όπως είπε ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της μετά την απο­νο­μή του Νόμπελ σε συγκέ­ντρω­ση ομο­γε­νών στη Σου­η­δία «ταπει­νά εργά­στη­κα σ’ όλη μου τη ζωή. Και η μόνη αντα­μοι­βή που γνώ­ρι­σα πριν από τη σημε­ρι­νή, ήταν α’ ακού­σω από τους συμπα­τριώ­τες μου να με τρα­γου­δούν. Να τρα­γου­δούν το Αξιον Εστί».

«Ο αθλη­τι­σμός διδά­σκει έντι­μα να νικάς και με αξιο­πρέ­πεια να χάνεις» έλε­γε ο άλλος νομπε­λί­στας, ο Ερνέ­στο Χεμινγουέι. 

Κι οι αθλη­τές με τα πρη­σμέ­να πόδια που  στην περί­ο­δο της Κατο­χής δόξα­σαν την Ελλά­δα, θα είχαν ξεχα­στεί αν κάποιοι δημο­σιο­γρά­φοι, που επι­μέ­νουν  ότι ο αθλη­τι­σμός είναι πολι­τι­σμός, δεν θυμού­νταν κατά περιό­δους τις ένδο­ξες σελί­δες ιστο­ρί­ας που έγρα­ψαν στα βου­νά της Αλβα­νί­ας και τους δρό­μους των πόλεων. 

Δεν κάνουν όμως το ίδιο οι αθλη­τι­κές και ποδο­σφαι­ρι­κές ηγεσίες. 

Ούτε ενός λεπτού σιγή. Ούτε ένα μνη­μείο να κατα­θέ­σει ο απλός φίλα­θλος ένα λουλούδι. 

Γι’ αυτό και στις κερ­κί­δες των φανα­τι­κών δρουν σήμε­ρα ανε­ξέ­λεγ­κτα και επι­κίν­δυ­να για την ελευ­θε­ρία και τη δημο­κρα­τία οι ορα­μα­τι­στές του Χίτλερ, όπως στον πρό­σφα­το αγώ­να της εθνι­κής Ελλά­δας με την Εσθο­νία, όπου  πήγαν στο γήπε­δο μόνο εκεί­νοι που ήθε­λαν να κάψουν σημαί­ες άλλων κρα­τών και να εκφρά­σουν το μίσος τους για τους λαούς του κόσμου. 

«Είναι ευτυ­χής όποιος μελέ­τη­σε την ιστο­ρία, για­τί αυτός ούτε τους πολί­τες παρα­κι­νεί στην κατα­στρο­φή, ούτε ο ίδιος γίνε­ται άδι­κος» έγρα­ψε ο Ευριπίδης. 

Ο Γιάν­νης Γεωρ­γά­κης έκλει­σε την ομι­λία του με το παρα­κά­τω περι­στα­τι­κό: «Επι­τρέψ­τε μου να σας μετα­φέ­ρω και μία ιστο­ρία την οποία μου διη­γή­θη­κε πρό­σφα­τα ο Γιώρ­γος Δαρί­βας, ο άσος του Ολυ­μπια­κού και της εθνι­κής ομά­δας μετά τον πόλε­μο, ο οποί­ος υπη­ρέ­τη­σε τη θητεία του στη Μακρό­νη­σο επει­δή στου Ψυρ­ρή που έμε­νε πλα­κώ­θη­κε με έναν Χίτη. 

Το 1953 η Ελλά­δα αντι­με­τώ­πι­σε στο γήπε­δο της Λεω­φό­ρου Αλε­ξάν­δρας την Τουρ­κία για το κύπελ­λο ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου και νίκη­σε 3–1 με τρία γκολ του Δαρί­βα. Επει­δή οι δύο ομά­δες θα ανα­με­τριό­νταν και έπει­τα από δύο μέρες σε φιλι­κή συνά­ντη­ση, η ΕΠΟ έκρι­νε σωστό να δια­νυ­κτε­ρεύ­ουν οι παί­κτες σε ξενο­δο­χείο της Βουλιαγμένης. 

Την επο­μέ­νη το πρωί ενώ έκα­ναν περί­πα­το στην παρα­λία, τους κάλε­σε ο αρχη­γός της απο­στο­λής να παρα­τα­χθούν γρή­γο­ρα επει­δή έρχε­ται η βασί­λισ­σα. Παρα­τά­χτη­καν πάραυ­τα και πλη­σιά­ζει ένα αυτο­κί­νη­το από το οποίο κατε­βαί­νει η Φρειδερίκη. 

Η τότε βασί­λισ­σα τους συνε­χά­ρη για τη νίκη και την από­δο­σή τους. 

Όπως είθι­σται σε αυτές τις περι­πτώ­σεις κάποιος από την ομά­δα έπρε­πε να αντα­πο­δώ­σει τις φιλο­φρο­νή­σεις. Αρμο­διό­τε­ρος όλων είναι ο εκά­στο­τε αρχη­γός της εθνι­κής και επί του προ­κει­μέ­νου ο Αντρέ­ας Μου­ρά­της. Αγράμ­μα­τος ο Μου­ρά­της, κάθε φορά που έπρε­πε να κάνει δηλώ­σεις, συμ­βου­λεύ­ο­νταν τον φίλο και συμπαί­κτη του στον  Ολυ­μπια­κό Γιώρ­γο Δαρί­βα. Τον τελευ­ταίο τον σκου­ντά­ει όμως ο διπλα­νός του, ο Ιωάν­νου και του ψιθυ­ρί­ζει: “Αστον να δού­με τι θα πει”. Ο Μου­ρά­της πήρε το λόγο και μίλη­σε όπως ήξε­ρε κι από καρ­διάς: “Ακου να σου πω κυρά μου, εμείς πάντα έτσι ‘ξηγιό­μα­στε. Για την πατρί­δα τα δίνου­με όλα.

Οι πάντες, μηδέ εξαι­ρου­μέ­νης της Φρει­δε­ρί­κης, έπε­σαν κάτω από τα γέλια. 

Το ίδιο συνέ­βη και στην αίθου­σα, για­τί όλοι μας στα­θή­κα­με στο πρώ­το μέρος της προ­σφώ­νη­σης. Ετσι έχου­με δια­παι­δα­γω­γη­θεί. Το καλα­μπού­ρι είναι στην καρ­διά μας. 

Αδι­κή­σα­με όμως το δεύ­τε­ρο που είπε ο Μου­ρά­της, που είναι και το ουσιώ­δες. Για την πατρί­δα τα δίνου­με όλα.

Ο Μου­ρά­της πάντα έτσι ξηγιό­ταν, για να μιλή­σω από σεβα­σμό, τη γλώσ­σα του. Για την πατρί­δα σε ηλι­κία 18 ετών πολέ­μη­σε στη μάχη της Ηλεκτρικής.

Και κάτι τελευ­ταίο. Το 2004 που η εθνι­κή Ελλά­δας ανα­δεί­χτη­κε Πρω­τα­θλή­τρια Ευρώ­πης, αν ζού­σε ο Μου­ρά­της, είμαι βέβαιος ότι δεν θα φώνα­ζε “δεν θα γίνεις έλλη­νας ποτέ Αλβανέ”. 

Αν πίστευε ότι υπάρ­χουν ανώ­τε­ρες και κατώ­τε­ρες φυλές, το 1944 δεν θα πολε­μού­σε στη μάχη της Ηλε­κτρι­κής, αλλά θα θαύ­μα­ζε τον αρχη­γό της Άριας φυλής, όπως κάνουν σήμε­ρα ουκ ολί­γοι νοσταλ­γοί του Χίτλερ».

PODOSFAIRO2

Ν. Μπράτσος: «Οι αθλητές στάθηκαν όρθιοι»

Ο Ν. Μπρά­τσος ξεκί­νη­σε με την επι­σή­μα­ναν­ση της σημα­σία της «χρο­νι­κής στιγ­μής της εκδή­λω­σης, με την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Αθή­νας πίσω μας (12 Οκτώ­βρη) και την επέ­τειο γιορ­τα­σμού της Εθνι­κής Αντί­στα­σης (25 Νοεμ­βρί­ου – ημέ­ρα ανα­τί­να­ξης της γέφυ­ρας του Γορ­γο­πό­τα­μου το 1942) μπρο­στά μας». Επί­σης, σημεί­ω­σε ότι η εκδή­λω­ση γίνε­ται κοντά στη μαύ­ρη επέ­τειο της εκτέ­λε­σης του ποδο­σφαι­ρι­στή του ΟΣΦΠ Νίκου Γόδα (19/11/1948).

Στη συνέ­χεια είπε: Για­τί σήμε­ρα μας κάνει εντύ­πω­ση να συζη­τά­με το ρόλο του αθλη­τι­σμού στην αντί­στα­ση; Για­τί μεγά­λο μέρος της αθλη­τι­κής ειδη­σε­ο­γρα­φί­ας ανα­φέ­ρε­ται σε δια­φθο­ρά, σκάν­δα­λα, βία, κλπ.

Επί­σης ο χώρος του αθλη­τι­σμού και η δρά­ση νεο­φα­σι­στι­κών – ρατσι­στι­κών ομά­δων σε αυτόνμ στη σημε­ρι­νή επο­χή, επι­βάλ­λουν τη δια­τή­ρη­ση και μετα­λα­μπά­δευ­ση της ιστο­ρι­κής μνή­μης και στον τομέα αυτό και η διορ­γά­νω­ση της εκδή­λω­σης, δεί­χνει το δρό­μο. Άλλω­στε μόλις πριν λίγες ημέ­ρες στον αγώ­να της εθνι­κής Ελλά­δος με την εθνι­κή Εσθο­νί­ας, είχα­με τέτοια κρού­σμα­τα με ανάρ­τη­ση ναζι­στι­κών συμ­βό­λων όπως ο μαύ­ρος ήλιος των SS.

Πώς και για­τί υπήρ­ξε το έδα­φος για αθλη­τι­σμό στην κατο­χή; Να θυμη­θού­με για να κατα­νο­ή­σου­με καλύ­τε­ρα την περί­ο­δο, ότι προη­γή­θη­κε της κατο­χής (μεσο­πό­λε­μος) συστη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια αξιο­ποί­η­σης του αθλη­τι­σμού από Χίτλερ και Μου­σο­λί­νι, αλλά και του Μετα­ξά). Ο αθλη­τι­σμός επί κατο­χής δεν προ­έ­κυ­ψε από παρ­θε­νο­γέν­νε­ση, καθώς όλοι οι εμπλε­κό­με­νοι ήταν «παλιοί γνώριμοι».

Υπεν­θυ­μί­ζου­με το Μου­ντιάλ 1934 στην Ιτα­λία και τους Ολυ­μπια­κοί αγώ­νες στη Γερ­μα­νία το 1936. Συστη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια του φασι­στι­κού καθε­στώ­τος του Μου­σο­λί­νι και του ναζι­στι­κού καθε­στώ­τος του Χίτλερ, να περά­σουν μέσω του αθλη­τι­σμού αντι­λή­ψεις διαί­ρε­σης σε ανώ­τε­ρες και κατώ­τε­ρες φυλές, μέσω των επι­δό­σε­ων, αλλά και με μεγά­λα αθλη­τι­κά έργα, να δεί­ξουν ότι τα καθε­στώ­τα τους είναι λει­τουρ­γι­κά και αποτελεσματικά.

Η συμ­με­το­χή απο­στο­λών από ευρω­παϊ­κές χώρες στις φιέ­στες αυτές, έγι­νε λόγω της πολι­τι­κής εκτί­μη­σης των κυβερ­νή­σε­ών τους, ότι ο Χίτλερ απο­τε­λού­σε ανά­χω­μα στο ενδε­χό­με­νο επέ­κτα­σης της τότε ΕΣΣΔ. Η χιτλε­ρι­κή Γερ­μα­νία ζητού­σε (και πολ­λές απο­στο­λές το δέχτη­καν) να υιο­θε­τή­σουν το ναζι­στι­κό χαι­ρε­τι­σμό κατά τη διάρ­κεια της συμ­με­το­χής τους στις αθλη­τι­κές εκδηλώσεις.

Ήδη το μιλι­τα­ρι­στι­κό-φασι­στι­κό-ναζι­στι­κό ρεύ­μα στον αθλη­τι­σμό (μαζί και όσοι το ανέ­χο­νταν) και στον αντί­πο­δα, σημα­ντι­κό μέρος του δημο­κρα­τι­κού – αντι­φα­σι­στι­κού ρεύ­μα­τος στον αθλη­τι­σμό (στη­ρί­χθη­κε κυρί­ως από σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές και κομ­μου­νι­στι­κές δυνά­μεις), λει­τουρ­γού­σαν σε ξεχω­ρι­στές δομές και ομο­σπον­δί­ες από τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1920. Δεν είναι της παρού­σης να ανα­φερ­θού­με ανα­λυ­τι­κά  στο ρεύ­μα του «εργα­τι­κού αθλη­τι­σμού» (έτσι είχε ονο­μα­στεί) εκεί­νης της επο­χής, αλλά η ύπαρ­ξή του πριν το Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, ήταν το αντί­βα­ρο στη φασι­στι­κή προ­πα­γάν­δα μέσω του αθλητισμού.

Φυσι­κά υπήρ­ξαν και αθλη­τι­κά «Χαστού­κια» όπως από τον Τζέ­σε Όου­ενς (έγχρω­μος αθλη­τής ΗΠΑ) στην Ολυ­μπιά­δα του Βερο­λί­νου, αλλά και σε άλλες λιγό­τε­ρο γνω­στές περιπτώσεις. 

Επί­σης υπήρ­ξε κίνη­μα μποϊ­κο­τάζ της Ολυ­μπιά­δας του Βερο­λί­νου με διορ­γά­νω­ση της Λαϊ­κής Ολυ­μπιά­δας της Βαρ­κε­λώ­νης, που στην έναρ­ξή της ξέσπα­σε και ο ισπα­νι­κός εμφύ­λιος και δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε ποτέ. 

Οι Έλλη­νες αθλη­τές που ξεκί­νη­σαν για τη Βαρ­κε­λώ­νη, με την επι­στρο­φή τους διώ­χθη­καν από τη δικα­το­ρία του Μετα­ξά. Αυτός επι­χεί­ρη­σε να στή­σει φασι­στι­κές ομά­δες ποδο­σφαί­ρου με μέλη της ΕΟΝ  (εθνι­κή οργά­νω­ση νεο­λαί­ας – η φασι­στι­κή νεο­λαία του Μετα­ξά), ζήτη­σε τη διορ­γά­νω­ση παρε­λά­σε­ων με συμ­με­το­χή αθλη­τι­κών συλ­λό­γων και όσοι δεν πήραν μέρος γνώ­ρι­σαν διώ­ξεις με μετο­νο­μα­σί­ες (πχ η Προ­σφυ­γι­κή Ένω­ση μετο­νο­μά­στη­κε σε Μακε­δο­νι­κός στη Θεσσ­σα­λο­νί­κη),  αλλά και ο Αστέ­ρας Και­σα­ρια­νής (εκ των προ­γώ­νων του Εθνι­κού Αστέ­ρα) δια­λύ­θη­κε μετά την άρνη­σή του να πάρει μέρος στην παρέ­λα­ση-φιέ­στα του Μετα­ξά, ενώ έγι­ναν συγ­χω­νεύ­σεις και ασκή­θη­καν διά­φο­ρες πιέ­σεις σε διοι­κή­σεις συλλόγων.

Μετά τις κατα­κτή­σεις, για­τί ήταν ανε­κτι­κοί οι κατα­κτη­τές σε αθλη­τι­κές δραστηριότητες;

Επι­χεί­ρη­σαν να στή­σουν ελεγ­χό­με­νες αθλη­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες ώστε να δημιουρ­γή­σουν την ψευ­δαί­σθη­ση τη «κανο­νι­κό­τη­τας» στην καθη­με­ρι­νή ζωή των κατα­κτη­μέ­νων, για να μην σκέ­φτο­νται να απο­τι­νά­ξουν το ζυγό. Επι­χεί­ρη­σαν να περά­σουν ξανά την αντί­λη­ψη της ανώ­τε­ρης φυλής που αντα­να­κλα­ται μέσω των ανώ­τε­ρων επι­δό­σε­ων στον αθλη­τι­σμό. Επι­χεί­ρη­σαν να αξιο­ποι­ή­σουν τον αθλη­τι­σμό σαν εργα­λείο απο­προ­σα­να­το­λι­σμού και αποβλάκωσης.

Στον αντί­πο­δα, η αντί­στα­ση είδε την ευκαι­ρία που δίνει η δυνα­τό­τη­τα συγκέ­ντρω­σης μεγά­λου αριθ­μού ανθρώ­πων ως θεα­τών, άρα και η διευ­κό­λυν­ση της κάλυ­ψης για ανταλ­λα­γή πλη­ρο­φο­ριών και άλλες δρα­στη­ριό­τη­τες. Βεβαί­ως υπήρ­ξε και η παρά­με­τρος της ανύ­ψω­σης του ηθι­κού των κατα­κτη­μέ­νων όταν έβλε­παν ομά­δες απο­τε­λού­με­νες από δικά τους παιδιά.

Υπήρ­ξαν χώρες, όπως η Ουκρα­νία, που η συμ­με­το­χή ποδο­σφαι­ρι­στών σε πρω­τα­θλή­μα­τα επο­πτευό­με­να από τους ναζί, χάλα­σε τη σού­πα, εξευ­τέ­λι­σε αθλη­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά το Γ’ Ράιχ, ξεσή­κω­σε τον κόσμο και οδή­γη­σε σε διώ­ξεις των ηρώ­ων — αθλη­τών. Για οικο­νο­μία χρό­νου δεν θα ανα­φερ­θώ ανα­λυ­τι­κά στη γνω­στή ιστο­ρία της ομά­δας Σταρτ, που απο­τέ­λε­σε και πηγή έμπνευ­σης ται­νιών στα μετα­πο­λε­μι­κά χρόνια.

Ειδι­κά στη χώρα μας η πρώ­τη και βασι­κή μεγά­λη νίκη ήταν ότι οι αθλη­τές που συμ­με­τεί­χαν στις αθλη­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες της κατο­χι­κής περιό­δου, ήταν ότι στά­θη­καν όρθιοι και έπαι­ξαν σε μία χώρα που είχε θανά­τους από την πεί­να, που ο υπο­σι­τι­σμός κυριάρ­χη­σε τα χρό­νια της κατο­χής και οι συνέ­πειές του ήταν ορα­τές και κατε­γραμ­μέ­νες και στα πρώ­τα μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια. Για να το πού­με με ένα σύν­θη­μα: Μπά­λα και συσ­σί­τια, πάσες και μπο­μπό­τα. Σε αρκε­τές μαρ­τυ­ρί­ες τους ανα­φέ­ρο­νται οι εξα­ντλή­σεις την ώρα του αγώ­να και η πτώ­ση της από­δο­σής τους. Ήταν αγώ­νες στις οποί­ες το κύριο γνώ­ρι­σμο ήταν η ψυχή και όχι οι αθλη­τι­κές δυνατότητες.

Στοι­χεία από το Εθνι­κό Συμ­βού­λιο Διεκ­δί­κη­σης των Γερ­μα­νι­κών Οφει­λών για την Ελλά­δα: Nεκροί από πεί­να και σχε­τι­κές ασθέ­νειες 600.000, απώ­λειες από υπο­γεν­νη­τι­κό­τη­τα 300.000.

Με τα μέχρι σήμε­ρα δια­θέ­σι­μα στοι­χεία που έχω εντο­πί­σει, έχουν κατα­γρα­φεί τέσ­σε­ρις συνα­ντή­σεις κατα­κτη­τών-κατα­κτη­μέ­νων, μία στην Καλα­μά­τα όπου οι ναζί χάνουν και επι­διώ­κουν ρεβάνς με τα πολυ­βό­λα στη­μέ­να πίσω από το ελλη­νι­κό τέρ­μα για να μην υπάρ­ξει παρερ­μη­νεία για το ποιά θα ήταν η εξέ­λι­ξη αν δεν κέρ­δι­ζαν. Η δεύ­τε­ρη σε αγώ­να της Αχαϊ­κής με Ιτα­λούς, όπου ο καυ­γάς μετα­ξύ παι­κτών στην εξέ­λι­ξη του αγώ­να και ο φόβος εξω­α­γω­νι­στι­κών αντι­ποί­νων, οδη­γεί τους Έλλη­νες παί­κτες στη φυγή στο βου­νό και την έντα­ξη στην αντί­στα­ση, σύμ­φω­να με δηλώ­σεις στε­λέ­χους της ομά­δας στην εφη­με­ρί­δα Sportime το 1999. Ο παρά­γο­ντας της Αχαϊ­κής ονο­μα­ζό­ταν Βασί­λης Αση­μα­κό­που­λος και δυστυ­χώς, επει­δή είχα ψάξει να τον βρω, έφυ­γε πρό­ω­ρα από τη ζωή από τρο­χαίο, για να δώσει περισ­σό­τε­ρες πληροφορίες.

Το τρί­το περι­στα­τι­κό κατα­γρά­φει από στοι­χεία της ΠΕΑΕΑ ο Θανά­σης Κάπ­πος σε βιβλίο του και είναι ποδο­σφαι­ρι­κός αγώ­νας Ελλή­νων ενα­ντί­ον Γερ­μα­νών στο Λουτράκι.

Η τέταρ­τη περί­πτω­ση έρχε­ται από τη Σάμο, όπου ο  ερευ­νη­τής Νίκος Νόου, κατα­γρά­φει από τοπι­κά έντυ­πα,  τη δημιουρ­γία από τη νεο­λαία άτυ­πων ομά­δων , μετά το βομ­βαρ­δι­σμό της Λου­φτ­βά­φε στις 17 Νοέμ­βρη του 1943 και τη μεγά­λη φυγή των Σαμιω­τών προς την προ­σφυ­γιά στη Μέση Ανα­το­λή και την Αφρι­κή δια­μέ­σου Τουρ­κί­ας και Συρίας. 

Μάλι­στα σε αγώ­να Ελλή­νων με Ιτα­λούς φασί­στες που μετά τη συν­θη­κο­λό­γη­ση της Ιτα­λί­ας, είχαν μεί­νει στο πλευ­ρό των Γερ­μα­νών ναζί (οι περισ­σό­τε­ροι Ιτα­λοί είχαν πάει με την πλευ­ρά των συμ­μά­χων)  «στα περι­βό­λια υψώ­νο­νται ελλη­νι­κές σημαί­ες και οι κραυ­γές «αέρα αέρα», «πάνω τους λεβέ­ντες», δονούν την πολε­μι­κή ατμό­σφαι­ρα, μια χει­ρο­βομ­βί­δα σκά­ει στο ρέμα.

Τις επό­με­νες Κυρια­κές, οι Γερ­μα­νοί φρο­ντί­ζουν να στή­νουν πολυ­βό­λα στις τέσ­σε­ρες γωνιές του γηπέ­δου, ενώ οπλι­σμέ­να περί­πο­λα κάνουν την εμφά­νι­σή τους, μέσα και έξω από το γήπεδο.

Το ποδό­σφαι­ρο, καθώς μικραί­νουν οι νύχτες της γερ­μα­νι­κής κατο­χής και μεγα­λώ­νουν οι μέρες της ελπί­δας, δίνει τη δική του μάχη στον αγώ­να για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πατρί­δας. Είναι μέσο ψυχα­γω­γί­ας, αλλά και εθνι­κής αντί­στα­σης, τα περισ­σό­τε­ρα παι­διά είναι οργα­νω­μέ­να στις αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ.

Αλλά και με την απε­λευ­θέ­ρω­ση του νησιού μας το ποδό­σφαι­ρο εξα­κο­λου­θεί να απο­τε­λεί το μονα­δι­κό μέσο ψυχα­γω­γί­ας και να συναρ­πά­ζει τον κόσμο.

Επί­σης έχουν κατα­γρα­φεί μαρ­τυ­ρί­ες Ελλή­νων ποδο­σφαι­ρι­στών της επο­χής, ότι είχαν αντι­λη­φθεί ποδο­σφαι­ρι­κούς αγώ­νες μετα­ξύ των κατο­χι­κών δυνά­με­ων πχ ένας λόχος Ιτα­λών,  ενα­ντί­ον κάποιου άλλου. Επί­σης κατα­γρά­φο­νται φιλι­κοί αγώ­νες στην επαρ­χία, όπου μετα­ξύ των «επί­ση­μων» προ­σκε­κλη­μέ­νων είναι οι επι­κε­φα­λής των δυνά­με­ων κατο­χής και «οικο­δε­σπό­τες» τοπι­κές «αρχές» Ελλή­νων που συνερ­γά­ζο­νται με την κατο­χι­κή κυβέρνηση.

Ενδει­κτι­κή περί­πτω­ση της χρη­σι­μο­ποί­η­σης του αθλη­τι­σμού από την αντί­στα­ση, απο­τε­λεί το γεγο­νός που κατε­γρά­φη και ανα­φέρ­θη­κε σε ημε­ρί­δα για την Εθνι­κή Αντί­στα­ση που έγι­νε στο Κορω­πί, ότι η ποδο­σφαι­ρι­κή ομά­δα του Κεραυ­νού Κερα­τέ­ας, έδι­νε φιλι­κούς αγώ­νες με αθη­ναϊ­κά σωμα­τεία, τα οποία πήγαι­ναν στην Κερα­τέα, ακο­λου­θού­με­να από «φιλά­θλους» — «εκδρο­μείς»,  γεγο­νός που δεν κινού­σε τις υπο­ψί­ες των κατακτητών. 

Κατά τη διάρ­κεια του αγώ­να ο αριθ­μός των θεα­τών μειώ­νο­νταν, καθώς το έσκα­γαν στους αγρούς της περιο­χής, συνα­ντού­σαν συν­δέ­σμους της αντί­στα­σης που τους έκρυ­βαν στις σπη­λιές της Λαυ­ρε­ω­τι­κής, μέχρι να γίνει η κρυ­φή νυχτε­ρι­νή ανα­χώ­ρη­ση με τελι­κό προ­ο­ρι­σμό τη Μέση Ανα­το­λή και το συμ­μα­χι­κό στρα­τό. Είναι πιθα­νό η τοπι­κή ομά­δα να αγνού­σε πλή­ρως την εξέ­λι­ξη αυτή. Τα στοι­χεία εντό­πι­σε ο ερευ­νη­τής Γιώρ­γος Ιατρού (μαθη­μα­τι­κός) πετα­μέ­να σε σκου­πι­δο­τε­νε­κέ, μαζί με άλλα έγγρα­φα της τότε κοι­νό­τη­τας Κερατέας.

Αθλητισμός εκτός σωματείων 

Τα αετό­που­λα της Καλα­μά­τας (ξυπό­λη­τα με μπά­λα από κου­ρε­λό­πα­να σε «αγω­νι­στι­κό» χώρο χωμά­τι­νο με πέτρες). Στοι­χεία από συνέ­ντευ­ξη με αετό­που­λο που παρου­σί­α­σα στο ert.gr και το σύνο­λό της είναι μέσα στο και­νούρ­γιο βιβλίο μου για τον αθλη­τι­σμό, που έχει παρα­δο­θεί στον εκδο­τι­κό οίκο. Τα πιτσι­ρί­κια τα έβα­ζε η αντί­στα­ση να παί­ζουν μπά­λα με την εξής κατεύθυνση:

«Όταν ξέρα­με ότι σε κάποιο σπί­τι υπήρ­χαν μαζε­μέ­νοι για να συζη­τή­σουν αντι­στα­σια­κές δρα­στη­ριό­τη­τες και πλη­σί­α­ζε κάποιος συνερ­γά­της των Γερ­μα­νών, έπε­φτε σύρ­μα «πετάξ­τε έξω τη μπά­λα έρχε­ται ο ρου­φιά­νος». Έτσι σου­τά­ρα­με δήθεν άστο­χα και στέλ­να­με τη μπά­λα στην αυλή του σπι­τιού και ακο­λού­θως πηγαί­να­με να την πάρου­με. Έτσι κατα­λά­βαι­ναν ότι υπήρ­χε κίν­δυ­νος να εντο­πι­στούν και έπαιρ­ναν τα μέτρα τους. Στα­μα­τού­σαν φυσι­κά τις συζη­τή­σεις που έκαναν.

Κάνα­με και το ανά­πο­δο. Υπήρ­χε σπί­τι που μαζεύ­ο­νταν οι συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών, θυμά­μαι είχε και ένα πλού­σιο κήπο, με πορ­το­κα­λιές και άλλα δέντρα, με μπρό­κο­λα, λάχα­να, κλπ. Τότε σου­τά­ρα­με άστο­χα και στέλ­να­με τη μπά­λα στην αυλή, ώστε πηγαί­νο­ντας να τη μαζέ­ψου­με, να δού­με πόσοι και ποιοι ήταν, αν έπαιρ­νε και το αυτί μας τίπο­τα, για να το μετα­φέ­ρου­με στους μεγα­λύ­τε­ρους ΕΠΟΝίτες».

Επι­τρέψ­τε μου ένα σχό­λιο: Ξυπό­λη­τα, πει­να­σμέ­να παι­δά­κια, που έπαι­ζαν στο χώμα και τις πέτρες, με μπά­λα από κου­ρέ­λια, την κρί­σι­μη στιγ­μή που κιν­δύ­νευαν ζωές, δεν έχα­σαν ποτέ το ένα και μονα­δι­κό κρί­σι­μο σουτ. Σε αντί­θε­ση με ορι­σμέ­νους επαγ­γελ­μα­τί­ες του σήμε­ρα, με προ­πο­νη­τές, φυσιο­θε­ρα­πευ­τές, μασέρ, δια­τρο­φο­λό­γους, αγω­νι­στι­κό χώρο με χόρ­το με ειδι­κά παπού­τσια για φυσι­κό ή τεχνη­τό χορ­το­τά­πη­τα, που στην κρί­σι­μη στιγ­μή σημα­δεύ­ουν τα περι­στέ­ρια. Έτσι έγρα­ψα στη συγκε­κρι­μέ­νη συνέ­ντευ­ξη,  «Αετό­που­λα κατο­χής — Σύγ­χρο­νοι επαγ­γελ­μα­τί­ες: 1–0.

Η ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ (ίδρυ­ση το 1942) – ο σημα­ντι­κός της ρόλος

Αφού κάνου­με την εκδή­λω­ση στον Πει­ραιά, να πάμε στην Πει­ραϊ­κή όπου έμε­νε και να ξεκι­νή­σου­με με ένα από­σπα­σμα συν­πε­ντευ­ξης που μου είχε δώσει το 1994 ο Παντε­λής Γού­της (συνο­δοι­πό­ρος του Λαμπρά­κη στην απα­γο­ρευ­μέ­νη μαρα­θώ­νια πορεία ειρή­νης του 1963): «Με τον Λαμπρά­κη γνω­ρι­στή­κα­με τη δεκα­ε­τία του 1930 στον Πει­ραϊ­κό Σύν­δε­σμο. Οι δυο μας και ο αδελ­φός μου ήμα­σταν συνα­θλη­τές και ανα­πτύ­ξα­με μια φιλία η οποία επε­κτά­θη­κε και πέραν των αθλη­τι­κών χώρων. Όλοι οι αθλη­τές ήταν από φτω­χές οικο­γέ­νειες και έκα­ναν βαριές δου­λειές για να ζήσουν, π.χ. ο αδελ­φός μου δού­λευε στα καράβια.

Στην Κατο­χή,  οι αθλη­τές με επι­κε­φα­λής τον Λαμπρά­κη πήγαν στον κατο­χι­κό «πρω­θυ­πουρ­γό» Τσο­λά­κο­γλου και απαί­τη­σαν συσ­σί­τιο, παίρ­νο­ντας τελι­κά ένα φτω­χό συσ­σί­τιο σού­πας με καλα­μπο­κά­λευ­ρο και στα­φί­δες. Οι αθλη­τές μπή­καν από τους πρώ­τους στο ΕΑΜ. Συνε­δρί­α­ζαν μέσα στα απο­δυ­τή­ρια του στα­δί­ου και ο αδελ­φός μου, ο Κώστας, με έπαιρ­νε και κρά­τα­γα τσί­λιες, γι’ αυτό το θυμά­μαι καλά.  Μένα­με  τότε  στην  Κοκ­κι­νιά  και  ο αδελ­φός  μου ήταν γραμ­μα­τέ­ας του ΕΑΜ. Ο Λαμπρά­κης ερχό­ταν σπί­τι για ξεκού­ρα­ση, για­τί εκεί ήταν ελεύ­θε­ρη περιοχή».

Η Ένω­ση Ελλή­νων Αθλη­τών και ο Λαμπρά­κης (διορ­γά­νω­σαν αγώ­νες ποδο­σφαί­ρου και δευ­τε­ρευό­ντως και μπά­σκετ, με στό­χο την ανύ­ψω­ση του ηθι­κού των κατα­κτη­μέ­νων, αλλά και τη συγκέ­ντρω­ση βοή­θειας για ασθε­νείς αθλη­τές (θέρι­ζε η φυμα­τί­ω­ση), αλλά και τη διορ­γά­νω­ση λαϊ­κών συσ­σι­τί­ων Στους αγώ­νες αυτούς συμ­με­τεί­χαν και αθλη­τές άλλων αθλη­μά­των, όπως πχ οι παλαι­στές που έπαι­ξαν ποδό­σφαι­ρο, επει­δή αυτό ήταν δημο­φι­λές άθλη­μα, συγκέ­ντρω­νε κόσμο και άρα βοη­θού­σε στην υλο­ποί­η­ση των στό­χων της ΕΕΑ.

Μετα­ξύ των ιδρυ­τι­κών μελών της ΕΕΑ, μαζί με το Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη, ήταν ο πρω­τα­θλη­τής των δρό­μων ημια­ντο­χής Γιώρ­γος Καρα­γιώρ­γος, ο Βαλ­κα­νιο­νί­κης  Γιάν­νης Σκια­δάς, δρο­μέ­ας και μαχη­τής στην Αλβα­νία και εκδό­της της εφη­με­ρί­δας “Αθλη­τι­κά Νέα”, ο Ηλί­ας Μισαη­λί­δης, ο Γιώρ­γος Θάνος, ενώ ο πρό­ε­δρος της ΕΕΑ ήταν ο Ρένος Φρα­γκού­δης , Κύπριος αθλη­τής δρό­μων ταχύ­τη­τας , πανελ­λη­νιο­νί­κης και βαλκανιονίκης.

Τέτοιου τύπου διορ­γά­νω­ση ήταν η προ­σπά­θεια φιλι­κού αγώ­να ΠΑΟ-ΑΕΚ την άνοι­ξη του 1942 στη Λεω­φό­ρο. Η από­πει­ρα να ορι­στεί Αυστρια­κός διαι­τη­τής, άρα εμμέ­σως να απο­δε­χτούν την κυριαρ­χία των κατα­κτη­τών, αλλά και η άρνη­ση από πλευ­ράς της τότε διοί­κη­σης του ΠΑΟ της από­δο­σης μέρους των εισπρά­ξε­ων σε φυμα­τι­κούς αθλη­τές, οδη­γεί τους παί­κτες των δύο ομά­δων στην από­φα­ση να μην αγω­νι­στούν, να εξη­γή­σουν τους λόγους στους φιλά­θλους και ακο­λού­θως να γίνει ένα σημα­ντι­κό ξέσπα­σμα με μία μεγά­λη αντι­κα­το­χι­κή δια­δή­λω­ση με χιλιά­δες κόσμου (υπο­λο­γί­ζο­νται σε 15.000) που χρειά­στη­κε η κινη­το­ποί­η­ση των δυνά­με­ων κατο­χής για να κατα­φέ­ρουν να τη διαλύσουν.

Σε περιο­χές όπως η Και­σα­ρια­νή, με ισχυ­ρές δυνά­μεις της αντί­στα­σης, γίνε­ται εφι­κτή η πραγ­μα­το­ποί­η­ση αθλη­τών συναντήσεων.

Επι­ση­μαί­νου­με ότι τόσο η ΕΠΟ, όσο και ο ΣΕΓΑΣ εκεί­νης της επο­χής δεν έβλε­παν με καλό μάτι τις δρα­στη­ριό­τη­τες της Ε.Ε.Α. πιο εύκο­λα συνερ­γά­ζο­νταν με τους κατα­κτη­τές, παρά με την ΕΕΑ.

Ο ρόλος της ΕΠΟΝ στον κατο­χι­κό αθλη­τι­σμό από το 1943 και μετά

Όπως ανέ­φε­ρε η Γεωρ­γία Μαχαί­ρα πρό­ε­δρος της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών και Φίλων της ΕΠΟΝ (ΠΕΑΦΕ), που μας τιμά από­ψε με την παρου­σία της, σε συνέ­ντευ­ξή τη στο ert.gr: «Μέσα σε όλα, οι ΕΠΟ­Νί­τες δίνουν τη μάχη να υπάρ­ξει αθλη­τι­σμός, να κρα­τη­θεί η νεο­λαία στα γυμνα­στή­ρια και όχι στους τεκέ­δες, που θα βόλευε τον κατα­κτη­τή. Τους οποί­ους τεκέ­δες σε αρκε­τές περι­πτώ­σεις έσπα­σαν και έκλει­σαν οι ΕΠΟΝίτες.
Τα γυμνα­στή­ρια γίνο­νται «κρυ­φά σχο­λειά» και κέντρα απε­λευ­θε­ρω­τι­κής δρά­σης, αφού η μαζι­κό­τη­τα που εξα­σφα­λί­ζουν, διευ­κο­λύ­νει τη μαζι­κή δρά­ση. «Γερό κορ­μί, γερό μυα­λό», είναι ένα από τα συν­θή­μα­τα των ΕΠΟΝιτών».

Η ΕΠΟΝ φτιά­χνει ομά­δες, δίνει αγώ­νες και παράλ­λη­λα πρέ­πει να τονί­σου­με ότι οι αθλη­τι­κοί χώροι της επο­χής δεν ήταν όλοι λει­τουρ­γι­κοί, αφού σε αρκε­τές περι­πτώ­σεις οι κατα­κτη­τές τους έχουν επι­τά­ξει και τους χρη­σι­μο­ποιούν για απο­θή­κες, για γκα­ράζ, ή για όποια άλλη δρα­στη­ριό­τη­τα μπο­ρεί να φαντα­στεί κανείς.
Στο λεκα­νο­πέ­διο η ΕΠΟΝ έχει δημιουρ­γή­σει ποδο­σφαι­ρι­κές ομά­δες στην Αθή­να και τον Πει­ραιά, με συμ­με­το­χές γνω­στών αθλη­τών της επο­χής: Μίμης Απο­στο­λό­που­λος (ΟΣΦΠ), Βασί­λης Παντι­νιώ­της (Εθνι­κός), Αρι­στεί­δης Τσο­λα­κί­δης (Ατρό­μη­τος), Ηλί­ας Παπα­γε­ωρ­γί­ου (ΑΕΚ), Νίκος Γόδας (ΟΣΦΠ), Γιάν­νης Φερ­λε­μής (ΟΣΦΠ), Γιάν­νης Καψής (ΑΕΚ), Ανδρέ­ας Μου­ρά­της (ΟΣΦΠ), Διο­νύ­σης Γεωρ­γά­τος (ΟΣΦΠ), Γιώρ­γος Κασί­σο­γλου (Εθνι­κός). 

Αντι­στα­σια­κή δρά­ση Ελλή­νων αθλητών

Εκτός της αγω­νι­στι­κής δρά­σης μέσα στο γήπε­δο, ο πάν­δη­μος χαρα­κτή­ρας της Αντί­στα­σης (πλην των μαύ­ρων εξαι­ρέ­σε­ων των συνερ­γα­τών των δυνά­με­ων κατο­χής) απο­τυ­πώ­νε­ται στη συμ­με­το­χή σε εξω­α­γω­νι­στι­κές δρά­σεις και συχνά και τις θυσί­ες αθλη­τών που συμ­με­τεί­χαν σε αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις. Αθλη­τές συμ­με­τέ­χουν σε μάχες με την ιδιό­τη­τα του μαχη­τή του ΕΛΑΣ (Νίκος Γόδας του Ολυ­μπια­κού  στη Μάχη της Ηλε­κτρι­κής, εκτε­λέ­στη­κε το 1948), μαζί του και ο Ανδρέ­ας Μου­ρά­της, ο Μιχά­λης Ανα­μα­τε­ρός του Ολυ­μπια­κού που σκο­τώ­θη­κε στη μάχη των Εξαρ­χεί­ων το Δεκέμ­βριο του 1944. Ο Κώστας Λιά­ρος, ποδο­σφαι­ρι­στής και κολυμ­βη­τής του Απόλ­λων Καλα­μα­ριάς (ομά­δα που έδι­νε αγώ­νες στην κατο­χι­κή περί­ο­δο) εντά­χθη­κε στον ΕΛΑΣ, όπως και ο Πάνος Αλε­ξάς του Παναι­τω­λι­κού (εκτε­λέ­στη­κε το 1949 στα πέτρι­να χρό­νια του εμφυ­λί­ου και της μετεμ­φυ­λια­κής περιό­δου). Επί­σης ομάδες όπως η Τόλ­μη Περι­στε­ρί­ου, ο Παναρ­κα­δι­κός, καθώς και σωμα­τεία σε πόλεις της περι­φέ­ρειας, χάνουν παί­κτες από εκτε­λέ­σεις που προ­έ­κυ­ψαν μετά από συλ­λή­ψεις σε μπλό­κα, ή από απευ­θεί­ας κατα­δό­σεις των αθλη­τών τους για τις εξω­α­γω­νι­στι­κές αντι­στα­σια­κές τους δρά­σεις. Αθλη­τές γίνο­νται σαμπο­τέρ όπως ο Γεώρ­γιος Ιβα­νόφ και πολ­λοί άλλοι συμ­με­τέ­χουν σε αυτό το πάν­θε­ον των αθλη­τών – ηρώων.
Επί­σης ο
Αντώ­νης Καστρι­νός, ο πιο σημα­ντι­κός προ­ε­δρος της Δόξας Δρά­μας, υπήρ­ξε αξιω­μα­τι­κός της Εθνι­κής Αντίστασης.

Το μέγ­θος της ομά­δας στην οποία ανή­κε ο κάθε αθλη­τής που είχε ανά­μι­ξη στην αντί­στα­ση, έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στη διά­σω­ση της ιστο­ρι­κής μνή­μης, λόγω του μεγά­λου αριθ­μού φιλά­θλων που είχε. Δεν έχουν κατα­γρα­φεί και αμφι­βάλ­λω αν ποτέ θα γίνει εφι­κτό, το σύνο­λο των αντι­στα­σια­κών δρά­σε­ων είτε αθλη­τών έξω από τους αγω­νι­στι­κούς χώρους, είτε συλ­λο­γι­κά με συμ­με­το­χή του σωμα­τεί­ου, σε πανελ­λα­δι­κή κλί­μα­κα – ανα­φέ­ρο­μαι κυρί­ως στην περι­φέ­ρεια και όχι τόσο στα μεγά­λα αστι­κά κέντρα. Τόσο η ελλει­πής δυνα­τό­τη­τα πλη­ρο­φό­ρη­σης εκεί­νων των χρό­νων, όσο και τα πέτρι­να μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια δυσκό­λε­ψαν σημα­ντι­κά το έργο αυτό.
Παράλ­λη­λα οι πηγές της «προ­φο­ρι­κής ιστο­ρί­ας», μιας τάσης ανα­ζή­τη­σης και κατα­γρα­φής προ­σω­πι­κών μαρ­τυ­ριών, που τα τελευ­ταία χρό­νια γνω­ρί­ζει άνθη­ση, δεν είναι πάντα απο­λύ­τως αξιό­πι­στη μέθο­δος, αφού άλλες φορές ξεχνιού­νται από τον συνε­ντευ­ξια­ζό­με­νο σημα­ντι­κές λεπτο­μέ­ρειες που θα βοη­θού­σαν τον ιστο­ρι­κό ερευ­νη­τή και άλλες φορές υπερ­με­γεν­θύ­νο­νται θεμα­τι­κές, δυσκο­λεύ­ο­ντας τον προ­σα­να­το­λι­σμό της έρευνας.

Ελπί­δα μας είναι, με εργα­λεία εκδη­λώ­σεις σαν τη σημε­ρι­νή και την κατάλ­λη­λη επι­κοι­νω­νια­κή της δια­χεί­ρι­ση να δώσου­με το ερέ­θι­σμα σε τοπι­κές κοι­νω­νί­ες, που πάντα έχουν στο εσω­τε­ρι­κό τους δημιουρ­γι­κούς ανθρώ­πους και αστεί­ρευ­τες δυνά­μεις, να συμ­βάλ­λουν απο­φα­σι­στι­κά με νέα στοιχεία.

Στα πλαί­σια αυτά, της έρευ­νας στην περι­φέ­ρεια, είχα την εμπει­ρία να κατα­γρά­ψω το ρόλο του Νίκου Πολυ­κρά­τη, μικρα­σιά­τη πρό­σφυ­γα στην Πάτρα και εξαι­ρε­τι­κού επι­θε­τι­κού του Ολυ­μπια­κού Πατρών, που ανδρα­γά­θη­σε στο αλβα­νι­κό μέτω­πο, ενώ στην κατο­χι­κή περί­ο­δο με το ψευ­δώ­νυ­μο Καπε­τάν Νική­τας, έγι­νε ο εφιάλ­της Γερ­μα­νών και δοσί­λο­γων στην Αχα­ΐα, με σει­ρά κατορ­θω­μά­των. Τον Οκτώ­βριο του 2015 κατά τη διάρ­κεια της παρου­σί­α­σης στην Πάτρα του βιβλί­ου μου «Αθλη­τι­σμός και Κοι­νω­νι­κά Κινή­μα­τα», δια­τύ­πω­σα την πρό­τα­ση και την επα­να­λαμ­βά­νω και τώρα, όταν επι­τέ­λους γίνουν οι απα­ραί­τη­τες παρεμ­βά­σεις για να ξανα­λει­τουρ­γή­σει το γήπε­δο των Προ­σφυ­γι­κών στην Πάτρα, να πάρει τιμη­τι­κά το όνο­μα του Νίκου Πολυ­κρά­τη – Καπε­τάν Νική­τα. Έχα­σε τη ζωή του στη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου πολέ­μου, όπου ήταν μαχη­τής του ΔΣΕ και μέλος του ΚΚΕ, όταν πυρο­βο­λή­θη­κε καθώς έβγαι­νε για να παρα­δο­θεί από το σημείο που είχε περικυκλωθεί.

Θυσί­ες και στον ελλη­νοϊ­τα­λι­κό πόλεμο

Ο Σπύ­ρος Κοντού­λης της ΑΕΚ τον Ιού­νιο του 1944 σκο­τώ­θη­κε από τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα Κατο­χής, στην προ­σπά­θεια του να απο­δρά­σει από το φορ­τη­γό που τον μετέ­φε­ρε για εκτέ­λε­ση από τις φυλα­κές Χαϊ­δα­ρί­ου στο σκο­πευ­τή­ριο της Καισαριανής.
Ο Ολυ­μπια­κός Βόλου με τους «ερυ­θρό­λευ­κους» να θρη­νούν τρία παλι­κά­ρια τους, τον
Κυριά­κο Μαυ­ραν­τζού­λη στην μάχη της Κλει­σού­ρας και τους Νίκο Μαλα­βέ­τα και Φάνη Σωτη­ρί­ου, που βρή­καν το θάνα­το στη διάρ­κεια της κατοχής.
O
Δημή­τρης Πιερ­ρά­κος του Πανα­θη­ναϊ­κού που έπε­σε στις 18 Νοεμ­βρί­ου 1940 στη Διποταμιά.
Ο τερ­μα­το­φύ­λα­κας του ΠΑΟΚ, 
Νίκος Σωτη­ριά­δης που έπε­σε στις 28 Ιανουα­ρί­ου 1941, στο ύψω­μα της Τσέ­ρο­βας, στην Κλεισούρα,.
Ο
Γιώρ­γος Βατί­κης ποδο­σφαι­ρι­στής του ΠΑΟΚ που έπε­σε στον Μορά­βα στις 17 Νοεμ­βρί­ου 1940. 

Ποδό­σφαι­ρο και στα προ­σφυ­γι­κά στρατόπεδα

Πάνω από 30.000 Έλλη­νες (στην πλειο­ψη­φία τους νησιώ­τες) βρέ­θη­καν πρό­σφυ­γες αρχι­κά στην Τουρ­κία και ακο­λού­θως στη μέση Ανα­το­λή και την Αφρι­κή. Στους προ­σφυ­γι­κούς καταυ­λι­σμούς κατα­γρά­φο­νται αγώ­νες τόσο μετα­ξύ τους, όσο και με γηγε­νείς πλη­θυ­σμούς, όσο και με άλλες εθνι­κό­τη­τες προ­σφύ­γων. Οι καταυ­λι­σμοί είχαν συγκρο­τη­θεί ανά εθνι­κό­τη­τα και μιλά­με πάντα για ποδό­σφαι­ρο αλά­νας και όχι κάποια επί­ση­μη ή συγκρο­τη­μέ­νη διαδικασία.

Επί­λο­γος: Το παζλ της ιστο­ρί­ας πρέ­πει να συμπλη­ρω­θεί, για­τί ακό­μα λεί­πουν πολ­λά. Έτσι η σημε­ρι­νή εκδή­λω­ση ας μην θεω­ρη­θεί σαν ένα τιμη­τι­κό κλεί­σι­μο αυτής της περιό­δου, αλλά σαν μία σέντρα για να παί­ξου­με στο γήπε­δο της ανά­δει­ξης θεμά­των που έχουν να κάνουν με την κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση και ιστο­ρία του αθλητισμού».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο