Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ

Από­σπα­σμα από το έργο του Θέμου Κορ­νά­ρου «Με τα παι­διά της θύελ­λας», που δια­βά­στη­κε εν είδει θεα­τρι­κού ανα­λο­γί­ου από τη Μαρία Καϋ­με­νά­κη και τη Ζωή Οικο­νό­μου στην εκδή­λω­ση προς τιμήν του αγω­νι­στή συγ­γρα­φέα. Επι­λο­γή απο­σπά­σμα­τος: Μαρί Καϋμενάκη

 

Kornaros30Η ζωή είναι δύσκο­λη σε τόπους σαν τη Μεσοχώρα.
Σου άφη­νε την εντύ­πω­ση πολι­τεί­ας στρίγ­γλας, που έτρω­γε τα παι­διά της.

Γεν­νιέ­σαι σε κάποιο υπό­γειο κι ώσπου να βγεις όξω στη λια­κά­δα της αυλής, μαθαί­νεις πως γέρα­σες κ’ είναι και­ρός να δώσεις τη θέση σου σ’ άλλη κακο­μοι­ρια­σμέ­νη ύπαρ­ξη που μπο­ρεί να γεν­νη­θεί όπου να ναι: σε παρα­γώ­νι του δρό­μου, ή την ώρα του θερι­σμού σε μιαν αυλα­κιά, ή στις γαλα­ρί­ες μέσα των μεταλλείων.

Μπο­ρεί ακό­μα να γεν­νη­θεί και σ’ ένα από τ’ άφθο­να μπορ­ντέ­λα και να το μάθει όταν θα πάει να γρα­φτεί στα κατά­στι­χα της εται­ρί­ας και θα ζητά­ει ένα κάποιο επί­θε­το, για να απο­φεύ­γει την καζού­ρα των ξένων, ή να γλυ­τώ­σει από κανέ­να παρα­τσού­κλι που του κολ­λά­νε, για να μην ησυ­χά­σει πια ποτέ.

Έτσι φυτρώ­νου­νε οι ζωές, όπου λάχει.

Παρ­δα­λή πολι­τεία η Μεσοχώρα.

Ο πλη­θυ­σμός της ξεκι­νού­σε νύχτα-νύχτα για τη δουλειά.

Στην έξο­δο, εκεί που αρχί­ζου­νε τα μπα­μπα­κο­χώ­ρα­φα, χωρί­ζο­νταν στα δυο.

Οι μισοί ανη­φο­ρί­ζα­νε τη λια­νο­στρα­τού­λα, που φέρ­νει πιο σύντο­μα στο λιγνι­τω­ρυ­χείο και οι απο­δέ­λοι­ποι σκορ­πού­νε στον ατέ­λειω­το κάμπο με τις μπα­μπα­κιές και τις φυτεί­ες του χασίς.

Αυτό το τελευ­ταίο μόνο για θερα­πευ­τι­κούς σκο­πούς το καλ­λιερ­γεί η εταιρία!

Μη βάζεις στο νου σου κακό. Να και τις ταμπέλες:

« προς χρή­σιν της φαρμακευτικής».

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ

Οι άνθρω­ποι γίνα­νε υπά­κουοι, καλό­βο­λοι, ήμεροι.

Τους μάθα­νε πως η πιο μεγά­λη αρε­τή είναι η καρ­τε­ρι­κό­τη­τα κ’ η υποταγή.

Η κού­ρα­ση κ’ η μαύ­ρη ανέ­χεια, η ελο­νο­σία και η αμορ­φω­σιά, δεν αφή­κα­νε καμιά χαρα­μά­δα για να πάρει καθα­ρόν αέρα η ψυχή τους. Η μόνη ανα­κού­φι­ση ερχό­τα­νε από ένα ποτή­ρι ή από ένα τσι­γα­ρι­λί­κι κάθε τόσο.

Τα ναρ­κω­τι­κά μπή­κα­νε στις συνή­θειές τους και δεν απο­ρού­σα­νε πια μηδέ για τα μπα­στάρ­δι­κα παι­διά, που ζητια­νεύ­α­νε στις πόρ­τες τους.

Σ’ αυτή την πολι­τεία και σε τέτοιους και­ρούς έφτα­σε δάσκα­λος ο Βασί­λης Καψάλης.

Του δεί­ξα­νε ένα παρα­τη­μέ­νο σταύ­λο και του είπα­νε πως

«εκεί θα είναι το σκο­λειό σου».

Όχι πως δεν είχε σκο­λειό η πόλη. Στον ενθου­σια­σμό της απε­λευ­θέ­ρω­σης εχτί­στη­κε κι ένα ευρύ­χω­ρο σκο­λειό με παρά­θυ­ρα μεγά­λα και δεντρο­φυ­τε­μέ­νη αυλή. Μα χρειά­στη­κε για απο­θή­κες της Εται­ρί­ας και κατοι­κία του γενι­κού επιστάτη.

Σ’ αυτό τον επι­στά­τη, έκα­νε την επί­σκε­ψή του ο δάσκαλος.

- το σκο­λειό θ’ ανοί­ξει, του είπε, και σε μια βδο­μά­δα θέλω το κλει­δί. Είμαι ο και­νούρ­γιος δάσκαλος.

Ο επι­στά­της τον κοί­τα­ξε απο­ρη­μέ­νος, μισό­κλει­σε τα μάτια του για να κρύ­ψει τις γατί­σιες σπί­θες που αρχί­σα­νε να πηδού­νε μέσα τους, ξεδια­σκέ­λω­σε τα πόδια του για να στε­ριω­θεί το πελώ­ριο κορ­μί του κ’ είπε με φωνή που πότε θύμι­ζε βρο­ντή και πότε ξεφυ­σή­μα­τα οχιάς:

-δε σου γου­στά­ρει το σκο­λειό που σου δώκα­νε ; ο άλλος έκα­νε εκεί μέσα 18 χρό­νια. Και θάμε­νε ακό­μη αν δεν τα τίναζε.

- εγώ δεν θα μεί­νω εκεί μήδε μια στιγ­μή. Θέλω το σκο­λειό μου. Τα ρέστα κανό­νι­σέ τα με την εται­ρία σου.

- κοτζάμ ημι­γυ­μνά­σιο βολεύ­ε­ται σ’ ένα σαρά­βα­λο και το δημο­τι­κό θέλει πολυ­τέ­λειες; Δεν ξέρεις τι λες.

  • δεν ξέρω τι κάνει το ημι­γυ­νά­σιο. Εγώ ξέρω μόνο πως δε χτί­στη­κε το σκο­λειό γι’ απο­θή­κες κ’ οι στά­βλοι για σκο­λειά. Κανό­νι­σε τα όπως θες. Σε μια βδο­μά­δα, αν δε μου φέρε­τε το κλει­δί, θα μπω μονα­χός μου.

Βού­ι­ξε η πολι­τεία για την απο­κο­τιά του νεοφερμένου.

Τα παι­διά τον δεί­χνα­νε με το δάχτυλο»-ο και­νούρ­γιος δάσκα­λος λέγα­νε, καθώς τον βλέ­πα­νε να περ­πα­τά­ει στη­τός, με σίγου­ρη, βαριά περπατησιά…

  • και του είπε, πως αν δε μου παρα­δώ­σε­τε το σκο­λειό σε μια βδο­μά­δα, θα βάλω φωτιά στις απο­θή­κες σας και κάνε­τε κουμάντο.
  • Κι ο επι­στά­της τι του είπε; Αλή­θεια πως πήγε να του δώσει γρο­θιά κι ο δάσκα­λος τονε κάρ­φω­νε μονά­χα με τα μάτια;
  • Ναι λένε κι αυτό. Μα το σωστό είναι πως ο δάσκα­λος του είπε. Άκου­σε να σου πω. Κάποιο λάθος κάνεις που τα βάζεις μαζί μου. Και τεντώ­θη­κε κι αυτός που λες για να δει ο Καϊ­ά­φας πως τόνε ξεπερ­νού­σε μια πιθα­μή στο ύψος και το στή­θος του φου­σκω­μέ­νο να.
  • -κι ύστε­ρα;
  • -λού­φα­ξε το σκυ­λί. Να το δεις. Θα τους το πάρει το σκο­λειό. Εδώ είμα­στε και να μου το θυμάστε.
  • Μπο­ρεί και να μην τα κατα­φέ­ρει. Μα του­λά­χι­στο, μωρέ παι­διά, τους έτρι­ψε τη μού­ρη πως είναι κλέφτες.
  • Σσς. Κάνε πιο σιγά. Εμείς βλέ­πεις είμα­στε της ανά­γκης άνθρω­ποι. Άλλο αυτός. Έχει πλάτες.
  • Τι λες ρε, που τις βρή­κε; Πλά­τες του θα γίνου­με εμείς. Την Κυρια­κή θα δανει­στώ και θα του κάνω το τρα­πέ­ζι. Ας με δού­νε. Ότι βρέ­ξει, ας κατεβάσει.

Η αγω­νία μπή­κε στη ζωή τους από το δρό­μο της περιέρ­γειας. Σιγά σιγά τα αίμα­τα παίρ­να­νε φωτιά, οι ελπί­δες ξυπνού­σα­νε ξανά από μακρό­χρο­νη νάρκη.

Τη Δευ­τέ­ρα το πρωί η καμπά­να του σκο­λειού χτύ­πη­σε στην ώρα της, ύστε­ρα από τόσο και­ρού μουγκαμάρα.

Για το ημι­γυ­μνά­σιο με τους εβδο­μή­ντα μαθη­τές είχε καταρ­γη­θεί η καμπά­να. Πεί­ρα­ζε, λέει τα νεύ­ρα της κυρί­ας Κέμπ.

Αν πρό­σε­χε κανείς το δάσκα­λο, τη στιγ­μή που πρω­το­α­ντί­κρυ­σε τους μαθη­τές του, θα βλε­πε το ανοι­χτό στέ­ρεο βήμα του να γίνε­ται αδέ­ξιο, διστα­κτι­κό, κοντό. Το μπόι του το αθλη­τι­κό… Λες και ντρε­πό­τα­νε, λες και πάσχι­ζε να κοντύνει…

Όλες οι κινή­σεις του γερο­δε­μέ­νου αυτού κορ­μιού μου­διά­σα­νε, λες και πήραν ξαφ­νι­κά προ­στα­γή: «μην προ­κα­λεί­τε! Μη βρί­ζε­τε! Μην ερε­θί­ζε­τε τη φτώχεια! «

Ύστε­ρα από τον κλυ­δω­νι­σμό μιας στιγ­μής, η λεβε­ντιά ξανα­πή­ρε τα δικαιώ­μα­τά της. Το κορ­μί ορθώ­θη­κε, το βήμα ξανα­βρή­κε τον αέρα του…

-ήρθα καλά μου παι­δά­κια, είπε, για να σας μάθω γράμ­μα­τα. Μα το πιο πολύ ήρθα για να σας αγαπώ…ξέρω πως κι εσείς θα με αγα­πά­τε. Μαζί θα πηγαί­νου­με εκδρο­μές, θα παί­ζου­με και θα διαβάζουμε…

Σήμε­ρα δε θα κάνου­με μάθη­μα. Θα ετοι­μά­σου­με το σκο­λειό μας. Θα σκου­πί­σου­με, θα βγού­νε οι σκό­νες. Τα τζά­μια θέλου­νε καθάρισμα.

  • δεν έχει κύριε δάσκα­λε, κανέ­να τζάμι.

Κάποιο παι­δί ξεκόρ­μι­σε από τη μάζω­ξη κι έβα­λε το κλει­δί στην κλει­δα­ριά. Το στρι­φο­γύ­ρι­σε. Τα σκου­ρια­σμέ­να σιδε­ρι­κά αναμασήθηκαν…

-μην ανοί­γεις παι­δί μου. Μην ανοί­γεις. Εδώ δεν είναι το Σχο­λείο μας…εκεί­νο είναι το σχο­λείο μας

Πάνω από τα παι­δι­κά κεφά­λια απλώ­θη­κε η χερού­κλα του κι έδει­ξε τα πυκνά-κατά­κλει­στα-τζά­μια του καλού σχολείου.

-άνοι­ξε τώρα παι­δί μου να βγά­λου­με έξω τα θρα­νία και τον πίνα­κα, να ξεσκο­νι­στού­νε γρή­γο­ρα, για να τα πάρου­με μαζί. Εσείς οι πέντε οι πιο μεγά­λοι, παγαί­νε­τε να ειδο­ποι­ή­σε­τε τους δικού σας πως τους παρα­κα­λώ να ρθου­νε να μας βοη­θή­σου­νε λιγά­κι. Έχει και βαριά πρά­μα­τα και δε μπο­ρεί­τε εσείς να τα σηκώσετε…

ΟΛΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ!

Κρυ­φο­μουρ­μου­ρί­ζα­νε και στρι­φο­γυρ­νού­σαν σβέλ­τα τα ερε­θι­σμέ­να παιδιά.

Πάνω στην ώρα μπου­κά­ρι­σε στην αυλή ένα παρ­δα­λό πλή­θος από άντρες και γυναί­κες με τις λάσπες ακό­μα και τα χώμα­τα της δου­λειάς πάνω στα ρού­χα και στα πρό­σω­πά τους.

-ήρθα­με δάσκα­λε, για να βοη­θή­σου­με. Κάνε κου­μά­ντο. Τι χρειά­ζε­ται να κάνουμε;

-ευχα­ρι­στώ , τους λέει , μα δε χρειά­ζο­νται τόσοι πολλοί.

-για να τελεύ­ου­με πιο γρή­γο­ρα δάσκα­λε. Μίλη­σε ένας αγριω­πός άνδρας που βρέ­θη­κε πιο κοντά.

Ένα μαυ­ρι­δε­ρό μορ­τά­κι έτρι­ψε το μου­τσου­νά­κι του στο χέρι του δασκά­λου και σύστη­σε. –ο παππούς.

Ο δάσκα­λος χάι­δευε μηχα­νι­κά το κεφα­λά­κι του καθώς άκου­γε πως εκεί­νο το πλή­θος ήτα­νε η εργα­τιά των μεταλ­λεί­ων και του κάμπου που παρά­τη­σε το μερο­κά­μα­το κι έτρε­ξε να δώσει ένα χερά­κι για ν’ ανοί­ξει το Και­νούρ­γιο σχο­λείο… είπε:

-εγώ πέντε χρειά­ζο­μαι μονά­χα από σας. Μη χάνε­τε το μεροκάματο!

-δε σε αφή­νου­με μονά­χο σου, μιας και ήρθα­με. Κάνε κου­μά­ντο κι άσε να τελειώ­νει η δουλειά…

Ένας υπάλ­λη­λος της Εται­ρί­ας τους περί­με­νε στην αυλή του σχολείου.

-ποιος είναι ο δάσκα­λος, ρώτησε.

-εγώ! Τι αγαπάτε;

-ο κ. Κέμπ σας περι­μέ­νει στο γρα­φείο του. Μου είπε να πάμε μαζί.

-δεν τον γνω­ρί­ζω. Για­τί δεν έρχε­ται ο ίδιος να μου πει ότι θέλει;

- είναι ο διευ­θυ­ντής της Εταιρίας!

-παρα­κα­λώ πέστε του πως έχω σχο­λείο. Δεν ευκαιρώ.

-μου είπε πως δεν επι­θυ­μεί καμία μετα­βο­λή στην αποθήκη.

-πέστε του ότι παίρ­νω δια­τα­γές μονά­χα από το Ελλη­νι­κό κράτος.

-εδώ είναι απο­θη­κευ­μέ­νη περιου­σία την Εται­ρεί­ας. Δε μπο­ρεί ο καθέ­νας να παραβιάζει…

Ο δάσκα­λος εκα­τά­λα­βε πως έφτα­σε η στιγμή.

Του γύρι­σε την πλά­τη και πλη­σί­α­σε στη δίφυλ­λη πόρ­τα. Δοκί­μα­σε με το χέρι. Στι­μά­ρι­σε την αντο­χή της. Τρα­βή­χτη­κε τρία βήμα­τα πίσω. Έπε­σε απά­νω στην πόρ­τα λοξά. Με το δεξί ώμο. Τα μάσκου­λα και οι κλει­δα­ριές αφή­κα­νε μια ξαφ­νια­σμέ­νη στρι­γκλιά. Λες και φρί­ξα­νε τα σιδε­ρι­κά για την προ­σβο­λή που γινό­τα­νε στην εγγλέ­ζι­κη αυτοκρατορία.

Σιω­πή απλώ­θη­κε. Μάτια κατά­πλη­χτα κοι­τά­ζα­νε την ανοι­χτή πόρ­τα μερι­κά δευτερόλεπτα…

Η ανοι­χτή, σκο­τει­νή μπού­κα, που φοβέ­ρι­ζε, κλεί­στη­κε από κόσμο που βια­ζό­τα­νε να μπει μέσα, το γρη­γο­ρό­τε­ρο, όλος μαζί.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο