Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με αφορμή ένα δημοσίευμα και μια κινητοποίηση: Μια μαρτυρία

Φιλο­ξε­νού­με­νος ο Πανα­γιώ­της Μελάς //

Συντα­ξιού­χος ναυ­τερ­γά­της (Α’ Μηχανικός)

Όμορφος κόσμος, ηθικός κι αγγελικά πλασμένος

 Δια­νύ­ο­ντας ήδη την 8η δεκα­ε­τία της ζωής μου (βρί­σκο­μαι λίγο πριν τα μέσα της) και έχο­ντας γυρί­σει την οικου­μέ­νη, ούτε που μπο­ρώ να θυμη­θώ πόσες φορές, ταξι­δεύ­ο­ντας στους ωκε­α­νούς της λόγω επαγ­γέλ­μα­τος (ναυ­τερ­γά­της), επι­τρέψ­τε μου να κατα­θέ­σω μερι­κές προ­σω­πι­κές σκέ­ψεις και εμπει­ρί­ες. Αφορ­μή στά­θη­κε ένα – δια­δι­κτυα­κό – δημο­σί­ευ­μα, με τίτλο «Παγκό­σμιος πόλε­μος» για τις μάσκες, που μπο­ρεί κανέ­νας να το δια­βά­σει στον παρα­κά­τω σύν­δε­σμο (link): ΕΔΩ

Πρέ­πει να ξεκα­θα­ρι­στεί καταρ­χήν ότι ο εν λόγω σύν­δε­σμος προ­έρ­χε­ται από μια ιστο­σε­λί­δα, που δεν έχει σχέ­ση ούτε με τον σοσια­λι­σμό που ανα­τρά­πη­κε, ούτε βέβαια με το ΚΚΕ ή με κανέ­να από τα, ανά τον κόσμο, κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα. Δεί­χνει ωστό­σο, πολύ ανά­γλυ­φα, σε ποιο απάν­θρω­πο, σάπιο και ξεπε­ρα­σμέ­νο καθε­στώς ζει η ανθρω­πό­τη­τα, με εξαί­ρε­ση το «νησί της επα­νά­στα­σης», την Κούβα.

Σήμε­ρα, αυτές τις ώρες, όλοι κοι­τούν με αγω­νία προς τα δημό­σια νοσο­κο­μεία, τα απο­ψι­λω­μέ­να και σχε­δόν γυμνά από υλι­κά, εξο­πλι­σμό και προ­σω­πι­κό και έχουν στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα τους, κάποιοι με από­γνω­ση και άλλοι με καρ­τε­ρία, προς τους για­τρούς και τους νοσο­κό­μους τους, που είναι οι μόνοι που θα μπο­ρέ­σουν να τους βοη­θή­σουν στη μεγά­λη ανά­γκη μιας αρρώ­στιας που δεν αφή­νει τίπο­τα όρθιο στο πέρα­σμά της. Την ίδια στιγ­μή, οι απλοί άνθρω­ποι τους χει­ρο­κρο­τούν και ανα­γνω­ρί­ζουν την ανε­κτί­μη­τη προ­σφο­ρά τους, ενώ κάποιοι άλλοι τους «χει­ρο­κρο­τούν», μόνο αν μένουν πει­θή­νιοι στις εντο­λές τους και τους ανα­θε­μα­τί­ζουν αν ζητή­σουν τα αυτο­νό­η­τα (χωρίς να παρα­λεί­πουν να στέλ­νουν και τα ΜΑΤ, αν χρειαστεί).

Σ’ αυτό το κλί­μα λοι­πόν, υπάρ­χουν μερι­κοί μεγα­λο­καρ­χα­ρί­ες που σφά­ζο­νται κυριο­λε­κτι­κά στο παι­χνί­δι της δια­σφά­λι­σης του κέρ­δους, παί­ζο­ντας παι­χνί­δια θανά­του στις πλά­τες ολό­κλη­ρων λαών. Κλο­πές στις πίστες των αερο­δρο­μί­ων, πλειο­δο­σί­ες της τελευ­ταί­ας στιγ­μής και αρπα­γές, ανι­κα­νό­τη­τα παρα­γω­γής ανα­γκαί­ου υγειο­νο­μι­κού υλι­κού, μαχαι­ρώ­μα­τα και συναλ­λα­γές πάνω και κάτω από το τρα­πέ­ζι, συν­θέ­τουν μιαν εικό­να πρω­τό­γνω­ρη, αλλά καθό­λου μη αναμενόμενη.

Με αυτή την ευκαι­ρία λοι­πόν, θέλω να κατα­θέ­σω τις προ­σω­πι­κές εμπει­ρί­ες μου.

Κατά τη διάρ­κεια της μακρό­χρο­νης εργα­σια­κής μου θητεί­ας στην ποντο­πό­ρο ναυ­τι­λία, είχα την ευκαι­ρία να επι­σκε­φθώ δυο σοσια­λι­στι­κές χώρες, την ΕΣΣΔ και τη Ρου­μα­νία, και τις δύο στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’80, ενώ την ΕΣΣΔ την είχα επι­σκε­φθεί ξανά στο παρελ­θόν, στις αρχές προς τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’70. Η εικό­να που εισέ­πρα­ξα, ιδιαί­τε­ρα από τις επι­σκέ­ψεις μου στην ΕΣΣΔ (που ήταν και οι περισ­σό­τε­ρες) ήταν η εξής, σε αδρές γραμ­μές και πολύ περι­λη­πτι­κά, στα βασικά:

Α. ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ

  1. Εικό­να πόλε­ων σχε­τι­κά “καθυ­στε­ρη­μέ­νων” σε ζητή­μα­τα διά­θε­σης κατα­να­λω­τι­κών αγα­θών, σε σχέ­ση με την εικό­να που θα προ­σλάμ­βα­νε κάποιος από τις πόλεις του λεγό­με­νου δυτι­κού κόσμου. Κτή­ρια σχε­τι­κά παλιό­τε­ρα, αυτο­κί­νη­τα λίγα και περα­σμέ­νης τεχνο­λο­γί­ας, έλλει­ψη σύγ­χρο­νων τεχνο­λο­γι­κών αγα­θών, όπως τηλε­ο­ρά­σεις και άλλα ηλε­κτρο­νι­κά, μοντέρ­νος ρου­χι­σμός κλπ.
  2. Εικό­να έλλει­ψης αφθο­νί­ας και ποι­κι­λί­ας σε είδη πλα­τιάς κατα­νά­λω­σης. ιδιαί­τε­ρα είδη τρο­φί­μων και άλλων ειδών, στα οποία είμα­στε εμείς συνη­θι­σμέ­νοι, όπως π.χ. τυρο­πι­τά­δι­κα, σου­βλα­τζί­δι­κα, πιτσα­ρί­ες, 10 δια­φο­ρε­τι­κών ειδών μακα­ρό­νια ή κον­σέρ­βες ντο­μά­τας, πάνες για μωρά, 20 δια­φο­ρε­τι­κών ειδών οδο­ντό­κρε­μες ή σαπού­νια, γυναι­κεί­ες κάλ­τσες νάυ­λον ήρού­χα τζιν, κλπ.
  3. Στα λιμά­νια, στους γύρω χώρους, ύπαρ­ξη μιας μικρής, αλλά δια­κρι­τής δρα­στη­ριό­τη­τας διά­φο­ρων “τύπων” μικρο­α­πα­τε­ώ­νων, που ζητού­σαν να αγο­ρά­σουν κάλ­τσες νάυ­λον και τζιν, ή να αλλά­ξουν ρού­βλια με ξένο συνάλ­λαγ­μα, κυρί­ως δολά­ρια ή λίρες Αγγλί­ας ή άλλα ισχυ­ρά ευρω­παϊ­κά νομίσματα.

Β. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ

  1. Οι κοι­νω­νί­ες — του­λά­χι­στον αυτές που εγώ είδα — είχαν πολί­τες ζεστούς, φιλό­ξε­νους και έτοι­μους να σε εξυ­πη­ρε­τή­σουν σε οποια­δή­πο­τε άμε­ση ανά­γκη σου, μολο­νό­τι οι παλιό­τε­ρες γενιές δεν είχαν ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση με τη γνώ­ση ξένων γλωσ­σών για να συνεν­νοη­θείς. Έφτα­νε όμως η ζεστα­σιά και η προ­θυ­μία για εξυ­πη­ρέ­τη­ση, ακό­μα κι αν χρεια­ζό­ταν να συνεν­νοη­θείς με νοή­μα­τα. Συνο­λι­κά, η ατμό­σφαι­ρα εξέ­πε­μπε τη ζεστα­σιά που έχου­με εμείς συνη­θί­σει, σε αντί­θε­ση με την κρυά­δα που εκλαμ­βά­νει ο, για πρώ­τη φορά, επι­σκέ­πτης των πόλε­ων του δυτι­κού κόσμου, όπου σε κοι­τούν με μισό μάτι, έτσι και κατα­λά­βουν ότι είσαι ξένος. Δεν ξεχνώ την αντι­με­τώ­πι­ση που είχα, όταν σε κάποιο λιμά­νι του Κανα­δά, στις εκβο­λές του ποτα­μού του Αγί­ου Λαυ­ρε­ντί­ου (το γνω­στό­Saint Laurence River), βγή­κα­με από το βαπό­ρι μαζί με τη γυναί­κα μου, να πάμε στο ταχυ­δρο­μείο. Έξω από την πύλη του λιμα­νιού και σχε­τι­κά μακριά, συνα­ντή­σα­με μια ομά­δα από 4–5 ανθρώ­πους, που καθό­ντου­σαν σε καρέ­κλες σε μιαν αυλή. Τους ρωτή­σα­με στα Αγγλι­κά πώς να πάμε στο ταχυ­δρο­μείο. Αυτοί, κατα­λα­βαί­νο­ντας ότι είμα­στε ξένοι, αρνή­θη­καν να μας απα­ντή­σουν στα Αγγλι­κά και μας μίλη­σαν Γαλ­λι­κά, προ­σπα­θώ­ντας εμφα­νώς να μην κατα­λά­βου­με τι μας έλε­γαν. Σημεί­ω­ση: Είναι γνω­στό ότι στον Κανα­δά οι επί­ση­μες γλώσ­σες είναι δύο, τα Αγγλι­κά και τα Γαλ­λι­κά, τις οποί­ες μιλά­νε και διδά­σκο­νται στα σχο­λεία τους ΟΛΟΙ οι κάτοι­κοι. Αν δεν τους απα­ντού­σα­με επί­σης στα Γαλ­λι­κά, ευχα­ρι­στώ­ντας τους, ίσως να μην φτά­να­με ποτέ στο ταχυδρομείο!
  2. Δεν υπήρ­χε που­θε­νά η εικό­να περι­φε­ρό­με­νων ανέρ­γων ή γενι­κά άερ­γων πολι­τών. Κάθε μεμο­νω­μέ­νη προ­σπά­θεια κάποιου για επαι­τεία ή για περι­θω­ρια­κού τύπου συμπε­ρι­φο­ρά (στις κοι­νω­νί­ες των μεγά­λων πόλε­ων είναι λογι­κό να υπάρ­χουν και τέτοια φαι­νό­με­να) αντι­με­τω­πι­ζό­ταν άμε­σα και οι παρα­βά­τες διώ­κο­νταν ανελέητα.
  3. Οι — επί­σης περι­θω­ρια­κού τύπου — συμπε­ρι­φο­ρές και προ­σπά­θειες μικρο­α­πα­τε­ώ­νων και μικρο­λα­θρε­μπό­ρων ειδών ή συναλ­λάγ­μα­τος έβρι­σκαν μπρο­στά τους την άμε­ση αντί­δρα­ση των αστυ­νο­μι­κών αρχών, με απο­τέ­λε­σμα πάντα αυτές να περιο­ρί­ζο­νταν σε ένα μικρό και χωρίς ουσια­στι­κή επί­δρα­ση στην ομα­λή λει­τουρ­γία της κοι­νω­νί­ας φαινόμενο.
  4. Παρά την έλλει­ψη των δυτι­κού τύπου κατα­να­λω­τι­κών αγα­θών, οι πόλεις διέ­θε­ταν αφθο­νία στα βασι­κά αγα­θά δια­τρο­φής και πρώ­της ανά­γκης. Παράλ­λη­λα, οι δημό­σιες συγκοι­νω­νί­ες παρεί­χαν επαρ­κέ­στα­το όγκο οχη­μά­των για τις μετα­κι­νή­σεις των πολι­τών, με σχε­δόν μηδα­μι­νό κόστος. Την ίδια στιγ­μή, η στέ­γα­ση ήταν αγα­θό για όλους (η εικό­να των αστέ­γων, που είχα συνα­ντή­σει σε δεκά­δες άλλες μεγα­λου­πό­λεις του δυτι­κού κόσμου ήταν άγνω­στο φαι­νό­με­νο), στα σπί­τια η παρο­χή ηλε­κτρι­σμού, νερού, θέρ­μαν­σης κλπ. ήταν σχε­δόν δωρε­άν. Ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση μου έκα­νε η εικό­να στην Οδησ­σό, ενός μεγά­λου κατα­στή­μα­τος με μου­σι­κά όργα­να, πιά­να, βιο­λιά, κιθά­ρες, πνευ­στά κάθε είδους κλπ., όλα σε εξευ­τε­λι­στι­κές τιμές, σε τέτοιο σημείο που αν δεν σκε­φτό­μουν τη δυσκο­λία μετα­φο­ράς και τα ανα­με­νό­με­να μεγά­λα έξο­δα εκτε­λω­νι­σμού, θα αγό­ρα­ζα επι­τό­που ένα πιά­νο, αφού η αξία του, με την επί­ση­μη τιμή που είχε τότε το ρού­βλι, δεν ξεπερ­νού­σε τα 550 δολά­ρια, όταν στην Ελλά­δα θα χρεια­ζό­μουν του­λά­χι­στον το 4πλάσιο ή 5πλάσιο ποσό.
  5. Στις βασι­κές υπη­ρε­σί­ες δια­βί­ω­σης είχαν πρό­σβα­ση, και μάλι­στα με ίσους όρους, όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως οι πολί­τες. Παι­δεία όλων των βαθ­μί­δων, Υγεία και Πρό­νοια, φύλα­ξη ανή­λι­κων παι­διών, εργα­σια­κή ασφά­λι­σηκαιεργα­σια­κή ασφά­λεια, πολι­τι­σμός και υψη­λού τύπου ψυχα­γω­γία, κλπ., ήταν έννοιες αυτο­νό­η­τες, που δεν έμπαι­ναν σε αμφι­σβή­τη­ση. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το σλό­γκαν, παρ­μέ­νο από τον ομώ­νυ­μο τίτλο του βιβλί­ου του Arthur S. Trace Jr., που κυριαρ­χού­σε την επο­χή που ο σοσια­λι­σμός είχε εδραιω­θεί: «Τι γνω­ρί­ζει ο Ιβάν που δεν μαθαί­νει ο Τζό­νι; » («What Ivan Knows That Johnny Doesn’t»). Πλη­ρο­φο­ρί­ες μπο­ρεί κάποιος να βρει σε σχε­τι­κή αρθρο­γρα­φία του Ριζοσπάστη:

(Α’ Μέρος)

(Β’ Μέρος)

Μια άλλη ματιά, πάλι από τον Ριζο­σπά­στη, με τίτλο: Τα επι­τεύγ­μα­τα της ΕΣΣΔ στην Εκπαίδευση

Μερι­κές διευ­κρι­νί­σεις για το τέλος:

  1. Οι αδυ­να­μί­ες του σοσια­λι­στι­κού συστή­μα­τος, της πρώ­της προ­σπά­θειας του ανθρώ­που να δημιουρ­γή­σει μια κοι­νω­νία χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση, είναι γνω­στές. Σχε­δόν 30 χρό­νια μετά την ανα­τρο­πή του, έχουν ανι­χνευ­θεί, ανα­λυ­θεί και εξη­γη­θεί με ειλι­κρί­νεια, αλλά και με πολύ κόπο και πόνο. Πάνω από όλα, έχουν εξα­χθεί χρή­σι­μα και πολύ­τι­μα συμπε­ρά­σμα­τα. Οι ανα­φο­ρές που εγώ κάνω, ως προ­σω­πι­κή εμπει­ρία, είναι απλά ενδει­κτι­κές. Το να τις κρύ­ψω (ή να τις κρύ­ψου­με) δεν είναι ούτε τίμιο, ούτε θα βοη­θού­σε στην εξα­γω­γή συμπερασμάτων.
  2. Η κατα­γρα­φή των αδυ­να­μιών δεν αναι­ρεί ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ την ανω­τε­ρό­τη­τα του σοσια­λι­σμού, σε σύγκρι­ση με το βάρ­βα­ρο και ξεπε­ρα­σμέ­νο σύστη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης του ανθρώ­που από άνθρω­πο, τον καπιταλισμό.
  3. Η κατα­γρα­φή των βασι­κών στοι­χεί­ων, όπως αυτά ανα­φέ­ρο­νται – πάλι ενδει­κτι­κά – στις ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ, δεί­χνει ανά­γλυ­φα τις δια­φο­ρές ανά­με­σα στον σοσια­λι­σμό και τον καπι­τα­λι­σμό. Τα στοι­χεία δεν αντέ­χουν σε καμιά σύγκριση.
  4. Η εικό­να που παρου­σιά­ζει σήμε­ρα ο καπι­τα­λι­σμός – ο πόλε­μος για τις μάσκες είναι απλά ένα παρά­δειγ­μα – είναι εικό­να που δεί­χνει ότι στις κρί­σεις ξεχνιού­νται όλες οι κού­φιες δια­κη­ρύ­ξεις περί δημο­κρα­τί­ας, ίσων ευκαι­ριών και κοι­νω­νι­κής ευαισθησίας.
  5. Επι­το­μή αυτής της εικό­νας είναι το ναυά­γιο του σημε­ρι­νού (8/4/20) Γιουρογκρούπ.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο