Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με αφορμή το πρώτο συνέδριο της ΕΠΟΝ (13–19/1 1946)

Ζητή­μα­τα πολι­τι­σμού-αθλη­τι­σμού σ’ αυτό

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Το Α’ (ονο­μά­στη­κε Δημο­κρα­τι­κό Αντι­φα­σι­στι­κό) συνέ­δριο της ΕΠΟΝ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε από τις 13–19 Γενά­ρη του 1946 στο θέα­τρο «Απόλ­λων» της Αθή­νας. Για τη ιστο­ρία ανα­φέ­ρου­με ότι η ημε­ρή­σια διά­τα­ξη του Συνε­δρί­ου περι­λάμ­βα­νε τα παρα­κά­τω θέματα:

1.Η Παγκό­σμια Συν­διά­σκε­ψη Νέων και η προ­σχώ­ρη­ση της ΕΠΟΝ στην ΠΟΔΝ. Ειση­γη­τής ο Στ. Γιαννακόπουλος.

  1. Δρά­ση της ΕΠΟΝ και το πρό­βλη­μα της ενό­τη­τας της νέας γενιάς. Ειση­γη­τής ο Φ. Βέτας.

3.Η πνευ­μα­τι­κή και σωμα­τι­κή διά­πλα­ση της νέας γενιάς. Ειση­γη­τής Ν. Ακριτίδης.

  1. Έγκρι­ση Κατα­στα­τι­κού της ΕΠΟΝ.

5.Εκλογή νέου Κ.Σ.

EPON1Η ΕΠΟΝ στα χρό­νια λει­τουρ­γί­ας και δρά­σης της (τόσο κατά τη διάρ­κεια της κατο­χής όσο και μετα­πο­λε­μι­κά) επι­τέ­λε­σε ένα τερά­στιο εκπο­λι­τι­στι­κό-μορ­φω­τι­κό-δια­παι­δα­γω­γι­κό έργο. Πρω­το­στά­τη­σε σ’ ένα μεγά­λο κίνη­μα πολι­τι­στι­κής ανα­γέν­νη­σης της Ελλά­δας. Έφε­ρε κυριο­λε­κτι­κά τη ζωο­γό­να πνοή του πολι­τι­σμού, την ποί­η­ση, τη μου­σι­κή, το θέα­τρο, κάθε μορ­φή τέχνης σε όλη την Ελλά­δα. Ήταν φυσι­κό όλος αυτός ο πλού­τος να εκφρα­στεί και στο πρώ­το της συνέ­δριο ποι­κι­λό­μορ­φα και ποι­κι­λό­τρο­πα. Στο μικρό αυτό αφιέ­ρω­μα-με βάση τις εργα­σί­ες του συνε­δρί­ου-μετα­φέ­ρου­με κάποιες ψηφί­δες το πώς στην πρά­ξη μετου­σιώ­θη­κε το σύν­θη­μα «Πολε­μά­με και τραγουδάμε».

Στις ομι­λί­ες

Δεν είναι τυχαίο ότι τις εργα­σί­ες του συνέ­δριου χαι­ρέ­τι­σαν πλή­θος μεγά­λων λογο­τε­χνών της επο­χής που έδω­σαν και πλευ­ρές της πολι­τι­στι­κής δρά­σης της ΕΠΟΝ στο παρελ­θόν αλλά και για το μέλ­λον. Σημειώ­νου­με χαρακτηριστικά:

Ο ποι­η­τής Κώστας Βάρ­να­λης: «Σαν παληός δάσκα­λος που έζη­σα τα καλύ­τε­ρα μου χρό­νια με τα παι­διά, σαν αρι­στε­ρός λογο­τέ­χνης που έδω­σα ότι καλύ­τε­ρο μπο­ρού­σα για το ξύπνη­μα και το φωτι­σμό του λαού μας χαι­ρε­τί­ζω κι’ εγώ τα νειά­τα της Ελλά­δας, τα καλύ­τε­ρα νειά­τα της Ελλά­δας, αυτά που ψήθη­καν στον αγώ­να, που είναι πρω­το­πό­ρα στον αγώ­να, αυτά που ένοιω­σαν το χρέ­ος τους στα χρό­νια της φασι­στι­κής τυρ­ρα­νί­ας κι έδω­σαν το αίμα τους για την ελευ­θε­ρία του λαού μαζί με τους μεγα­λύ­τε­ρους. Και τώρα νοιώ­θουν το χρέ­ος τους και συνε­χί­ζουν τον αγώ­να για τον ίδιο σκο­πό. Και θα είναι η μεγα­λύ­τε­ρη χαρά μας των παληών δασκά­λων και αρι­στε­ρών λογο­τε­χνών αν εμείς που ως τώρα στα­θή­κα­με οδη­γοί είχα­με την ευτυ­χία να γίνου­με ακό­λου­θοι σας στον αγώ­να για την εθνι­κή μας ανε­ξαρ­τη­σία, στον αγώ­να για την κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη για το δημο­κρα­τι­κό πολι­τι­σμό κι’ ακό­μα πιο μπρο­στά κι’ ακό­μα πιο μπροστά»

Ο ποι­η­τής Βασί­λης Ρώτας: Εμείς στην ηλι­κία σας είχα­με μόνο προ­γό­νους που μας είχαν αφί­σει μια κλη­ρο­νο­μιά για την οποία ντρε­πό­μα­στε κι’ όλας. Που να σηκώ­σου­με κεφά­λι να δει­χτού­με στο κόσμο. Για­τί μας συκο­φά­ντη­σαν κι’ όλας ολό­κλη­ρον αιώ­να από το πρώ­το ξεσή­κω­μα του λαού μας το ’21 ως τα χρό­νια μας. Και μας θεω­ρού­σαν στα χώμα­τα αυτά σαν ένα είδος ψεί­ρας ανα­κα­τε­μέ­νης από πολ­λές προ­ε­λεύ­σεις που ρεζι­λεύ­α­νε εκεί­νους τους ένδο­ξους και παλιούς προ­γό­νους μας. Μ’ αυτή τη συκο­φα­ντία ταπεί­νω­σαν τον Ελλη­νι­κό λαό για­τί ποτέ δε στα­μά­τη­σε να ζητά­ει ελευ­θε­ρία και να γίνει νοι­κο­κύ­ρης στο σπί­τι του. Και προ­σπά­θη­σαν με τα σχο­λεία και με την τέχνη να του αφαι­ρέ­σουν το μόνο τρό­πο να συνεν­νο­εί­ται και να συναλ­λά­ζει τους παλ­μούς της καρ­διάς του τη γλώσ­σα και την τέχνη του. Όμως σήμε­ρα σεις είσα­στε αλλιώς. Και κεί­νους τους προ­γό­νους καλύ­τε­ρα τους νοιώ­θε­τε. Αλλά δεν έχε­τε ανά­γκη πια στους προ­γό­νους για­τί είσα­στε μόνοι σας πρό­γο­νοι. Σεις ανε­βή­κα­τε στο επί­πε­δο που γίνο­νται οι μεγά­λες ηρω­ϊ­κές πρά­ξεις και σ’αυτό ακο­λου­θή­σα­τε αυτόν τον ίδιο το λαό που τόσα χρό­νια αγω­νί­ζε­ται ν’ απο­κτή­σει τη λευ­τε­ριά του και δίνει τα ωραιό­τε­ρα συν­θή­μα­τα για τους ωραί­ους αγώ­νες σαν αυτό:Ηθελα νάμουν όμορφος/νάμουν και παλληκάρι/και νάμουν και τρα­γου­δι­στής δεν θέλω τίποτ’ άλλο. Αυτό είναι το σύν­θη­μα πολι­τι­σμέ­νου λαού που δεν χρειά­ζε­ται τίπο­τα να πάρει από τους άλλους. Μηχα­νή­μα­τα μπο­ρεί να παίρ­νει από τους άλους μα έχει το μυα­λό όπως καθέ­νας. Και το άλλο σύν­θη­μα που βγαί­νει από το λαό μας είναι αυτό: Σαν την λογιά­σεις μια δου­λειά όρτσα και μη φοβάσαι/αμόλα τη τη νιό­τη σου και μην τηνε λυπάσαι»

Η ποι­ή­τρια Σοφία Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη: «Η τέχνη που σ’ οποια­δή­πο­τε ηλι­κία αφή­νει βαθειά επί­δρα­ση στη ψυχή, ασκεί ιδιαί­τε­ρα για το νέο, ακα­τα­νί­κη­τη γοη­τεία. Για­τί αντα­πο­κρί­νε­ται στις βαθύ­τε­ρες μυστι­κές του δονή­σεις, ταυ­τί­ζε­ται με την ίδια την ψυχο­σύν­θε­ση του. Η μου­σι­κή, η ποί­η­ση , ο ρυθ­μός, η απο­κρυ­στά­λω­ση του ονεί­ρου σε σχή­μα ζωής και τέχνης, είναι λαχτά­ρες ασί­γα­στες, ένστι­κτα ζωής και δημιουρ­γί­ας. Η τέχνη δεν είναι μία ασχο­λία απλή για το νέο, ούτε μόνο ένα δια­κο­σμη­τι­κό μέσο έκφρασης…Γιατί η πραγ­μα­τι­κή τέχνη δεν είναι όπως νομί­ζουν πολ­λοί η στα­τι­κή παρά­στα­ση μιας φαντα­στι­κής ζωής, μα σμί­γει με την ουσία της, τη ζωή την ίδια και γίνε­ται κίνη­τρο για δρά­ση και δημιουρ­γι­κός οίστρος. Καμ­μιά ηθι­κή και μορ­φω­τι­κή αξία δε θάχε η τέχνη και θάξι­ζε αλή­θεια να την αφή­σου­με νάναι αργό­σχο­λο έργο των λίγων για τους λίγους, αν έμε­νε έξω απ’ την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και δεν έσπρω­χνε στη τελειο­ποί­η­ση και στην ηθι­κή και δημιουρ­γι­κή δρά­ση. Μα όχι! Η τέχνη είναι το πιο γοη­τευ­τι­κό μα για αυτό ακρι­βώς και το πιο δυνα­τό μορ­φω­τι­κό μέσο, ιδιαί­τε­ρα για τις νέες ψυχές για­τί είναι συνταυ­τι­σμέ­νη με τη χαρά κ’ η χαρά είναι ο μόνος αέρας που θρέ­φει τη νιό­τη και ξεδι­πλώ­νει για τα μεγά­λα πετάγ­μα­τα τα φτε­ρά της. Κι ούτε είναι για τους λίγους η τέχνη. Απο­τεί­νε­ται στην πλα­τειά ζωή που τη γέν­νη­σε, κι είναι χρέ­ος του καλ­λι­τέ­χνη προς το λαό που την έθρε­ψε με τον πλού­σιο παλ­μό του…Τη σημα­σία της τέχνης δεν μπο­ρού­σε να την αγνο­ή­σει το υπέ­ρο­χο αλή­θεια σχο­λειό της ΕΠΟΝ, που βάσι­σε κάθε ενέρ­γεια του στ βαθειά κατα­νό­η­ση της εφη­βι­κής ψυχής. Η τέχνη μπή­κε σε κάθε εκδή­λω­ση της ΕΠΟΝ όχι μόνο σαν ψυχα­γω­γι­κό μα κυριώ­τε­ρα σα μορ­φω­τι­κό μέσο κι’ ακό­μα σαν κίνη­τρο δρά­σης κι’ ηρω­ϊ­σμού. Το «πολε­μά­με και τρα­γου­δά­με» που κάμα­τε πρά­ξη και σύν­θη­μα σας δεν ήταν μια έκφρα­ση τυχαία κι’ εντυ­πω­σια­κή. Βγή­κε απ’ τα αξε­χώ­ρι­στο σμί­ξι­μο της χαράς και της πάλης κι’ εσή­μα­νε το πιο πλέ­ριο δόσι­μο στο ιδα­νι­κό του αγώ­να, το δόσι­μο που γίνε­ται απο­πλή­ρω­ση κι’ ευτυ­χία, χαρά και μεθύ­σι. Για­τί πήγα­σε απ’ τον πιο δυνα­τό έρω­τα που ένιω­σαν ποτέ τα νιά­τα, τον έρω­τα για τη λευτεριά…»

Στις απο­φά­σεις

EPON2Στην από­φα­ση του συνε­δρί­ου σημειώ­νο­νται και τα εξής: «Το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον έχει σοβα­ρή επί­δρα­ση στη δια­μόρ­φω­ση των νέων. Ως σήμε­ρα απ’ την άπο­ψη του κρά­τους τα νιά­τα της Ελλά­δας αφέ­θη­καν στην εξω­σχο­λι­κή τους ζωή να ζουν μέσα στους δρό­μους , στα καφε­νεία, στις ταβέρ­νες και στα κατα­γώ­για. Αν εξαι­ρέ­σει κανείς το δια­φθο­ρείο της ΕΟΝ το κρά­τος δεν ενδια­φέρ­θη­κε ποτέ για την εξω­σχο­λι­κή ζωή της νεο­λαί­ας. Γι’αυτό είναι εθνι­κή ανά­γκη να δημιουρ­γη­θούν όλες εκεί­νες οι συν­θή­κες για τη χαρού­με­νη, πολι­τι­σμέ­νη και δημιουρ­γι­κή ζωή της νεο­λαί­ας μας έξω από το σπί­τι, το σχο­λείο και τη δουλειά.

Επι­βάλ­λε­ται σήμε­ρα το κρά­τος  σε συνερ­γα­σία με τις οργα­νώ­σεις και τα ιδρύ­μα­τα νέων και με τη βοή­θεια των ανθρώ­πων της τέχνης και των γραμ­μά­των να δώσει στους νέους μας τη δυνα­τό­τη­τα να χαρούν και να δια­παι­δα­γω­γη­θούν απ’ την καλύ­τε­ρη και την καταλ­λη­λό­τε­ρη λογο­τε­χνία, μου­σι­κή, θέα­τρο, ζωγρα­φι­κή κλπ. Να μπει στην υπη­ρε­σία της νεο­λαί­ας η δύνα­μη της τέχνης και όλων των κατα­κτή­σε­ων του ανθρώ­πι­νου πνεύματος.

Παράλ­λη­λα η σωμα­τι­κή αγω­γή πρέ­πει να γίνει καθο­λι­κή εκδή­λω­ση ολό­κλη­ρης της ελλη­νι­κής νεο­λαί­ας μέσα κι έξω απ’ τα σχο­λειά και στους τόπους όπου δου­λεύ­ουν κι’ ανα­πτύσ­σο­νται οι νέοι. Αυτό το πνεύ­μα να φυσή­ξει σε όλους τους οργα­νι­σμούς σωμα­τι­κής αγω­γής και σ’ όλες τις οργα­νώ­σεις της νεο­λαί­ας, πολι­τι­κές συν­δι­κα­λι­στι­κές κλπ. Να δημιουρ­γη­θούν παντού γυμνα­στή­ρια, γήπε­δα, κολυμ­βη­τή­ρια, λου­τρά. Εκεί που συν­δυά­ζε­ται κατά τον καλύ­τε­ρο τρό­πο η εξω­σχο­λι­κή σωμα­τι­κή αγω­γή, θάναι οι λέσχες των νέων. Τέτοιες λέσχες πρέ­πει να δημιουρ­γη­θούν παντού και να γίνουν κέντρα μόρ­φω­σης και χαράς. Κέντρα εθνι­κής, δημο­κρα­τι­κής και ηθι­κής δια­παι­δα­γώ­γη­σης και ανοι­κο­δο­μη­τι­κής δρά­σης της νεο­λαί­ας μας. Μέσα στις μετα­πο­λε­μι­κές συν­θή­κες των ανι­κα­νο­ποί­η­των ανα­γκών και επι­διώ­ξε­ων της νεο­λαί­ας, μέσα στη μετα­δε­κεμ­βρια­νή κατά­στα­ση που ανοί­γει όλους τους δρό­μους για τη δια­φθο­ρά στους νέους μας γίνε­ται επι­τα­κτι­κή εθνι­κή ανά­γκη η αντι­με­τώ­πι­ση των εκπο­λι­τι­στι­κών ανα­γκών της νεολαίας»

Στις εργα­σί­ες του συνεδρίου

Τόσο οι εργα­σί­ες του συνε­δρί­ου όσο και ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος των συνέ­δρων συν­δυά­στη­κε με πλή­θος εκδη­λώ­σε­ων πολι­τι­στι­κών αλλά και αθλη­τι­κών τόσο μέσα στη αίθου­σα όσο και έξω από αυτήν. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά αναφέρουμε:

1.Καλλιτεχνικό πρό­γραμ­μα στις εργασίες

Σε αντα­πό­κρι­ση της ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ για την έναρ­ξη των εργα­σιών δια­βά­ζου­με: «Ένα λεπτό σιγή για εκεί­νους πούπεσαν…Η συν. Νίτσα Σκια­δί­του που απαγ­γέ­λει το τρα­γού­δι που τελειώ­νει με τού­τα τα στερ­νά λόγια: Οι νέοι στρα­τιώ­τες δεν μιλάνε/κι’ όμως ακού­στη­καν μέσα στα σιω­πη­λά σπίτια/ έχου­με κάνει ότι μπορούσαμε/μα θέλει δου­λειά ακό­μη το έργο να γίνει/αφήνομε σε σας το θάνα­το μας/δώστε του εσείς το νόη­μα του/δώστε του ένα τέλος στον πόλε­μο και μιάν αλη­θι­νή ειρήνη/δώστε του εσείς το νόη­μα του/είμαστε νέοι, λένε/κι’ ας έχο­με πεθάνει/να μας θυμά­στε. Η χορω­δία της Κοκ­κι­νιάς τρα­γου­δά­ει τον Εθνι­κό μας ύμνο»…Οι εργα­σί­ες της πρώ­της τελεί­ω­σαν με πλού­σιο εκπο­λι­τι­στι­κό πρό­γραμ­μα. Χορεύ­τη­καν ελλη­νι­κοί χοροί και τρα­γου­δή­θη­καν από την χορω­δία της ΕΠΟΝ Κοκ­κι­νιάς ελλη­νι­κά τραγούδια».

2.Επισκέψεις σε αρχαιο­λο­γι­κού χώρους

« Το από­γευ­μα της Τετάρ­της (14/1) μεγά­λες ομά­δες συνέ­δρων επι­σκέ­φθη­καν τα μνη­μεία της Ακρό­πο­λης όπου δυό αρχαιο­λό­γοι οι κ.κ. Καρού­ζος και Μηλιά­δη με πολύ καλω­σύ­νη μίλη­σαν στους επο­νί­τες για τα αρχαία μας μνη­μεία την ιστο­ρία και την αισθη­τι­κή τους».

3.Έκθεση Τύπου και φωτογραφίας

«Την Κυρια­κή τ’ από­γευ­μα (18/1) στην Κεντρι­κή Λέσχη της ΕΠΟΝ άνοι­ξε η Α’ Έκθε­ση παρά­νο­μου τύπου και φωτο­γρα­φιών από τον τετρά­χρο­νο αγώ­να της Αντί­στα­σης. Μέσα απ’ αυτά τα χαρ­τιά ακούς τις ώρες, τις στιγ­μές της σκλα­βιάς. Βλέ­πεις να ξανα­ζούν φλό­γες μέσα στα μεσά­νυ­χτα. Πάνω σ’ ένα τρα­πέ­ζι βρί­σκο­νται τα δώρα των φυλα­κι­σμέ­νων προς το Α’ Συνέδριο»

4.Κινηματογραφικές προ­βο­λές

«Τη Δευ­τέ­ρα (21/1) το πρωί στον κινη­μα­το­γρά­φο «Ιρις» το Κ.Σ της ΕΠΟΝ έδω­σε για τους αντι­προ­σώ­πους μια κινη­μα­το­γρα­φι­κή παρά­στα­ση με το σοβιε­τι­κό έργο «Εξη ώρες μετά τον πόλε­μο» και με σοβιε­τι­κά επί­και­ρα. Τ’ από­γευ­μα της ίδιας μέρας το Κ.Σ στους «Ενω­μέ­νους Καλ­λι­τέ­χνες» οι αντι­πρό­σω­ποι παρα­κο­λού­θη­σαν το σοβιε­τι­κό έργο «Ανα­γκα­στι­κή προσγείωση».

… Και αθλη­τι­κή συνά­ντη­ση!

EPON3Η σχε­τι­κή αντα­πό­κρι­ση (δημο­σιεύ­τη­κε στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, και στη ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ) ανα­φέ­ρει: «Την Παρα­σκευή 16 Γενά­ρη στις 3.30 το από­γευ­μα στο γήπε­δο του Πανιω­νί­ου (Ν. Σμύρ­νης) έγι­νε ο ποδο­σφαι­ρι­κός αγώ­νας μετα­ξύ των ομά­δων ΕΠΟΝ Πει­ραιά-ΕΠΟΝ Αθή­νας. Στον αγώ­να παρα­βρέ­θη­κε εκτός από το Κ.Σ της ΕΠΟΝ και τους αντι­προ­σώ­πους του Συνε­δρί­ου κι ο Γραμ­μα­τέ­ας της ΠΟΔΝ Γκυ ντε Μπουασ­σόν.» Δια­βά­ζου­με ακό­μη από τη σχε­τι­κή αντα­πό­κρι­ση (ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ αριθ. Φυλ. 65): «Από και­ρό κρα­τού­σε σε ανα­μο­νή τους ΕΠΟ­Νι­τες και τη φίλα­θλη νεο­λαία το ματς ΕΠΟΝ Αθή­νας-ΕΠΟΝ Πει­ραιά. Για πρώ­τη φορά θα γινό­ταν μια τέτοια συνά­ντη­ση ανά­με­σα σε επο­νί­τι­κες ομά­δες που τη σύν­θε­ση του απο­τε­λού­σαν οι πιο δια­λε­κτοί ποδο­σφαι­ρι­στές μας (σ.σ κάποιοι από αυτούς αργό­τε­ρα έκα­να σημα­ντι­κή ποδο­σφαι­ρι­κή καριέ­ρα π.χ Μου­ρά­της). Έτσι δεν ήταν καθό­λου εκπλη­κτι­κό που παρ’ όλο το τσου­χτε­ρό ξερο­βό­ρι το γήπε­δο του Πανιω­νί­ου είχε γεμί­σει από νωρίς. Ακό­μα πρώ­τη φορά ποδο­σφαι­ρι­κό γήπε­δο αντί­κρι­σε τέτοιους είδους φιλά­θλους που στην έξο­δο των ομά­δων αντί σφυ­ρίγ­μα­τα, αλα­λαγ­μούς κραυ­γές ακού­στη­κε απ’ όλους Αθη­ναί­ους και Πει­ραιώ­τες, το ίδιο τρα­γού­δι: «Εμπρός Επο­νί­τες,  αδέρ­φια και πάλι…»

Για τη ιστο­ρία οι συν­θέ­σεις των ομά­δων ήταν:

ΕΠΟΝ Αθή­νας: Δελα­βί­νιας (Παυ­λής), Κυρια­ζό­που­λος, Πέπο­νας, Γαζής, Σιώ­της, Καρα­γε­ώρ­γος, Κρη­τι­κός, Καλο­γε­ρό­που­λος, Τσο­λιάς, Παπα­ντω­νί­ου, Γιακουμάκης.

ΕΠΟΝ Πει­ραιά: Ρού­σης, Μου­ρά­της, Γεωρ­γά­τος, Κεσί­σο­γλου, Λου­πιώ­της, Φασο­λάς, Χαρα­λα­μπά­κης, Τσο­λα­κί­δης, Χρι­στό­που­λος, Παπα­γε­ωρ­γί­ου, Φερλέμης.

Τα δε τέρ­μα­τα (έλη­ξε 3–1 υπέρ του Πει­ραιά) σημεί­ω­σαν: Πει­ραιάς: Τσο­λα­κί­δης, Φερ­λέ­μης, Χρι­στό­που­λος. Αθή­να: Τσολιάς.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο