Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με αφορμή το Σύμφωνο Συμβίωσης: Η «φύση», τα καθεστώτα καταπίεσης, το κοινωνικό υποκείμενο

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* // 

 Η απο­φυ­σιο­ποί­η­ση των κοι­νω­νι­κών σχέσεων 

H συζή­τη­ση που γίνε­ται σήμε­ρα για το Σύμ­φω­νο Συμ­βί­ω­σης είναι βαθιά ιδε­ο­λο­γι­κο­ποι­η­μέ­νη με την έννοια  ότι τα φαι­νό­με­να (οικο­γέ­νεια, σεξουα­λι­κό­τη­τα, φύλο κ.λπ.) αντι­με­τω­πί­ζο­νται ως ουσί­ες, ως αυτά να έχουν εγγε­νείς ιδιό­τη­τες. Σε μεγά­λο βαθ­μό η αντί­λη­ψη αυτή έχει να κάνει με την αστι­κή  ιδε­ο­λο­γία, η οποία αφού έφτια­ξε και επέ­βα­λε μια παρά­στα­ση για τη φύση (κατ’ ανα­λο­γία της ανθρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας) προ­βάλ­λει την παρά­στα­ση αυτή πάνω στην κοι­νω­νία θέλο­ντας να εμφα­νί­σει τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις ως φυσι­κές σχέ­σεις. Επο­μέ­νως τα κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να δεν έχουν ιστο­ρία, δεν είναι δηλα­δή απο­τέ­λε­σμα  της ανθρώ­πι­νης δρά­σης, ενώ η ίδια η καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία καθώς είναι προ­έ­κτα­ση της φύσης, συνι­στά την κατ’ εξο­χήν ανθρώ­πι­νη κατά­στα­ση. Κατά συνέ­πεια οποια­δή­πο­τε αμφι­σβή­τη­ση των βασι­κών της αρχών (αντα­γω­νι­σμός, οικο­γέ­νεια, σεξουα­λι­κό­τη­τα κ.λπ.) αντι­βαί­νει την ίδια τη φύση.

Νομί­ζω πως οι σκέ­ψεις του  Φ. Ένγκελς, όπως δια­τυ­πώ­νο­νται  στο γράμ­μα στον Λαβρόφ, προσ­διο­ρί­ζουν το θεω­ρη­τι­κό πλαί­σιο,  ώστε: α) να κατα­δει­χτεί η ιδε­ο­λο­γι­κή χρή­ση της βιο­λο­γί­ας όσον αφο­ρά στην ερμη­νεία των κοι­νω­νι­κών φαι­νο­μέ­νων, μετα­ξύ άλλων και της οικο­γέ­νειας, του φύλου, της σεξουα­λι­κό­τη­τας κ.λπ.,και β) να ανα­δει­χτεί η ιστο­ρι­κό­τη­τά τους. Ότι δηλα­δή αυτά είναι ιστο­ρι­κές κατη­γο­ρί­ες και όχι ουσί­ες (βιο­λο­γι­κές). Γρά­φει ο Ένγκελς: «Η όλη δαρ­βι­νι­κή διδα­σκα­λία του αγώ­να για την επι­βί­ω­σηεί­ναι απλώς μια μετά­θε­ση από την κοι­νω­νία στην έμβια φύση του δόγ­μα­τος του Χομπς bellum m omnium conrta omnes και του αστι­κού-οικο­νο­μι­κού δόγ­μα­τος του αντα­γω­νι­σμού, μαζί με τη θεω­ρία του Malthus περί πλη­θυ­σμού. Όταν πια αυτό το ταχυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κό κόλ­πο έχει συντελεστεί…οι ίδιες θεω­ρί­ες ξανα­με­τα­φέ­ρο­νται από την ενόρ­γα­νη φύση πίσω στην ιστο­ρία, και ο ισχυ­ρι­σμός τώρα είναι ότι η εγκυ­ρό­τη­τα τους ως αιώ­νιων νόμων της ανθρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας, έχει απο­δει­χθεί» (παρα­τί­θε­ται από τον ανθρω­πο­λό­γο M. M. Sahlins, Χρή­σεις και κατα­χρή­σεις της βιο­λο­γί­ας, εισαγ. Α. Μπα­κα­λά­κη, 1997, σ. 144–45).

Ωστό­σο η εισα­γω­γή του Συμ­φώ­νου Συμ­βί­ω­σης συμ­βάλ­λει έμμε­σα στην απο­φυ­σιο­ποί­η­ση  της οικο­γέ­νειας, της σεξουα­λι­κό­τη­τας και των κοι­νω­νι­κών ρόλων (άντρας, γυναί­κα κ.λπ.), καθώς δεί­χνει, όπως και με την ανα­γνώ­ρι­ση της γυναί­κας ως αρχη­γού της οικο­γέ­νειας (μονο­γο­νεϊ­κή οικο­γέ­νεια κ.λπ.), τους τρό­πους με τους οποί­ους μια κοι­νω­νία επι­χει­ρεί να ρυθ­μί­σει, αφή­νο­ντας στην άκρη τη βιο­λο­γία, κοι­νω­νι­κά την ανα­πα­ρα­γω­γι­κή λει­τουρ­γία. Κατα­δει­κνύ­ε­ται επί­σης ότι οι κοι­νω­νι­κοί ρόλοι του «άντρα», της «γυναί­κας» είναι παρά­γω­γοι κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­σμι­κών συν­θη­κών και όχι της φυσιο­λο­γί­ας, με την έννοια ότι ανά­με­σα στη φυσιο­λο­γία και την κοι­νω­νι­κή οργά­νω­ση της ανα­πα­ρα­γω­γής παρεμ­βάλ­λε­ται η ανθρώ­πι­νη δρά­ση που νοη­μα­το­δο­τεί «λέξεις» και προσ­διο­ρί­ζει «πράγ­μα­τα». Ακρι­βώς γι’ αυτό επι­βάλ­λε­ται καταρ­χήν (για να ελεγ­χθεί και η συζή­τη­ση), η διά­κρι­ση μετα­ξύ «κοι­νω­νι­κού φύλου» (gender) που μαθαί­νε­ται και «βιο­λο­γι­κού φύλου» (sex) που ανα­φέ­ρε­ται στις δια­φο­ρές στη φυσιο­λο­γία (R. W. Connell).

Αν βγού­με μάλι­στα από μια ευρω­κε­ντρι­κή αντί­λη­ψη θα δια­πι­στώ­σου­με ότι οι κοι­νω­νι­κοί ρόλοι (πατέ­ρας, μητέ­ρα, παι­διά κ.λπ.) είναι πολύ σχε­τι­κοί. Στους Νου­έρ, λόγου χάρη, ο βιο­λο­γι­κός πατέ­ρας είναι απλά ο γεν­νή­το­ρας ενώ η ίδια η γυναί­κα είναι ο αλη­θι­νός ή νόμι­μος πατέ­ρας όπως είναι και ο νόμι­μος σύζυ­γος των μητέ­ρων τους (Μ. Sahlins 1997).  Συνε­πώς άλλες κοι­νω­νί­ες οργα­νώ­νουν με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο τους γονεϊ­κούς ρόλους και τις σεξουα­λι­κές σχέ­σεις. Αυτές δηλα­δή δεν είναι οικου­με­νι­κές, ούτε βεβαί­ως φυσι­κές. Σχε­δόν ή ίδια προ­βλη­μα­τι­κή διέ­πει και τις πρα­κτι­κές υιο­θε­σί­ας (ανα­ντι­στοι­χία βιο­λο­γι­κών και κοι­νω­νι­κών γονέ­ων) στις κοι­νω­νί­ες μας όπου παρό­λο που δεν υπάρ­χει «συγ­γέ­νεια αίμα­τος» ανα­γνω­ρί­ζε­ται κοι­νω­νι­κά ως συγ­γε­νι­κή σχέ­ση. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με τις νέες τεχνο­λο­γί­ες ανα­πα­ρα­γω­γής (τεχνι­κές γονι­μο­ποί­η­σης, τρά­πε­ζα σπέρ­μα­τος, παρέν­θε­τες μητέ­ρες κ.λπ.) που επί­σης «κατα­σκευά­ζουν» συγ­γέ­νειες. Και εδώ οι γεν­νή­το­ρε­ςεί­ναι δια­φο­ρε­τι­κοί από τους γονείς (κοι­νω­νι­κοί ρόλοι).

 Η ιδω­τι­κο­ποί­η­ση της ανα­πα­ρα­γω­γι­κής λει­τουρ­γί­ας και η νομι­κο­ποί­η­ση των προ­σω­πι­κών σχέσεων

Από την οπτι­κή, λοι­πόν, των αστι­κών δικαιω­μά­των  μόνο ο γάμος, όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει με τα ετε­ρό­φυ­λα ζευ­γά­ρια και την ετε­ρό­φυ­λη οικο­γέ­νεια,  θα μπο­ρού­σε να συμ­βάλ­λει στην απο­κα­τά­στα­ση των ατο­μι­κών δικαιω­μά­των των ΛΟΑΤ. Ο γάμος φαί­νε­ται πως απο­τε­λεί και μια «έντι­μη» λύση για την απο­κα­τά­στα­ση ενός παρα­παί­ο­ντα αστι­κού θεσμού (της οικογένειας)–στην αμφι­σβή­τη­ση του οποί­ου συνέ­βα­λε και η γυναι­κεία  χει­ρα­φέ­τη­ση-  ώστε αυτός να ξανα­βρεί το «κύρος» του. Ωστό­σο η μετα­φο­ρά του κόστους ανα­πα­ρα­γω­γής και σε άλλες, εκτός της ετε­ρό­φυ­λης οικο­γέ­νειας, κοι­νω­νι­κές ομά­δες (ΛΟΑΤ) που εμφα­νί­ζο­νται πρό­θυ­μες να ανα­λά­βουν το κόστος ανα­πα­ρα­γω­γής της εργα­τι­κής δύνα­μης (υιο­θε­σία, ανα­τρο­φή κ.λπ.) υπο­σκά­πτει τη θέση για την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της ανα­πα­ρα­γω­γι­κής λει­τουρ­γί­ας και για την ανά­δει­ξή της σε κοι­νω­νι­κή υπό­θε­ση. Επί­σης η «παρα­χώ­ρη­ση» μιας κρί­σι­μης κοι­νω­νι­κής λει­τουρ­γί­ας, όπως είναι η ανα­πα­ρα­γω­γι­κή, στους ιδιώ­τες (ανε­ξάρ­τη­τα σεξουα­λι­κών πρα­κτι­κών)  νομι­μο­ποιεί εκ των πραγ­μά­των την από­συρ­ση του κρά­τους από τα δημό­σια αγα­θά  (ανα­τρο­φή, υγεία, εκπαί­δευ­ση, ασφά­λι­ση κ.λπ.).

Αν εξαι­ρέ­σει λοι­πόν κανείς την απο­κα­τά­στα­ση των ατο­μι­κών δικαιω­μά­των, μέρος των οποί­ων είναι η επέ­κτα­ση του γάμου και της υιο­θε­σί­ας σε όλους/όλες (ανε­ξάρ­τη­τα του σεξουα­λι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού), κάθε άλλο παρά συμ­βάλ­λει η «αγιο­ποί­η­ση» ενός αστι­κού θεσμού (γάμος, οικο­γέ­νεια κ.λπ.) στην κοι­νω­νι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση. Ουσια­στι­κά τα άτο­μα προσ­δέ­νο­νται ακό­μη περισ­σό­τε­ρο στην ιδε­ο­λο­γία του οικο­γε­νει­σμού. Αντί λοι­πόν να τίθε­ται στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη η κατάρ­γη­ση της οικο­γέ­νειας και του γάμου ενι­σχύ­ε­ται η  νομι­κο­ποί­η­ση των προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων, πράγ­μα που διευ­ρύ­νει τον βιο­πο­λι­τι­κό έλεγ­χο πάνω στο κοι­νω­νι­κό σώμα. Έτσι όμως παρα­βιά­ζε­ται μια βασι­κή αρχή της αστι­κής νομι­μό­τη­τας που θέλει το κρά­τος (ως δημό­σια σφαί­ρα) έξω από την ιδιω­τι­κή σφαί­ρα των ατό­μων. Ωστό­σο αυτοί που αντι­τί­θε­νται στο Σύμ­φω­νο Συμ­βί­ω­σης υιο­θε­τώ­ντας τον προ­βλη­μα­τι­κή του κοι­νω­νι­κού υπο­κει­μέ­νου (και νομί­ζω πως ορθά θέτουν το ζήτη­μα) και απο­δέ­χο­νται, όπως το θέτει ο Φ. Ένγκελς, πως οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις και οι κοι­νω­νι­κοί ρόλοι, επο­μέ­νως και η οικο­γέ­νεια, τα φύλα, οι σεξουα­λι­κές πρα­κτι­κές κ.λπ., έχουν ιστο­ρία και δεν είναι «φύση», οφεί­λουν, όταν απορ­ρί­πτουν το Σύμ­φω­νο Συμ­βί­ω­σης, να ζητούν και την κατάρ­γη­ση της οικο­γέ­νειας και του γάμου, κοντο­λο­γίς την αστι­κή ηθι­κή. Μόνο από αυτή την οπτι­κή η ενα­ντί­ω­σή τους στο Σύμ­φω­νο Συμ­βί­ω­σης θα ήταν πειστική.

Επο­μέ­νως η εισα­γω­γή του Συμ­φώ­νου Συμ­βί­ω­σης δεν υπο­σκά­πτει το θεσμό  της οικο­γέ­νειας, όπως κάποιοι πιστεύ­ουν, αλλά τον ενι­σχύ­ει, πόσο μάλ­λον όταν η οικο­γέ­νεια ελέγ­χε­ται πλή­ρως μέσω του οικο­γε­νεια­κού δικαί­ου και άλλων προ­νοια­κών μηχα­νι­σμών από το κράτος.

 Τα καθε­στώ­τα κατα­πί­ε­σης και το κοι­νω­νι­κό υποκείμενο

Εφό­σον δεν αμφι­σβη­τεί­ται ο έλεγ­χος στην ανα­πα­ρα­γω­γή του κοι­νω­νι­κού σώμα­τος ο εμπο­ρευ­μα­τι­κός καπι­τα­λι­σμό­ςδεν νομί­ζω ότι έχει κάποιο πρό­βλη­μα με τις πολ­λές ταυ­τό­τη­τες, τους πολ­λούς σεξουα­λι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς και τις δια­φο­ρε­τι­κές σεξουα­λι­κές πρα­κτι­κές. Θα έλε­γα μάλι­στα πως ο καπι­τα­λι­σμός έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον για την ανά­δυ­ση μιας αγο­ράς ταυ­το­τή­των, καθώς«νεωτεριστικοί» τρό­ποι ζωή­ςδιευ­ρύ­νουν την κατα­νά­λω­ση, δημιουρ­γώ­ντας, σύμ­φω­να με μια βασι­κή του αφή­γη­ση (κεϋν­σια­νι­σμός) νέες ανά­γκες για και­νούρ­για προ­ϊ­ό­ντα (μου­σι­κές, ντύ­σι­μο, «τεχνι­κές του εαυ­τού» κ.λπ.). Εξάλ­λου ο εκδη­μο­κρα­τι­σμός τρό­πων ζωής  γύρω από τον οποίο αρθρώ­νο­νται μορ­φές «συλ­λο­γι­κής δρά­σης», κινή­σεις και κινή­μα­τα με μονο­θε­μα­τι­κή ατζέ­ντα (φεμι­νι­στι­κό, ΛΟΑΤ κ.ά.), επι­κα­λύ­πτουν σε μεγά­λο βαθ­μό την κεντρι­κή σύγκρου­ση στον καπι­τα­λι­σμό (κεφα­λαί­ου-εργα­σί­ας). Πόσο μάλ­λον όταν οι ταυ­τό­τη­τες, οι τρό­ποι ζωής, η ποιό­τη­τα ζωής κ.λπ. λει­τουρ­γούν σύμ­φω­να με την βεμπε­ρια­νή μεθο­δο­λο­γία (M. Weber, Z. Bauman, P. Bourdieu κ.ά.) και ως «πρα­κτι­κές διά­κρι­σης». Στις υπο­κει­με­νι­σμι­κές προ­σεγ­γί­σεις για τις κοι­νω­νι­κές τάξεις θεω­ρεί­ται ότι η κατα­νά­λω­ση (τι κατα­να­λώ­νει ο καθέ­νας) και οι τρό­ποι ζωής που αρθρώ­νο­νται γύρω από αυτήν(πώς κατα­να­λώ­νει ο καθέ­νας),  δια­μορ­φώ­νουν,  ‑καθώς το εμπό­ρευ­μα εμπε­ριέ­χει πέρα από την χρη­στι­κή αξία και μια συμ­βο­λι­κή­α­ξία (όπως εμφα­νί­ζε­ται στην αγο­ρά: μάρ­κα, στιλ, εμφά­νι­ση κ.λπ.)- μια κοι­νω­νι­κή δια­στρω­μά­τω­ση. Εκ των πραγ­μά­των αυτή η κοι­νω­νι­κή δια­στρω­μά­τω­ση με βάση τρό­πους ζωής ιδε­ο­λο­γι­κο­ποιεί τα πράγ­μα­τα, καθώς έρχε­ται να αμβλύ­νει ή,να επι­κα­λύ­ψει τις ταξι­κές θέσεις. Στο συγκε­κρι­μέ­νο συγκεί­με­νο το  «φτιά­ξι­μο» του έμφυ­λου σώμα­τος (doinggender) σύμ­φω­να με το ατο­μι­κό και προ­σω­πι­κό γού­στο από μια αγο­ρά ταυ­το­τή­των, κατα­να­λω­τι­κών αγα­θών και τρό­πων ζωής συνά­δει όπως είναι προ­φα­νές με τον εμπο­ρευ­μα­τι­κό καπι­τα­λι­σμό (βλ. GayPride  κ.λπ.). Επο­μέ­νως κανέ­νας δεν θα  πρέ­πει να εκπλήσ­σε­ται αν οι «ελευ­θε­ρια­κές» από­ψεις για την ομό­φυ­λη οικο­γέ­νεια και την «κατα­σκευή» του εαυ­τού («τεχνι­κές του εαυ­τού», σύμ­φω­να με τον M. Foucault) προ­βάλ­λο­νται προ­νο­μια­κά από τους φιλε­λεύ­θε­ρους και την πολι­τι­σμι­κή-σοσιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρη αρι­στε­ρά. Και μόνο η γεν­ναιό­δω­ρη επι­δό­τη­ση της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης για τις «σπου­δές φύλου», τις «ευπα­θείς ομά­δες» (όπως λέμε ευπα­θή προ­ϊ­ό­ντα), δηλα­δή τις εξω­οι­κο­νο­μι­κές κατα­στά­σεις «κοι­νω­νι­κού απο­κλει­σμού» κ.ά., όταν οι ταξι­κές ταυ­τό­τη­τες και τα ταξι­κά υπο­κεί­με­να λεί­πουν για ευνό­η­τους λόγους και ως ανα­φο­ρά, επι­βε­βαιώ­νει το αλη­θές αυτής της συλλογιστικής.

Από αυτή τη σκο­πιά ο καπι­τα­λι­σμός θα ενδια­φέ­ρε­ται για την ανα­πα­ρα­γω­γή των κατα­πιέ­σε­ων  (γυναι­κεί­ας, έμφυ­λης, σεξουα­λι­κής κ.λπ.) που «εγκλω­βί­ζουν» τα άτο­μα σε επί μέρους ταυ­τό­τη­τες. Εκ των πραγ­μά­των αυτές οι πολ­λα­πλές κατα­πιέ­σεις δημιουρ­γούν συγ­χύ­σεις όσον αφο­ρά τον χαρα­κτή­ρα των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων (εκμε­ταλ­λευ­τι­κές ή, κατα­πιε­στι­κές) αλλά και την συγκρό­τη­ση του κοι­νω­νι­κού υπο­κει­μέ­νου (κοι­νω­νι­κή τάξη ή, μικρό­κο­σμοι;).  Ιδιαι­τέ­ρως θα ενδια­φέ­ρε­ται επί­σης ο καπι­τα­λι­σμός για την ανα­πα­ρα­γω­γή των μικρό­κο­σμων (βιό­κο­σμων) στους οποί­ους τα άτο­μα γεν­νιού­νται και μεγα­λώ­νουν, καθώς αυτοί (οικο­γέ­νεια, «κοι­νό­τη­τες» ΛΟΑΤ κ.λπ.) ανα­λαμ­βά­νουν με ιδιαί­τε­ρη θέρ­μη, όπως γίνε­ται με το Σύμ­φω­νο Συμ­βί­ω­σης, το γάμο και την υιο­θε­σία, ένα σημα­ντι­κό μέρος του κόστους ανα­πα­ρα­γω­γής της εργα­τι­κής δύνα­μης (οικο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη, συναι­σθη­μα­τι­κή αρω­γή, φρο­ντί­δα, επο­πτεία κ.λπ.).

Επει­δή οι διά­φο­ρες μορ­φές κατα­πί­ε­σης (έμφυ­λη, σεξουα­λι­κή, φυλε­τι­κή  κ.ά.) σπον­δυ­λώ­νο­νται με τη συν­θή­κη εκμε­τάλ­λευ­σης για να την συντη­ρή­σουν και να την ανα­πα­ρά­γουν θα μπο­ρού­σε να θέσει κανείς το ζήτη­μα των επι­μέ­ρους κατα­πιέ­σε­ων, ώστε, ενσω­μα­τώ­νο­ντας τις δυνα­μι­κές που εδώ ανα­πτύσ­σο­νται,  να ενι­σχύ­σει την καθο­λι­κό­τη­τα του κοι­νω­νι­κού υπο­κει­μέ­νου που δομεί­ται στις σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης. Επο­μέ­νως η κατάρ­γη­ση των επι­μέ­ρους  κατα­πιέ­σε­ων που υπο­βα­στά­ζουν σε τελι­κή ανά­λυ­ση τις σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης, με την έννοια όμως ότι το φύλο με τις συνεκ­δη­λώ­σεις του (σεξουα­λι­κές πρα­κτι­κές), δεν είναι απο­κομ­μέ­νο αλλά συνι­στά  μια διά­στα­ση των ταξι­κών σχέ­σε­ων, μπο­ρεί να τεθεί. Όχι με την έννοια του κοι­νω­νι­κού υπο­κει­μέ­νου, καθώς η ταξι­κή ταυ­τό­τη­τα δομεί­ται, ‑σε αντί­θε­ση με την  έμφυ­λη ή, την σεξουα­λι­κή που δομού­νται στη σφαί­ρα αναπαραγωγής‑, στη σφαί­ρα παρα­γω­γής, αλλά με την έννοια του πολί­τη και των δικαιω­μά­των. Το γεγο­νός μάλι­στα ότι μεγά­λο μέρος των ομό­φυ­λων ζευ­γα­ριών (γκέι και λεσβί­ες κ.ά.), είναι εκτε­θει­μέ­να, εκτός από τις ρατσι­στι­κές και ομο­φο­βι­κές επι­θέ­σεις, στην ανερ­γία και στην ανα­σφά­λεια συν­δέ­ει εκ των πραγ­μά­των τα δικαιώ­μα­τα, εν προ­κει­μέ­νω το Σύμ­φω­νο Συμ­βί­ω­σης κ.λπ., με τον ταξι­κό αγώ­να. Ωστό­σο για να μην εγκλω­βι­στού­με στον φιλε­λευ­θε­ρι­σμό των δικαιω­μά­των­χρεια­ζό­μα­στε καθο­λι­κά υπο­κεί­με­να (όπως η εργα­τι­κή τάξη)  που θα είναι σε θέση, θέτο­ντας το ζήτη­μα της πρω­ταρ­χι­κής κατα­πί­ε­σης (εκμε­τάλ­λευ­σης) να αμφι­σβη­τή­σουν τα επι­μέ­ρους καθε­στώ­τα κατα­πί­ε­σης. Αυτή η δια­πί­στω­ση δεν μειώ­νει τη σημα­σία του αγώ­να για την κατάρ­γη­ση των κατα­πιέ­σε­ων δια­χω­ρί­ζει όμως μεθο­δο­λο­γι­κά την κατα­πί­ε­ση από την εκμε­τάλ­λευ­ση όσον αφο­ρά στη συγκρό­τη­ση του κοι­νω­νι­κού υπο­κει­μέ­νου. Άλλα υπο­κεί­με­να μας δίνουν όσον αφο­ρά στο εύρος και στη δυνα­μι­κή δρά­σης τους οι σχέ­σεις κατα­πί­ε­σης (δια­τα­ξι­κά), και άλλα οι σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης (ταξι­κά). .

Όμως όπως το ταξι­κό κίνη­μα ανα­δει­κνύ­ει τις επι­μέ­ρους κατα­πιέ­σεις (έμφυ­λες, φυλε­τι­κές κ.ο.κ.) μέσα από την καθο­λι­κό­τη­τας της ταξι­κής θέσης, ‑οι γυναί­κες, λόγου χάρη, απο­τε­λούν δια­τα­ξι­κή κοι­νω­νι­κή κατη­γο­ρία και όχι κοι­νω­νι­κή τάξη (αστές, εργά­τριες, αγρό­τισ­σες κ.ά.)- έτσι μπο­ρεί να εκφρά­ζει και άτο­μα που κατα­πιέ­ζο­νται εξαι­τί­ας της σεξουα­λι­κού τους προ­σα­να­το­λι­σμού. Επο­μέ­νως δίπλα στις οργα­νώ­σεις γυναι­κών που εντάσ­σο­νται στο ταξι­κό κίνη­μα θα μπο­ρού­σαν να υπάρ­χουν και οι οργα­νώ­σεις των ΛΟΑΤ χωρίς να αναι­ρεί­ται η θέση για την προ­τε­ραιό­τη­τα της ταξι­κής συν­θή­κης (σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης). Βεβαί­ως αντι­λαμ­βά­νε­ται ο καθέ­νας πως η θέση για την «ταυ­το­χρο­νία των κατα­πιέ­σε­ων» με την κάθε μία από αυτές να βρί­σκε­ται ριζω­μέ­νη σε μια δια­φο­ρε­τι­κή  μορ­φή κυριαρ­χί­ας  (έμφυ­λη, φυλε­τι­κή, σεξουα­λι­κή, οικο­νο­μι­κή κ.λπ.), χωρίς κάποια από αυτές να έχει ερμη­νευ­τι­κή προ­τε­ραιό­τη­τα­έ­να­ντι κάποια­ςάλ­λης (ας πού­με η οικο­νο­μι­κό-ταξι­κή ένα­ντι της σεξουα­λι­κής κατα­πί­ε­σης)  σπρώ­χνει τα πράγ­μα­τα, καθώς δεν μπο­ρούν να προσ­διο­ρι­στούν οι αιτί­ες των φαι­νο­μέ­νων και να ιεραρ­χη­θούν προ­τε­ραιό­τη­τες, στο τυχαίο και στο φατα­λι­σμό (βλ. Ε. Ο. Wright 1984). Στην προ­ο­πτι­κή των πολ­λα­πλών κατα­πιέ­σε­ων  ακυ­ρώ­νε­ται ουσια­στι­κά και η δυνα­τό­τη­τα συγκρό­τη­σης ενός καθο­λι­κού υποκειμένου.

 Συμπε­ρα­σμα­τι­κά

Και όμως όλα αυτά τα ζητή­μα­τα (που τώρα συζη­τού­με) έχουν τεθεί με ιδιαί­τε­ρη οξύ­νοια  στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο. Στην θέση του Μανι­φέ­στου ότι «οι κομ­μου­νι­στές δεν έχουν ανά­γκη να καθιε­ρώ­σουν την κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη των γυναι­κών, για­τί αυτή υπήρ­χε πάντα» (Μαρξ, Ένγκελς 1999) κατα­δει­κνύ­ε­ται τόσο η ιστο­ρι­κό­τη­τα της μονο­γα­μι­κής ετε­ρό­φυ­λης οικο­γέ­νειας όσο και οι κοι­νω­νι­κοί ρόλοι της γονεϊ­κό­τη­τας (πατέ­ρας, μητέ­ρα, παι­διά κ.λπ.) που «κατα­σκευά­ζουν» την οικο­γέ­νεια. Εντού­τοις η «κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη των γυναι­κών» υπο­νο­εί περισ­σό­τε­ρο ότι μια κρί­σι­μη κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία, όπως είναι η «ανα­πα­ρα­γω­γή του είδους», οφεί­λει να κοι­νω­νι­κο­ποι­η­θεί. Το γεγο­νός αυτό θα σχε­τι­κο­ποι­ή­σει εκ των πραγ­μά­των τη σημε­ρι­νή μορ­φή της οικο­γέ­νειας, καθώς η ανα­πα­ρα­γω­γι­κή λει­τουρ­γία θα απο­συν­δε­θεί από τις σεξουα­λι­κές πρα­κτι­κές. Στην ατα­ξι­κή κοι­νω­νία, όπου η ανα­τρο­φή θα είναι υπό­θε­ση της κοι­νω­νί­ας,  θα σβή­σουν εκ των πραγ­μά­των οι εξα­το­μι­κευ­μέ­νοι γονεϊ­κοί ρόλοι ενώ οι επι­μέ­ρους σχέ­σεις, μετα­ξύ αυτών και οι σεξουα­λι­κές,  θα διευ­θε­τού­νταν σε συν­θή­κες ελευ­θε­ρί­ας και αυτο­προσ­διο­ρι­σμού από τα ίδια τα άτομα.

 

* Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο