Το πρόγραμμα των καλοκαιρινών εκδηλώσεων του Στεκιού Πολιτισμού και Νεανικής Δημιουργίας της ΚΝΕ στην Αθήνα ολοκληρώθηκε την Τρίτη 5 Ιουλίου με τον καλύτερο τρόπο! Η ομάδα φωνητικής του Στεκιού παρουσίασε το αφιέρωμα «Ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά» για τα τραγούδια της Μικράς Ασία που είχε ετοιμάσει με αφορμή τη συμπλήρωση, φέτος, 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Πέτρος Γκιώνης, μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του Κ.Σ. της ΚΝΕ, ανοίγοντας το αφιέρωμα μετέφερε τη διάθεση της ομάδας να αφιερώσει την παράσταση «στους Μικρασιάτες πρόσφυγες και μαζί, σε όλους τους ξεριζωμένους που γεννά ο πόλεμος». Ευχαρίστησε εκ μέρους της ομάδας της φωνητικής και του Στεκιού τη δασκάλα της ομάδας, την Πολυξένη Καράκογλου, που συνέβαλλε στο να πραγματοποιηθεί το αφιέρωμα, και την Αθηνά Κουκή που συνόδεψε τα τραγούδια στο κανονάκι.
Κάνοντας μια σύντομη αναφορά στις συνθήκες που οδήγησαν στο 1922, μίλησε για την μικρασιατική εκστρατεία και ανέδειξε ότι η μικρασιατική καταστροφή ήταν το γέννημα της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων μεταξύ των νικητών και των χαμένων του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Παρότρυνε τους συμμετέχοντες να προμηθευτούν την πρόσφατη έκδοση της Σύγχρονης Εποχής για το 1922.
Το μουσικό μέρος του αφιερώματος άνοιξε με παραδοσιακά τραγούδια που λέγονταν στη Μικρά Ασία.
Παρουσιάστηκαν ορισμένα στοιχεία για την πολιτιστική παράδοση και την οικονομική δραστηριότητα της Σμύρνης, η οποία αποτελούσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό αστικό κέντρο για το εμπόριο και τις σχέσεις δύσης-ανατολής.
Ακολούθησαν το «Δε σε θέλω πια», τραγούδι που αποτυπώνει την αναπτυγμένη αστική ζωή της Μικράς Ασίας, και η «Βουρνοβαλιά», που αποτελεί τεκμήριο του πρώιμου ρεμπέτικου που αναπτυσσόταν εκεί.
Στη συνέχεια, ο Πέτρος Γκιώνης μίλησε για τις σκληρές συνθήκες εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, την αξιοποίησή τους στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, ιδιαίτερα της κλωστοϋφαντουργίας, στην οποία μάλιστα ήταν συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών εργατριών και πληρώνονταν με τους χαμηλότερους μισθούς της εποχής.
«Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, σε παράγκες μέσα σε μαζικούς οικισμούς. (…) Πολλά ήταν και τα προβλήματα με την ύδρευση των συνοικισμών, τον ηλεκτροφωτισμό τους, με τους δρόμους και τις συγκοινωνίες και με ζητήματα υποδομών και υγειονομικής περίθαλψης».
Η ομάδα παρουσίασε σε αυτό το σημείο το τραγούδι «Βάλε με στην αγκαλιά σου», για το οποίο αφηγήθηκε μια πολύ τρυφερή και συγκινητική ιστορία.
«Ένα βράδυ η Αγγελική Παπάζογλου, πρόσφυγας, που ήταν τυφλή, περίμενε τον άντρα της, το Βαγγέλη Παπάζογλου, να γυρίσει από το μαγαζί που έπαιζε. Έβρεχε καταρρακτωδώς, το σπίτι έμπαζε νερά και, μη μπορώντας να προστατευτεί, έκλαιγε… Όταν επέστρεψε στο σπίτι ο άντρας της, τη βρήκε βρεγμένη και τρομαγμένη. Την πήρε αγκαλιά σε μια στεγνή γωνιά του κρεβατιού, άνοιξε μια ομπρέλα και έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι μέχρι το πρωί που σταμάτησε η βροχή. Οι παρακάτω στίχοι είναι εμπνευσμένοι από αυτό το περιστατικό».
Όπως ειπώθηκε, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα, τις μελωδίες, τους τρόπους και τραγούδια από τον τόπο τους. Τα παραδοσιακά τραγούδια απέκτησαν έτσι νέο περιεχόμενο, τα συνδύασαν με τα βιώματά τους στην προσφυγιά, με την θλίψη του ξεριζωμού, την νοσταλγία της χαμένης τους πατρίδας.
«Συνέχισαν, λοιπόν, να τραγουδούν τα τραγούδια της Μικράς Ασίας, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησαν τραγούδια με αναφορές στη νέα πλέον και όχι την παλιά πατρίδα τους. (…) Οι πρόσφυγες μεταφέραν στην νέα τους πατρίδα την μουσική παράδοση της παλιάς. Μετέδωσαν ανατολίτικους σκοπούς, παραδοσιακά τραγούδια της Μικράς Ασίας, ακούσματα και χορούς που ήταν νέα για τους Έλληνες. Επηρέασαν την ελληνική μουσική, την εμπλούτισαν».
Φτάνοντας στο κλείσιμο της βραδιάς ο Πέτρος Γκιώνης, παίρνοντας το λόγο, σημείωσε: «Παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες ζωής και τον κόπο της βιοπάλης, οι Μικρασιάτες διασκέδαζαν όλοι μαζί, στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, μοιράζοντας φαγητό μεταξύ των οικογενειών… Η μουσική και ο χορός αποτελούσαν τα κύρια στοιχεία στη διασκέδαση του Μικρασιάτη πρόσφυγα. Το βιολί, το σαντούρι, το τουμπερλέκι, το ούτι το κανονάκι έπαιζαν τα ζεϊμπέκικα και τους γνώριμους σκοπούς που άκουγαν στην πατρίδα τους .
¨Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε μαθημένοι να δουλεύουν και να γλεντάνε . Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Και κοντά στους πρόσφυγες μάθαν και οι δικοί μας τώρα ¨, λέει ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Η ζωή συνεχιζόταν στις νέες πατρίδες. Σκληρή δουλειά στα χωράφια, στα δάση και στα νταμάρια της Πεντέλης , στα περιβόλια και στα πλυσταριά της Κηφισιάς. Κάθε βράδυ, όμως, αντηχούσαν οι ήχοι από το τουμπερλέκι και τα ¨ταψιά¨, οι παράγκες ξεχείλιζαν από τις μελωδίες (…)
Τη σκυτάλη στα τραγούδια και τους χώρους πήραν οι επόμενες γενιές, εμπνεόμενες από τις παλαιότερες παραδώσεις δανείζονται σκοπούς και χρώματα δημιουργώντας».
Τον επίλογο έβαλε η ομάδα της φωνητικής που τραγούδησε με κέφι, ενώ ο κόσμος συμμετείχε κρατώντας το ρυθμό με παλαμάκια και τραγουδώντας.