Σε εκδήλωση που διοργάνωσαν στις 22 Ιούνη στο Σκοπευτήριο Καισαριανής ‑πίσω από το Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, οι Κομματικές Οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στην Καισαριανή έγινε η βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ «1922-Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», με κεντρικό ομιλητή τον Ανάσταση Γκίκα, διδάκτορα Ιστορίας και μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του Κόμματος.
Με ένα πυκνό λόγο στάθηκε στα βασικά θέματα του βιβλίου
1. Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί της περιόδου,
2. Η στάση και οι θέσεις του νεοϊδρυθέντος ΣΕΚΕ για την ιμπεριαλιστική εκστρατεία,
3. Αντιδράσεις ενάντια στον πόλεμο στα μετόπισθεν και στο μέτωπο,
4. Στοιχεία κλονισμού της αστικής εξουσίας μετά την ήττα,
5. Συνθήκες ζωής και εργασίας των χιλιάδων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα γενικότερα (ειδικότερα των γυναικών) κλπ.
Μετά το τέλος της παρουσίασης, απάντησε σε ερωτήσεις –μεταξύ αυτών στην συνήθη σχετικά με το ρόλο της νεαρής τότε, ΕΣΣΔ:
Αναφέρθηκε αρχικά στο ιδεολογικό-πολιτικό υπόβαθρο και συγκεκριμένα ‑α) Τη λενινιστική θέση για την «αυτοδιάθεση των εθνών», β) τη θέση των Μπολσεβίκων και της επαναστατημένης Ρωσίας για το μεταπολεμικό κόσμο, γ) τις θέσεις του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (σσ. 6–25.7.1920) αναφορικά με «το εθνικό + αποικιακό ζήτημα», καθώς και δ) την εξειδίκευση των θέσεων αυτών σε σχέση με την Τουρκία, που πραγματοποιήθηκε στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής (σσ. 1 ‑7.9.1920) –παραπέμποντας στην αυγή του Α’ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, όταν ο Β. I. Λένιν θα επαναλάβει τα λόγια του Κ. Μαρξ πως «δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς», προσθέτοντας ότι ο «αγώνας ενάντια σε κάθε λογής καταπίεση των εθνών» αποτελεί απαράβατη «αρχή» για το επαναστατικό προλεταριάτο.
Η εξέλιξη της σοβιετοτουρκικής προσέγγισης
Η επιστολή του Μ. Κεμάλ (σσ. 26.4.1920, που εγκαινίασε και τις διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων) περιελάμβανε μια σειρά προτάσεις: την έναρξη επίσημων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, συνεργασία στην πάλη κατά των επεμβάσεων της Αντάντ στην περιοχή, κ.ά.
Στην απάντησή της, η σοβιετική κυβέρνηση αναγνώρισε το δικαίωμα της Τουρκίας στην ανεξαρτησία και δήλωσε θετική στο να συνδράμει «στην πάλη κατά του ιμπεριαλισμού που απειλούσε τις δύο χώρες», θέτοντας, ωστόσο ένα συγκεκριμένο πλαίσιο – μεταξύ άλλων: α) Την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των αραβικών λαών, β) το δικαίωμα όλων των επαρχιών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με μικτούς πληθυσμούς (όπως «η Αρμενία, το Κουρδιστάν, το Λαζιστάν, η περιοχή του Βατούμ, η Ανατολική Θράκη» κ.ά.) «να αποφασίσουν ελεύθερα για το μέλλον τους»
Για την υλικοστρατιωτική συνδρομή της Σοβιετικής Ρωσίας προς την Τουρκία έχουν γραφτεί κατά καιρούς πολλά, συγκλίνοντας ωστόσο κάθε φορά στο ίδιο, μονότονα επαναλαμβανόμενο, μοτίβο: Πως –δήθεν, δίχως τη σοβιετική στήριξη το τουρκικό αστικό εθνικό κίνημα δεν θα μπορούσε να σταθεί ‑πόσο δε μάλλον να αντιτάξει την οποιαδήποτε αποτελεσματική αντίσταση στην επιβολή των όρων των Σεβρών από την Αντάντ. Σε πρόσφατη ‑ειδικά αφιερωμένη- έκδοση για το θέμα αναφέρεται ότι «η πολιτική και οικονομική σχέση με τη Σοβιετική Ρωσία υπήρξε για την Κεμαλική Τουρκία όχι απλώς η κρισιμότερη στρατηγική της σχέση αλλά ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες της νίκης της»
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν αποτελούν παρά μια κατάφωρη διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας, με καταφανή πολιτική σκοπιμότητα.
Όπως καταδεικνύεται μέσα από τα Σοβιετικά Αρχεία, η υλικοστρατιωτική συνδρομή της Σοβιετικής Ρωσίας προς την κυβέρνηση της Άγκυρας κατά τους πρώτους μήνες της χορήγησής της (σσ.2ο 6μηνο του 1920) χαρακτηριζόταν από σημαντικές «καθυστερήσεις και ελλείψεις», προκαλώντας «απογοήτευση στους Κεμαλικούς» ενώ τα χρήματα και «πολύ λίγα όπλα» αντιπροσώπευαν μόλις το 2% των απαιτήσεων της τουρκικής πλευράς – μια απειροελάχιστη συνδρομή στον προϋπολογισμό τους.
Το 1922 η «ανεπαρκής ανταπόκριση των Σοβιετικών στις [υλικοστρατιωτικές] ανάγκες» της κυβέρνησης της Άγκυρας, οδήγησε «στην προσέγγιση της Τουρκίας με τη Γαλλία». Η σοβιετική αποστολή όπλων τον Απρίλη του 1922 δεν πραγματοποιήθηκε καν και «οι Τούρκοι προμηθεύτηκαν τον απαραίτητο οπλισμό για την τελευταία τους μάχη κατά των Ελλήνων από την Γαλλία». Όλα αυτά οδήγησαν στην «αποστασιοποίηση» των δύο πλευρών, η οποία διήρκεσε μέχρι και τις διαπραγματεύσεις της Λοζάνης (αντανακλώντας και τη γενικότερη επαναπροσέγγιση της αστικής τάξης της Τουρκίας με τους «φυσικούς» ‑ταξικά- διεθνείς της συμμάχους
Η προπαγάνδα του «κεμαλομπολσεβικισμού»
Παρ’ όλ’ αυτά, μεγάλο μέρος της αστικής ιστοριογραφίας επιμένει να εμφανίζει τη «συμβολή των Μπολσεβίκων» ως τον αποφασιστικό παράγοντα, όχι μόνο για την ήττα του ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και γενικότερα για τη «συντριβή του ελληνισμού της Μικρός Ασίας». Πως «χάρη στην οικονομική και στρατιωτική τους βοήθεια η κεμαλική κυβέρνηση κατόρθωσε (…) να προχωρήσει επίσημα στην τελική απόφαση εξόντωσης όλων των χριστιανών»…
Ο ανιστόρητος και ψευδεπίγραφος ισχυρισμός ότι για τη Μικρασιατική Καταστροφή έφταιγε κατά κύριο λόγο (αν όχι αποκλειστικά) η σοβιετοτουρκική προσέγγιση, αποτελεί ένα διαχρονικό αντικομμουνιστικό ιδεολόγημα, με διττή στόχευση ως προς τις εργατικές-λαϊκές συνειδήσεις: Να θολώσει τα νερά και ν’ αποπροσανατολίσει σε σχέση με τα πραγματικά αίτια και τους ενόχους της Μικρασιατικής Καταστροφής, συκοφαντώντας ταυτόχρονα τη Σοβιετική Ένωση ως δύναμη δήθεν «ανθελληνική» και τους Έλληνες κομμουνιστές ως δύναμη δήθεν «αντεθνική». Πρόκειται για το περιβόητο ιδεολόγημα του «κεμαλομπολσεβικισμοΰ», που πρωτοεμφανίστηκε ήδη το 1922
Μικρασιατική Εκστρατεία & Καταστροφή
Στις 15 Μάη 1919, ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων, αποβιβάζονται στη Σμύρνη τα πρώτα αγήματα του ελληνικού στρατού.
Ξεκινά η Μικρασιατική Εκστρατεία η οποία, 3 χρόνια αργότερα, οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή. Ο απολογισμός της τραγικός: 50.000 νεκροί, 75.000 τραυματίες. Κοντά 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς, θύματα της πολιτικής του κεφαλαίου, που έχει τον πόλεμο στο αίμα του, αλλά που ρουφά το αίμα των λαών για τα συμφέροντά του.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή δεν είχε καμιά σχέση με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών. Ήταν το αποτέλεσμα της συμμετοχής της άρχουσας τάξης της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, προκειμένου να προωθήσει μέσω αυτής της συμμετοχής στην πράξη τη στρατηγική της «Μεγάλης Ιδέας», δηλαδή της προσάρτησης εδαφών στην Ελλάδα και έτσι να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τα οποία διαπλέκονταν μ’ αυτά των τότε ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Και την πραγματοποίηση των οποίων επιδίωκαν, μέσω των αγγλικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή.
Το αστικό κράτος φυσικά προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκρύψει την ουσία, μιλώντας για ζητήματα «τακτικής» ‑που δήθεν ήταν υπεύθυνα, για το ότι δεν υπήρχε «εθνική ομόνοια», για τους απολίτιστους Τούρκους και πολλά ακόμη.
Από τη «Μεγάλη Ιδέα» στη Μικρασιατική Καταστροφή
Η Μικρασιατική Καταστροφή (Αύγουστος 1922) αποτελεί μια από τις πιο τραγικές στιγμές της Ιστορίας της Ελλάδας, τις συνέπειες της οποίας πλήρωσε ο λαός της. Είναι το αποτέλεσμα της συμμετοχής της άρχουσας τάξης της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, προκειμένου να προωθήσει μέσω αυτής της συμμετοχής στην πράξη τη θεωρία της «Μεγάλης Ιδέας», δηλαδή της προσάρτησης εδαφών στην Ελλάδα και έτσι να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τα οποία διαπλέκονταν με αυτά των τότε ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.
Η ήττα είναι συντριπτική και ο ελληνικός στρατός αρχίζει την άτακτη υποχώρησή του. Ένα μήνα αργότερα οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη, που παραδίδεται στις φλόγες…
Με τη Συνθήκη των Σεβρών, η έκταση της Τουρκίας ελαττωνόταν έως το ένα πέμπτο. Η Συρία, η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία και η Χατζάζη κηρύσσονταν τυπικά ανεξάρτητα κράτη. Και λέμε τυπικά, γιατί ουσιαστικά γίνονταν αποικίες — προτεκτοράτα, η πρώτη της Γαλλίας και οι άλλες της Μεγάλης Βρετανίας, μιας και τα κράτη αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Συνθήκης, κρίνονταν μη ικανά για αυτοκυβέρνηση. Η Τουρκία έχανε κάθε επικυριαρχία πάνω στην Αίγυπτο, η οποία γινόταν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας, στην οποία παραχωρούνταν επίσης η Κύπρος, το Σουδάν καθώς και τα δικαιώματα της Τουρκίας στη ναυσιπλοΐα του Σουέζ. Αναγνωριζόταν το προτεκτοράτο της Γαλλίας στο Μαρόκο και την Τυνησία και η Λιβύη παραχωρούνταν στην Ιταλία.
Επιπλέον, τα τρία ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), με ιδιαίτερη συμφωνία μοίραζαν μεταξύ τους σε «σφαίρες επιρροής» και ό,τι απέμεινε ακόμα από την Τουρκία, με πρόσχημα να τη βοηθήσουν ν’ αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της.