Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μεροκάματο του τρόμου…

Μια ται­νία που είδα για πρώ­τη φορά όταν ήμουν πολύ μικρός _στα 10 μου (και με σημά­δε­ψε βαθιά εκεί­νη την επο­χή): ταυ­τό­χρο­να είναι μια φρά­ση, που έχει πια μπει στο καθη­με­ρι­νό μας λεξι­λό­γιο: η διαρ­κής ανα­μέ­τρη­ση με το μερο­κά­μα­το του τρό­μου, φέρ­νο­ντας στην επι­φά­νεια τις συν­θή­κες “στί­βου μάχης” που επι­κρα­τούν για χιλιά­δες εργα­ζό­με­νους, που εργά­ζο­νται με τις σχέ­σεις εργα­σί­ας — λάστι­χο, απο­κα­λύ­πτο­ντας τις δια­χρο­νι­κές ευθύ­νες των κυβερ­νή­σε­ων πλη­ρώ­νουν με το αίμα τους οι εργα­ζό­με­νοι.

Πρό­κει­ται για κατά­στα­ση που απο­τε­λεί ένα ακό­μη κρι­τή­ριο ψήφου _ειδικά για τη νεο­λαία, “μαυ­ρί­ζο­ντας” κόμ­μα­τα, κυβερ­νή­σεις και παρα­τρε­χά­με­νους \ πρό­θυ­μους που μετέ­τρε­ψαν τους χώρους δου­λειάς σε καρ­μα­νιό­λες και στη­ρί­ζο­ντας απο­φα­σι­στι­κά το ΚΚΕ.

Το “μερο­κά­μα­το” ήταν τότε μια από τις πιο ακρι­βές ται­νί­ες του γαλ­λι­κού κινη­μα­το­γρά­φου! Διε­θνές Grand Prix στο Φεστι­βάλ των Καν­νών το 1953 και Βρα­βείο Καλύ­τε­ρου Ηθο­ποιού για τον Charles Vanel, αυτό το τρο­με­ρό θρί­λερ επα­να­λαμ­βά­νει το κολα­σμέ­νο ταξί­δι τεσ­σά­ρων κολα­σμέ­νων τυχο­διω­κτών σε δύο φορ­τη­γά γεμά­τα με νιτρο­γλυ­κε­ρί­νη! Είναι επί­σης ένας προ­βλη­μα­τι­σμός για την αξιο­πρέ­πεια της ανθρώ­πι­νης δου­λειάς, ένα μυθι­στό­ρη­μα που έχει ταξι­δέ­ψει σε όλο τον κόσμο, αυτό του Georges Arnaud! Ένα βιβλίο αίμα­τος, ιδρώ­τα και θανάτου…

Μια ανθρώ­πι­νη και δρα­μα­τι­κή ται­νία της 10ετίας του 1950 με 500 χιλιό­με­τρα χαο­τι­κούς δρό­μους, περι­στα­τι­κά στη δια­δρο­μή και ένα μπά­νιο γεμά­το πετρέ­λαιο! Η σκη­νο­θε­σία του Henri-Georges Clouzot δια­τη­ρεί μια κολ­λώ­δη ατμό­σφαι­ρα με μια ιστο­ρία που μας αρπά­ζει αμέ­σως από τα σπλά­χνα! –και μας τα ξερι­ζώ­νει. Ανά­με­σα στις στρο­φές προς δια­πραγ­μά­τευ­ση και ένα κρε­σέ­ντο τρο­με­ρά βαριάς ατμό­σφαι­ρας, η ται­νία δια­σχί­ζε­ται από σκλη­ρά και άγρια ​​τοπία! σε ένα αρι­στούρ­γη­μα σκλη­ρό­τη­τας και μού­χλας, κανείς δεν θα ξεχά­σει τη σκη­νή, σε μια λίμνη λαδιού, ενός μαύ­ρου και “παχύρ­ρευ­στου” Vanel! Τέτοια είναι η ποι­η­τι­κή του μισθο­λο­γι­κού κινδύνου…

Παρά μια ελα­φρώς υπερ­βο­λι­κά μεγά­λη εισα­γω­γή που προ­σπα­θεί να φτά­σει στην ουσία του θέμα­τος, το “μερο­κά­μα­το” μας κρα­τά σε αγω­νία σε όλη τη διάρ­κεια της χάρη σε ένα σχε­δόν αφό­ρη­το σασπένς, που ξεκι­νά μόλις οι πρω­τα­γω­νι­στές βάλουν το πρώ­το πόδι στο φορ­τη­γό και τελειώ­νει μόνο στο τέλος της. Μπαί­νου­με τόσο μέσα που ιδρώ­νου­με σχε­δόν όσο και οι χαρα­κτή­ρες και είναι δύσκο­λο να μην έχου­με λίγη ταχυκαρδία …

Μια επί­και­ρη ται­νία που αντα­πο­κρί­νε­ται στο όνο­μά της, αγχω­τι­κή, τρο­μα­κτι­κή ‑αγω­νία είναι η λέξη που θα την καθό­ρι­ζε καλύ­τε­ρα με χαρα­κτή­ρες της διπλα­νής πόρ­τας, τις συνή­θειές τους, τις φιλί­ες, τους έρω­τές τους… Αλλά πάνω απ’ όλα τη δυστυ­χία τους, την ανία τους και τη θανα­τη­φό­ρα πλευ­ρά. Για­τί το να μεί­νεις εκεί σημαί­νει να πεθάνεις.

Και μετά Κλα­κέ­τα !! είναι τέσ­σε­ρις, φεύ­γουν με τα δύο φορ­τη­γά και εκεί… έπαι­νος της βρα­δύ­τη­τας… Προ­φα­νώς, ο Clouzot έχει κατα­λά­βει τα πάντα, τα πάντα, τα απο­λύ­τως όλα… Μόλις βγει αυτό το πρώ­το φορ­τη­γό, μόλις βγει από το στρα­τό­πε­δο… βλέ­που­με τα λάστι­χα να κινού­νται πολύ αργά, δεν υπάρ­χει τίπο­τα, κανέ­να εμπό­διο, τίπο­τα. .. και ξέρου­με ήδη ότι θα υπο­φέ­ρου­με… Το πλά­νο εξό­δου πρέ­πει να διαρ­κέ­σει 30–40 δευ­τε­ρό­λε­πτα, όπου απλά βλέ­που­με αυτό το φορ­τη­γό σε μια στα­τι­κή βολή να προ­χω­ρά… και έχει ήδη τελειώ­σει, είναι όλοι νεκροί, η νεκρώ­σι­μη πορεία μπο­ρεί να ξεκινήσει.

Το γεγο­νός ότι φεύ­γεις με δύο φορ­τη­γά είναι απλά υπέ­ρο­χο! Υπο­ψιά­ζε­σαι ότι το φορ­τη­γό του Montand, που είναι ο ήρω­ας, θα πάει πιο μακριά από το άλλο… εναλ­λάσ­σεις από­ψεις, προ­σθέ­τεις άγχος, αλλά στο τέλος… δένε­σαι και με άλλους δύο “πιλό­τους”.

Και βλέ­που­με αυτόν τον γεν­ναίο που δεν φοβό­ταν τίπο­τα, έναν πραγ­μα­τι­κό σκλη­ρό που χτυ­πά­ει μέχρι θανά­του και το χει­ρό­τε­ρο είναι ότι σε οποια­δή­πο­τε ται­νία θα ήταν ένας βαρε­τός χαρα­κτή­ρας, σε ένα σενά­ριο βάρος, αλλά εδώ…

Είναι φυσιο­λο­γι­κό να φοβό­μα­στε… δεν είμα­στε άνθρω­ποι αν –έστω και ατρό­μη­τοι δεν φοβόμαστε.

Henri-Georges Clouzot

Ξεκι­νώ­ντας την κινη­μα­το­γρα­φι­κή του καριέ­ρα ως σενα­ριο­γρά­φος, ο Henri-Georges Clouzot (1907 – 1977) σκη­νο­θέ­της, σενα­ριο­γρά­φος και παρα­γω­γός, δημιουρ­γός κλα­σι­κών ται­νιών του γαλ­λι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, μετα­πή­δη­σε στη σκη­νο­θε­σία και το 1943 πρω­το­δια­κρί­θη­κε με την ται­νία Le corbeau (Το Κορά­κι) που απα­γο­ρεύ­τη­κε από τις γερ­μα­νι­κές δυνά­μεις κατο­χής και κατα­κρί­θη­κε από (μέρος) της αντί­στα­σης. Έγι­νε διε­θνώς γνω­στός με το Μερο­κά­μα­το του τρό­μου και εδραιώ­θη­κε με το “Οι δια­βο­λο­γυ­ναί­κες _1955”, αλλά η συνε­χής κακή υγεία του προ­κά­λε­σε μεγά­λα κενά στην παρα­γω­γή και αρκε­τά έργα εγκα­τα­λεί­φθη­καν (ένα, το “Σε ζηλεύω _1994”, γυρί­στη­κε στη συνέ­χεια από τον Claude Chabrol). Οι ται­νί­ες του είναι συνή­θως αδυ­σώ­πη­τα θρί­λερ αγω­νί­ας, παρό­μοια με του Άλφρεντ Χίτσκοκ αλλά με πολύ λιγό­τε­ρη ανά­λα­φρη ανακούφιση.

(σσ.)
Το Le Corbeau με πρω­τα­γω­νι­στές τους Πιερ Φρε­νέ, Μισε­λίν Φραν­σί και Πιερ Λαρ­κέ, ανα­φέ­ρε­ται σε μια –άγνω­στη, γαλ­λι­κή πόλη όπου αρκε­τοί λαμ­βά­νουν ανώ­νυ­μες επι­στο­λές από κάποιον που υπο­γρά­φει ως “Κορά­κι _Corbeau” που περιέ­χουν συκο­φα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, ιδί­ως με στό­χο έναν για­τρό τον Rémy Germain, που κατη­γο­ρεί­ται για παρο­χή υπη­ρε­σιών άμβλω­σης _ πέρα από το ότι είχε σχέ­ση (προ­σφι­λές θέμα του Clouzot), με τη Laura Vorzet, την όμορ­φη νεα­ρή σύζυ­γο ηλι­κιω­μέ­νου ψυχιάτρου.

Το μυστή­ριο γύρω από τα γράμ­μα­τα κλι­μα­κώ­νε­ται τελι­κά σε βία. Είχε παρα­χθεί από την Continental Films, μια γερ­μα­νι­κή εται­ρεία που ιδρύ­θη­κε στην αρχή της Κατο­χής στη Γαλ­λία και απα­γο­ρεύ­τη­κε μέχρι το 1969. Το 1951 ο Otto Preminger, έκα­νε ένα remake ως The 13th Letter (Το 13o γράμμα)

Ο Alfred Hitchcock θεώ­ρη­σε τον Clouzot πολύ σοβα­ρό αντί­πα­λο για τον τίτλο του Master of Suspense και το Ψυχώ (1960) _λένε, πως το έκα­νε επει­δή σκό­πευε ειδι­κά να ξεπε­ρά­σει τις «Les Diaboliques» Οι δια­βο­λο­γυ­ναί­κες (1955).

Ο θεί­ος του Clouzot, Henri, ιδιο­κτή­της ενός μου­σεί­ου τέχνης του Παρι­σιού, του Palais Galliera, δημιούρ­γη­σε αυτό που θεω­ρεί­ται η πρώ­τη έκθε­ση για την τέχνη του κινη­μα­το­γρά­φου, με εξο­πλι­σμό, σχέ­δια, σενά­ρια και κοστού­μια, το 1924.

Το μερο­κά­μα­το του φόβου (1977), remake του William Friedkin είναι αφιε­ρω­μέ­νο στον Clouzot.

_          (Γρά­φει ο ίδιος)
Ξεκί­νη­σα ως editor, κάτι που είναι πολύ σημα­ντι­κό. Είμαι πάντα στην αίθου­σα μοντάζ. Νομί­ζω ότι δεν μπο­ρείς να δημιουρ­γή­σεις σωστά αν δεν είσαι μοντέρ. Έχω πάντα το κόψι­μο στο μυα­λό μου… κοι­τά­ζω το ρολόι μου και λέω ότι είναι καλό για είκο­σι δευ­τε­ρό­λε­πτα και όχι περισσότερο.

Όπως στο σημείο εκκί­νη­σης για το La prisonnière (1968)] Στο Manon (Μανόν 1949) ήταν η υπερ­πλή­ρης σκη­νή του τρέ­νου. Ξεκί­νη­σα με αυτό. Και αυτή τη φορά ξεκί­νη­σα με το τέλος της εικό­νας, την παραί­σθη­ση, τον εφιάλ­τη. Ξεκί­νη­σα με το όνει­ρο και έφτια­ξα την εικό­να για το όνει­ρο. Αλλά είναι πολύ δύσκο­λο να πού­με από πού προ­έρ­χε­ται μια εικό­να. Θυμά­στε τη σκη­νή στο Le corbeau όπου το φως πήγαι­νε εδώ κι εκεί; Έκα­να σκι και έπε­σα κάτω και ξάπλω­σα εκεί για πέντε λεπτά. Είδα τη σκιά να πηγαί­νει στο χιό­νι πέρα δώθε και ήξε­ρα ότι έπρε­πε να γρά­ψω μια σκη­νή που να χρη­σι­μο­ποιού­σε αυτή την εικό­να. Από το ασπρό­μαυ­ρο του χιο­νιού σκέ­φτη­κα την αιω­ρού­με­νη λάμπα. Έτσι ποτέ δεν ξέρεις πώς έρχε­ται μια εικόνα.

Στο L’enfer (1964) όλα ξεκί­νη­σαν με την αϋπνία. Είχα αυτή την ιδέα, που ήταν να δρα­μα­το­ποι­ή­σω το συναί­σθη­μα του άγχους που έχω κάθε βρά­δυ και που με κρα­τά­ει ξύπνιο. Έγρα­ψα μια θερα­πεία 50 σελί­δων. Λοι­πόν, γρή­γο­ρα συνει­δη­το­ποί­η­σα, αφού τελεί­ω­σα δυστυ­χώς αυτές τις 50 σελί­δες, ότι ήταν αρκε­τά εύκο­λο να μετα­δο­θεί στο κοι­νό ότι ένας χαρα­κτή­ρας μπο­ρεί να έχει δέκα εμμο­νές, αλλά δεν μπο­ρείς να μοι­ρα­στείς αυτές τις εμμο­νές σε δύο ώρες, επει­δή χρειά­ζο­νται δέκα χρό­νια για να δηλη­τη­ριά­σεις το πρό­σω­πο. Υπάρ­χει μια ημι­πα­θο­λο­γι­κή πλευ­ρά της ται­νί­ας. Ο κεντρι­κός χαρα­κτή­ρας είναι σε παθο­λο­γι­κή κατά­στα­ση, αλλά υπάρ­χουν πολ­λές στιγ­μές που είναι φυσιολογικός.

Επα­νέρ­χο­μαι στο La prisonnière:Ήθελα αυτή η εικό­να να είναι αφό­ρη­τη. Νομί­ζω ότι η κακία είναι κάτι αφό­ρη­το και πρέ­πει να το αντέ­ξου­με. Δεν μπο­ρείς να φαντα­στείς τι είναι η κακία αν είναι υπο­φερ­τή. Για μένα είναι κόλα­ση, πραγ­μα­τι­κά. Ήθε­λα να νιώ­θουν οι θεα­τές έτσι. Μου αρέ­σει ο κόσμος να ντρέ­πε­ται όσο εκεί­νο το κορίτσι.

Miquette et sa mère (1950) _σσ. ένα είδος “Remake” της ομώ­νυ­μης του 1934: Είναι εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λο να προ­σαρ­μό­σεις μια ελα­φριά κωμω­δία που δημιουρ­γή­θη­κε για τη σκη­νή, χωρίς να χρειά­ζε­ται να την επα­νε­ξε­τά­σεις εντε­λώς. Για μένα αυτό ήταν το όλο πρό­βλη­μα με αυτήν την ται­νία. Από τη στιγ­μή που κάποιος προ­σπα­θεί να μετα­φέ­ρει στον κινη­μα­το­γρά­φο μια ουσια­στι­κή ιδιό­τη­τα του θεά­τρου ‑δηλα­δή τη στε­νή συνερ­γα­σία θεα­τή και ηθο­ποιού- βρί­σκε­ται μπρο­στά σε ένα εξαι­ρε­τι­κά βαθύ χαντά­κι. Και εγώ, για παρά­δειγ­μα, δεν βρή­κα τη γέφυ­ρα απα­ραί­τη­τη για να τη διασχίσω.

(Άλφρεντ Χίτσκοκ)
Τον θαυ­μά­ζω πολύ και κολα­κεύ­ο­μαι όταν κάποιος συγκρί­νει μια ται­νία μου με τη δική του.

Το μερο­κά­μα­το του τρό­μου (πρω­τό­τυ­πος τίτλος Le salaire de la peur ‑αγγλι­κά Wages of Fear (1953) υπήρ­ξε πρω­το­πο­ρια­κή δρα­μα­τι­κή ται­νία γαλ­λο-ιτα­λι­κής παρα­γω­γής σε σκη­νο­θε­σία Henri-Georges Clouzot (Ανρί-Ζωρζ Κλου­ζό) και σενά­ριο των Κλου­ζό και Τζε­ρόμ Τζε­ρο­νί­νι βασι­σμέ­νο στην ομώ­νυ­μη νου­βέ­λα του 1950 του Ζωρζ Αρνό.
Πρω­τα­γω­νι­στού­σε πλειά­δα σπου­δαί­ων ηθο­ποιών, αν και συνή­θως ανα­φέ­ρο­νται μόνο οι Yves Montand \ Υβ Μοντάν ως Mario Livi — Véra Clouzot \ Βέρα Κλου­ζό ως Linda και δευ­τε­ρευό­ντως ο μεγά­λος Charles Vanel Σαρλ Βανέλ ως M. Jo

Ανα­φέ­ρου­με ενδει­κτι­κά τους Folco Lulli, Peter van Eyck, William Tubbs, Grégoire Gromoff.

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ πριν λίγες μέρες, με τίτλο “Μερο­κά­μα­το του Τρό­μου: Το συντα­ρα­κτι­κό φιλμ του Κλου­ζό που απο­γεί­ω­σε τον Ιβ Μοντάν” παρου­σιά­ζει κάποιες πλευ­ρές της ται­νί­ας … (σε τίτλους Τα αρπα­χτι­κά και ο Ιβ Μοντάν ^ Η περι­πέ­τεια των γυρι­σμά­των ^ Το σενά­ριο μιας κολα­σμέ­νης δια­δρο­μής ^ Αλλη­γο­ρι­κή λάσπη ^ Αδρε­να­λί­νη ^ Ο Ιβ και η λογο­κρι­σία κλπ.

Καταρ­χήν ται­νία = βασι­κά, σκηνοθεσία_

Πολύ πρό­σφα­τα, κάποιος αμε­ρι­κά­νος σκη­νο­θέ­της και κρι­τι­κός έγρα­ψε σχετικά:

Βλέ­πο­ντας πώς το δια­δι­κτυα­κό μάθη­μα που παρα­κο­λου­θώ για τον κινη­μα­το­γρά­φο της δεκα­ε­τί­ας του ’70 οδή­γη­σε ανα­πό­φευ­κτα πιο κοντά σε μια διά­λε­ξη για μια ται­νία του σκη­νο­θέ­τη του Χόλι­γουντ που υπε­ρέ­χει όλων των άλλων διά­ση­μων wunderkind εκεί­νης της δεκα­ε­τί­ας, όχι μόνο από την άπο­ψη της καθα­ρής κινη­μα­το­γρα­φι­κής δεξιο­τε­χνί­ας, (και, ναι, μιλάω για Coppola, Scorsese, Allen, Altman… ονο­μά­στε οποιον­δή­πο­τε από αυτή τη διά­ση­μη ομά­δα και θα ισχυ­ρι­στώ “Phhfftt! Καλύ­τε­ρα!” ) — δηλα­δή, εκεί­νος ο μεγά­λος σύγ­χρο­νος υπαρ­ξι­στής William Friedkin !! Γουί­λιαμ Φρί­ντ­κιν — με το θαυ­μα­στι­κό για την υπαρ­ξια­κή του μαε­στρία να πρέ­πει να είναι εκεί­νος ο αινιγ­μα­τι­κός πυρο­βο­λι­σμός στο The French Connection, ενι­σχύ­ο­ντας την ιδέα της αδυ­σώ­πη­της ται­νί­ας του Popeye Doyle που δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται ποτέ, με τον χαρα­κτή­ρα κολ­λη­μέ­νο για πάντα στο έμμο­νο καθαρ­τή­ριο του (αγνο­ώ­ντας την όχι κακή αλλά αναμ­φι­σβή­τη­τα κατώ­τε­ρη συνέ­χεια του John Frankenheimer που συνέ­χι­σε την κατα­δί­ω­ξη, μια ται­νία με την οποία ο Φρί­ντ­κιν εύλο­γα δεν ήθε­λε καμία σχέ­ση) – και τον έντο­νο καυ­στι­κό –σαν το κεντρί της σφή­κας Σισυ­φαίο μύθος που βρί­σκει τέσ­σε­ρις διε­θνείς χαρα­κτή­ρες σε φυγή κολ­λη­μέ­νους σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό καθαρ­τή­ριο (ενι­σχυ­μέ­νο από μια επι­βλη­τι­κή παρ­τι­τού­ρα Tangerine Dream, ένα από τα σπου­δαιό­τε­ρα τους), μια καυ­τή κόλα­ση της Νότιας Αμε­ρι­κής που κατα­κλύ­ζε­ται από μια αμε­ρι­κα­νι­κή εται­ρεία πετρε­λαί­ου που εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται φρι­κτά τους ντό­πιους, από το 1977 με το όνο­μα Sorcerer, που απο­φά­σι­σα – έχο­ντας δει την ται­νία ήδη περισ­σό­τε­ρες από δώδε­κα φορές (είναι η τέλεια ται­νία για να παρου­σιά­σω οποιον­δή­πο­τε καλε­σμέ­νο στο σπί­τι μου ως έναν τρό­πο να επι­δεί­ξω την εντυ­πω­σια­κή εμφά­νι­ση του συστή­μα­τος προ­βο­λής του σπι­τιού μου), αντ’ αυτού απο­φά­σι­σα για­τί να μην εκμε­ταλ­λευ­τώ την ευκαι­ρία να επι­στρέ­ψω και να ξανα­δού­με το γαλ­λι­κό κλα­σι­κό του οποί­ου το αρι­στούρ­γη­μα του Friedkin είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα ριμέικ (που όχι μόνο τα πήγε καλά στο box office, αλλά ήταν έτσι κι αλλιώς μια τερά­στια επιτυχία).

Έχω δει το “Μερο­κά­μα­το του τρό­μου _Wages of Fear” μόνο μία φορά στο παρελ­θόν, ίσως πριν από τριά­ντα χρό­νια, σε VHS και θυμά­μαι ότι δεν με τρά­βη­ξε ιδιαί­τε­ρα η ται­νία (ίσως λόγω του γεγο­νό­τος ότι ήμουν ήδη κολ­λη­μέ­νος στο “Sorcerer” και βαρέ­θη­κα όλους αυτούς τους Γάλ­λους στα φεστι­βάλ κινη­μα­το­γρά­φου που μου έλε­γαν πόσο καλύ­τε­ρο ήταν το “Wages”)… οπό­τε σκέ­φτη­κα ότι ήταν και­ρός να δώσω επι­τέ­λους την τιμη­τι­κή του στο ίδιο σύστη­μα προ­βο­λής στο σπίτι.

Και πρέ­πει να πω… η εκτί­μη­σή μου έχει βελ­τιω­θεί δρα­στι­κά. Ενώ το πρω­τό­τυ­πο μπο­ρεί να έχει περισ­σό­τε­ρη γοη­τεία με την παρου­σία της όμορ­φης συζύ­γου του σκη­νο­θέ­τη Κλου­ζό, Βέρα Κλου­ζό, ως το ντό­πιο κορί­τσι η Λίντα, ως ερω­τι­κό ενδια­φέ­ρον του πρω­τα­γω­νι­στή της ται­νί­ας, του Γάλ­λου σού­περ σταρ Υβ Μοντάν (αυτό το βαθύ­τα­τα ασυμ­βί­βα­στο εκεί­νη την επο­χή), ο σκη­νο­θέ­της Clouzot κατα­φέρ­νει ακό­μα να δημιουρ­γή­σει μια πραγ­μα­τι­κή αίσθη­ση ενός καθαρ­τη­ρί­ου, ενός έρη­μου περι­βάλ­λο­ντος ιδρώ­τα και βρω­μιάς όπου η κακή τύχη και οι σκιε­ρές πρά­ξεις έχουν αφή­σει τους αινιγ­μα­τι­κούς πρω­τα­γω­νι­στές μας εγκλω­βι­σμέ­νους στην κόλα­ση της ζού­γκλας, με τη μόνη τους τελευ­ταία ελπί­δα να είναι αν μπο­ρεί να επι­βιώ­σει μετα­φέ­ρο­ντας ένα φορ­τη­γό νιτρο­γλυ­κε­ρί­νης στους επι­κίν­δυ­νους, δρό­μους για να σώσει ένα κοί­τα­σμα πετρε­λαί­ου που καί­γε­ται, και στη συνέ­χεια θα δοθούν περά­σμα­τα στην κόλα­ση από την απρό­σω­πη μονο­λο­θι­κή εται­ρεία πετρελαίου.

Ακό­μη περισ­σό­τε­ρο από το Sorcerer, το αντι­μο­νο­πω­λια­κό, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό μήνυ­μα προς τις ΗΠΑ να ηχεί αρκε­τά εντυ­πω­σια­κά, με … την κατα­δί­κη των δια­φη­μί­σε­ων της «Coca Cola» διά­στι­κτη με ιδρώ­τα και βρω­μιά (και πάλι, δεν απο­τε­λεί έκπλη­ξη, καθώς είναι μια γαλ­λι­κή ται­νία, από ένα έθνος πάντα με μια στά­ση περι­φρό­νη­σης με το δάχτυ­λο προς την Αμε­ρι­κή, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι εμμο­νι­κό στη σαγη­νευ­τι­κή μεγα­λο­πρέ­πεια της χώρας Τραμπ | Μάι­ντεν… ενώ υπο­κρι­τι­κά είναι μια χώρα της οποί­ας η ηγε­σία είναι εξί­σου εκμε­ταλ­λεύ­τρια της παγκό­σμιας εργα­τι­κής τάξης και ακο­λου­θεί παρό­μοια κατα­στρο­φι­κές νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρες πολι­τι­κές που ο λαός τους επι­τρέ­πει να συμβούν).

Οφεί­λω να παρα­δε­χτώ σχε­δόν με θλί­ψη, πως — προς από­λυ­τη έκπλη­ξή μου το ριμέικ του Sorcerer κατα­βα­ρα­θρώ­θη­κε μέσα μου, ότι η εκτί­μη­σή μου για την ται­νία του Clouzot, ανέ­βη­κε κατα­κό­ρυ­φα … Οι προ­σπά­θειες του μπο­ρεί να είναι λίγο πιο πρω­τό­γο­νες στην εκτέ­λε­σή τους, αλλά… ήταν εκεί πρώ­τος, πιο­νιέ­ρος και το έκα­νε όμορ­φα, πολύ καλά.

Ενώ και οι δύο ται­νί­ες κατα­λή­γουν σε τρα­γι­κές νότες υπαρ­ξια­κής ζοφε­ρό­τη­τας για τους δύο κύριους χαρα­κτή­ρες μας που έχουν επι­ζή­σει, τις παρου­σιά­ζουν με πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους… και εδώ θα έλε­γα, ενώ το τέλος του «Wages» είναι κατάλ­λη­λα ειρω­νι­κό, φωνά­ζει επί­σης ΘΕΜΑ!

Η πιο influential ταινία  που δεν έχετε ακούσει ποτέ

Ο Γουί­λιαμ Φρί­ντ­κιν βρι­σκό­ταν στο από­γειο των δυνά­με­ών του το 1974. Η διπλή σύγ­χυ­ση The French Connection (σσ. στα ελλη­νι­κά “ο άνθρω­πος από τη Γαλ­λία”) και ο εξορ­κι­στής είχε φέρει τον βρα­βευ­μέ­νο με Όσκαρ στη σπά­νια θέση να είναι ελεύ­θε­ρος να κάνει όποια ται­νία του αρέσει.

Έτσι λοι­πόν, ο Φρί­ντ­κιν –που ποτέ δεν είχε αυτο­πε­ποί­θη­ση– ανα­κοί­νω­σε ότι η επό­με­νη ται­νία του θα ήταν ένα ριμέικ του γαλ­λι­κού θρί­λερ δρά­σης του 1953 “ Le salaire de la peur ” _The Wages Of Fear.

Σε μια σπά­νια στιγ­μή σεμνό­τη­τας, ο Friedkin τηλε­φώ­νη­σε στον αξιό­τι­μο σκη­νο­θέ­τη του Wages, Georges Clouzot, και είπε: “Υπό­σχο­μαι, δεν θα τα κατα­φέ­ρω ποτέ τόσο καλά όσο εσύ”. Και είχε δίκιο – για­τί ενώ Το Sorcerer είναι μια πραγ­μα­τι­κά καλή ται­νία, όπως τα ριμέικ, αλλά χωρίς ελπί­δα να επι­σκιά­σει την εικό­να του Clouzot, μια ται­νία που παντρεύ­ει αβί­α­στα το χάος και τον ενθου­σια­σμό με τον κυνι­σμό και τον υπαρξισμό.

Για να κατα­νο­ή­σε­τε τη λαμπρό­τη­τα του The Wages Of Fear, πρέ­πει πρώ­τα να μάθε­τε κάτι για τον σκη­νο­θέ­τη του. Γεν­νη­μέ­νος στο Niort, στη δυτι­κή Γαλ­λία, το 1907, ο Henri-Georges Clouzot έγι­νε δια­βό­η­τος στην πατρί­δα του όταν γύρι­σε την τέταρ­τη ται­νία του — The Raven (Le Corbeau) του 1943 — για ένα γερ­μα­νι­κό στού­ντιο, την Continental Films, με τις γνω­στές περιπέτειες.
Απο­τέ­λε­σμα όλων αυτών ήταν ότι ο Κλου­ζό δεν σκη­νο­θέ­τη­σε άλλη ται­νία για τέσ­σε­ρα χρό­νια. Στο διά­στη­μα που μεσο­λά­βη­σε, αυτή η κακή μετα­χεί­ρι­ση συν­δυά­στη­κε με χρό­νια κακή υγεία για να αφή­σει τον Κλου­ζό με μια αρκε­τά ζοφε­ρή άπο­ψη για τον συνάν­θρω­πό του. Αυτή η απαι­σιο­δο­ξία θα χρω­μα­τί­σει όλες τις μετα­γε­νέ­στε­ρες ται­νί­ες του, και ιδιαί­τε­ρα το “μερο­κά­μα­το”.

Τι γίνε­ται όμως με την ιστο­ρία; …τέσ­σε­ρις άνδρες που προ­σλαμ­βά­νο­νται από στε­λέ­χη αμε­ρι­κα­νι­κών πετρε­λαϊ­κών πολυ­ε­θνι­κών για να μετα­φέ­ρουν επι­κίν­δυ­να αστα­θή εκρη­κτι­κά στα βου­νά και τις ζού­γκλες της Ονδού­ρας, απελ­πι­σμέ­νες ψυχές που ανα­λαμ­βά­νουν την απο­στο­λή αυτο­κτο­νί­ας, καθώς προ­σφέ­ρει το μόνο μέσο για να ξεφύ­γουν από το Las Piedras, το είδος της τρύ­πας της κόλα­σης που κάνει το El Rey του Jim Thompson να φαί­νε­ται ελκυ­στι­κό. Δώστε τη νιτρο­γλυ­κε­ρί­νη και οι ήρω­ές μας μπο­ρούν να αντέ­ξουν οικο­νο­μι­κά να πετά­ξουν προς την ελευ­θε­ρία. Είναι απλώς ένα μικρό θέμα οδή­γη­σης 300 μιλί­ων πάνω από το πιο τρα­χύ έδα­φος που μπο­ρεί να φαντα­στεί κανείς. Α…, και είπα­με ότι τα εκρη­κτι­κά είναι όντως πολύ ασταθή;

Γυρι­σμέ­νο εξ ολο­κλή­ρου σε τοπο­θε­σία στο Camargue, στη νότια Γαλ­λία, τα γυρί­σμα­τα του The Wages Of Fear ήταν σχε­δόν εξα­ντλη­τι­κά, οι μη επο­χι­κές βρο­χο­πτώ­σεις σήμαι­ναν ότι οχή­μα­τα και εξο­πλι­σμός κατέ­στρο­νταν με τον Henri-Georges να σπά­ει τον αστρά­γα­λο και τη σύζυ­γό του ‑πρω­τα­γω­νί­στρια Vera να παθαί­νει πνευ­μο­νία, ενώ οι Charles Vanel και Yves Montand μετά το γύρι­σμα μιας σκη­νής σε μια λίμνη αργού πετρε­λαί­ου έπα­θαν ζημιά στα μάτια τους. Κι έπει­τα, ανά­με­σα στ΄άλλα, η έναρ­ξη του χει­μώ­να δεν άφη­σε τον συγ­γρα­φέα-σκη­νο­θέ­τη να ξεκι­νή­σει ανα­βάλ­λο­ντας τα γυρί­σμα­τα για την επό­με­νη άνοι­ξη. Μέχρι τη στιγ­μή που η τελι­κή ται­νία να είναι έτοι­μη σε μπο­μπί­νες, το “μερο­κά­μα­το” ξεπέ­ρα­σε κατά 50 εκα­τομ­μύ­ρια φρά­γκα τον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό. Ευτυ­χώς, σχε­δόν επτά εκα­τομ­μύ­ρια Γάλ­λοι πλή­ρω­σαν σε μετρη­τά για να δουν την ται­νία, μετα­τρέ­πο­ντας μια πιθα­νή κατα­στρο­φή σε μια από τις πιο κερ­δο­φό­ρες φωτο­γρα­φί­ες της δεκαετίας.

Δεν ήταν μόνο οι “εντός έδρας”, που ενδια­φέρ­θη­καν για τη φωτο­γρα­φι­κή παρου­σί­α­ση του Clouzot, η ται­νία έκα­νε καλή δου­λειά και στις ΗΠΑ όπου, προ­βλή­θη­κε σε συνο­πτι­κή έκδοση.
Ακό­μη και σε αυτή την ακρω­τη­ρια­σμέ­νη μορ­φή, η ιστο­ρία άσκη­σε ισχυ­ρή επιρ­ροή στο κοι­νό. Το πόσο ισχυ­ρό ακρι­βώς θα γινό­ταν φανε­ρό μόνο χρό­νια αργό­τε­ρα, όταν φαι­νό­ταν ότι κάθε ται­νία δρά­σης που γυρι­ζό­ταν στην Αμε­ρι­κή ήταν, στον έναν ή άλλο βαθ­μό, το χρω­στά στο “μερο­κά­μα­το” –μέχρι να έρθουν οι Schwarzenegger…

Εκτός από τα straight remakes – το Violent Road του 1958, το Sorcerer του Friedkin – οι από­η­χοι του αρι­στουρ­γή­μα­τος του Clouzot μπο­ρούν να βρε­θούν σε όλο τον κινη­μα­το­γρά­φο του αγα­πη­μέ­νου γιου του Χόλι­γουντ, Στί­βεν Σπίλ­μπεργκ. Η μόνη δια­φο­ρά μετα­ξύ του Wages και, ας πού­με, του έπος του Indiana Jones είναι η ταχύ­τη­τα με την οποία ανε­βαί­νει η αγω­νία, η μετρη­μέ­νη προ­σέγ­γι­ση του Clouzot κάνει τον Σπίλ­μπεργκ να φαί­νε­ται πως πηγαί­νει με ιλιγ­γιώ­δη ταχύ­τη­τα. Και μιλώ­ντας για ταχύ­τη­τα, η σει­ρά στο The Wages Of Fear όπου ο Montand και οι σύντρο­φοί του πρέ­πει να οδη­γή­σουν τα φορ­τη­γά τους κατά μήκος ενός ανώ­μα­λου δρό­μου με συγκε­κρι­μέ­νο ρυθ­μό ‑συχνό­τη­τα για να απο­τρέ­ψουν την κατα­στρο­φή είχε αναμ­φι­σβή­τη­τη επί­δρα­ση στην ται­νία Speed “The Bus That Couldn’t Slow Down”.

Το ότι πολύ αγα­πη­μέ­νες ται­νί­ες όπως το Hell Drivers και το βρε­τα­νι­κό Ice Cold In Alex υπάρ­χουν επί­σης στη σκιά της ται­νί­ας δεί­χνει πόσο μεγά­λο χρέ­ος οφεί­λει ο αγγλό­φω­νος κινη­μα­το­γρά­φος σε έναν στρε­πτό Γάλ­λο τύπο με τρε­λή καρ­διά και ένα μεγά­λο σακού­λι στον ώμο του.

Ευτυ­χώς, η παγκό­σμια επι­τυ­χία του “μερο­κά­μα­του” άφη­σε τον Clouzot σε μια θέση παρό­μοια με αυτή που βρέ­θη­κε ο Friedkin στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1970. Στην περί­πτω­ση του Γάλ­λου, η ται­νία που λαχτα­ρού­σε να κάνει ήταν οι Les Diaboliques, μια προ­σαρ­μο­γή του μυθι­στο­ρή­μα­τος των Pierre Boileau και Thomas Narcejac.

Η ιστο­ρία των περί­ερ­γων συμ­βά­ντων σε ένα γαλ­λι­κό οικο­τρο­φείο, Les Diaboliques, είχε τεθεί υπό­ψη του Βρε­τα­νού βασι­λιά του σασπένς, Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πριν ο Hitch βρει ευκαι­ρία να καλέ­σει τους συντε­λε­στές, ο Clouzot πλη­σί­α­σε αυτο­προ­σώ­πως τον Pierre Boileau και Thomas Narcejac …ο Χίτσκοκ έκα­νε τις δικές του έρευ­νες, αλλά λίγες ώρες αργό­τε­ρα, τον ενη­μέ­ρω­σαν άγαρ­μπα ότι τα δικαιώ­μα­τα των Les Diaboliques δεν ήταν πλέ­ον προς πώλη­ση. Ως απο­ζη­μί­ω­ση, γρά­φη­κε το Vertigo ειδι­κά έχο­ντας κατά νου τον Χίτσκοκ.

Όπως και να έχει, ένα καρ­δια­κό επει­σό­διο το 1963 τον ανά­γκα­σε να εγκα­τα­λεί­ψει το ονει­ρι­κό του έργο Inferno στα μέσα της παρα­γω­γής. Αυτό με τη σει­ρά του απέ­τρε­ψε τους παρα­γω­γούς από το να προ­σλά­βουν τον Κλου­ζό, αφή­νο­ντας έτσι στον πιο ταλα­ντού­χο Γάλ­λο σκη­νο­θέ­τη της επο­χής την ελά­χι­στη επι­λο­γή να δεχτεί τηλε­ο­πτι­κή δου­λειά. Μέχρι τον θάνα­τό του το 1977, είχε μεί­νει εκτός για το καλύ­τε­ρο μέρος μιας δεκαετίας.

Του­λά­χι­στον ο Κλου­ζό έζη­σε αρκε­τά για να ακού­σει τα καλά λόγια του Γουί­λιαμ Φρί­ντ­κιν. Και όντας αλα­ζο­νι­κός χλο­ο­τά­πη­τας, θα είχε συμ­φω­νή­σει με την εκτί­μη­ση του νεό­τε­ρου ότι δεν μπο­ρού­σε να καλύ­ψει το The Wages Of Fear. Επει­δή μόλις ανε­βεί­τε στο Έβε­ρεστ του κινη­μα­το­γρά­φου δρά­σης, το μόνο που μένει είναι να κοι­τά­ξε­τε κάτω τους νεα­ρούς υπο­κρι­τές που κάνουν επι­δρο­μές στο κου­τί των κόλ­πων σας ενώ αγω­νί­ζο­νται να ανε­βεί­τε στους πρό­πο­δες της ται­νί­ας δράσης.

πλη­ρο­φο­ρί­ες  ¶ “η πιο influential ταινία”:
δημο­σί­ευ­μα του Richard Luck βρα­βευ­μέ­νου κρι­τι­κού κινηματογράφου
και συγ­γρα­φέα βιβλί­ων για τον Sam Peckinpah, τον Steve McQueen κά.
Έχει γρά­ψει για τις Empire, Esquire και Total Film)

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο