Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με την πρώτη σταγόνα βροχής…

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Όχι! Δεν πέθα­νε τώρα το καλο­καί­ρι. Μας το κάψα­νε! Μας το πεθαί­νουν χρό­νια τώρα μ’ ένα αργό, μακά­βριο κι’ αγκυ­λω­μέ­νο θάνα­το από την κόχη μιας σύριγγας.

Το καλο­καί­ρι μας τελεί­ω­σε με στά­χτες και μεγά­λες δόσεις αιθα­λο­μί­χλης που εισπνέ­ου­με με καλα­μά­κια απο­συμ­φό­ρη­σης. Ρου­φά­με αργά και γευό­μα­στε την κατα­στρο­φι­κή μόλυν­ση του περι­βάλ­λο­ντος και του κορ­μιού μας.

Με την πρώ­τη στα­γό­να της βρο­χής δεν πέθα­νε το καλο­καί­ρι. Αυτό μας το πέθα­ναν από τις πλημ­μύ­ρες και τις πυρ­κα­γιές, μας το πέθα­ναν οι απελ­πι­σμέ­νο ήχοι των πυρο­σβε­στι­κών και τα ουρ­λια­χτά των ασθενοφόρων.

Μέσα από ανα­θυ­μιά­σεις ρύπων και οσμών και το δια­τρο­φι­κό μεθύ­σι από κοκτέιλ αιθά­λης και διο­ξει­δί­ου του άνθρα­κος. Εμείς, παρα­συρ­μέ­νοι σε λιτα­νεί­ες παρα­κλή­σεις και δεή­σεις για τη Θεία βρο­χή που δε λεει να έρθει. Κι’ αλί­μο­νο σαν έρθει…

Με την πρώ­τη στα­γό­να της βρο­χής, φαί­νε­ται η γύμνια των υπο­δο­μών και ό,τι ψήγ­μα φρο­ντί­δας και ανθρω­πιάς έχει μεί­νει. Από την άλλη ξεθά­βε­τε και το τελευ­ταίο οχυ­ρό της αδια­φο­ρί­ας, της ανορ­γα­νω­σιάς και της αναλ­γη­σί­ας. Η κάλ­πι­κη σιω­πή καλύ­πτε­ται πίσω από δια­μαρ­τυ­ρί­ες και καταγ­γε­λί­ες. Πίσω από τον θρή­νο και την από­γνω­ση. Η Αθή­να, η χώρα ολό­κλη­ρη, υπάρ­χει ανο­χύ­ρω­τη μπρο­στά στο χαμό που ξεση­κώ­νει η Φύση για το κακό που κάναμε.

Τα ρέμα­τα που μπα­ζώ­θη­καν, το δάσος που κάη­κε, ο λόφος που ισο­πε­δώ­θη­κε, ο βρά­χος που εξο­ρύ­χτη­κε, το ανά­χω­μα που στή­θη­κε με φτη­νά υλι­κά. Μας θυμί­ζει κάτι; Οι δρό­μοι μας ήταν ψεύ­τι­κοι και οι κατα­σκευ­ές, τα στη­θαία μας και τα φράγ­μα­τα απο­δεί­χθη­καν χάρτινα.

Το εύκο­λο κέρ­δος, ερή­μην του άλλου, γίνε­ται η αιτία για όλη αυτή την κατα­στρο­φή. Το απο­τέ­λε­σμα μίας άναρ­χης δόμη­σης και του βια­σμού της Φύσης. Ανο­μο­λό­γη­τα συμ­φέ­ρο­ντα, ανο­μο­λό­γη­των και ληστρι­κών εξου­σιών μας παρα­σέρ­νουν στην παρα­χά­ρα­ξη τους από κάθε λογι­κή και ευθύνη.

Ποιοι φταί­νε; Ποιους θα στή­σου­με στο στό­χα­στρο; Από ποιους οι εργο­λά­βοι του θανά­του πήραν το Ωκέυ; Με ποια ανταλ­λάγ­μα­τα οι ρου­σφε­το­λό­γοι, οι άρπα­γες, επέ­τρε­ψαν να οργιά­σει αυτή η παν­δαι­σία του αυθαί­ρε­του, του παρά­νο­μου, του αντι­κα­νο­νι­κού προς του υπό­λοι­πους; Ποιοι δεν σεβά­στη­καν τη Φύση; Ποιοι συμ­με­τεί­χαν στο νέκρω­μα των θαλασ­σών και μόλυ­ναν τον αέρα; Ποιοι ερή­μω­σαν τις μικρές πόλεις και τα χωριά και κατά­ντη­σαν τη ζωή δύσκο­λη, τρα­χιά και σκλη­ρή, χωρίς νόη­μα; Μήτε τη βρο­χή, μήτε το χιό­νι; μήτε την ξηρα­σία και τον καύ­σω­να, μήτε την υγρα­σία, να μπο­ρεί ν’ αντέξει;

Το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα! Το σύστη­μα που υπε­ρα­σπί­ζο­νται και προ­στα­τεύ­ουν με τα χέρια, τα πόδια και με το αίμα μας.

Με την πρώ­τη στα­γό­να βρο­χής, έπε­σε η στέ­γη, απο­κα­λύ­πτο­ντας την τρύ­πα που θα τους ρου­φή­ξει. Με την δεύ­τε­ρη στα­γό­να, θα τους πνί­ξει. Έτσι είναι να γίνει, για­τί η ζωή είναι όμορ­φη και η ψυχή μας δίκια. Πως αλλιώς να το καταλάβουμε;

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο